ceadcebdceb1cf82 cf84cf81ceb1ceb3cebfcf85ceb4ceb9cf83cf84ceaecf82 ceaccf81ceb8cf81cebf cf84cebfcf85 ceb3ceb9ceaccebdcebdceb7 cebaceb1

Θα κάνουμε σήμερα μιαν εξαίρεση στις συνήθειες του ιστολογίου, που θέλουν την Κυριακή να δημοσιεύουμε λογοτεχνική ύλη. Θα αναδημοσιεύσω ένα άρθρο, όχι λογοτεχνία λοιπόν, όμως από λογοτεχνικό περιοδικό, από την Επιθεώρηση Τέχνης, το θρυλικό αριστερό λογοτεχνικό και γενικότερα πολιτιστικό περιοδικό, που κυκλοφόρησε από το 1954 έως το 1967. 

Ο λόγος για αυτή την έκτακτη, ας πούμε, δημοσίευση είναι ότι προχτές γιόρτασε τα 78α γενέθλιά του ο Διονύσης Σαββόπουλος, και με την ευκαιρία αυτή ο ηλεφίλος Κωστής Δήμος θυμήθηκε, στη σελίδα του στο Φέισμπουκ, ένα άρθρο του Γιάννη Καλιόρη στην Επιθεώρηση Τέχνης το 1965, όπου παρουσιάζεται ο Διονύσης Σαββόπουλος, που είχε ήδη κυκλοφορήσει κάποια σαρανταπεντάρια (με δύο ή με τέσσερα τραγούδια το καθένα) αλλά όχι ακόμα μεγάλο δίσκο.

Δανείστηκα το κείμενο από τον Κ. Δήμο, κάνοντας αντιπαραβολή με το πρωτότυπο που έχω στο αρχείο μου. Για εικονογράφηση, επειδή το άρθρο δεν είχε φωτογραφίες ή άλλες εικόνες, πήρα το εξώφυλλο και το σημείωμα από ένα extended 45άρι του Σαββόπουλου. 

et eks

Μια και το άρθρο είναι εκτενές, δεν θα πω άλλα, μόνο θα επισημάνω κάτι αξιοπερίεργο. Το τεύχος στο οποίο δημοσιεύτηκε το άρθρο για τον Σαββόπουλο (μαζί με πλουσιότατη λογοτεχνική ύλη: τις Τρεις άδειες καρέκλες του Σκαρίμπα, 33 ποιήματα του Ρίτσου, άρθρο του Καζαντζάκη για τη Θεία Κωμωδία, πεζογράφημα του Β. Βασιλικού κτλ.) είχε χρονολογική ένδειξη Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1965 (άρα ήταν διπλό), αλλά αριθμό τεύχους 130-132, που θα ταίριαζε σε τριπλό τεύχος. Το λαθάκι έμεινε, κι έτσι το επόμενο τεύχος, του Ιανουαρίου 1966, είχε αριθμό 133. 

Το άρθρο του Γιάννη Καλιόρη (διατηρείται η ορθογραφία αλλά με μονοτονικό):

Ένας τραγουδιστής

Μια σύμπτωση οδήγησε κάποιο βράδυ τα βήματά μας στο σπίτι ενός νέου τραγουδιστή — του Διονύση Σαββόπουλου. Είναι ένας νέος εικοσιενός περίπου έτους, ο οποίος σαν τους παλιούς εκείνους «ραψωδούς», τους περιπλανώμενους τροβαδούρους του Μεσαίωνα —που εκφράζονταν μέσα απ’ όλα τα στοιχεία του τραγουδιού πριν το τελευταίο καταμεριστεί σέ «τομείς»—, γράφει τους στίχους και τη μουσική και τραγουδάει ο ίδιος συνοδεύοντας με την κιθάρα του.

Μας τραγούδησε αρκετά απ’ τα τραγούδια του, με μια φωνή παράξενη, υπόβραχνη, μικρή σε ένταση, μοναδική ωστόσο για ν’ αποδόσει αυτήν ακριβώς τήν «ειδοποιό» αίσθησή τους.

«Φύγαμε από το σπίτι του Σαββόπουλου με το κεφάλι γεμάτο μελωδίες, σφυρίζοντας κάποιο σκοπό που ανελέητα είχε γαντζωθεί πάνω μας».

Ε, λοιπόν όχι, όταν φύγαμε ούτε το κεφάλι μας ήταν γεμάτο μελωδίες, ούτε μας σφηνώθηκε κανένα λάιτ-μοτίβ, απ’ αυτά που τ’ αρπάζουμε στον αέρα και δεν εννοούν να μας εγκαταλείψουν. Γιατί τα τραγούδια του δεν είναι «μελωδικά», δεν μας βομβαρδίζουν με εντυπωσιακές μουσικές φράσεις, που διαθέτοντας «μαγνητικά» σημεία αποτυπώνονται εύκολα –ούτε έχουν την αυστηρά ρυθμική εκείνη σχηματοποίηση, το έξωτερικά «τακτοποιημένο» βάδισμα που κάνει ομαδικό ένα τραγούδι. Είναι από αυτά που δε μας «αρέσουν» γιατί δε χαϊδεύουν γοητευτικά την ακοή μας με γλαφυρές μουσικές αφηγήσεις, δεν μας τυλίγουν με συναισθήματα, δεν μας κατακλύζουν με συγκινήσεις ευκολοσχημάτιστες.

Τα τραγούδια αυτού του είδους, είναι αδύνατο να τα οικειωθούμε σε κάποιο βάθος, με την πρώτη ακρόαση, ή με ακροάσεις ασυνειδητοποίητης προσοχής —αντιστέκονται με πείσμα σε μια τέτοια προσπέλαση. Αλλά όσες φορές τ’ ακούμε με ζωντανή προσοχή, τόσο και εξιχνιάζουμε τις αφανείς τους δυνατότητες, κι ανασύρουμε από μέσα τους τον κρυμμένο πλούτο.

Εκείνο που βασικά χαρακτηρίζει τα τραγούδια του Σαββόπουλου, είναι η οργανική σύνθεση της μουσικής και των στίχων. Πράγματι, εδώ οι στίχοι δεν είναι το πρόσχημα, ή το όχημα έστω, για ν’ αναδειχτεί η μουσική· ούτε πάλι προϋπάρχουν αξιολογικά απ’ αυτήν, ώστε η τελευταία να είναι απλώς ο αγωγός για την μετάδοση κάποιας δικής τους ενέργειας. Το καθένα απ’ τα δυο αυτά στοιχεία μπορεί και λειτουργεί μόνο μέσα στην ενότητά του με το άλλο. Μ’ αυτόν τον τρόπο η σύλληψη του νοήματος ή ενός μηνύματος άν θέλουμε, είναι ταυτόχρονα «εννοιολογική» και μουσική. Έτσι το λεπτόσαρκο μέλος, δέν μπορούμε να το φανταστούμε αυθύπαρκτο, λ.χ. σε διασκευή για σκέτη ορχήστρα, γιατί δεν έχει εκείνη την πληθωρικότητα, που θα του επέτρεπε να αναλυθεί και να ανασυσταθεί εμπλουτισμένο, μέσα στην ενορχήστρωση ή την πολυφωνία —αναδείχνεται μόνο στο βαθμό που αποτελεί σάρκα των συγκεκριμένων στίχων ακριβώς γιατί η σύλληψή τους εκπορεύτηκε, ευθύς εξ αρχής και ταυτόχρονα, από κάποια κοινή συγκινησιακή αφετηρία.

Πέρ’ απ’ αυτά τα στοιχεία, που η παραπέρα ανάλυση και η αξιολόγησή τους ανήκει σ’ ένα μουσικολόγο, τα τραγούδια είναι τέτοια που η διαφάνειά τους, ή καλύτερα η ίδια τους η ζωή, εξαρτάται από τη δική μας προσπάθεια, ν’ αυτενεργήσουμε πάνω τους —όχι μόνο δέν μάς μουδιάζουν, δέν μας αποκαρώνουν με μελωδικές φαντασμαγορίες κ’ εύκολες συγκινήσεις, αλλά προϋποθέτουν και προκαλούν την ενεργό συμμετοχή μας, τη δική μας πρωτοβουλία. Και κάτι περισσότερο —προϋποθέτουν μιαν αίσθηση εσωτερικής ελευθερίας που μόνο μέσα της μπορεί να αποκρυπτογραφηθεί και να γονιμοποιηθεί ο πλούτος τους.

Θα μπορούσαμε να πούμε, πως τα τραγούδια του Σαββόπουλου εισβάλλουν απότομα, σχεδόν βάναυσα, στον κόσμο μας τον τακτοποιημένο και προσπαθούν να τον αποταξινομήσουν. Έρχονται αρματωμένα με νοήματα και αιχμές, για να μας εκσφενδονίσουν κάποιες πολύτιμες αισθήσεις και βιώματα ανεκτίμητα, που τα εξευτελίσαμε ή τά «διασκευάσαμε» ξεγελώντας τους εαυτούς μας — φαντάζουν ίδια σατιρικά ή λυρικά, ανάλογα, ξίφη που καμακώνουν τις τύψεις μας για κάποιες ευθύνες που μεταθέσαμε.

Λέξεις με τραχειά αφή, με «άηθες ήθος», μπολιάζονται μέσα τους, κομίζοντα όχι τη γυμνή χυδαιότητα, ή την ακαλαισθησία τους, αλλά το θάνατο μιας ήδη τραυματισμένης απ’ τη βαναυσότητα των ανθρώπινων σχέσεων λυρικής αίσθησης, την ασεβή σπίλωση κάποιας παρθενικής συνείδησης του κόσμου. Λέξεις όπως «νταρντάνα», «σωματική ανάγκη», «νταβατζής», «βλαστημάει», έρχονται απροσδόκητα, κοφτά, ν’ αντιπαραταχθούν σαρκαστικά για να υπενθυμίσουν τα ρήγματα στην «αρμονία» του κόσμου μας και την ασάφεια της ανθρώπινης ύπαρξης.

Θα επιχειρήσουμε ένα τόλμημα: να παραθέσουμε τους στίχους μερικών τραγουδιών. Με αυτό είναι σίγουρο πως τα τραγούδια θα αδικηθούν, έτσι αποσαρκωμένα απ’ τη μουσική τους. Όμως θα το αποτολμήσουμε, όχι γιατί είναι φορείς μιας αυθύπαρκτης ποιητικής αξίας, αλλά γιατί μας εισάγουν, από μιαν ορισμένην άποψη, στο κλίμα και τη σκόπευση της όλης προσπάθειας.

Τα τραγούδια μπορούμε να τα σχηματοποιήσουμε σε τρεις κύκλους:

Ο πρώτος, με θέματα κι αλληγορίες που ανάγονται σ’ ένα σαφέστερο κοινωνικό προβληματισμό, απηχεί, τηρουμένων φυσικά των αναλογιών, μακρινές μνήμες από τα τραγούδια και τις αλληγορίες του Μπρεχτ ή του Πρεβέρ, αλλά έχει πιο κοντινή συγγένεια με τις προσπάθειες παρόμοιων τραγουδιστών-ραψωδών στις άλλες χώρες, όπως είναι ο Μπόμπυ Ντάιλαν, ο Ζωρζ Μπρασσέν και είναι όλο αυτό το κύμα που ονομάζεται Φολκ Ρόουλ. Απ’ αυτόν τον κύκλο παραθέτουμε δυο δείγματα, απ’ τα οποία το πρώτο, που τιτλοφορείται «Ήλιε, ήλιε αρχηγέ», αποτελεί διασκευή σχετικού ποιήματος του Πρεβέρ:

Ήλιος κόκκινος ζεστός στάθηκε στήν κάμαρά μου·
Ξύπνησε όλη ή πολιτεία κάτω απ’ τα παράθυρά μου.
Το παιδί πάει στο σχολειό του κι ο εργάτης στή δουλειά
πρωινά δυο μάτια ανοίγει όμορφη μια κοπελλιά.

Εεε! Εεε! ήλιε κόκκινε άρχηγέ!
Δως’ το σύνθημα εσύ κι η χαρά θ’ αναστηθή.
Το σκοτάδι θα πεθάνη και θ’ ανάψη η χαραυγή.

Ο εργάτης βλαστημάει και τραβάει για το σταθμό,
να ο ήλιος! ανεβαίνει σα σημαία στον ουρανό.
Μπρος στης φάμπρικας την πύλη, ο εργάτης σταματά·
όμορφη η μέρα γνέφει κι απ το ρούχο τον τραβά.

Εεε! Εεε! συντροφέ μου αχ τι κακό,
μέρα με ήλιο σαν κι αυτό να την τρώη τ’ αφεντικό.

Το δεύτερο —το πιο ενδιαφέρον ίσως της σειράς— έχει τον τίτλο «Μια στιγμή ειρήνης», και η κεντρική του ιδέα αναπτύσσεται σατιρικά χρωματισμένη μέσα από την εύστοχη παρωδία:

Πολεμούσαμε απ’ το βράδυ ως το πρωί
(από ‘δω εμείς από ’κεί οι έχθροί.)
βασιλιάς, πατρίς, θρησκεία μας οδηγεί,
πλημμύρισ’ από αίμα όλη η γη.
Να όμως που το άλλο βράδυ φτάνει
αρκετοί είναι οι νεκροί.
Μας σφίγγει μια σωματική ανάγκη
δεν παίρνει αναβολή.
Τα όπλα παρατάμε και πίσω από τα δέντρα πάμε.
Τό ίδιο κι οι εχθροί, κι ακολουθούν κ’ οι αξιωματικοί.
Τώρα όλα πήγανε στό βρόντο·
πατρίς, θρησκεία, βασιλιάς,
κ’ έμεινε ο θάνατος μονάχος,
δίχως κανένα θύμα ο φουκαράς.
Έγινε ειρήνη για λόγους ανωτέρας βίας.
Ας κράταγε αλήθεια γιά όλη τη ζωή μας.

Το τρίτο, με περισσότερη «απόκρυψη», απεικονίζει ένα όραμα θρυμματισμένο που ξανασυναρμολογείται κομμάτι-κομμάτι μέσα σε άγρυπνες καρδιές, και έχει τον αποκαλυπτικό αλλά και πολύ π α ρ ε λ θ ο ύ σ η ς χ ρ ή σ ε ω ς «κραυγαλέο» τίτλο: «Ο οδηγητής».

Τή νύχτα αύτή τή λέτε εσείς φωτιά
μα εγώ τη λέω δέντρο.
Οι μέρες που λαχτάρησα θα ’ρθουν
εγώ τη λέω δέντρο.

Στην άμμο στ’ ακρογιάλι, καθήσαμε όλοι προς το βράδυ.
Μιλούσε αυτός που οδηγούσε.

Και ’γω τον αγαπούσα
κι απ’ τον ήλιο πιο πολύ
κι απ’ τους οχθρούς μας πιο πολύ
Του πόνου μας ταξιδευτή, της νίκης μας οδηγητή.

Τον είδα μέσ’ το πλήθος, το αίμα του έτρεχε στο στήθος.
Τον είδα στ’ ακρογιάλι, μάτια βγαλμένα απ’ το σκοτάδι.
Ο θάνατος νωρίς – νωρίς τον είχε σημαδέψει.
Και ’γω φωνάζω μη. Φωνάζω μη.
Ο θάνατος θε να σε βρή. Καί είπε:

Τη νύχτα αυτή τη λες εσύ φωτιά
μα εγώ τη λέω δέντρο.
Οι μέρες που λαχτάρησα θα ’ρθουν
εγώ τη λέω δέντρο.

Από μ ι α ν άποψη ο προβληματισμός εδώ είναι «παρελθούσης χρήσεως» («μιλούσε αυτός που οδηγούσε», «της νίκης μας οδηγητή»), εκτός και αν τον οδηγητή τον νοήσουμε σαν το ευρύτερο και απροσωποποίητο εκείνο όραμα, που συνενώνει και κινητοποιεί τους αγωνιζόμενους ανθρώπους.

Στό δεύτερο κύκλο, ο προβληματισμός εμπλουτισμένος με δραματικό σαρκασμό, προσπαθεί να εισδύσει σε κάποιες άλλες πλευρές της «ανθρώπινης κατάστασης» παρουσιάζεται πιο «φιλοσοφημένος» μέσα από εικόνες που κινούνται σε εσωτερικότερο κλίμα. Πρόκειται για τη σειρά των «πλανοδίων»: Τήν περιοδεύουσα πόρνη, τους κλόουν και ταχυδακτυλουργούς του τσίρκου, τη μαϊμού του γύφτου και τους ηθοποιούς των «μπουλουκιών» —υπάρξεις που πραγματοποιούν τον προσωπικό τους θρίαμβο μέσα στον ψυχικό μαζοχισμό μιας διαπόμπευσης η οποία έχει γίνει γι’ αυτούς ζωτική αυταπάτη· θρίαμβος θλιβερός που λίγο-πολύ κυκλοφορεί στο αίμα όλων μας:

savvpis«Η ΖΩΖΩ»

Κάποια βραδυά, σ’ ένα χωριό
φτάνει απ’ την πόλη η Ζωζώ
με φορτηγό.
Με φορτηγό περαστικό.

Κι απο την πρώτη τη βραδυά
τα παλληκάρια στην ουρά
κρατούν σφιχτά,
πεντέξη τάλληρα σωστά.

Ακόμα στο χωριό γελούν με τη Ζωζώ.
Γιατί ένα βράδυ σκοτεινό, την πιάσαν έξω απ’ το χωριό,
της σπάσανε τα δόντια με κλωτσιά,
της πήραν ρούχα και λεφτά.
Ακόμα στο χωριό γελούν με τη Ζωζώ.

Σε συμβουλεύω για καλό,
μη κοροϊδεύεις τη νταρντάνα τη Ζωζώ,
γιατί θα σούβγει σε κακό.
-«Και ποιος γυρίζει να τη δει;»
Είναι φτώχιά είναι χαζή
κι όμως μπορεί,
να καταστρέψει ένα παιδί.

Ήταν λεβεντιά, ο φίλος μας ο γιος του παπά
κι αυτή, του πήρε τα μυαλά.
Κοντά της ένα μαρτύριο η ζωή
βρωμιά, κρασί και φυλακή,
κι αυτός στο τέλος πια θα τρελλαθεί, θ’ αυτοκτονήσει ή θα γενεί
στην πόλη νταβατζής.

Αξίζει η Ζωζώ ό,τι κι αν πεις.

 

«ΟΙ ΜΑΓΟΙ»

Σε μια στιγμή ανάβουν τα φώτα
κι η μουσική μας φέρνει τους μάγους στή σκηνή.
Άρχισαν πάλι τ’ αστεία οι παλιάτσοι
κι ο σχοινοβάτης ιδρώνει στο σχοινί.

Τόση ομορφιά δεν είδες πουθενά·
(τους μάγους, τους παληάτσους, με τα κόκκινα σκουφιά)
σαν βγαίνουν στή σειρά,
ξεφαντώνουν τα παιδιά
και μέσα απ’ το καπέλλο βγαίνουνε χίλια πουλιά.

Όταν μια μέρα και συ θα δακρύσεις
την ώρα που ο μάγος θριαμβεύει στη σκηνή,
καθώς σε κοροϊδεύει ο παληάτσος
και το ταμπούρλο οργιάζει και κλαίει το βιολί…

Τότε τη δική μου θα νιώσεις την ψυχή
που κάθε βράδυ γίνεται λατέρνα σε γιορτή.
Του τσίρκου τους ανθρώπους ανταμώνει στη σκηνή,
μαζί τους υποκλίνεται για σένα θεατή.

 

«Η ΜΑΪΜΟΥ»

Η μουσική
σκωπτική, πεταχτή, λαχανιασμένη.
Πήδα, πήδα μαϊμού,
φουκαριάρα μαϊμού γερασμένη.

Άι λατέρνα, άι καρδιά
ακόμη ένα τραγούδι πες.
Δεν έχει τέλος αυτό το πανηγύρι
χόρεψε τώρα γύφτισσα καρδιά.

Γι’ αυτό το σκοπό
που βρωμάει παζάρι και καπνό,
γι’ αυτή τη μαϊμού
που υποκλίνεται μετά το χορό….

…Άλλη μια, κι άλλη μια·
χειροκροτείστε άλλη μια
ευχαριστώ, ευχαριστώ
δεν έχει τέλος αυτό το πανηγύρι
χειροκροτείστε άλλη μια ευχαριστώ.

Ο τρίτος κύκλος χρωματίζεται λυρικά —είναι τα ερωτικά τραγούδια, απ’ τα οποία παραθέτουμε δυο. Το πρώτο είναι και το πιο «μελωδικό», το πιο γνωστό κ’ «εμπορικό» απ’ όλα· όπως μας εξήγησε ο συνθέτης σε κάθε δίσκο του που περιλαμβάνει 4 τραγούδια, το ένα πρέπει να είναι για λόγους κυκλοφοριακούς εύληπτα μελωδικό. Φυσικά, εδώ ξεφεύγουμε από το προηγούμενο ύφος κ’ έχουμε να κάνουμε με καθαρά ελαφρό τραγούδι —οπωσδήποτε όμως πολύ ευχάριστο, όταν βέβαια το τραγουδάει ο ίδιος, κι όχι όταν το ακούμε σε κάποιας τουρκογύφτικης τεχνοτροπίας εκτέλεση, που κυκλοφορεί παράλληλα. Ο τίτλος του είναι «Χορός»:

Μία η Άνοιξη, ένα το σύννεφο, χρυσή η βροχή,
βροχή που χόρεψε σε κάμπο ώριμο ως το πρωί.
Σαν στάχυα έλυσες πάνω στους ώμους μου χρυσά μαλλιά,
σάν στάχυ χόρεψες, σαν στάχυα αμέτρητα ήταν τα φιλιά.

Ρ ε φ ρ α ί ν

Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη, η αγάπη είναι παντού,
στην καρδιά μας, στη ματιά μας, τρώει τα χείλη, τρώει το νου.
Οταν θάχουμ’ υποφέρει, καλημέρα θα μας πει,
θα μας φύγει, θα ξανάρθει, κι όλο πάλι απ’ την αρχή.

Μία η θάλασσα, ένας ο ήλιος της, γλάροι λευκοί.
Ήλιος και θάλασσα, γλυκό κορίτσι, ζεστό πρωί.
Πρωί κι ορθάνοιξα τα δυο σου πέταλα μ’ ένα φιλί,
και συ μου χάρισες όλη τήν Άνοιξη σ’ ένα κορμί.

Χθες ήταν έρωτας, χθες ήταν σύννεφο χρυσή βροχή.
Χθες ήταν θάλασσα, γλάρος που χόρευε με το πρωί.
Τώρα είναι σιωπή, τώρα είναι η λησμονιά, κι ο χωρισμός,
κι όλα τ’ αστέρια του θαρρείς πως έσβησε ο ουρανός.

Το δεύτερο, στο ίδιο περίπου στυλ, ονομάζεται «η Συννεφούλα»:

Είχα μι’ αγάπη αχ καρδούλα μου
που ’μοιαζε συννεφάκι συννεφούλα μου.
Σαν συννεφάκι φεύγει ξαναγυρνάει
μ’ αγαπάει τη μια, την άλλη με ξεχνάει.

Ήταν Μάρτης, κ’ ένα βράδυ αχ καρδούλα μου
διώχνω ξαφνικά τη συννεφούλα μου.
Δεν αντέχω άλλο πια να με γελάει,
μ’ αγαπάει τη μια, την αλλη με ξεχνάει.

Κι’ έρχεται ο Απρίλης αχ καρδούλα μου,
να κι ο Μάης συννεφούλα μου
Δίχως τραγούδι, δάκρυ και φιλί,
δεν είν’ Άνοιξη φέτος αυτή.

Και πάλι επαναλαμβάνουμε ότι δεν πρόκειται για ποιήματα με αυτοδυναμία, αλλά για στιχουργήματα τραγουδιών και σαν τέτοια πρέπει να κριθούν. Αν θελήσουμε να τα δούμε διαφορετικά, σίγουρα θα τ’ αδικήσουμε —θ’ ανακαλύψουμε κοινοτοπίες και αφέλειες, κάποτε μερικά φραστικά κλισέ ή φανταχτερές εικόνες, πού και πού επιφωνήματα ή εκφράσεις που θυμίζουν παλιό μελόδραμα, περιττολογίες ίσως, και χασμωδίες. Όμως ως περιεχόμενο τραγουδιού, ως επίτευγμα από σύνολο των στοιχείων του (με κάποια ποιοτική κλιμάκωση των τραγουδιών μεταξύ τους), αλλά κυρίως ως σκόπευση, κομίζει για τη χώρα μας την αρχή από κάτι καινούριο — κι αυτό είναι που κάνει την όλη προσπάθεια να ξεχωρίζει θετικά.

Γ.Μ.ΚΑΛΙΟΡΗΣ

arthr eisagΜερικά σχόλια στο άρθρο του Καλιόρη

Θα προσέξατε την κάπως περίεργη διατύπωση «εικοσιενός έτους», όπως και τα Ντάιλαν, Ζορζ Μπρασέν, φολκ ρόουλ. Πέρα από αυτά, βρίσκουμε αρκετές μικροδιαφορές στους στίχους σε σύγκριση με τη μεταγενέστερη ή οριστική εκδοχή των τραγουδιών που ξέρουμε σήμερα. Αυτό που μου κινεί περισσότερο την περιέργεια, είναι η αναφορά του Καλιόρη σε «κάποιας τουρκογύφτικης τεχνοτροπίας εκτέλεση, που κυκλοφορεί παράλληλα», για το τραγούδι «Χορός», που σήμερα το ξέρουμε «Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη» (αλλά και από τότε είχε κυκλοφορήσει με αυτόν τον τίτλο). Όποιος ξέρει κάτι περισσότερο, ας πει. 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *