ceb5ceafcebacebfcf83ceb9 cf84cf83cebfcf80ceaccebdceb9cebaceb5cf82 cebbceadcebeceb5ceb9cf82 ceb1cf80cf8c cf84cebf ceb2ceb9ceb2cebbceaf

Εδώ  και μήνες θέλω να γράψω ένα άρθρο για το έξοχο βιβλίο Ποιμένων λόγος του Νίκου Β. Καρατζένη, είχα πει να το κάνω πριν βγει ο χρόνος, οπότε μόλις προλαβαίνω.

poimenΤο βιβλίο εκδόθηκε πέρυσι στα Γιάννενα με τη στήριξη του Δήμου Βορείων Τζουμέρκων -επειδή, λόγω Κοτζιούλα, έχω κάποια εποπτεία των  σχετικών εκδόσεων, πρέπει εδώ να πω ότι ο δήμαρχος Γιάννης Σεντελές και η δημοτική  αρχή  έχουν στηρίξει κι άλλα έργα που αναδεικνύουν τον πολιτισμό και  την  παράδοση της περιοχής τους.

Και χρειαζόταν η στήριξη, διότι το βιβλίο του Καρατζένη  είναι  ένας ογκώδης τόμος με 408 σελίδες μεγάλου σχήματος, σε βαρύ χαρτί,  που κοσμείται από δεκάδες καταπληκτικές φωτογραφίες της ποιμενικής ζωής, κάποιες από γνωστούς φωτογράφους αλλά τις περισσότερες δικές του.

Ο Καρατζένης μάς δίνει ένα πληρέστατο  λεξικό της ποιμενικής ορολογίας και της ποιμενικής ζωής, όπως μιλιέται στη Νότια Πίνδο, αλλά ταυτόχρονα και μια εικόνα της νομαδικής ποιμενικής ζωής, όπως ήταν και όπως συνεχίζεται στις μέρες μας. Σε αυτό συμβάλλουν ιδιαίτερα οι φωτογραφίες και οι λεζάντες τους.

Γεννημένος το 1952, γιος τσέλιγκα, ο Καρατζένης σπούδασε φιλόλογος στη Φιλοσοφική Ιωαννίνων και υπηρέτησε στα μέρη του. Η πολύχρονη επαφή με τον τόπο του έδωσε το υλικό για το βιβλίο, που είναι δουλειά πολλών χρόνων.

Στο λεξικό του, ο συγγραφέας επεκτείνει  κάποια λήμματα, δίνει ανάσες όπως λέω εγώ, προσθέτοντας ηθογραφικές και λαογραφικές πληροφορίες. «Από τον Όμηρο ως τις μέρες μας» είναι ο υπότιτλος και πράγματι είναι πολύ συχνές οι αναφορές σε στίχους του Ομήρου. Είχαμε γράψει παλιότερα ότι έως το 1960 περίπου η γεωργία στην Ελλάδα λίγο διέφερε, στον  τρόπο εκτέλεσής της, από τα χρόνια του Ησιόδου (παρατήρηση του Σταύρου Ζουμπουλάκη αυτή). Για την κτηνοτροφία, ιδίως τη νομαδική, οι διαφορές από την  εποχή του Ομήρου δεν θα είναι μεγάλες ακόμα και σήμερα, αν και οι βοσκοί θα έχουν πια κινητό τηλέφωνο μαζί τους (αν πιάνει σήμα στις κορφές).

Η μοναδική, αν και όχι ασήμαντη, διαφωνία που έχω με τον  συγγραφέα είναι ότι στις ετυμολογίες των λέξεων γέρνει την πλάστιγγα υπέρ των  ελληνικών ετυμολογήσεων ακόμα κι όταν τα έγκυρα ετυμολογικά λεξικά δεν συμφωνούν. Για παράδειγμα, στην  ετυμολογία της λέξης «πέτσα» αναφέρει πρώτη  την προέλευση από το ελλ. πέσκος, πεσκίον (μια παλιά ετυμολογία, ίσως του Κοραή) ενώ όλα τα σημερινά λεξικά προκρίνουν, και σωστά, την  ετυμολόγηση από ιταλ. pezza, την  οποία ο Καρατζένης αναφέρει δεύτερη («κατ’ άλλη εκδοχή»). Ωστόσο, και ευτυχώς, ο συγγραφέας δεν ζητάει να  βγάλει με το ζόρι ελληνικές όλες τις λέξεις, δεν πορτοκαλίζει δηλαδή, συχνά αναφέρει ότι κάποια ετυμολόγηση είναι «κατά προσωπική μου άποψη» ενώ επίσης συχνά παραπέμπει σε (έγκυρα) συγγράμματα.

Να δούμε και μια φωτογραφία.

lluze

Στη λεζάντα μαθαίνουμε πως τα πρόβατα που ξεδιψάνε «γύρω από τη μικρή λούτσα» είναι από «το κοπάδι του Γιάννη Θ. Ζιάγκα στην  Κρανιά Ελασσόνας, Οκτώβριος 2018». Να πω εδώ πως ένα από τα στοιχεία του βιβλίου που μου άρεσαν περισσότερο είναι πως ο Καρατζένης επίμονα σημειώνει σε ποιους τσελιγκάδες ανήκουν τα ζώα που εικονίζονται στις φωτογραφίες ή ποιοι είναι  οι εικονιζόμενοι βοσκοί.

Στο λήμμα λούτσα του λεξικού βρίσκουμε την εξήγηση «Φυσικό ή τεχνητό κοίλωμα στο έδαφος από το οποίο πίνουν τα ζώα νερό». Προσθέτει ο συγγραφέας: Περί τα τέλη του 1980 γενικεύτηκε η πρακτική να φτιάχνουν οι κοινότητες και οι δήμοι λούτσες σε πολλά σημεία της υπαίθρου χώρας, οι οποίες ονομάζονται ομβροδεξαμενές. Στην ετυμολογία ο συγγραφέας δίνει ως πιθανή  προέλευση από τη μετοχή λούουσα του λούω που θα έγινε λούσα, κατά το κλώσσουσα -> κλώσα, αλλά αναφέρει και το αλβανικό lutse (lluze πρέπει να γράφεται) που είναι και η  ετυμολογία που δίνει το λεξικό Μπαμπινιώτη.

Σωστά επισημαίνει,  με καμάρι, στον πρόλογό του ο Καρατζένης ότι, ενώ υπάρχουν αρκετά λεξικά για τη ντοπιολαλιά περιοχών της Ηπείρου, δεν έχει γραφτεί άλλο έργο σαν το δικό του για το ειδικό λεξιλόγιο των  ποιμένων. Δίνει, όπως λέει, 91 διαφορετικές λέξεις για  ονομασίες προβάτων, 69 για κατσίκες και 70 για τζομπανόσκυλα (με τζ το γράφει).

Τα ονόματα των τσοπανόσκυλων (σελ. 326) μπορεί να  παραπέμπουν σε ήρωες της ιστορίας (Λεωνίδας) ή σε ληστές (Νταβέλης, Ρέντζιος, Λιάπης), κυρίως όμως αναφέρονται στα σωματικά τους χαρακτηριστικά: Κοκκίνης, Γκεσούλης, Καλέσης, Λιάρος, Παρδάλης (πιο κάτω εξηγώ όσες λέξεις χρειάζονται).

Σταχυολογώ αλφαβητικά 20 λέξεις από το βιβλίο.

  1. αβγάτα: αύξηση του κοπαδιού με καινούργιες γέννες. Από το ρήμα αβγατίζω, που σωστά το ετυμολογεί ο συγγραφέας από το αρχαίο εκβαίνω.
  2. απερδίκλωτο: το μουλάρι που δεν έχει δεμένα τα μπροστινά του πόδια με μικρή τριχιά (περδουκλάρι). Σημειώνει: Οι νομάδες στους σταθμούς της διαβατάρικης πορείας τους τις  νύχτες περδίκλωναν τα άλογα και τα μουλάρια για να μην απομακρύνονται αλλά να βόσκουν  ημιελεύθερα, αποφεύγοντας έτσι να τα δέσουν σε ένα σημείο. Ο Καρατζένης θυμίζει το ομηρικό «αμφί δε ποσί πέδας έβαλεν» (Ν36) και ετυμολογεί το περδικλώνω από τα αρχαία πέδη + κλώθω (απίθανο, λέω εγώ) ή από το λατ. pediculus.
  3. βάκρο: πρόβατο με άσπρο μαλλί,  μαύρο πρόσωπο και μαύρα πόδια. Από τα αλβανικά.
  4. βεργωμένα: τα μαστάρια της προβατίνας  ή της κατσίκας, όταν από το πολύ γάλα έχουν  γίνει σκληρά και αλύγιστα, σαν τη σιδερένια βέργα. «Οι αρμεχτάδες θα τα ελαφρώσουν σιγά-σιγά».
  5. γδούρι: το εντελώς γυμνό μέρος, το αποψιλωμένο. Τα πράτα πόριξαν στου λβάδ ήταν πουλλά, τουν έκαμαν τουν τόπου γδουρ, δεν πρόκειτι να ξαναφτρώσ χουρτάρ. Ο συγγρ. ετυμολογεί από το εκδύω (εξ ου και το γδύνω) αλλά ο Κριαράς στο Μεσαιωνικό λεξικό του προτιμά το αρχ. εκδόριον.
  6. γκέσα: Γίδα με μαύρη ράχη, μαύρα πλευρά, άσπρη κοιλιά και άσπρες γραμμές στο πρόσωπο. Στα μεγάλα κοπάδια βρίσκεις πολλές παραλλαγές όπως ασπρόγκεσα (μαύρο κορμί, άσπρα πόδια και πρόσωπο), καπνόγκεσα (μαύρο κορμί, φαιό πρόσωπο) και γκεσοκάνουτα (γκρίζο κορμί – κανούτο). Μάλλον από αρωμουν. ghesa ή αλβανικό giosa. Και γκέσα μούλα θηλυκό μουλάρι μαύρο ή καστανό με άσπρες γραμμές στο πρόσωπο, όπως και γκέσο τζομπανόσκυλο, σκυλί μαύρο  με φαιόχρωμη κοιλιά και άσπρες γραμμές στο πρόσωπο. Κατά τους νομάδες, τα γκέσα τζομπανόσκυλα βγαίνουν πολύ ζαβά, δηλ. άγρια, ανυποχώρητα. Και Γκεσούλης, όνομα τσοπανόσκυλου.
  7. διγόνια: Τα αρνιά που γεννιούνται  όψιμα. Οι νομάδες ονομάζουν διγόνια τα αρνιά που γεννιούνται στον δεύτερο γέννο των προβάτων (Φεβρ-Μάρτιο) ενώ όσα γεννιούνται στον πρώτο γέννο (Νοε-Δεκέμβριο) τα ονομάζουν  πρώιμα. Αλλά και διγονίζει ένα λιβάδι, όταν  βγάζει χορτάρι δυο φορές την ίδια χρονιά -όταν έχει βοσκηθεί τον  Μάιο, μετά μένει αβόσκητο και ξαναβγάζει χόρτο με τις πρώτες βροχές.
  8. είνορο ή εινόρτο: το όνειρο. Κμήθκα πουλύ βαριά απόψι κι ήγλιπα κάτ παλιουεινόρτα, ούλου μι πιθαμένς είχα να  κάμου. Βάζω τη λέξη προς τιμήν του Γιώργου Κοτζιούλα, που έχει αυτόν  τον τίτλο σε ένα συγκλονιστικό ποίημά του.
  9. ζυγούρι: Πρόβατο ηλικίας 8 μηνών έως 2 ετών. Μετά τα δυο χρόνια ονομάζεται μηλιώρι – μηλιώρα. Λέγεται έτσι επειδή όταν  γίνει 2 χρονών έχει ζυγά τα χρόνια του, αλλά το «δίπλωμα» των χρόνων θεωρείται πως αρχίζει από τους οχτώ μήνες, όταν εγκαταλείπει το στάδιο του αρνιού. Ζυγουριάρης ο τζιομπάνος που φυλάει τα ζυγούρια, που έπρεπε να είναι ήρεμος άνθρωπος, να μην είναι  απότομος, να  έχει υπομονή και πείρα και γι’ αυτό διάλεγαν άντρες από πενήντα χρονών και πάνω.
  10. θελί: ή θιλί, κομμάτι πίτας ή ψωμιού. Πιθ. από λατ. offella > μεσν. οφέλλα, οφέλλιον >φελί, με τροπή του φ σε θ, όπως αντίστροφα θηκάρι -> φηκάρι, θηλιάζω -> φηλιάζω.
  11. καλέσης: τζομπανόσκυλο λευκού χρώματος στο κορμί με μαύρα σημάδια στο πρόσωπο και στα πόδια. Ο συγγρ. το παράγει  πιθανώς από το κάλλιστος, που το θεωρώ απίθανο. Και κάλλισια πρόβατα (κάλισια θα το έγραφα εγώ), αυτά που έχουν άσπρο μαλλί με μαύρες βούλες στο πρόσωπο, ίσως και στα αυτιά και τα πόδια.
  12. καλόγρια: η προβατίνα που δεν γέννησε  ποτέ, δεν ήρθε σε συνουσία με αρσενικό, γιατί δεν είχε ορμές («δεν της ήρθε ζήτηση ποτέ»). Τις καλόγριες και τις μαρμάρες (στείρες) προβατίνες οι ποιμένες τις άφηναν  έως την  ηλικία των  3-4 ετών, γιατί ήταν  γερές, τους κρεμούσαν κουδούνια, τις στόλιζαν με φούντες για να ομορφαίνουν το κοπάδι. Συνήθως τις έσφαζαν στον  κούρο των  προβάτων, γιατί ήταν παχιές και, ως ολόστερφες επί χρόνια, είχαν άριστης ποιότητας κρέας.
  13. κρυφόσκυλο: Το σκυλί που επιτίθεται ύπουλα χωρίς να γαβγίζει, οπότε είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο γιατί σε βρίσκει απροετοίμαστον.
  14. λάια προβατίνα: μαύρου χρώματος. Ωστόσο οι νομάδες ξεχωρίζουν εφτά κατηγορίες στα λάια πρόβατα, ανάλογα με τα δευτερεύοντα χρώματα που έχουν. Θεωρούνται πιο ανθεκτικά στις κακουχίες και πιο αποδοτικά. (Αλλού λάγιο πρόβατο, όπως και το λαγιαρνί του τραγουδιού).
  15. λιάρος: Τράγος ή τζομπανόσκυλο με παρδαλό χρώμα.
  16. λούτσα: νερόλακκος, βλ. πιο πάνω στο άρθρο.
  17. μότσιος: ο μικρής ηλικίας βοηθός, ο παραγιός. Πιθανώς ομόρριζο με το «μούτσος» των  καραβιών. Μεταφορικά, ο κουτός, ο ανίδεος, ο αμαθής. Παροιμία στα Τζουμέρκα: Θέλει κι ο  μότσιος  καφέ να  πάει κοντά στα γίδια. Επειδή καφέ έδιναν μόνο σε όσους πρόσφεραν σημαντικό έργο στη στάνη, ενώ τα γίδια τα θεωρούσαν υποδεέστερα των  προβάτων  και σε αυτά έστελναν  τον οποιονδήποτε. Αντίθετα, για τα γαλάρια, τα ζυγούρια και τα μηλιόρια διάλεγαν τζομπαναραίους έμπειρους, καλότροπους και γνωστικούς.
  18. μπαρβάρια: τα μικρόσωμα και αδύνατα πρόβατα, αλλά γενικότερα είναι απαξιωτικός όρος του τσοπάνη προς τα δικά του πρόβατα όταν τον  εκνευρίζουν. Ο συγγρ. θυμάται τον πατέρα του να λέει συχνά φράσεις όπως «Τήρα ορέ τα μπαρβάρια του κιαρατά δε βάζουν κεφάλι καταή, μας έβγαλαν την παναγία με το πέρα-δώθε». Εικάζει προέλευση από το βάρβαρος, όχι απίθανο.
  19. μπούχαβη προβατίνα: η νωθρή, που έχασε τη ζωντάνια της. Μεταφορικά, ο αποβλακωμένος. Ίσως συνδέεται με το χάβος, χαβώνομαι: μένω άναυδος,μ, μαγεύομαι, χάνω τις δυνάμεις μου.
  20. μπρέσκα. ή μπζιάκα, μεγάλος βάτραχος της ξηράς. Οι νομάδες λένε  πως όταν η μπρέσκα βυζάξει γίδα ή προβατίνα το ζώο παθαίνει μασταρά και μειώνεται το γάλα του. Μεταφορικά,  άνθρωπος με μεγάλη κοιλιά, μπρεσκοκοίλης.

Σταματάω εδώ αν και έφτασα μόνο  μέχρι το γράμμα Μ. Έπρεπε ίσως  να το σχεδιάσω καλύτερα, μα δεν πειράζει.

Να παραθέσω όμως ένα απόσπασμα από το εκτενές κείμενο που συνοδεύει τη φωτογραφία ενός τσοπάνη (του Αλέκου Μπαταγιάννη) που καπνίζει. Ο Καρατζένης σημειώνει ότι οι νομάδες ήταν  φανατικοί καπνιστές γιατί το στριφτό τούς κρατούσε συντροφιά στη  μοναξιά του κοπαδιού, είχε όμως  και κοινωνική διάσταση αφού έδινε αφορμές συνομιλίας με τον περαστικό, τον αγροφύλακα, τον χασάπη, τον άλλο ποιμένα. Και θυμάται: Στις 17 Μαΐου 1963 το απόγευμα, ο αδερφός μου Σπύρος κι εγώ κατά την εαρινή διαβατάρικη πορεία του κοπαδιού στην  Κατούνα Ξηρόμερου αφήσαμε σκοπίμως ελεύθερα (αζάτ) τα 387 πρόβατά μας ν’ απλωθούν απ’ άκρη σ’ άκρη σε μια λάκκα 80-100 στρεμμάτων για να  βοσκήσουν. Αίφνης βλέπουμε να καταφθάνουν με σφυρίγματα και βλασφημίες  οργισμένοι τέσσερις ντόπιοι κτηνοτρόφοι με τις κλίτσες υψωμένες για να μας ξυλοκοπήσουν (αιτιολογημένα βέβαια). Τη στιγμή εκείνη κατέφθανε με το ποιμενικό καραβάνι της οικογένειας ο πατέρας, ο οποίος χειρίστηκε όμορφα την  κατάσταση. Έβγαλε από την  τσέπη του την καπνοσάκουλα και την έδωσε στον έναν εκ των τεσσάρων  λέγοντας: «στρίψτε από ένα καπνό βαρύ» από ποτιστικό χωράφι του Μαχαλά (Φυτειών) και δώστε μου τη δική σας «να πιω μια τσιγάρα» από τον αρωματικό καπνό της Κατούνας, δε χρειάζεται να σκοτωθούμε μεταξύ μας. Τα παιδιά είναι παιδιά, έκαμαν ένα λάθος, δε σκέφτηκαν πως το λιβάδι το χρειάζονται τα δικά σας πρόβατα, εμείς διαβαταραίοι είμαστε, πρέπει  όμως κι εμείς  να ζήσουμε.., Τα πνεύματα γαλήνεψαν, άναψαν και κάπνισαν λαθραίο και οι πέντε, το επεισόδιο έληξε ειρηνικά και αναίμακτα χάριν του καπνού και της ευστροφίας του πατέρα μου. Αιωνία του η μνήμη!

Και κλείνω  με μιαν  ακόμα φωτογραφία από το βιβλίο.  Όπως σημειώνει ο Καρατζένης, εικονίζεται ο γεροτσέλιγκας Γιώργος Χάιδος (1929-2010) από τα Θεοδώριανα, στη λατρεμένη του Κωστηλάτα τον Ιούλιο 1992. Σε πρόσφατο άρθρο με ποιήματα του Κοτζιούλα είχαμε αναφερθεί στα/στην Κωστηλάτα/Κουστελάτα.

geros

«Φύλαξε κοπάδια και κοπάδια, φόρτωσε-ξεφόρτωσε μουλάρια, έστησε κονάκια, μα πάλι δεν τα χόρτασε τα πρόβατα και τα βουνά ο Γιώργος Χάιδος από τα Θεοδώριανα. Όταν πέρασαν τα χρόνια του, αυτά ήταν τα λόγια που είπε στον γιο του τον Γιάννη: διαβήκανε οι μέρες μου και πήρε να νυχτώνει, μα ο καημός για πρόβατα και για βουνά δεν σβήνει, κι αλήθεια θα’θελα πολύ σαν έρθει η μαύρη ώρα, στο κοπάδι μέσα να με βρει, ψηλά στην  Κωστηλάτα

Τέτοιες ιστορίες έχει  πολλές το βιβλίο του Καρατζένη, κι αυτά είναι αξετίμητοι θησαυροί. Τις ετυμολογίες των  λέξεων  μπορεί κανείς να τις βρει και αλλού, τούτα όμως όχι. Ένα πολύτιμο βιβλίο.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *