ceb7 cebfcebdceb5ceb9cf81ceb9cebaceae ceb5cf80ceafcf83cebaceb5cf88ceb7 cf84ceb7cf82 ceb8ceb5ceafceb1cf82 cf87cf81cf85cf83cebf

 

sur les contreforts de la montagne. le dernier poste de gendarmes 2 4 1916

Έβλεπα χθες βράδυ τα «Νούμερα» του Φοίβου Δεληβοριά στην ΕΡΤ και στην ένθετη ομιλία του Μητσοτάκη από το Κογκρέσο, σηκώθηκα, πετάχτηκα έξω και πήρα έναν καφέ διπλό, ζεστό, αμερικάνο. Ήπια τον μισό, καθώς μετά τη συνέντευξη της Φόνσου, αποκοιμήθηκα. Ο Ζέπος έκανε το ίδιο στον λαιμό μου και η Φλέρυ στα πόδια μου, έτσι που τους αρέσει να χώνονται μες το κουβερτάκι που έβγαλα απ’ τη ντουλάπα. Είδα ένα μάλλον δραματικό όνειρο…Βρισκόμουν ξαφνικά στο Βόλο, στο σπίτι της «θείας» Χρυσούλας και, συγκεκριμένα, στο δωμάτιο που είχε μια μικρή ασπρόμαυρη τηλεόραση – μπαουλάκι, στην οποία, όποτε πηγαίναμε οικογενειακώς κάθε Πάσχα, βλέπαμε τον «Ιησού από τη Ναζαρέτ» του Τζεφιρέλι (δεκαετία του 1980) ή κάνα b-movie τρόμου (δεν θα ξεχάσω που ένα βράδυ είχε αναγγελθεί το «Mark of the Vampire» με τον Μπέλα Λουγκόζι και τελικά προβλήθηκε το «The Vampire» του Πολ Λάντρες). Ξανάδα πάνω στα φτωχικά επιπλάκια της Χρυσούλας παλιές φωτογραφίες της, από τη δεκαετία του 1960, με εκείνην νέα σε διακοπές με τον μακαρίτη σύζυγο της στη Βουλγαρία. Έξω άκουγα τον πατέρα μου να γελάει δυνατά, καθώς προετοίμαζαν το ψήσιμο του αρνιού. Η μάνα μου δεν υπήρχε πουθενά, αφού κι εκείνη έξω θα ήταν. Είδα, όμως, το ντιβάνι που μας κοίμιζε μικρά σαν ήμασταν και μας έπαιζε ως καλή μάνα που ήταν. Σε κάποια φάση μπήκε η Χρυσούλα στο δωμάτιο και μου είπε: «Τι κοιτάς; Κανείς δεν μένει πια εδώ». Ξαφνιάστηκα, γιατί δεν ήταν κουβέντα αυτή να την πει σ’ ένα μικρό παιδί όπως ήμουν εγώ στ’ όνειρο. Έπειτα μου χαμογέλασε. Ξαφνικά το δωμάτιο όλο άλλαξε. Σκοτείνιασε και στο ντιβάνι που μας κοίμιζε η μάνα μου, υπήρχε ένα άγνωστο αντρόγυνο με τα μικρά παιδιά τους, στριμωγμένοι. Εγώ δεν ήμουν πια παιδί, αλλά τωρινός παρατηρητής της νέας κατάστασης. Με έπιασε μια απερίγραπτη θλίψη. Βγήκα έξω και δεν βρήκα κανέναν, ούτε τους δικούς μου, ούτε τη Χρυσούλα. Μια απέραντη ερημιά. Με ξύπνησαν τα γατιά για φαΐ τη συνηθισμένη ώρα, στις 7.30 το πρωί. Ήταν απ’ τις λίγες φορές που δεν με εκνεύρισαν, αφού μ’ έβγαλαν απ’ αυτό το δυσάρεστο όνειρο. Σηκώθηκα μηχανικά, σαν ρομπότ, τους έβαλα κονσέρβα και ξανάπεσα μες την κουβέρτα. Ήπια μερικές γουλιές απ’ τον καφέ που είχε απομείνει και βρισκόταν δίπλα μου. Θυμήθηκα τη Χρυσούλα, πεθαμένη εδώ και 20 χρόνια περίπου. Ήταν λίγο μεγαλύτερη απ’ τη μάνα μου, με την οποία κάνανε παρέα από τα πολύ νιάτα τους. Είχε το σουλούπι της μάνας μου, κοντούλα, αφρατούλα, με δύο κόκκινα πεταχτά μάγουλα. Καλός άνθρωπος ήτανε, σοβαρή, μα ποτέ αυστηρή, φιλόξενη και με μία μάλλον δύσκολη ζωή. Είχε τηλεφωνήσει στο σπίτι μας στο σταθερό, τότε που δεν υπήρχαν κινητά, ενόσω βρισκόταν στο νοσοκομείο της Λάρισας με περικαρδίτιδα. Δυο λόγια είπε μόνο στη μάνα μου: «Ντίνα μου, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ» και την ίδια κιόλας μέρα έπεσε σε βύθιση, όπως μάθαμε, και πέθανε. Τι σου κάνει ο εγκέφαλος, τι σου κάνει η μνήμη και το ζεστό αίμα που ρέει στις φλέβες σου και δημιουργεί τα πιο ασυνάρτητα όνειρα. Λατρεύω τη μνήμη. Θα ήθελα να πάω 100 χρονών, άμα δεν τα’χω τινάξει νωρίτερα, και να θυμάμαι, μονίμως να θυμάμαι, πρόσωπα και γεγονότα, τόπους και σπίτια, καταστάσεις, ακόμη και λόγια, από ολόκληρες συζητήσεις μέχρι ασήμαντες κουβέντες.  

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *