Είναι εξοντωτικά τα πρωινά με τον ήλιο έξω και το διαμέρισμα μου κλειστό, φουλ στον καπνό απ’ τα τσιγάρα. Για μένα η μέρα ξεκινάει απ’ τ’ απόγευμα, όταν πέφτει ο ήλιος, όταν παίζει η τηλεόραση το ίδιο τροπάριο τόσες μέρες τώρα: ενημέρωση και πάλι ενημέρωση όλων των ειδών.
Χθες επικοινώνησα με μία Γερμανίδα παραγωγό, στενή συνεργάτιδα της Μαριάν Φέιθφουλ. Νοσηλεύεται ακόμα με πνευμονία και πυρετό. Το ότι βήχει, είναι καλό μού είπε. Πιθανώς να της το γύρισε σε βρογχίτιδα και να γλίτωσε τα χειρότερα. Μακάρι…Η Φέιθφουλ, άλλωστε, έχει κάτι όμορφο να περιμένει: Τα γυρίσματα μίας ταινίας με την ταραχώδη ζωή της, την οποία ενέκρινε και είχε δηλώσει χαρούμενη.
Ανυπομονώ να πιάσουν οι ζέστες εδώ και να ψοφήσει ο ιός. Διαβάζω για τις χώρες των Βαλκανίων, που δεν τις χτύπησε τόσο πολύ, όσο την κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Λογικό! Εδώ, ως γνωστόν, κάθε Ιούλιο και Αύγουστο, ψήνεις αυγό στο μπαλκόνι σου, πως να επιζήσουν οι ιοί πάνω σε πυρακτωμένες επιφάνειες; Κι αν πάλι επιζήσει ο ιός αυτός, τουλάχιστον δε θα’χει τόση δύναμη, δε θα’ναι τόσο μεταδοτικός. Ούτε πιστεύω πως πρέπει να’σαι λοιμωξιολόγος για να το καταλάβεις αυτό.
Πάω ένα μήνα πίσω, τότε που λέγαμε πως τέλη Μαρτίου- αρχές Απριλίου, θα μετράμε πολλούς νεκρούς. Αυτό φαίνεται να το αποφύγαμε, αν και τα μέτρα δεν πρέπει να αρθούν. Γνώμη μου. Οι Έλληνες δεν τό’χουν τίποτα να ξεχυθούν πάλι έξω, θυμωμένοι απ’ τον εγκλεισμό που δεν ήθελαν, άρα πιο επικίνδυνοι για τους υπόλοιπους. Θυμώνω κι εγώ όποτε με πλησιάζουν οι άλλοι, έξω, σαν να μην τρέχει τίποτα. Δεν τους λέω τίποτα συνήθως, απλά τους κάνω νόημα με τα χέρια και με άγριο βλέμμα να πάνε πιο πέρα. Σιγά μη διακρίνεται βλέμμα, βέβαια, κάτω απ’ τα μαύρα γυαλιά και τη μάσκα – σαν τον Κλοντ Ρέινς στον «Αόρατο Άνθρωπο» του ’33 έχουμε καταντήσει.