της Βαρβάρας Ρούσσου
Η δεύτερη συλλογή της Χαραλάμπους δύο χρόνια μετά την πρώτη (Πλεκτάνη, θράκα 2020) απαρτίζεται από 28 ποιήματα αριθμημένα με λατινικά στοιχεία που, καθ’ υπόδειξη του τίτλου, αποκαλούνται ριπές και κλείνουν με το επιλογικό ποίημα «Ένα πολεμικό ανακοινωθέν». Ανερμήνευτο αρχικά μένει το ΤΑΥ του τίτλου που αποτελεί βασική δομική/ηχητική μονάδα του ποιήματος XVI και εντέλει επεξηγείται στις σημειώσεις: πρόκειται για δυσπλασία της μήτρας που δημιουργείται στο έμβρυο κατά τη διάρκεια της κύησης και «ενίοτε, συνδέεται ιατρικά με την υπογονιμότητα». Βασικός άξονας λοιπόν η συγγενής υπογονιμότητα, συνεπώς το απραγματοποίητο της σύλληψης/τεκνογονίας/βιολογικής μητρότητας. Ήδη από το πρώτο ποίημα η φωνή εκφοράς ορίζει αυτή τη σύλληψη ως κυριολεκτική («Πάνε δέκα χρόνια κιόλας,/ατέρμονη αναμονή/για το κυριολεκτικά/ασύλληπτο/»), δηλαδή ως απαρχή της κυοφορίας, κάτι που σταδιακά θα ανατραπεί, ως ένα βαθμό, συνδέοντας την τεκνογονία με την ποιητική δημιουργία.
Η αδυναμία της σύλληψης μπορεί να παράξει ενοχικό σύμπλεγμα από την έλλειψη ολοκλήρωσης του βιολογικού και κοινωνικού (ακόμη και εθνικού) ρόλου της μητρότητας ως πεπρωμένου. Υπό αυτή την οπτική το νόημα του να είσαι γυναίκα εξαντλείται στο να είσαι μητέρα και η μητρότητα αναδεικνύεται ως δυνητικά βασική, εντός μιας πατριαρχικής δομής, επιτρεπτή κοινωνική δύναμη συνοδευόμενη από μια γκάμα θετικών συναισθημάτων για την μητέρα αλλά και αποτελώντας βασικό στοιχείο της οικονομικής ζωής.[1] Το παραπάνω πλέγμα συνιστά την αιτία προτροπών για «θεραπεία» της υπογονιμότητας. Παράλληλα, η μητρογραμμική προέλευσή του, δηλαδή η δυσπλασία ενόσω το θηλυκό έμβρυο κυοφορείται από τη μητέρα, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την περιπλοκή της σχέσης μητέρας-κόρης.
Πώς χειρίζεται ποιητικά η Χαραλάμπους τα παραπάνω; Στη συλλογή θα μιλήσει το γυναικείο σώμα υπακούοντας στην προτροπή «Και γιατί δε γράφεις; Γράψε! Η γραφή είναι για σένα, εσύ είσαι για εσένα το σώμα σου είναι δικό σου, πάρ’το[…] Γράφε την εαυτή σου».[2] Ποιο λόγο το γυναικείο υποκείμενο/σώμα θα αρθρώσει;
Η Χαραλάμπους επιλέγει μια κλιμακωτή επεξεργασία. Ορισμένα από τα πρώτα 12 από τα 28 ποιήματα διακατέχονται από την έννοια του πόνου, της συνεχούς αναμονής και ελπίδας μιας σύλληψης: «εκπνέω τον πόνο/της απίθανης σύλληψής σου/και γίνεται βάλσαμο/καπνός/» (ΙΙ), Μαζί μετράμε τα χρόνια/μαζί και τις απώλειες/σε ένα παράλληλο σύμπαν/μαζί χάνουμε τα παιδιά μας/εσύ στη θάλασσα εγώ/ας το ονομάσουμε ποτάμι/» (ΙΙΙ), «Διψάω τις νύχτες που στον ύπνο μάς έπιανε ο πόθος/με συγχρονισμένη ακρίβεια/τα κορμιά συναντιούνταν//Καμία επιβολή/κανένα μέτρημα/καμιά ελπίδα» (VIII). Μεταξύ αυτών ωστόσο παρεμβάλλονται δύο ειδών διαφορετικά ποιήματα. Πρώτον αυτά όπου η σύλληψη αποκτά μεταφορική σημασία και η τεκνο-ποίηση μένει στο δεύτερο συνθετικό ως ποίηση δηλαδή γραφή, εισάγοντας ένα πολυσυζητημένο, από πολλές οπτικές, θεωρητικό ζήτημα. Το ΙΙΙ υποβάλλει αυτή την ανάγνωση καθώς το μότο του αποτελεί «παραποίηση» του σολωμικού στίχου όπου τα «σπλάχνα» της αντρικής φωνής γίνονται «μήτρα» της γυναικείας: «Η μήτρα μου κι η θάλασσα/ Ποτέ δεν ησυχάζουν». Δίνεται δηλαδή το προβάδισμα στην περιθωριοποιημένη/αποσιωπημένη γυναίκα να τροποποιήσει τον αντρικό ποιητικό λόγο και να υπερβεί την κυριαρχημένη από άντρες ποίηση ενώ υπογειωμένα λειτουργεί και ο παραλληλισμός με τη θάλασσα ως μήτρα-μητέρα. Το αμέσως επόμενο ποίημα IV εγκαθιδρύει τη μεταφορική εννοιοδότηση της σύλληψης και ταυτίζει το φοβισμένο παιδιόθεν γυναικείο πλάσμα με τα ποιήματα: «Κορίτσι μικρό/τρέμει φοβάται παλεύ-/ει τα ποιήματα» [σημ. το ει τονισμένο είναι το β ενικό πρόσωπο του ειμί=είμαι]. Το VI και το VIΙ και το ΙΧ ενισχύουν την αίσθηση ότι η ποίηση/γραφή -εδώ λέξεις- αποτελούν το συλλαμβανόμενο μέσω του οποίου θα συντελεστεί η αλλαγή: στο πρώτο ποίημα ο αρσενικού γένους Θάνατος «σαρώνει τους γραμματικούς/ και η γραμματική το φύλο, μας διαψεύδει/οι λέξεις μας κομπάζουν, το σώμα μας/δαμάζουν» στο δεύτερο «στη γλώσσα μου τυλίγεται το χάος». Δεύτερον ποιήματα στα οποία εισάγεται ο έρωτας-η ερωτική σχέση με τη χρήση α΄ πληθυντικού και την απεύθυνση σε ένα ερωτικό «εσύ»: «Τον έρωτα τι μου ζητάς αιώνια να σφραγίσεις;» (V).
Μετά το XII ένα σε αγκύλες ποίημα λειτουργεί ως διαχωριστικό [«αυτό το ποίημα δεν/είναι ποίημα είναι/κραυγή έπεται/έκρηξη της εαυτής/σπαρακτική»] για να ξεκινήσει μια νέα ομάδα ποιημάτων όπου η απεύθυνση («κραυγή σπαρακτική») γίνεται προς τη μητέρα που κληροδοτεί στην κόρη την πατριαρχική περιθωριοποίηση «και με βαφτίζεις θέλεις/δεν θέλεις/σιωπή» και προς την εαυτή της φωνής. (XV).
Το επόμενο ενδιάμεσο μονολεκτικό ποίημα σε αγκύλες [χαμαιπετής] συνεχίζει με την αφήγηση της μητρότητας ως γυναικεία μοίρα με τα κομβικά XVI, XVII και το εξομολογητικό XVIII. Στο πρώτο η έκθεση του σώματος υπό το κράτος του ταυ ισοδύναμο της υπογονιμότητας υποκαθιστά «τη λέξη/το μέτρο/τη στίξη/το ποίημα/ και το εξωσωματικό «ποίημα/σημειωματάριο παραπέμπουν στη εξωσωματική σύλληψη. Ακόμη κι αν αυτή η πρακτική «αποκαθιστά» τη γυναίκα[3] κοινωνικά προς τα έξω και ψυχολογικά προς την εαυτή της τέτοιες αναπαραγωγικές τεχνολογίες προέρχονται από τον πατριαρχικό έλεγχο και τίθενται υπό αμφισβήτηση από μερίδα φεμινιστριών.[4]
Η επόμενη ομάδα ποιημάτων ανοίγει την οδό προς την κλιμάκωση ξεκινώντας και πάλι από ένα ποίημα σε αγκύλες [«πώς ανασταίνεται όμως/τα νύχια μπήγοντας τις νύχτες/στο κόκκινο μελάνι»]. Η ανάσταση αρχίζει με την αποκαθήλωση της μητρικής μορφής, με την απόσχιση της κληροδοτημένης μοίρας της κυοφορίας και της σιωπής στο διπλό ποίημα ΧΙΧ που παραπέμπει σε δημοτικό με τη χρήση του σπασμένου σε δίστιχα 15σύλλαβου (8+7), μια απομάκρυνση επίσης από την παλαιά και έμμετρη ποίηση συνδεδεμένη και με το εθνικό παρελθόν. Η σύλληψη και εγκυμοσύνη πλέον είναι θριαμβικά μεταφορική: «Έχω συλλάβει/εγκυμονώ τη λέξη» (ΧΧΙ) και η αυτοφροντίδα η επιστροφή στη μητρότητα της ίδιας της εαυτής (ΧΧΙΙ). Το ύφος μεταστρέφεται από θλίψη σε οργή: η ειρωνική απόδοση της διάρρηξης του παρθενικού υμένα «από λογής αδήλωτους/ανείπωτους/ακατανόμαστους/αρσενικούς/ αδένες» (ΧΧΙΙΙ) ως πράξη δημόσιου εξευτελισμού, βίας και υποταγής, η καταπίεση (ΧΧΙV), το βάρος της ατεκνίας που έξωθεν υποβάλλεται ως ενοχή (XXV) δημοσιοποιώντας πλέον ένα ταμπού με έντονα σωματικό τρόπο, όλα διατρανώνουν όχι την απόπειρα ορισμού της έμφυλης ταυτότητας αλλά την κατακτημένη συνείδησή της.
Γι’ αυτό και το τελευταίο μέρος αποτελεί μια απόρριψη του Θεού-Πατέρα που ξεκινά με το μονολεκτικό [filiaque] ως νέα ομολογία πίστης, σε νέα θρησκευτικά (γυναικεία) σύμβολα: η Εωσφέρουσα, Η Σατανάς, συν Αγία Πνεύματη που θα σκοτώσει «τον Λόγο του Πατέρα»
Στοιχεία που χαρακτήρισαν την πρώτη συλλογή της Χαραλάμπους (πειραματισμοί με τη γλώσσα-στρεβλώσεις και αμφισημίες-, δοκιμές στη φόρμα (σύντομα ποιήματα αλλά και πεζόμορφα – χρήση μέτρου), ενθυλάκωση και διάλογος με άλλους ποιητικούς λόγους) απαντούν και στο Ταυ ενώ ο ένας και μόνον θεματικός άξονας δίνει στη συλλογή την αίσθηση ενός ενιαίου ποιήματος που κορυφώνει με μια σταδιακή συστροφή στο «πολεμικό ανακοινωθέν». Εκεί, ρητά ανακαλώντας και σε διάλογο με το εμβληματικό ποίημα της Μαστοράκη «Η χαρά της μητρότητας» αφενός η δυνατότητα της ποίησης ή μέρους της είναι συζητήσιμη αφετέρου εγκαινιάζεται ανοιχτή σύγκρουση όπου η Κόρη, η συνέχεια, αφήνοντας πίσω το παρελθόν «θα υπογράφει τις ανακοινώσεις» αν και θα έχει «λεπτά, όμορφα χέρια» και όχι «γερά ποδάρια».
Η συλλογή της Χαραλάμπους πέρα από το ρητό διάλογο με Καρέλλη -το εμβληματικό «Η άνθρωπος»- και Μαστοράκη (ευρύτερη επιρροή ιδίως από Το σόϊ), συνομιλεί με το Στεφάνι (1993) της Άντειας Φραντζή, με ποιήματα της Βάγιας Κάλφα («Δεν είμαι χρήσιμη στο έθνος μου») της Πελαγίας Φυτοπούλου και άλλα που δεν ανακαλώ αλλά δεν υπολείπονται των αναφερόμενων.
Μήπως το ΤΑΥ αποτελεί συμπυκνωμένη έκφραση ενοχών της θηλυκής φωνής, υπαρξιακής αγωνίας της ανολοκλήρωτης έμφυλης ταυτότητας, επομένως κατάφαση στον αναπαραγωγικό ρόλο ως στοιχείο υποταγής; Ή εντέλει η μητρότητα φαίνεται να αποτελεί μια πολιτική απόφαση αυτοδιάθεσης που αντί να μεταδώσει την καταπίεση θα εισάγει την αυτοδυναμία και την ελεύθερη γυναικεία βούληση; Η δική μου ανάγνωση προκρίνει ένα είδος, αν και όχι ολοκληρωτικής, νίκης τόσο της αρχικής κατάθλιψης από τη μη ανταπόκριση στον κοινωνικό μητρικό ρόλο όσο και της γενικότερης πατριαρχικής επιβολής διαμεσολαβημένης και από το πρόσωπο της μητέρας. Ή αλλιώς μέσω της ανοιχτής έκθεσης του τραύματος και του τρόπου με τον οποίον επουλώνεται (;) -με τη δημόσια έκθεση μέσω της ποίησης- επιχειρείται το ορατό ξεπέρασμα μιας αρχικής βάσης της υποβάθμισης της γυναίκας: της φροϋδικής αδυναμίας του μικρού κοριτσιού με το ανίσχυρο Υπερεγώ που αποκλείει το κορίτσι πολιτιστικά.[5]
Η συλλογή ακροβατεί επιχειρώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στην ένταση της καταγγελίας με βάση το βίωμα (εννοείται δεν αναφέρομαι επ’ ουδενί σε αυτοβιογραφικό στοιχείο που καθόλου δεν ενδιαφέρει την ανάλυσή μου) και την εξομολόγηση της θλίψης. Ένας διστακτικός χαμηλός τόνος σταδιακά επιδιώκει να μετατραπεί σε ηχηρή διαμαρτυρία και το ΤΑΥ λειτουργεί ως πρόθεση πολεμικής («πολεμικό ανακοινωθέν») μέσα από το ίδιο το εργαλείο -γλώσσα- που εγκαθιδρύει την πατριαρχία. Έτσι, οι γλωσσικές στρεβλώσεις οι οποίες στην προηγούμενη συλλογή υπηρέτησαν άλλη στόχευση, αναδεικνύονται ένα εργαλείο ανακατασκευής της γυναικείας υποκειμενικότητας μέσω της ποίησης: «σπαράζουν οι γραμματικές», «Εναποθέτω τις λέξεις αθεόφοβη/πάνω στη μητρική μου γλώσσα/μα το όνομα του Πατρός και/του Αγίου Πνεύματος/τις καταδυναστεύει/εις τους αιώνας των αιώνων/ αμύν/ονται». (XXVI με έμφαση στο διακεκομμένο αμύν-=αμήν ονται).
Διερωτώμαι: η παγίδα της ουσιοκρατίας που έχει καταλογιστεί π.χ. στην Ιριγκαρέ πόσο είναι παρούσα σε μια τέτοιας θεματικής συλλογή; Η μεταφορική σύλληψη και γέννηση, οι λέξεις και η ποιητική τους σύνθεση, υποκαθιστούν ή αντικαθιστούν την κυριολεκτική σύλληψη; Ο συσχετισμός αντιμαχόμενων θεωρητικών μοντέλων και εντός της φεμινιστικής θεωρίας με μια ποιητική συλλογή της στερεί ή της προσθέτει (ή τίποτα από τα δύο;) σε δραστικότητα;
[1]J. Brown, Birth Strike: The Hidden Fight over Women’s Work, Oakland PM Press 2018
[2] Hélène Cixous,Το γέλιο της Μέδουσας, μτφρ. Γ. Κατσούλη, Τζ. Κουντούρη Τσιάμη, Ειρ. Σπανοπούλου, Αθήνα τοποβόρος 2021
[3] Ουσιαστική τη λευκή, δυτική γυναίκα οπότε το ζήτημα γίνεται ταξικό/φυλετικό.
[4] Βλ. FINRRAGE Feminist International Network of Resistance to Reproductive and Genetic Engineering= Φεμινιστικό δίκτυο αντίστασης στην αναπαραγωγική και γενετική μηχανική
[5] Σ. Φρόϋντ, Η γυναικεία σεξουαλικότητα, μτφρ. Ν. Μυλωνά επιμ. Τ. Στεύη Αθήνα Νίκας 2018 με απόψεις που έχουν δεχτεί καταιγιστική κριτική π.χ. από την Ιριγκαρέ και άλλες φεμινίστριες, ιδίως εκπροσώπους του δεύτερου κύματος
Έρινα Χαραλάμπους, Ταυ. εικοσιοκτώ ριπές και ένα πολεμικό ανακοινωθέν, θράκα 2022