Σταύρος Νικολαΐδης, Ο κύκνος της Σαϊδόνας, 24 γράμματα, Αθήνα, 2023.
«-Τη σιωπή σου σε τι την μετατρέπεις; -Εξαρτάται… Αν είναι σιωπή που μου την επιβάλλουν,
τη μετατρέπω σε κραυγή. Αν είναι η σιωπή μέσα στην οποία επιλέγω να ζω, τη μετατρέπω σε ποίηση».[1]
Ζώντας σε μια κοινωνία και σε μια εποχή προσανατολισμένες στο εφήμερο, όπου κυριαρχούν ο ατομικισμός, ο ναρκισσισμός και ο ανταγωνισμός, είναι ίσως δύσκολο να φανταστούμε ότι, στη σχετικά πρόσφατη ιστορία της πατρίδας μας, υπήρξαν άνθρωποι που πάλεψαν με ανιδιοτέλεια για υψηλά ιδανικά, που θυσίασαν τη νιότη τους, ακόμη και τη ζωή τους, στον αγώνα για την αλήθεια, την ελευθερία και τη δημοκρατία. Το βιβλίο του Σταύρου Νικολαΐδη Ο κύκνος της Σαϊδόνας (24 γράμματα, Αθήνα, 2023) είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα του οποίου η πλοκή, βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, αφορά στα χρόνια της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Πρόκειται για το δεύτερο ιστορικό μυθιστόρημα του συγγραφέα, μετά το Κόρσικα (24 γράμματα, Αθήνα, 2020).
Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου είναι ένας Ελληνοαμερικανός: ο Φιλ Φαρενάιτ. Ο Φιλ εγκαταλείπει την ταραγμένη Αμερική της δεκαετίας του ’60, μετά τον χωρισμό του από τη σύντροφό του Έλεν Ισαβέλλα, απογοητευμένος από τη δολοφονία του Ρόμπερτ Κένεντι, και προκειμένου να αποφύγει τη στράτευσή του στο Βιετνάμ. Φθάνει σε μια Ελλάδα με χαίνοντα ακόμη τα τραύματα του Πολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου, και εγκαθίσταται σε ένα παραθαλάσσιο χωριό της μεσσηνιακής Μάνης, όπου ανοίγει ένα βιβλιοπωλείο. Εκεί γνωρίζει και ερωτεύεται την όμορφη αντιστασιακή δασκάλα Σάσα, και εμπλέκεται στις διάφορες παράνομες ομάδες που αντιμάχονται το καθεστώς. Κατά την εξέλιξη της υπόθεσης, θα αναγκαστεί να καταταχθεί στο Ναυτικό, όπου θα νιώσει στο πετσί του την αναίτια βία των στρατοκρατών, αλλά και θα συμμετάσχει στο αποτυχημένο Κίνημα του 1973.
Στο σημείο αυτό, ας μας επιτραπούν δύο παρατηρήσεις: α) Ο Εμφύλιος στην Ελλάδα δεν τελείωσε το 1949∙ συνεχίστηκε τουλάχιστον ως το 1974, αν όχι μέχρι το 1981∙ μάλιστα, οι μνήμες του εξακολουθούν να χρωματίζουν (θετικά ή αρνητικά) ποικίλες πτυχές της ελληνικής κοινωνίας έως και σήμερα. Είναι ενδεικτικός ο τρόμος που καταλαμβάνει τη Σάσα, όταν θυμάται τα φρικτά βασανιστήρια που υπέστησαν επί Κατοχής ο πατέρας της και η μικρή αδελφή της, επειδή ο πρώτος αρνήθηκε να καταδώσει τους συντρόφους του στην Αντίσταση· βασανιστήρια που επέφεραν τον θάνατό τους. β) Ο ήρωας επιδιώκει τη μόρφωση του λαού και ειδικά της νεολαίας, παρά τις τεράστιες αντικειμενικές αντιξοότητες. Η επιμονή του να ανυψώσει το πνευματικό επίπεδο της υπαίθρου μοιάζει ρομαντική, σχεδόν δονκιχωτική, φαίνεται, ωστόσο, να εκπορεύεται από και να καλύπτει μια βαθιά εσωτερική του ανάγκη· με άλλα λόγια, αυτή του η προσπάθεια δίνει νόημα στη ζωή του. Ο Φιλ φέρει ένα βαθύ τραύμα: μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο, εγκαταλελειμμένος από τον πατέρα του που ποτέ δεν γνώρισε, κι έτσι «ψάχνει για τόπους και ανθρώπους».
Ένα πολύ ενδιαφέρον μέρος του βιβλίου αναφέρεται στην προσωπικότητα και τη δράση της Αγγλίδας δημοσιογράφου Ανν Τσάπμαν, η οποία βρέθηκε άγρια δολοφονημένη στο Καβούρι τον Οκτώβρη του 1971. Η Τσάπμαν ερευνούσε τις μυστικές συνεννοήσεις της χούντας με τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου για τον διαμελισμό της Κύπρου. Φαίνεται πως είχε συγκεντρώσει αρκετά στοιχεία και οι Συνταγματάρχες αποφάσισαν να τη βγάλουν απ’ τη μέση, προτού τ’ αποκαλύψει.
Η σχεδιαζόμενη διχοτόμηση της Μεγαλονήσου ήταν ο πραγματικός κύριος λόγος και της πολυδιαφημισμένης επίσκεψης του ελληνικής καταγωγής Αμερικανού Αντιπροέδρου Σπύρου Άγκνιου στην Ελλάδα, εκείνες τις ημέρες. Ο Νικολαΐδης περιγράφει με κωμικοτραγικό τόνο τη μετάβαση του Άγκνιου στη γενέτειρα κωμόπολη του πατέρα του, καθώς και την αποτυχημένη απόπειρα των αντιστασιακών να καταρρίψουν το ελικόπτερο που τον μετέφερε.
Είναι εντυπωσιακός ο εσωτερικός μονόλογος του Αμερικανού Αντιπροέδρου· μεταξύ άλλων, αυτοχαρακτηρίζεται: «Αποδοχέας εντολών που με τη σειρά του τις μεταβιβάζει στους κατάλληλους εκτελεστικούς μηχανισμούς» [2]. Ο Άγκνιου, μολονότι έχει απόλυτη συναίσθηση της εργαλειοποίησης-πραγμοποίησης του εαυτού του, την αποδέχεται πλήρως. Ξέρει ότι αποτελεί απλώς ένα γρανάζι σ’ έναν εξουσιαστικό μηχανισμό, ο οποίος πρόκειται να τον εμέσει, όταν επιτελέσει την αποστολή που του ανατέθηκε και πάψει να είναι χρήσιμος. Κι όμως, συνεχίζει να υπηρετεί αυτόν τον μηχανισμό, λόγω φιλοδοξίας.
Με εξαιρετική διεισδυτικότητα, που βασίζεται στην ενδελεχή πραγματολογική γνώση του αντικειμένου, ο συγγραφέας εκθέτει την περιδίνηση των λαών της Ελλάδας και της Κύπρου στο κυνικό γεωπολιτικό παιχνίδι των μεγάλων δυνάμεων, και παρουσιάζει ανάγλυφα το αποτύπωμα της παγίδευσης αυτής στις ατομικές και συλλογικές ζωές των ανθρώπων. Πέραν πάσης αμφιβολίας, η Δικτατορία έχει ενεργό προδοτικό ρόλο στον σφαγιασμό της Κύπρου, παρά την υποκριτική εθνικοφροσύνη της (βλέπε και την απόφασή της να αποσύρει την ελληνική μεραρχία από το νησί).
Η Ελλάδα υφίσταται τις συνέπειες της στρατηγικής της θέσης: ευρισκόμενη στο σημείο τριβής ΗΠΑ-ΕΣΣΔ και Ισραήλ-Αράβων, καθίσταται έρμαιο και θύμα του «ψυχρού πολέμου». Η συμμορία των επίορκων αξιωματικών που κατέλυσε τη συνταγματική τάξη το 1967 οργανώθηκε και καθοδηγούνταν από τους Αμερικανούς, οι οποίοι δεν ήθελαν επ’ ουδενί να κινδυνεύσουν τα συμφέροντά τους με την επικείμενη τότε εκλογή μιας ουδετερόφιλης αντινατοϊκής κυβέρνησης στην Αθήνα. Και βέβαια, άμεσα συνδεόμενο με την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα είναι το θέμα της Κύπρου, όπου η Μεγάλη Βρετανία επιθυμεί να διατηρήσει (και μετά την ανεξαρτησία) την κυριαρχία της, χρησιμοποιώντας κάθε θεμιτό και (κυρίως) αθέμιτο μέσο (όπως το σχέδιο διχοτόμησης που η ίδια επεξεργάστηκε και προώθησε).
Στο φινάλε του μυθιστορήματος, η συναρπαγή του αναγνώστη από το κείμενο κορυφώνεται· παρακολουθούμε, κυριολεκτικά με κομμένη την ανάσα, τα δραματικά γεγονότα του Ιουλίου του 1974: το πραξικόπημα που ανέτρεψε τον Μακάριο, τις εμφύλιες συγκρούσεις, την τουρκική εισβολή, τον βρώμικο ρόλο των Άγγλων, την αυτόβουλη ηρωική αντίσταση των Ελλήνων καταδρομέων και την εγκατάλειψή τους από τους ανωτέρους τους. Ο Φιλ και η Έλεν βιώνουν εκ του σύνεγγυς τη φρίκη του πολέμου και τα εγκλήματα των επιτιθέμενων και καταφέρνουν με δυσκολία να διασωθούν, εισερχόμενοι στο έδαφος των βρετανικών βάσεων.
Το παρόν μας εμπεριέχει το παρελθόν, αυτό που σήμερα είμαστε είναι προϊόν μιας ιστορικής διαδικασίας και φέρει εντός του τα περασμένα. Η λογοτεχνική προσπέλαση της σχετικά πρόσφατης ιστορίας μας που επιχειρεί ο Νικολαΐδης συμβάλλει στην αυτοσυνειδησία και την ωρίμανσή μας. Αλλά και στο καθαρά καλλιτεχνικό επίπεδο, ο συγγραφέας επιδεικνύει σπάνιες αρετές: αμεσότητα, γλαφυρότητα, ρεαλισμό, μορφολογική αρτιότητα, ενότητα, ψυχογραφική δεινότητα. Η καταιγιστική πλοκή διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ενώ ιδιαίτερη μνεία αξίζει η πρωτότυπα αισθαντική απεικόνιση του έρωτα στην σωματοψυχική του ολότητα, ενός έρωτα που συνεπικουρεί τον πολιτικό αγώνα και υψώνεται ως αντίβαρο και αντίδοτο στη βία, τον πόλεμο και τον θάνατο.
Οι ερωτικές σκηνές περιγράφονται με μια σπάνια μαστοριά και χάρη, μακριά τόσο από έναν γλυκανάλατο ρομαντισμό όσο και από έναν χυδαίο ή πεζό ρεαλισμό. Αισθάνεται κανείς πως η πάλη των ενστίκτων του έρωτα και του θανάτου, τουτέστιν της δημιουργίας και της καταστροφής, διαπερνά το βιβλίο απ’ άκρη σ’ άκρη. Θα τολμούσαμε να πούμε ότι η έκβαση της πάλης αυτής είναι τελικά νικηφόρα για τον έρωτα, παρά τη σκληρότητα και τα βάσανα που βιώνουν οι ήρωες και τα οποία αφήνουν στον αναγνώστη μια πικρή, μελαγχολική γεύση.
Ο Νικολαΐδης δεν χαρίζεται στη βία και τον σαδισμό των αστυνομικών οργάνων της χούντας· αποκαλύπτει όλη την έκταση και την ένταση της ωμότητάς τους. Διεστραμμένοι ψυχικά, απολαμβάνουν τον πόνο των συνανθρώπων τους. Ο φασισμός δίνει την ευκαιρία να εκδηλωθούν τα φονικά πάθη που λαγοκοιμούνταν στο ασυνείδητο και τα οποία τώρα ξεσπούν με αηδιαστική βαρβαρότητα, υποβοηθούσης και της εξασφαλισμένης ατιμωρησίας των δραστών. Οι άνθρωποι αυτοί (ασφαλίτες, δεσμοφύλακες, βασανιστές και λοιπά στελέχη του καθεστώτος, αλλά και ο Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ ακόμη) είναι ικανοί για τα μεγαλύτερα εγκλήματα. Η ηθική τους έχει αφυδατωθεί, και ακριβώς επειδή έχουν, αυτοί οι ίδιοι, πραγμοποιηθεί και μετατραπεί σε ενεργούμενα, μπορούν ευκολότατα να μεταβάλουν σε πράγματα και τους συνανθρώπους τους. Πρόκειται για έναν επικίνδυνο μηδενισμό, γεννήτορα και απολογητή και του πιο αποτρόπαιου κακού.
Ο συγγραφέας δεν προσπερνά επίσης τον γενικευμένο χαφιεδισμό και την ηθική εξαχρείωση μιας κοινωνίας όπου κυριαρχεί ο φόβος και στην οποία οι πολίτες γίνονται ρουφιάνοι, για «ν’ αρπάξουν ξεροκόμματα».[3] Οπωσδήποτε δε, πέραν της υλικής βίας, υπάρχει και η ιδεολογική βία που ασκεί το καθεστώς επί των συνειδήσεων, μέσω της προπαγάνδας, της πλύσης εγκεφάλου, του συστηματικού ψεύδους, συνελόντι ειπείν δια του ελέγχου της γλώσσας και κατ’ επέκτασιν της σκέψης: «το καθεστώς … χτυπάει στη γλώσσα, ήτοι στο μυαλό του ανθρώπου. Εν ολίγοις, σου μαθαίνει άλλα από αυτά που έμαθες από τη μάνα σου, από τη γιαγιά σου».[4]
Το καθεστώς έχει μια «μινιμαλιστική λογική», η «γραμματική» του ταξινομεί τους ανθρώπους επί τη βάσει της στάσης τους έναντί του. Από τη μια, υπάρχει ο πολίτης «αμέμπτου διαγωγής… Ζει, παχαίνει, αποχαυνώνεται σ’ ένα πολιτικό νιρβάνα, δεν απειλεί την εργοδοσία, το κράτος, κι ούτε απειλείται από το κράτος».[5] Θα λέγαμε πως διάγει τον βίο αυτό που ο Αριστοτέλης ονομάζει «απολαυστικό» και ο οποίος προσομοιάζει προς τον βίο των «βοσκημάτων», δηλαδή των ζώων που βόσκουν. Από την άλλη, υπάρχουν οι πραγματικοί ή φανταστικοί εχθροί του καθεστώτος, οι οποίοι χαρακτηρίζονται συλλήβδην «κομμουνιστές» και «ξενοκίνητοι», και τελούν υπό συνεχή, αμείλικτο διωγμό.
Εν τούτοις, υπήρξαν στρατιωτικοί, αρκετοί μάλιστα, που τίμησαν τον όρκο τους και δεν πουλήθηκαν, αντιμετωπίζοντας ασφαλώς τις συνέπειες: «Ήτανε τα ψώνια, που δεν δίνανε φράγκο για τη βολή τους. Ανταρσία για τη Δημοκρατία».[6] Ο Έγελος, αναφερόμενος στο «δαιμόνιο» (Genius) που διακατέχει κάθε άνθρωπο, λέει: «Αυτή η μερικότητα του εσωτερικού μου συγκροτεί το πεπρωμένο μου, γιατί είναι ο χρησμός, από την απόφανση του οποίου εξαρτώνται όλες οι αποφάσεις του ατόμου… Απέναντι σε ίδιες συνθήκες το τάδε συγκεκριμένο άτομο συμπεριφέρεται αλλιώτικα από ό,τι εκατό άλλα άτομα».[7] Και ο Γιώργος Φαράκλας συμπληρώνει: «Προκαλούνται ρήξεις στην αιτιακή αλληλουχία του κόσμου από ανθρώπους που δρουν αίφνης ενάντια … ακόμη και στο βιολογικό τους συμφέρον». [8] Και, για να θυμηθούμε τον αείμνηστο Ευαγόρα Παλληκαρίδη: ποια αιτιοκρατία μπορεί άραγε να εξηγήσει πώς ένα παιδί μόλις δεκαεπτά ετών αφήνει «αδέλφια, συγγενείς, τη μάνα, τον πατέρα», για να «πάρει μιαν ανηφοριά να πάρει μονοπάτια να βρει τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά»; Ο Νικολαΐδης προτάσσει και υμνεί την πράξη: «Κάποια στιγμή, βαριέσαι να πουλάς ιστορίες γραμμένες σε χαρτί και προτιμάς να τις δημιουργείς, να πράττεις, να αποτελείς μέρος τους!» [9]
Μολαταύτα, δεν αιθεροβατεί· χάρις στη μεγάλη εμπειρία και θεωρητική του κατάρτιση, γνωρίζει πολύ καλά πόσο εύκολα οι επαναστάσεις εκφυλίζονται στη μέγγενη του καταναλωτισμού. Κάποια στιγμή, ο Φαρενάιτ περιπλανιέται ως φυγάς στους δρόμους μιας πόλης της Αλγερίας: «Έβλεπα πρόσωπα να ξεπροβάλλουν από κατώφλια, “αυτός θα φέρει την Επανάσταση;” ρώταγα. “Αυτός θα γράψει ιστορία; Χαμένος στον αγώνα του για κατανάλωση; Έχουμε καινούργιο ψυγείο. Πήραμε τηλεόραση. Αυτοί είναι που αστυνομοκρατούνται; Μα, αυτοί αυτοακυρώνονται μέσα από την κατανάλωση!” … μια δεκαετία μετά την πολυπόθητη ανεξαρτησία τους».[10]
Ομοίως, διαμέσου του κεντρικού του ήρωα, ο συγγραφέας στέκεται κριτικά απέναντι στην «επανάσταση των λουλουδιών» της δεκαετίας του ’60, η οποία τρόπον τινά υποκατέστησε την προλεταριακή επανάσταση. Δυστυχώς, σύντομα, αυτή η ελευθεριάζουσα κουλτούρα της αμφισβήτησης ενσωματώθηκε στην κυρίαρχη αστική ιδεολογία, καθώς προήγαγε την ατομικιστική-ναρκισσιστική εκπλήρωση της επιθυμίας, και τα προϊόντα της εμπορευματοποιήθηκαν, ενώ, παράλληλα, το εργατικό κίνημα παρήκμαζε και η σοσιαλιστική επαναστατική θέρμη υποχωρούσε: «Συγκρίνεις τώρα έναν Στάινμπεκ, που διέσχισε τον Αυτοκινητόδρομο 66 πάνω σε μια ανοιχτή καρότσα παρέα με εργάτες γης και τους απόκληρους, με τον Χέντριξ, που συνουσιαζόταν μαστουρωμένος πάνω στη σκηνή με την κιθάρα του… Δεν γίνεται έτσι η επανάσταση, Έλεν! Ξαραχνιάζουν, απλά, τον θρόνο του κατεστημένου, τίποτε δεν ξηλώνουν». [11]
Το βιβλίο του Σταύρου Νικολαΐδη αξίζει να διαβαστεί, όχι μόνο λόγω των σπάνιων τεχνικών προτερημάτων του, αλλά και για την ευθυκρισία του, τον πολυεπίπεδο στοχασμό του, την πολυσημία του, τον πλούτο και την επικαιρότητα των ιδεών του. «Τα βογγητά όσων ψυχορραγούν, σβήνουν κάποτε, ξεχνιούνται», [12] παρατηρεί με θλίψη κάποιο από τα πρόσωπα του μυθιστορήματός του. Όμως, πράγματι ξεχνιούνται; Ή μήπως μένουν ες αεί, για να γονιμοποιούν νέους αγώνες ενάντια στις δυνάμεις του Θανάτου, έως τον οριστικό θρίαμβο της Ζωής;
Σημειώσεις
1. Σταύρος Νικολαΐδης, Ο κύκνος της Σαϊδόνας, 24 γράμματα, Αθήνα, 2023, σ. 72.
2. Ό.π., σ. 167.
3. Ό.π., σ. 179.
4. Ό.π., σσ. 181-2.
5. Ό.π., σ. 182.
6. Ό.π., σ. 202.
7. Γκέοργκ Χέγκελ, Εγκυκλοπαίδεια των φιλοσοφικών επιστημών σε επιτομή, προφορική προσθήκη στην § 405. Στο: Γκέοργκ Χέγκελ, Η φιλοσοφία του πνεύματος, μετάφραση: Γιάννης Τζαβάρας, Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα, 1993, σ. 110.
8. Γιώργος Φαράκλας, «Το εγώ και η συνειδητοποίηση της ελευθερίας», άρθρο στην εφημερίδα Καθημερινή, 3/3/2019. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: https://www.kathimerini.gr/culture/books/1012421/to-ego-kai-i-syneiditopoiisi-tis-eleytherias/.
9. Νικολαΐδης, ό.π., σ. 115.
10. Ό.π., σσ. 212-3.
11. Ό.π., σ. 251.
12. Ό.π., σ. 215.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Tristram Hillier. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]