Ηλίας Ευθυμιόπουλος
Μπαρτσελόνα – σαν μυθιστόρημα
σελ. 400,
ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ 2022
Ο Ηλίας Ευθυμιόπουλος μας παραδίδει εδώ ένα φιλόδοξο μεταμυθοπλαστικό προϊόν, στο σταυροδρόμι [ή μάλλον στο τρίστρατο] αμιγούς λογοτεχνίας, ιστοριογραφίας και φιλοσοφικοϊστορικού δοκιμίου. Το βιβλίο αυτό του πρώην διευθυντή της Γκρήνπης και υφυπουργού Περιβάλλοντος θυμίζει ενίοτε τον Δούναβη του Κλαούντιο Μάγκρις, άλλοτε την σχολή της «Νέας Δημοσιογραφίας», κι άλλοτε πάλι την περιηγητική τοπιογραφία της γαλλικής σχολής των 60’ς, κυρίως στα εγκιβωτισμένα στον κυρίως ρου της αφήγησης δοκιμιακά κομμάτια του.
Η Βαρκελώνη, για πολλούς άτυπη πρωτεύουσα της Μεσογείου στις μέρες μας -με την κατά Φερνάν Μπρωντέλ έννοια της μεσογειακότητας-, προσφέρει μια συμπυκνωμένη ευκαιρία να μιλήσει κανείς για ποικίλα πολιτισμικά, ιδεολογικά, αισθητικά και ιστορικά ζητήματα: από την αρχαία τραγωδία, ως την αριστερά του μεσοπολέμου, από την τρομοκρατία ως τη σχέση των ανθρώπων με το τοπίο, κι από την αρχιτεκτονική ως την εικονογραφία της αστικής δράσης. Έτσι κι αλλιώς το βιβλίο δεν ασχολείται με την Μπαρτσελόνα ως ομάδα – αν και θα έπρεπε ίσως να έκαναν ένα πέρασμα ο Γκουαρντιόλα, ο Τσάβι και ο Μέσι που αποτελούν ζωντανά σύμβολα της σύγχρονης πόλης. Ασχολείται ωστόσο πολυπρισματικά με την έλξη που ασκεί η βιωμένη πόλη, τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της, την μετάπλασή της μέσω της Ολυμπιάδας που φιλοξένησε, την ελκυστική της πολεοδομία, τα ανοίγματά της στη θάλασσα, τη Ράμπλας, τον Γκαουντί, κυρίως όμως με τον κεντρικό ρόλο που έπαιξε στη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου και την ανάδειξη του κινήματος των Αναρχικών σε μια περίεργη ιστορική συγκυρία.
Η μερίδα του λέοντος του βιβλίου αφορά σε μια συνθετική επανανάγνωση της πολυσυζητημένης αυτής εποχής, μέσω των συγγραφικών και άλλων διασημοτήτων που έλαβαν μέρος στον Εμφύλιο, στο πλευρό των Δημοκρατικών: του Χέμινγουεη, του Μαλρώ, του Ντος Πάσσος, του Όργουελ [κυρίως αυτού], του Μπουνουέλ, του μετέπειτα καγκελαρίου Βίλυ Μπραντ και άλλων πολλών. Ανάμεσά τους κάνουν ένα γρήγορο πέρασμα οι τότε φοιτητές στην Οξφόρδη Ίντιρα Γκάντι και Τζων Φιτζέραλντ Κέννεντυ, αλλά και -ως ανταποκριτής της Καθημερινής- ο θαυμαστής του Φράνκο Νίκος Καζαντζάκης – έτσι για να μην ξεχνιόμαστε.
Προς τούτο χρησιμοποιείται μυθοπλαστική αδεία ο παππούς του κεντρικού ήρωα, του Ξαβιέ Παστόρ, βαρκελωνέζου και ανταποκριτή του Ισπανικού Πρακτορείου Ειδήσεων. Πρόκειται για κάποιον Αρκάντι και για τους επιγόνους του – νεκρούς ή φυγάδες μετά την ήττα από τα στρατεύματα του Φράνκο και την εγκαθίδρυση της τεσσαρακονταετούς δικτατορίας. Ο Αρκάντι, ως υψηλόβαθμο στέλεχος της εκλεγμένης αριστερής κυβέρνησης της Μαδρίτης, βιώνει μεταξύ άλλων περιπετειών όπου επισκέπτεται μάλιστα και τον Φαληρικό όρμο του μεσοπολέμου, τις διώξεις των Σοβιετικών κατά των συμμάχων τους σοσιαλδημοκρατών, των αναρχικών και κυρίως των Τροτσκιστών – της εμμονής του Στάλιν. Μιλάμε άλλωστε για την εποχή των Δικών της Μόσχας και της θεωρητικής δικαιολόγησής τους από διανοούμενους όπως ο Μπέρτολτ Μπρεχτ και άλλοι πολλοί. Το ανελέητο κυνήγι του εσωτερικού εχθρού -της Πέμπτης Φάλαγγας, όρου που εφευρέθηκε τότε- έχει λοιπόν ως επίκεντρο την Βαρκελώνη. Ο Όργουελ και η γυναίκα του διαφεύγουν από τους Ρώσους πράκτορες με μύριες όσες δυσκολίες, ενώ ο σπουδαιότερος για μένα συγγραφέας της εποχής, ο προ πολλού ξεχασμένος Τζων Ντος Πάσσος παραγκωνίζεται από τον επικεντρωμένο στον εαυτό του Χέμινγουεη, όταν αρχίζει να εκστομίζει τις ενστάσεις του για τις σοβιετικές ενδοπαραταξιακές εκκαθαρίσεις, καταλαβαίνοντας ότι αυτές οι πρακτικές είναι εγγεγραμμένες στον γενετικό κώδικα του επαναστατικού μαρξισμού. Θέμα που θα επεξεργασθεί ιδιοφυώς αργότερα ο Τζωρτζ Όργουελ στο περίφημο 1984.
*
Πάντως το αρχικό ερέθισμα και τρόπον τινά η κινητήρια δύναμη του βιβλίου είναι η Υπάτη, ένα κεφαλοχώρι στις παρυφές της Οίτης από το οποίο ο συγγραφέας κατάγεται και το οποίο εμφανώς τον συγκινεί. Δίνονται μάλιστα εξαίρετες περιγραφές του βουνού και του ενγένει τοπίου στο τελευταίο ειδικά κεφάλαιο του βιβλίου. Στην εποχή μας βέβαια η Υπάτη είναι περισσότερη γνωστή για τα λουτρά της, αλλά τον 14ο αιώνα υπήρξε πρόσκαιρα η έδρα του Δουκάτου των Καταλανών στην Ελλάδα! Το γιατί επελέγη η Υπάτη από τους εισβολείς Καταλανούς -μισθοφόρους του Βυζαντίου- είναι δύσκολο να απαντηθεί, ελλείψει αξιόπιστων ιστορικών πηγών ή ερειπίων. Μια πιθανή αιτία είναι η στρατηγική εποπτική θέα στον κάμπο της Φθιώτιδας, -από το Καρπενήσι ως τον Μαλιακό Κόλπο ως τα υψίπεδα του Δομικού- και ως εκ τούτου ο έλεγχος της Κεντρικής Ελλάδας. Ο τόπος έχει πηγές και ποικίλη βλάστηση, έχει τα υπολείμματα ενός αρχαίου κάστρου, διαθέτει άφθονη μυθολογία [από τον Ηρακλή ως τις Τραχίνιες του Αισχύλου], αλλά σχεδόν τίποτα που να υποδηλώνει την παρουσία της περίφημης Καταλανικής Εταιρείας, της σκληροτράχηλης μισθοφορικής στρατιάς του πρώην Ναϊτη και Σταυροφόρου Ροζέ ντε Φλορ, η οποία χρησιμοποιήθηκε από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Ανδρόνικο για την απώθηση των τουρκικών φυλών.
Ο Καταλανικής καταγωγής Ροζέ ντε Φλορ είχε πετύχει σπουδαίες νίκες κατά των εισβολέων, προσφέροντας στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μια πρόσκαιρη ανακούφιση από τις έξωθεν πιέσεις – ήδη προ πολλού διάχυτες στη Μικρά Ασία και στα Βαλκάνια. Ο αυτοκράτορας κατέσφαξε ωστόσο ύπουλα στη διάρκεια ενός δείπνου τον ίδιο και την ηγετική του ομάδα προκειμένου να μην τους καταβάλλει το συμφωνηθέν χρυσάφι. Τα μαινόμενα υπολείμματα του καταλανικού στρατεύματος ανασυγκροτήθηκαν, εκδικήθηκαν σκληρά, κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της Θράκης και της Μακεδονίας, απείλησαν το Άγιον Όρος κι έπειτα κατέβηκαν ως την Κεντρική Ελλάδα – φραγκοκρατούμενη τα χρόνια εκείνα, σε συνέχεια των Σταυροφοριών. Η τ σύγκρουση των Καταλανών με το Δουκάτο των Αθηνών και ο θρίαμβός τους στη αποξηραμένη σήμερα λίμνη Κωπαϊδα, τους εγκαθίδρυσε ως κυρίαρχους στην ευρύτερη περιοχή. Αυτά μέχρις ότου τα πλούτη και ο τρυφηλός βίος οδήγησαν στον εκφυλισμό και την εκδίωξή τους από άλλες μεσαιωνικές στρατιές, χωρίς να αφήσουν πίσω τους τίποτα που να τους θυμίζει – ούτε τείχη, ούτε μητροπόλεις, ούτε καν ένα οικόσημο ή μια πανοπλία. Αυτή την ιστορία, με όλες τις διερωτήσεις, τους μύθους και τα κενά της, μας την αφηγείται ο Ευθυμιόπουλος μέσω ενός συνεδρίου που διοργανώνεται στην Ισταμπούλ και όπου ο κεντρικός αφηγητής, ο βαρκελωνέζος Ξαβιέ Παστόρ, συναντά τη μέλλουσα σύζυγό του, Ιζέτ.
*
Η Υπάτη, αποτελεί ένα προπατορικό όνειρο για τον σύγχρονό μας Ξαβιέ – κι ένα αφηγηματικό έναυσμα για τον Ηλία Ευθυμιόπουλο. Η περιγραφή των τόπων και των καταστάσεων διαθέτει άφθονη ποιητικότητα – μια από τις εκπλήξεις που διακρίνουν την όψιμη πορεία του συγγραφέα. [Πρόσφατα σημειωτέον κυκλοφόρησε και η συλλογή του Ποιήματα από τις εκδόσεις της Athens Voice, με τα περισσότερα εξ αυτών ιδιαίτερα πετυχημένα]. Οι πολλοί και διαφορετικοί πρωταγωνιστές (επινοημένοι ή πραγματικοί) συνδέουν μεταξύ τους τα κεφάλαια, τις ιστορίες και τους μύθους, μέσα από τεθλασμένες τροχιές και παράξενες συμπτώσεις. Κοινοί παρονομαστές είναι, όπως είπαμε, ο Ισπανικός Εμφύλιος και η Καταλανική εκστρατεία στον ελλαδικό χώρο.
Οι ιστορικές μνήμες προβάλλουν άλλοτε ξεθωριασμένες άλλοτε φιλοτεχνημένες σε ένα ζωντανό παρόν. Το βιβλίο γίνεται έτσι εξιστόρηση μιας μεγάλης περιπέτειας από τη μια άκρη της Μεσογείου ως την άλλη, με αναφορές που πάνε πολύ πίσω, στην εκστρατεία του προϊστορικού Ηρακλή – ο οποίος κατά το μύθο ξεκινάει από τη Φθιώτιδα για να φτάσει στο μακρινό Κάντιθ της Ισπανίας και να κλέψει τα βόδια του Γηρυόνη. Από κει και πέρα έχουμε διαρκείς φιλοσοφίζουσες δοκιμιακές παρεκβάσεις, με επίκεντρο μια Βαρκελώνη «που πέφτει και ξανασηκώνεται διά μέσου της ιστορίας», αλλά αφήνουν μερικές φορές το αίσθημα ότι δεν ήταν απολύτως απαραίτητες για την ενίσχυση της αφήγησης. Περιλαμβάνουν μια έκκεντρη αναφορά στον Τουρκικό κινηματογράφο, τον εκεί εθνικισμό και την Κωνσταντινούπολη του Ορχάν Παμούκ, και εκτείνονται ως την τέχνη της ρεπορταζιακής φωτογραφίας, ως την κατασκευή ντοκιμαντέρ με επίκεντρο τους απλούς ανθρώπους του Ισπανικού Εμφυλίου, ως τον Καταλανό ζωγράφο Χουάν Μιρό, ως την ιστορία της τρομοκρατίας και άλλα πολλά και εξόχως ενδιαφέροντα αφ’ εαυτά.
Αυτό που παράγεται τελικά είναι ένα πληθωρικό αποτέλεσμα, ενίοτε επιβαρυντικό για την ικανότητα απορρόφησης του αναγνώστη, εν κατακλείδι ωστόσο αξιοθαύμαστο.