cf84ceb1 ceb2cf81ceaecebaceb1cebcceb5 cf83cebacebfcf8dcf81ceb1

oscuroΠαρά τη γελοιογραφία του Δερμεντζόγλου, ο τίτλος του άρθρου δεν  αποτελεί πολιτικό σχόλιο ή υπαινιγμό. Δεν πολιτικολογώ, χρέη εξοφλώ. Αν θυμάστε, την περασμένη βδομάδα είχαμε άρθρο για τη «σκουρόχρωμη Ευρώπη» που την απεύχεται η ανεκδιήγητη κ. Διαμαντοπούλου, και εκεί ανέφερα προς το τέλος ότι «Είχα πράγματι σκοπό να λεξιλογήσω για τη λέξη «σκούρος», και είχα κάμποσα να γράψω, αλλά παρασύρθηκα και μακρηγόρησα, οπότε το αναβάλλω για μιαν άλλη φορά, διότι η λέξη πράγματι έχει ενδιαφέρον και ετυμολογικό και φρασεολογικό.» Μια φίλη στο Φέισμπουκ με παρότρυνε να γράψω το άρθρο, οπότε αποφάσισα να μην καθυστερήσω την εξόφληση του χρέους, μην αρχίσουν και τρέχουν τα τοκοχρεολύσια.

Σκούρος λοιπόν, είναι σύμφωνα με τα λεξικά αυτός που έχει σκοτεινό χρώμα ή, σε μια χρωματική διαβάθμιση, οι σκοτεινότερες αποχρώσεις πχ κόκκινο σκούρο, μπλε σκούρο.

Η λέξη δεν έχει καμιά ετυμολογική σχέση με τη σκουριά, παρά την σχεδόν ομοηχία. Η σκουριά προέρχεται  από το αρχαίο σκωρία, μεσαιωνικό σκουρία, που ανάγεται στο δυσώνυμο και δύσοσμο «σκωρ» στο οποίο  έχουμε αφιερώσει  άρθρο πριν από μερικούς μήνες.

Η σκουριά μπορεί να είναι σκούρα, αλλά η λέξη «σκούρος» είναι δάνειο, από το ιταλικό oscuro («σκοτεινός»), ενδεχομένως μέσω διαλεκτικού τύπου scuro ή με  επανανάλυση  (l’oscuro –> lo scuro). Η  ιταλική λέξη, πάλι, προέρχεται από το λατινικό obscurus «σκοτεινός, σκιερός». Η λατινική λέξη έχει περάσει στις  νεότερες γλώσσες, με λόγιο δανεισμό, κι έτσι στα αγγλικά obscure είναι ο σκοτεινός, είναι και ο δυσνόητος, είναι καμιά φορά και ο άγνωστος ή άσημος (πχ. an obscure poet). Και βέβαια obscurantism είναι ο σκοταδισμός.

Μια ακόμα εμφάνιση της  ιταλικής λέξης είναι  ο διεθνής  όρος της ζωγραφικής chiaroscuro, κιαροσκούρο ελληνιστί, τρόπος ζωγραφικής που βασίζεται στην αξιοποίηση της αντίθεσης φωτός και σκιάς για την απόδοση όγκου στα εικονιζόμενα αντικείμενα, φωτοσκίαση  που λέμε.

Επίσης, τον καιρό που υπήρχε το κραταιό Κομμουνιστικό Κόμμα  Ιταλίας, τα γραφεία του βρίσκονταν στην οδό Via delle Botteghe Oscure, που την είπαν έτσι επειδή είχε τον Μεσαίωνα μαγαζιά χωρίς παράθυρα.

Πότε μπήκε στα ελληνικά η λέξη  «σκούρος». Τόσο το ετυμολογικό λεξικό του Μπαμπινιώτη, όσο και ο Πετρούνιας στο ΛΚΝ αναφέρουν ασαφώς «μεσν. σκούρος», αλλά στο μεσαιωνικό λεξικό του Κριαρά δεν υπάρχει λήμμα «σκούρος». Το πιο περίεργο είναι ότι ο Σομαβέρας, στα λεξικά του (Tesoro della lingua greca volgare…) επίσης δεν έχει λήμμα «σκούρος»,  ενώ,  στο ιταλοελληνικό λεξικό του, αποδίδει το ιταλ. oscuro ως «σκοτεινός, θαμπός» και,  parlando del colore, προκειμένου για χρώματα, «βαθύς».  (Μπλε βαθύ, σχεδόν  μαύρο που λέει και ο Βαλτινός).

(Ο Κριαράς έχει λήμμα «το σκούρος», το δύσβατο μέρος, που όμως προέρχεται από το αρχ. σκύρος, άσχετο δηλαδή).

Ωστόσο, βρίσκουμε κάποια ίχνη, ας πούμε στον ψευδο-Ιπποκράτη, κείμενο άγνωστης χρονολογίας αλλά σαφώς μεσαιωνικό αν  κρίνουμε από τη γλώσσα, ένας πολύτιμος λίθος περιγράφεται «είναι κόκκινη και σκούρα, εις το κλόρε ωσάν το ζαφείριν» (κολόρε να είναι το κλόρε; ) Επίσης, στην  «Ερμηνεία ζωγραφικής τέχνης» του μοναχού Διονυσίου εκ Φουρνά (17-18ος αι.) υπάρχει  ο όρος «σκουρανοίγοντας». Υπάρχει επίσης και το επώνυμο Σκούρας, τουλάχιστον από τον 15ο αιώνα (στον Χαλκοκονδύλη) -άρα η λέξη υπήρχε.

Παρεμπιπτόντως, το επώνυμο Σκούρας έγινε διάσημο διεθνώς από τον κινηματογραφικό παραγωγό Σπύρο Σκούρα (1893-1971) που γεννήθηκε στο Σκουροχώρι Ηλείας αλλά μετανάστευσε πολύ νέος στην  Αμερική όπου έγινε μεγάλος και τρανός (παρόλο που διατήρησε ελληνοπρεπή προφορά στα αγγλικά, με αποτέλεσμα ο Μπομπ Χόουπ να πει ότι «ο Σπύρος είναι 20 χρόνια στην Αμερική αλλά μιλάει αγγλικά σαν να έρχεται την επόμενη βδομάδα»). Ωστόσο, εγώ σκέφτομαι πρώτα τον δάσκαλό μου Γιάννη Σκούρα, που τον είχαμε στις τρεις τελευταίες τάξεις του δημοτικού.

Το επίθετο ‘σκούρος΄ έχει και φρασεολογική παρουσία, καταρχάς στη  φράση του τίτλου, «τα βρίσκω  σκούρα», δηλ. συναντώ δυσκολίες, δεν έχω την αναμενόμενη αντιμετώπιση». Η φράση συχνά στον αόριστο. Τη χρησιμοποιεί και ο Παπαδιαμάντης, πχ στην  Αποσώστρα,  «τα ηύρε σκούρα». Ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί επίσης (π.χ. στον Πανταρώτα) την παραλλαγή «τα έφερε σκούρα».

Συνώνυμες εκφράσεις  με την «τα βρίσκω σκούρα» είναι : τα βρίσκω μπαστούνια, ζόρικα, δύσκολα, παλούκια.

Επίσης, στη φράση του σκίτσου, «Σκούρα τα πράγματα», δηλ. δύσκολη η κατάσταση. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και ρήμα,  «Σκουραίνουν τα πράγματα» δηλ. δυσκολεύει η κατάσταση.

Και με συναφείς σημασίες, «τα βλέπω σκούρα» δηλ. θεωρώ ότι θα προκύψουν δυσχέρειες, ή «κατάλαβα τα σκούρα» / «είδα τα σκούρα» αντιλαμβάνομαι τη δυσκολία της κατάστασης.

Και το ρήμα  «σκουραίνω», μεταφορικά, δηλώνει την  επιδείνωση π.χ. Σκουραίνει το πολιτικό σκηνικό…

Το επίθετο εμφανίζεται όμως και σε ουσιαστικοποιημένη μορφή, τα σκουρα.

Τα σκούρα βέβαια είναι τα χρωματιστά ρούχα, όταν  τα βάζουμε (ή, δεν τα βάζουμε, επειδή είναι σκούρα) στο πλυντήριο.

Σκούρα επίσης λέγονται, σε κάπως παλιωμένη χρήση, τα παραθυρόφυλλα από συμπαγές ξύλο και κατ’ επέκταση τα παντζούρια κάθε είδους. Για να δείξω τα χρόνια μου, θα βάλω και το τραγούδι «Στο Κερατσίνι», του Γιάννη  Γλέζου και του Λευτέρη Παπαδόπουλου, με τον Γιάννη Πουλόπουλο, όπου υπάρχει και ο στίχος: Στο Κερατσίνι νύχτωσε και έκλεισαν τα σκούρα.

Αλλά για να κρύψω λίγο τα χρόνια μου, θα κλείσω το άρθρο με  ένα άλλο τραγούδι, που έχει τίτλο ίδιο με τη φράση του σκίτσου: Σκούρα τα πράγματα (Γιάννης Σπανός-Λίνα Νικολακοπούλου), με την Ελένη Δήμου.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *