cf84cebf cf80ceb9cebf cf89cf81ceb1ceafcebf cf84cebfcf80ceafcebf cf84cebfcf85 ceb4ceb9cebfcebdcf8dcf83ceb7 cf83cf84ceb5cf81ceb3

Η ποιητική συλλογή του Διονύση Στεργιούλα, «Το πιο ωραίο τοπίο», (Νησίδες 2023), εστιάζει στο υπαρξιακό, στον χρόνο που περνά, στη σχετικότητα της ανθρώπινης γνώσης και αντίληψης. Ποίηση εσωτερική και στοχαστική, αποτυπώνεται με καθηλωτική απλότητα στον λόγο. Προτείνει μια επανάσταση προσωπική, την ανάγκη για επιστροφή στην απλότητα και την αθωότητα, τον ανθρωπισμό.

Για το ποιητικό υποκείμενο οι όροι «Αρχαιότητα», «Μεσαίωνας», «Νέα Εποχή», είναι απολύτως σχετικοί. Αντιμετωπίζονται πάντα με την οπτική του παρόντος, όμως τα πάντα αλλάζουν και εμείς δεν είναι εύκολο να δούμε τα γεγονότα έξω από τον ορισμένο χρόνο. Ο κύκλος της ζωής είναι αναπόφευκτος, αλλά η γνωστική και αντιληπτική ικανότητα του ανθρώπου πεπερασμένη.

[…] Τα φύλλα πέφτουνε στη γη/ το δέντρο τρέφεται απ’ τη γη/ και είναι πάντοτε το ίδιο φύλλο/ και είναι πάντοτε το ίδιο δέντρο./ Και οι νεκρές ιδέες ξαναζούν/ στις τωρινές, νέες ιδέες σου/ και σε όλα εκείνα που ακόμη/ δεν έχεις μέχρι σήμερα σκεφτεί./ Και είναι πάντοτε κρυμμένη/ μέσα στο πλήθος των συλλογισμών/ η ίδια ιδέα μεταμορφωμένη. (ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΡΧΑΙΟΥ ΠΟΙΗΤΗ, σελ. 17)

[…] Μιλάμε για τη βροχή./ Αλλά ποιος ξέρει να μου πει/ τι πράγμα είναι η βροχή;/ Είναι το βρεγμένο χαρτί στο μπαλκόνι/ οι σταγόνες πάνω στο τζάμι/ το ρυάκι στην άκρη του δρόμου;/ Είναι τα στάχυα που μεγαλώνουν/ τα υπόγεια ύδατα και τα υδραγωγεία/ η μουσική πάνω στη στέγη; (ΜΙΛΑΜΕ ΓΙΑ ΤΗ ΒΡΟΧΗ, σελ. 18)

Χρησιμοποιώντας μια ποικιλία ύφους, όπως το άμεσο, ζωντανό και παραστατικό, που προσδίδει το πρώτο ενικό πρόσωπο της εξομολόγησης και της υποκειμενικότητας, (πρόσωπο που προκαλεί συγκινησιακή φόρτιση, καθώς ο δέκτης αισθάνεται ότι βιώνει όσα και ο πομπός): Αντί να ταξιδεύω στη γαλάζια θάλασσα/ ταξίδευα πάνω στη λέξη «θάλασσα» […] (ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΥΒΑΡΙ, σελ. 13), το προτρεπτικό ή παραινετικό του δευτέρου ενικού και πληθυντικού προσώπου, (προσώπου του διαλόγου με τον εαυτό ή με τον άλλο): […] Δοκίμασέ το και θα δεις, όλα θ’ αλλάξουν/ όλα θα σου φαίνονται πρωτόγνωρα […] (ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΣΑΙ, σελ. 12), το οικείο και συμμετοχικό του πρώτου πληθυντικού, (προσώπου της καθολικότητας): Αυτό που λέμε σήμερα Μεσαίωνα/ εκείνοι νέα εποχή το έλεγαν/ και αυτό που λέμε νέα εποχή/ εκείνοι θα το λένε κάποτε Μεσαίωνα […] (ΣΑΝ ΕΙΔΩΛΟ, σελ. 10), το αντικειμενικό, ουδέτερο και αποστασιοποιημένο του τρίτου ενικού και πληθυντικού προσώπου: Έγραφε με έναν ασυνήθιστο τρόπο./ Οι αναγνώστες αρχικά παραξενεύονταν/ αλλά γρήγορα όλα άλλαζαν […] (ΙΑΜΒΙΚΟ ΜΕΤΡΟ, σελ. 25), ο Διονύσης Στεργιούλας μιλά για την ανάγκη ενός ονείρου, μιας ελευθερίας που θα άρει πάνω από τον κομφορμισμό τον άνθρωπο, που θα νικήσει την αλλοτρίωση.

Ένας ελεύθερος άνθρωπος επαναστάτησε/ (δεν του έλειπε τίποτα κι όμως επαναστάτησε)/ αποφάσισε να υιοθετήσει τη λύπη/ αποφάσισε να δει όσα δεν έβλεπε/ και να θυμηθεί την παιδική του ηλικία.// Ένας ελεύθερος άνθρωπος επαναστάτησε/ χωρίς κανείς να ξέρει τον λόγο/ χωρίς κανείς να ξέρει αν υπήρχε λόγος.// Γύρω του οι άλλοι ελεύθεροι άνθρωποι/ τον κοιτούσαν με βλέμμα απορημένο/ κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει/ τι τον έκανε να επαναστατήσει. (EΝΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, σελ. 15)

Τα ποιήματα του Διονύση Στεργιούλα εκφράζουν την αγωνία της ύπαρξης για τον χρόνο. Μέσα από σκηνές της πόλης ή της φύσης αποτυπώνουν ελλείψεις και συναισθήματα ανεκπλήρωτα, αλλά και έναν αυτοσαρκασμό, μια αυτοαναφορικότητα. Ορισμένα γράφονται με τη μυθική μέθοδο του Καβάφη. Σχολιάζουν ζητήματα φιλοσοφικά, όπως το εφήμερο των καταστάσεων, αλλά και κοινωνικά, την επιτυχία του μαραθωνοδρόμου Σπύρου Λούη, την απληστία, τη χρηματολαγνεία, την «προσφορά» των εχθρών, τη διχόνοια των Ελλήνων.

Χαμηλόφωνη η ποίηση του Διονύση Στεργιούλα, με τόνους αβρούς, εικονοποιία, παρηχήσεις, ερωτήματα, καβαφικές και μπρεχτικές καταβολές, εκπέμπει μία μελαγχολία, ένα βάθος υπαρξιακό και κοινωνικό. Το πιο ωραίο τοπίο είναι τελικά για τον ποιητή η απλότητα, η αυθεντικότητα, το απέριττο: […] Και αν η περιπλάνηση σε οδηγήσει/ σ’ ένα τοπίο απέριττο και απλό/ θεώρησέ το το πιο ωραίο δώρο/ και μη γυρίσεις να κοιτάξεις πίσω σου. (ΕΚΡΥΒΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ, σελ. 26).

Είναι το να αμφισβητείς, να διερωτάσαι, να ψάχνεις απάντηση στο αίνιγμα: […] Μα τώρα ανοίγεται μπροστά μου/ ένα τοπίο δυσανάγνωστο/ με σύννεφα που φέρνουν τη λιακάδα/ με δέντρα που κινούνται και πετούν/ και με πουλιά που μένουν ριζωμένα./ Ένα τοπίο με αδιευκρίνιστες προθέσεις/ γεμάτο με ξερά κλαδιά πάνω στο χιόνι/ που μοιάζουνε με άγνωστο αλφάβητο./ Ψάχνω στο αίνιγμα ένα άνοιγμα/ για να μπορέσω να σε συναντήσω./ (ΤΟΠΙΟ ΔΥΣΑΝΑΓΝΩΣΤΟ, σελ. 27).

Είναι το να απλώνεις το χέρι σου στον «Άλλο μετέωρο άνθρωπο», προκειμένου να τον συναντήσεις, γιατί το μέλλον είναι άδηλο/ το ‘χουνε γράψει οι αρχαίοι ποιητές/ το μέλλον είναι πάντα άδηλο/ ούτε η συνέχεια δεν γνωρίζει τη συνέχεια/ και το γνωρίζουν μέχρι και οι θεοί/ ότι το πότε είναι αστάθμητος παράγοντας/ ακόμη κι αν το πώς είναι ήδη ορατό. (ΚΑΤΙ ΕΛΕΙΠΕ, σελ. 41)

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Mikheil Bibileishvili. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

στεργιούλας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *