Το κάλεσμα της νύχτας
(ανέκδοτο του Χρήστου Κεραμίδη)
Το πατρικό μου ήταν πάνω απ’ το λιμάνι. Με μια μόνο πετσέτα στον ώμο κατέβαινα στα βράχια της γειτονιάς.
Κι όμως, εξαιτίας της ορφάνιας, η αναγραφή του ονόματός μου στη λίστα των μαθητών της κατασκήνωσης ήταν επιβεβλημένη. Για έναν ολόκληρο μήνα έχανα τους φίλους. Έχανα τα μπάνια του καλοκαιριού.
Με συνόδευε ο μεγάλος μου αδελφός. Ανεβαίναμε στο βουνό, ακολουθώντας το μονοπάτι με τα πέτρινα σκαλάκια. Με αναλάμβαναν οι υπεύθυνοι για να με ζυγίσουν, να μου υποδείξουν σε πιο από τα πέτρινα κτίσματα θα φιλοξενηθώ.
Τις πρώτες μέρες σχεδίαζα να το σκάσω, ωστόσο με τον καιρό συνήθιζα. Όπως στον στρατό, υπήρχε καθημερινό πρόγραμμα. Έπαρση της σημαίας το πρωί. Υποστολή το απόγευμα. Αμέσως μετά η καθαριότητα. Μαζεύαμε τα αποτσίγαρα στους εξωτερικούς χώρους.
Όσες φορές έβρισκα ευκαιρία, πλησίαζα τον μεγάλο βράχο, κοιτώντας από ψηλά τα παιδιά που έπαιζαν και κολυμπούσαν στην ακτή. Μπορώ να πω ότι ζήλευα πολύ.
Το φαγητό ήταν καλό, ειδικά το βράδυ του Σαββάτου. Τα ταψιά έβγαιναν από τον φούρνο με το καλοψημένο παστίτσιο. Οι μερίδες συνοδεύονταν και από ένα πιάτο κρέμα. Μου φαινόταν παράξενο, καθώς έβλεπα τον διευθυντή να τρώει το ροδάκινο, κόβοντάς το με μαχαίρι. Στην υπαίθρια τραπεζαρία, ακούγονταν απ’ όλα τα παιδιά, τα τραγούδια της κατασκήνωσης: «τον ψύλλο τον επιάσαμε, εν δυο τρία τέσσερα…», «είχα ένα φίλο κι εγώ μια φορά …» και άλλα.
Το κρεβάτι μου, στον θάλαμο, ήταν κοντά στο κρεβάτι της ομαδάρχισσας. Περίμενα πότε το κορίτσι αυτό θα ξαπλώσει. Συνήθως αργούσε. Περίμενα καρτερικά. Οι άλλοι κοιμόντουσαν. Εγώ περίμενα. Εκείνη, κρατώντας το περιοδικό Ρομάντσο, με κοιτούσε σιωπηρά. Στα μάτια της ένα πέλαγο από γαλάζια κύματα. Κοιταζόμασταν ωσότου μας αγκαλιάσει ο ύπνος.
Ήταν μια ιδιαίτερη στιγμή, που έφευγε κι άφηνε τη θέση της στο κάλεσμα της νύχτας.
Τα αηδόνια, στους πευκώνες του βουνού, συνέχιζαν το τραγούδι τους!
Χρήστος Κεραμίδης