cebfceb9 ceb2cebfcebcceb2ceb1cf81ceb4ceb9cf83cebccebfceaf cebaceb1ceb9 cf84cebf ceb7ceb8ceb9cebacf8c rutger bregman

antrΘα παρουσιάσω σήμερα τον Πρόλογο από το βιβλίο «Ανθρωπότητα» του Ολλανδού ιστορικού Ρούτγκερ Μπρέγκμαν (ή όπως αλλιώς προφέρεται), που κυκλοφόρησε το 2020 από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος σε μετάφραση του Μιχάλη Μακρόπουλου. 

Ναι, δεν  είναι λογοτέχνημα, όπως έχουμε καθιερώσει τις Κυριακές, είναι όμως ανάγνωσμα -και είναι και επίκαιρο καθώς συνεχίζονται οι βομβαρδισμοί στη  Γάζα. Είχα σκεφτεί να  το παρουσιάσω ήδη πέρυσι, με αφορμή άλλους βομβαρδισμούς τότε, ρωσικούς στην Ουκρανία, αλλά κάτι έτυχε και το ανάβαλα. 

Η Ανθρωπότητα είναι ένα εκτενές δοκίμιο που ξεκινάει από την  αφετηριακή θέση πως ο άνθρωπος δεν είναι εγωιστής και ιδιοτελής,  αλλά καλός. Ο  πρόλογος του βιβλίου, που θα τον παραθέσω στη συνέχεια, εξετάζει ειδικότερα το αν οι ισοπεδωτικοί, φονικοί  βομβαρδισμοί καταφέρνουν  να καταρρακώσουν την ψυχολογική κατάσταση  του άμαχου πληθυσμού -με παραδείγματα από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Μεταφέρω το κείμενο,  με εξαίρεση  τις υποσημειώσεις,  που είναι στο τέλος του βιβλίου κι έτσι  δεν  βολεύουν.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Στις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Βρετανική Στρατιωτική Διοίκηση βρισκόταν αντιμέτωπη με μια υπαρξιακή απειλή. Το Λονδίνο διέτρεχε σοβαρό κίνδυνο. Η πόλη, σύμφωνα με τον Ουίνστον Τσώρτσιλ, αποτελούσε «τον μεγα­λύτερο στόχο στον κόσμο, μια τεράστια παχιά αγελάδα, μια παχιά πολύτιμη αγε­λάδα, δεμένη ώστε να τραβά τα αρπακτικά θηρία».

Το αρπακτικό θηρίο φυσικά ήταν ο Αδόλφος Χίτλερ και η πολεμική του μηχανή. Αν ο βρετανικός πληθυσμός έχανε το ηθικό του υπό τον τρόμο των βομ­βαρδιστικών, αυτό θα σήμαινε το τέλος του έθνους. «Η κυκλοφορία θα πάψει, οι άστεγοι θα ουρλιάζουν ζητώντας βοήθεια, στην πόλη θα επικρατεί πανδαιμόνιο», φοβόταν ένας Βρετανός στρατηγός. Εκατομμύρια πολίτες δεν θα άντεχαν την πίεση κι ο στρατός δεν θα μπορούσε καν να πολεμήσει, απασχολημένος καθώς θα ήταν με τις υστερικές μάζες. Ο Τσώρτσιλ πρόβλεψε ότι τουλάχιστον 3 με 4.000.000 Λονδρέζοι θα τρέπονταν σε φυγή από την πόλη.

Όποιος ήθελε να διαβάσει για όλα τα κακά που θα ξεσπούσαν, δεν χρειαζό­ταν παρά ένα βιβλίο όλο κι όλο, την Ψυχολογία των μαζών (Μίνωας, 2018), ενός από τους πλέον επιδραστικούς λογΐους της εποχής του, του Γάλλου Γκιστάβ Λε Μπον. Ο Χίτλερ διάβασε το βιβλίο από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Το ίδιο έκαναν κι ο Μουσολίνι, ο Στάλιν, ο Τσώρτσιλ και ο Ρούζβελτ.

Το βιβλίο του Λε Μπον περιγράφει λεπτομερώς πώς αντιδρούν οι άνθρωποι σε μια κρίση. Σχεδόν αυτόματα, γράφει, «ο άνθρωπος κατεβαίνει πολλές βαθμίδες στην κλίμακα του πολιτισμού». Πανικός και βία ξεσπούν, κι εμείς οι άνθρω­ποι αποκαλύπτουμε την αληθινή μας φύση.

Στις 19 Οκτωβρίου του 1939, ο Χίτλερ ενημέρωσε τους στρατηγούς του σχετικά με το γερμανικό σχέδιο επίθεσης. «Η αδυσώπητη χρησιμοποίηση της Λουφτβάφε, που θα πλήξει την καρδιά της βρετανικής θέλησης για αντίσταση», είπε, «μπορεί να ακολουθήσει, και θα ακολουθήσει, την κατάλληλη στιγμή».

Στη Βρετανία, οι πάντες ένιωθαν τη στιγμή να πλησιάζει. Ένα σχέδιο που προτάθηκε την τελευταία στιγμή, για διάνοιξη ενός δικτύου υπόγειων καταφυγίων στο Λονδίνο, απορρίφθηκε καθώς υπήρχε η ανησυχία ότι ο πληθυσμός, έχοντας παραλύσει από φόβο, δεν θα έβγαινε ξανά στην επιφάνεια. Την ύστατη ώρα, με­ρικά ψυχιατρικά νοσοκομεία εκστρατείας στήθηκαν έξω από την πόλη για να φροντίσουν το πρώτο κύμα των θυμάτων.

Και κατόπιν άρχισε.

Στις 7 Σεπτεμβρίου του 1940, 348 γερμανικά βομβαρδιστικά διέσχισαν τη Μάγχη. Η καλοκαιρία είχε βγάλει πολλούς Λονδρέζους από το σπίτι τους, έτσι, όταν ήχησαν οι σειρήνες στις 4:43 μ.μ., όλα τα μάτια στράφηκαν προς τον ουρανό.

Εκείνη η σεπτεμβριάτικη μέρα θα έμενε στην ιστορία ως Μαύρο Σάββατο, κι ό,τι ακολούθησε ως «Blitz» . Τους επόμενους εννέα μήνες, περισσότερες από 80.000 βόμβες θα έπεφταν μόνο στο Λονδίνο. Ολόκληρες γειτονιές αφανίστηκαν.

1.000.000 κτίρια στην πρωτεύουσα έπαθαν ζημιές ή καταστράφηκαν, και περισ­σότεροι από 40.000 άνθρωποι στο Ηνωμένο Βασίλειο έχασαν τη ζωή τους.

Πώς αντέδρασαν λοιπόν οι Βρετανοί; Τι συνέβη όταν η χώρα βομβαρδιζόταν για μήνες ολόκληρους στη σειρά; Έπαθαν οι άνθρωποι υστερία; Συμπεριφέρθηκαν σαν ζώα;

Να ξεκινήσω με τη μαρτυρία από πρώτο χέρι ενός Καναδού ψυχιάτρου.

Τον Οκτώβριο του 1940 ο δρ Τζον Μακέρντι διέσχιζε με το αυτοκίνητό του το νοτιοανατολικό Λονδίνο για να επισκεφθεί μια φτωχογειτονιά που είχε πληγεί ιδιαίτερα σκληρά. Το μόνο που απέμενε ήταν μια «κουρελού» από κρατήρες και ετοιμόρροπα κτίρια. Αν υπήρχε ένα μέρος όπου θα έπρεπε σίγουρα να επικρατεί πανδαιμόνιο, ήταν αυτό.

Τι συνάντησε λοιπόν ο γιατρός, μερικές μόλις στιγμές ύστερα από έναν συ­ναγερμό για αεροπορική επιδρομή; «Αγοράκια συνέχιζαν να παίζουν παντού στα πεζοδρόμια, πελάτες συνέχιζαν να παζαρεύουν, ένας αστυνομικός ρύθμιζε την κυκλοφορία, επιβλητικός και βαριεστημένος, και οι μοτοσικλετιστές αψηφούσαν τον θάνατο και τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Κανένας, απ’ όσο μπορούσα να δω, δεν κοιτούσε καν στον ουρανό.»

Στην πραγματικότητα, αν υπάρχει ένα πράγμα που έχουν κοινό όλες οι περιγραφές του Blitz, είναι η παράξενη ηρεμία που επικράτησε στο Λονδίνο εκείνους τους μήνες. Ένας Αμερικανός δημοσιογράφος που πήρε συνέντευξη από ένα ζεύγος Βρετανών στην κουζίνα τους, επεσήμανε πως έπιναν αργά το τσάι τους, ακόμη κι ενώ τα παράθυρα κροτάλιζαν. Δεν φοβόνταν; ρώτησε ο δημοσιογρά­φος. «Μπα, όχι», ήταν η απάντηση. «Σε τι θα μας ωφελούσε να φοβόμαστε;».

Προφανώς ο Χίτλερ είχε παραλείψει να λογαριάσει ένα πράγμα: την πεμπτουσία του βρετανικού χαρακτήρα. Τη στωικότητα. Το ειρωνικό χιούμορ, όπως εκφραζόταν από μαγαζάτορες οι οποίοι έβαζαν μπροστά στις κατεστραμμένες τους επιχειρήσεις πινακίδες που έλεγαν: «ΠΙΟ ΑΝΟΙΧΤΟ ΑΠΟ ΟΣΟ ΣΥΝΗΘΩΣ» ή από τον ιδιοκτήτη μιας παμπ ο οποίος, στο μέσον της καταστροφής, διαφήμιζε, «ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΤΖΑΜΙΑ ΠΙΑ, ΑΛΛΑ ΕΧΟΥΜΕ ΕΞΑΙΡΕΤΑ ΠΟΤΑ. ΜΠΕΙΤΕ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΑΣΤΕ ΤΑ».

Οι Βρετανοί υπέμειναν τις γερμανικές αεροπορικές επιδρομές όπως θα είχαν υπομείνει την καθυστέρηση ενός τρένου. Ήταν σίγουρα εκνευριστικές, αλλά πό­ντιος υποφερτές σε γενικές γραμμές. Τα δρομολόγια των τρένων, παρεμπιπτό­ντως, εξακολούθησαν επίσης στη διάρκεια του Blitz, και οι τακτικές του Χίτλερ δεν είχαν σχεδόν καμία επίπτωση στην εγχώρια οικονομία. Πιο επιζήμια για τη βρετανική πολεμική μηχανή ήταν η Δευτέρα του Πάσχα τον Απρίλιο του 1941, όταν οι πάντες είχαν ρεπό.

Μέσα σε μερικές εβδομάδες αφότου ξεκίνησαν οι Γερμανοί τους βομβαρδι­σμούς τους, οι ειδήσεις αναγγέλλονταν περίπου όπως ο καιρός: «Έχει πολύ blitz απόψε.»9 Σύμφωνα μ’ έναν Αμερικανό παρατηρητή, «οι Εγγλέζοι πλήττουν πολύ γρηγορότερα απ’ ό,τι κάνουν οτιδήποτε άλλο, και κανένας πλέον δεν προφυλάσσεται ιδιαίτερα».

Όσο για τον ψυχικό όλεθρο; Τι έγινε με τα εκατομμύρια των ψυχικά τραυματισμένων για τους οποίους είχαν προειδοποιήσει οι ειδικοί; Παραδόξως, ήταν άφαντοι. Σίγουρα, υπήρχαν θλίψη και οργή, και τρομερή οδύνη για τα αγαπημένα πρόσωπα που είχαν χαθεί. Όμως οι ψυχιατρικές πτέρυγες παρέμεναν άδειες. Όχι μόνον αυτό, αλλά η δημόσια ψυχική υγεία βελτιώθηκε κιόλας. Ο αλκοολισμός ελαττώθηκε. Υπήρχαν λιγότερες αυτοκτονίες απ’ ό,τι στον καιρό της ειρήνης. Αφού τελείωσε ο πόλεμος, πολλοί Βρετανοί θα νοσταλγούσαν τις ημέρες του Blitz, όταν οι πάντες βοηθούσαν ο ένας τον άλλον και κανένας δεν νοιαζόταν για τις πολιτικές σου πεποιθήσεις ή για το αν ήσουν πλούσιος ή φτωχός.

«Η βρετανική κοινωνία από πολλές απόψεις ενισχύθηκε από το Blitz», έγραψε αργότερα ένας Βρετανός ιστορικός. «Ο Χίτλερ έπεσε από τα σύννεφα.»

Όταν δοκιμάστηκαν, οι θεωρίες που διατύπωσε ο διάσημος ψυχολόγος των μαζών Γκιστάβ Λε Μπον δεν θα μπορούσαν να αστοχήσουν περισσότερο. Η κρίση δεν έβγαλε ό,τι χειρότερο αλλά ό,τι καλύτερο υπήρχε στους ανθρώπους. Μάλιστα, οι Βρετανοί ανέβηκαν μερικές βαθμίδες στην κλίμακα του πολιτισμού. «Το κουράγιο, το χιούμορ και η καλοσύνη των κοινών ανθρώπων», εκμυστηρεύθηκε μια Αμερικανίδα δημοσιογράφος στο ημερολόγιό της, «εξακο­λουθούν να εντυπωσιάζουν κάτω από συνθήκες που από πολλές απόψεις είναι εφιαλτικές».

Αυτός ο αναπάντεχος αντίκτυπος των γερμανικών βομβαρδισμών πυροδότησε στη Βρετανία μια συζήτηση σχετικά με τη στρατηγική. Καθώς η Βασιλική Πολεμική Αεροπορία ετοιμαζόταν να χρησιμοποιήσει τον δικό της στόλο βομβαρδιστικών ενάντια στον εχθρό, το ερώτημα ήταν πώς να το κάνει πιο αποτελεσματικά.

Παραδόξως, παρά τις ενδείξεις, οι στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες της χώρας ενστερνίζονταν ακόμα την ιδέα ότι το ηθικό ενός έθνους μπορούσε να σπάσει. Με βόμβες. Πράγματι, ήταν η συλλογιστική τους, δεν είχε πιάσει στους Βρετανούς, όμως αυτοί ήταν ειδική περίπτωση. Κανένας άλλος λαός στον πλανήτη δεν μπο­ρούσε να συναγωνιστεί τη νηφαλιότητά τους και το σθένος τους. Σίγουρα όχι οι Γερμανοί, των οποίων η θεμελιώδης απουσία «ηθικής δύναμης» σήμαινε ότι δεν «θα άντεχαν ούτε το ένα τέταρτο των βομβαρδισμών» που υπέμειναν οι Βρετανοί.

Μεταξύ εκείνων που επιδοκίμασαν τούτη την άποψη ήταν ο στενός φίλος του Τσώρτσιλ Φρέντερικ Λίντεμαν, γνωστός επίσης ως Λόρδος Τσέργουελ. Μια από τις σπάνιες φωτογραφίες του εικονίζει έναν ψηλό άντρα με μπαστούνι, καπέλο μελόν και ψυχρή έκφραση. Στην έντονη συζήτηση σχετικά με την αεροπορική στρατηγική, ο Λίντεμαν παρέμεινε αμετάπειστος: Οι βομβαρδισμοί έχουν αποτέ­λεσμα. Σαν τον Γκιστάβ Λε Μπον, δεν έβλεπε με καλό μάτι τις μάζες, απορρίπτοντάς τες ως δειλές και επιρρεπείς στον πανικό.

Για να αποδείξει τη θέση του, ο Λίντεμαν έστειλε μια ομάδα ψυχιάτρων στο Μπέρμιγχαμ και το Χαλ, δύο πόλεις όπου οι γερμανικοί βομβαρδισμοί επέφεραν ιδιαίτερα βαρύ κόστος. Μίλησαν με εκατοντάδες άντρες, γυναίκες και παιδιά που είχαν χάσει τα σπίτια τους στο Blitz, ρωτώντας ως και τις πιο μικρές λεπτο­μέρειες -«ακόμη και πόσα ποτήρια είχαν πιει και πόσες ασπιρίνες είχαν αγοράσει απ’ το φαρμακείο».

Η ομάδα έδωσε αναφορά στον Λίντεμαν μερικούς μήνες αργότερα. Το συ­μπέρασμα, τυπωμένο με κεφαλαία γράμματα στην πρώτη σελίδα, ήταν το εξής:

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΜΙΑ ΕΝΔΕΙΞΗ ΠΑ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΗΘΙΚΟΥ.

Τι έκανε λοιπόν ο Φρέντερικ Λίντεμαν με αυτό το αδιαφιλονίκητο πόρισμα; Το αγνόησε. Είχε ήδη αποφασίσει ότι οι στρατηγικοί βομβαρδισμοί ήταν «σίγουρο στοίχημα» και κανένα δεδομένο δεν θα τον μετέπειθε.

Έτσι, στο υπόμνημα που έστειλε στον Τσώρτσιλ είπε κάτι ολωσδιόλου δια­φορετικό:

Φαίνεται πως η έρευνα αποδεικνύει ότι το να σου γκρεμίζεται το σπίτι είναι ολέθριο για το ηθικό. Παρατηρείται ότι πειράζει περισσότερο τους ανθρώ­πους, απ’ ό,τι αν πεθάνουν φίλοι τους ή και συγγενείς τους ακόμα. Στο Χαλ, τα συμπτώματα από την πίεση στον πληθυσμό ήταν εμφανή, αν και μόνο το ένα δέκατο των σπιτιών είχε γκρεμιστεί. Βάσει των παραπάνω αριθμών, μπο­ρούμε να προκαλέσουμε αντίστοιχη ζημιά σε καθεμία από τις 58 κύριες γερμα­νικές πόλεις. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό θα έσπαγε το φρόνημα του γερ­μανικού λαού.

Έτσι έληξε η συζήτηση σχετικά με την αποτελεσματικότητα των βομβαρδισμών. Όλο το επεισόδιο, όπως το περιέγραψε αργότερα ένας ιστορικός, «μύριζε ξεκάθαρα κυνήγι μαγισσών». Ευσυνείδητοι επιστήμονες, που αντιτάχθηκαν στην τα­κτική τού να είναι Γερμανοί πολίτες ο στόχος, αποδοκιμάστηκαν ως δειλοί ή ακόμη και προδότες.

Οι «βομβοχαρείς», στο μεταξύ, πίστευαν πως έπρεπε να καταφέρουν στον εχθρό ένα ακόμη δριμύτερο πλήγμα. Ο Τσώρτσιλ έδωσε το σήμα και μια κόλα­ση ξέσπασε πάνω απ’ τη Γερμανία. Όταν έληξαν τελικά οι βομβαρδισμοί, τα θύματα ήταν δεκαπλάσια απ’ ό,τι μετά το Blitz. Σε μία μόνο νύχτα στη Δρέσδη, σκοτώθηκαν πιο πολλοί άντρες, γυναίκες και παιδιά απ’ ό,τι στο Λονδίνο σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Περισσότερες από τις μισές γερμανικές πόλεις, μικρές και μεγάλες, καταστράφηκαν. Η χώρα είχε γίνει ένας σωρός από ερείπια που κάπνιζαν.

Εν τω μεταξύ, μόνο ένα μικρό μέρος της συμμαχικής αεροπορίας έπληττε στρατηγικούς στόχους, όπως εργοστάσια και γέφυρες. Ως τους τελευταίους μήνες, ο Τσώρτσιλ υποστήριζε ότι ο πιο σίγουρος τρόπος για να κερδίσουν τον πό­λεμο ήταν βομβαρδίζοντας πολίτες, ώστε να κάμψουν το εθνικό φρόνημα. Τον Ιανουάριο του 1944, ένα υπόμνημα της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας επιβε­βαίωνε αυτή την άποψη: «Όσο περισσότερο βομβαρδίζουμε, τόσο πιο ικανοποι­ητικό είναι το αποτέλεσμα.»

Ο πρωθυπουργός υπογράμμισε αυτά τα λόγια με τη διάσημη κόκκινη πένα του.

Είχαν λοιπόν οι βομβαρδισμοί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα;

Ας ξεκινήσω πάλι με μια περιγραφή από πρώτο χέρι, από έναν έγκριτο ψυχία­τρο. Μεταξύ του Μαΐου και του Ιουλίου του 1945, ο δρ Φρίντριχ Πάνσε μίλησε με σχεδόν εκατό Γερμανούς των οποίων τα σπίτια είχαν καταστραφεί. «Μετά τον βομβαρδισμό», είπε ένας, «ήμουν γεμάτος ζωντάνια κι άναψα ένα πούρο». Έπειτα από μια αεροπορική επιδρομή, ανέφερε ένας άλλος, επικρατούσε γενικά ευ­φορία, «όπως ύστερα από έναν πόλεμο που κερδήθηκε».

Δεν υπήρχε κανένα σημάδι μαζικής υστερίας. Απεναντίας, σε μέρη που είχαν μόλις πληγεί, οι κάτοικοι ένιωθαν ανακούφιση. «Η βοήθεια που πρόσφεραν οι γείτονες ήταν υπέροχη», κατέγραψε ο Πάνσε. «Δεδομένης της δριμύτητας και της διάρκειας της ψυχικής καταπόνησης, η γενική στάση ήταν αξιοσημείωτα σταθερή και συγκρατημένη.»

Οι αναφορές της Sicherheitsdienst , που παρακολουθούσε στενά τον γερμα­νικό πληθυσμό, έδιναν μια παρόμοια εικόνα. Μετά τις επιδρομές, οι άνθροοποι βοηθούσαν ο ένας τον άλλον. Έβγαζαν θύματα μέσ’ από τα χαλάσματα, έσβηναν φωτιές. Μέλη της Χιτλερικής Νεολαίας καταγίνονταν με τη φροντίδα των αστέ­γων και των τραυματιών. Ένας μπακάλης, αστειευόμενος, κρέμασε έξω από το μαγαζί του μια ταμπέλα: «ΕΔΩ ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΒΟΥΤΥΡΟ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ!»

(Σύμφωνοι, το βρετανικό χιούμορ ήταν καλύτερο.)

Λίγο μετά τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας τον Μάιο του 1945, μια ομάδα οικονομολόγων των Συμμάχων επισκέφθηκε το ηττημένο έθνος, έχοντας αναλάβει από το αμερικανικό υπουργείο Άμυνας να μελετήσει τα αποτελέσματα των βομβαρδισμών. Πάνω απ’ όλα, οι Αμερικανοί ήθελαν να μάθουν εάν αυτή η τα­κτική ήταν ένας καλός τρόπος για να κερδίζουν πολέμους.

Τα ευρήματα των επιστημόνων ήταν σαφή: Οι βομβαρδισμοί των πολιτών υ­πήρξαν φιάσκο. Στην πραγματικότητα, φαινόταν ότι είχαν ενισχύσει τη γερμανι­κή πολεμική οικονομία, παρατείνοντας έτσι τον πόλεμο. Μεταξύ του 1940 και του 1944, διαπίστωσαν, η γερμανική παραγωγή αρμάτων μάχης είχε εννιαπλασιαστεί, κι αυτή των πολεμικών αεροσκαφών είχε δεκατετραπλασιαστεί.

Μια ομάδα Βρετανών οικονομολόγων κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα. Στις εί­κοσι μία κατεστραμμένες μικρές και μεγάλες πόλεις που ερεύνησαν, η παραγωγή είχε αυξηθεί ταχύτερα απ’ ό,τι σε μια «ομάδα ελέγχου» δεκατεσσάρων πόλεων που δεν είχαν βομβαρδιστεί. «Αρχίσαμε να βλέπουμε», εξομολογήθηκε ένας από τους Αμερικανούς οικονομολόγους, «ότι βρισκόμασΓαν μπροστά σε έναν από τους μεγαλύτερους -αν όχι τον μεγαλύτερο- λάθος υπολογισμούς στον πόλεμο».

Αυτό που με συναρπάζει περισσότερο σε όλη αυτή τη θλιβερή υπόθεση είναι ότι οι πρωταγωνιστές έπεσαν όλοι στην ίδια παγίδα.

Ο Χίτλερ και ο Τσώρτσιλ, ο Ρούζβελτ και ο Λίντεμαν -όλοι είχαν προσυπογρά­ψει τον ισχυρισμό του ψυχολόγου Γκιστάβ Λε Μπον ότι ο πολιτισμός μας είναι α­πλώς μια επιφάνεια. Ήταν σίγουροι ότι οι αεροπορικές επιδρομές θα διέλυαν τούτη την εύθραυστη επίστρωση. Όσο περισσότερο βομβάρδιζαν όμως, τόσο πιο παχιά γινόταν αυτή. Απ’ ό,τι φαίνεται, δεν ήταν τελικά λεπτή μεμβράνη αλλά κάλος.

Οι στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες, ατυχώς, άργησαν να το αντιληφθούν. Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, οι αμερικανικές δυνάμεις θα χρησιμοποιούσαν τριπλάσια δύναμη πυρός στο Βιετνάμ απ’ όση σε ολόκληρο τον Β» Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή τη φορά η αποτυχία ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Κι όταν ακόμη οι α­ποδείξεις είναι μπροστά στα μάτια μας, καταφέρνουμε με κάποιον τρόπο να τις παραβλέπουμε. Μέχρι σήμερα, πολλοί παραμένουν πεπεισμένοι ότι η αντοχή που έδειξε ο βρετανικός λαός στη διάρκεια του Blitz μπορεί να αποδοθεί σε ένα γνώ­ρισμα αποκλειστικά βρετανικό.

Όμως δεν είναι αποκλειστικά βρετανικό. Είναι καθολικά ανθρώπινο.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *