Βασιλική Κοντογιάννη, α. Κύκλοι, ποίηση, Εκδόσεις Γκοβόστη/ Τα ποιητικά, Αθήνα 1916, σελ. 62 και β. Εκείνες/ εμείς, Πληθώρα, Αθήνα 2021, σελ.81.
Άκουγε το λεπτό νήμα του νερού
να κυλάει κάτω απ’ την πόλη
Το δίστιχο ανήκει στο πρώτο ποίημα της πρώτης ποιητικής συλλογής της Βασιλικής Κοντογιάννη (Κύκλοι, Γκοβόστης 2016), που προοικονομεί την ποιητική εκδίπλωση της σκέψης και των αισθημάτων της ποιήτριας.
Αυτό το δίστιχο, ωστόσο, λειτούργησε ως ψυχοπνευματική δαγκάνα, η οποία προκάλεσε συνειρμούς αλλά κι έγινε αφετηρία για την ανάδυση της κοινής μνήμης. Είναι το ίδιο λεπτό νήμα που μας συνέδεε τόσα χρόνια. Που ανακαλούν εικόνες, αρώματα κι αισθήματα της Νέας Χηλής και επαναφέρουν τη λαμπυρίζουσα όραση για όσα προσδοκούσαμε να συμβούν στη Θράκη και στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο.
Η ποιήτρια ως νέα διδάσκουσα τότε κουβαλούσε την προσωπική, ψυχοδιανοητική δύναμη, με τις επιλογές της που συνιστούσαν οδηγό για τη μετάβαση από η θεωρία της ετερότητας στην καθημερινότητα.
Οι δύο ποιητικές συλλογές της Κοντογιάννη συνιστούν επιστροφή της ποιήτριας στην αφετηρία που προεικόνιζε μια διαφορετική πορεία, η οποία έμεινε μετέωρη. Τριάντα χρόνια μετά, η ποιήτρια ξαναπιάνει το νήμα και επιχειρεί να καταθέσει τις ποιητικές ανησυχίες της.
Η πρώτη ποιητική συλλογή της με τον τίτλο Κύκλοι αποτελείται από τέσσερις ενότητες (Νερά, Σώμα, Μητέρα, Ποίηση), που επιχειρούν να συγκροτήσουν έναν αυτοβιογραφικό ποιητικό λόγο, ο οποίος επιστρέφει στο παρελθόν ιχνηλατώντας την προσωπική της πορεία και τα αισθήματα, με αναφορά στο παρόν και σε όσα στο μεταξύ συνέβησαν επηρεάζοντας την οπτική και τις βεβαιότητές της. Ανασύρει το λευκό χαρτί από το αραχνιασμένο συρτάρι, στέκει μπροστά στο γραφείο κι αμέσως ανοίγει το κουτί με τα ποιητικά τζίνια της. Γράφει στο ποίημα «Ποιητική»:
Η χάρη
η χαρά
της κίνησης του χεριού
πάνω στο λευκό χαρτί
Κι από πίσω
ξεμυτίζουν απειλητικά αισθήματα θυμωμένα
φόβοι με γυαλιστερά νύχια
μαυλιστικές οπτασίες
δεμένες σε ήχους άναρθρους
Στην ποιητική της δήλωση συνυπάρχει η ικανοποίηση για την επιστροφή στη δημιουργία (Ανεβαίνω κρατημένη / είναι σαν γερό σκοινί/ μαλακό και στέρεο) με τα αισθήματα που την εγκλώβισαν σε πολλαπλούς άλλους ρόλους, οι οποίοι την απογοήτευσαν και την πλήγωσαν.
Ο ποιητικός λόγος της Κοντογιάννη είναι καταιγιστικός, ισοπεδώνει τα σημεία της στίξης, τα οποία δεν μπορούν να αντισταθούν στον κοχλάζοντα και υπερχειλίζοντα λεκτικό ρουν της.
Πεθύμησα τη μορφή αυτή
που γυρίζει τρυφερά ή πικρά
ή ακόμα σκληρά και βιαστικά
παρασέρνοντας τις λέξεις στο πέρασμα
όπως το νερό που κατεβαίνει ορμητικό
την άνοιξη
από τα βουνά
Η ποίησή της διαμορφώνεται μορφικά ως αντανάκλαση του ποιητικού εγώ αλλά και ως φορέας έντονων εμπειριών. Εξαρχής δηλώνει με σαφήνεια ότι γι’ αυτήν τα ποιήματα δεν είναι μια νηφάλια δράση. Ο λόγος της δεν είναι ψύχραιμα αναστοχαστικός. Γράφει ποιήματα που γίνονται ρουφήχτρες και παρασύρουν σε περιδίνηση τις επιθυμίες της, ανασύροντας στην επιφάνεια τις πληγές.
Αγαπώ τα ποιήματα
που είναι στρόβιλοι
ρουφήχτρες
η δίνη τους
αναπόδραστη
Για τον λόγο αυτό προσφεύγει στην ποίηση του Σεφέρη και του Βηλαρά, οι οποίοι ορίζουν και τον κύκλο της πρώτης του συλλογής.
Η ποιήτρια μεταπλάθει σε ποιητική τέχνη τα υπαρξιακά ζητήματα που προκύπτουν από την έμφυλη ταυτότητά της. Πρώτα, είναι η διαπίστωση της μοναξιάς. Ζει με τις εικόνες των παιδιών σε μικρή ηλικία, γεγονός που παρομοιάζεται με ένα φυτό, το μπονζάι.
Το σπίτι ανθίζει
με μουσικές των παιδιών
και μικροτσακωμούς
σαν το μπονζάι
που βγάζει φυλλαράκια στον ήλιο
Η εικόνα αποτυπώνει μια ήρεμη χρονική περίοδο, που χαρακτηρίζεται από αρμονικότητα στις σχέσεις και ελπίδες για το μέλλον. Το φυτό μπονζάι γίνεται υποκατάστατο μιας εποχής που το μέλλον ισορροπούσε με τις μικροαντιθέσεις του. Η ισορροπία στην απουσία επιτυγχάνεται με την επιστράτευση της μνήμης.
Εκείνο το φουστανάκι είχε αποκτήσεις ένα λεκέ,
χρώμα σκουριάς, στον άσπρο γιακά
Φώτιζε χρόνια, με τον τέλειο παραλογισμό
της ηλικίας του
το καλάθι με τις στοίβες
τ’ άπλυτα
«Ξέρω κι άλλες μαμάδες» σκέφτομαι με λογική
δήθεν ανάλυση
«που κλαίνε δίπλα στα πλυντήρια»
Μωρά που μεγάλωσαν
σπίτια που μίκρυναν και πάν’ ν’ αδειάσουν
αυλές που έχασαν τη δροσερή ακμή τους.
Κανείς τους δε μίλησε
κανείς δε ρώτησε
γιατί το φουστανάκι τόσα χρόνια κυλιέται
μέσ’ στα ρούχα
δε μπορεί ν’αναπαυτεί
στο υπόγειο με τις αναμνήσεις.
Κάποτε το ’πλυνα
μ’ αίσθημα τελεσίδικης πράξης.
Δεν ξεχνάω το φως του.
Ευτελή αντικείμενα σαν το φουστανάκι γίνονται μνημονικές στήλες αρωμάτων, καθημερινών σχέσεων, αγωνιών, λόγων. Όλα μαζί εισβάλλουν στο ποίημα για να συγκροτήσουν τη γραμμή αντίστασης στη φθορά που το σώμα επαναφέρει συνεχώς.
Η Κοντογιάννη δίνει υπόσταση σε αντικείμενα «αντιποιητικά», που ωστόσο έχουν τη δύναμη να ανοίξουν βαθιές στοές στη μνήμη και στα αισθήματα. Η ποιήτρια αποκαθαίρει αυτά τα αντικείμενα από τη συνδήλωση μιας καθημερινής χρήσης και τα λούζει στο φως μιας υπέρτατης ποιητικότητας του αισθήματος.
Το σώμα διατρέχει και τις δύο ποιητικές συλλογές. Πρώτα ως υπέρβαση των στερεοτυπικών αντιλήψεων, ως ναός μιας νέας πολιτισμικής τάξης, στην οποία τα σώματα θα προσέφεραν την ύλη για τη δημιουργία ενός άλλου κόσμου
Όταν το σώμα γίνεται
λεπτό γεφύρι
που σηκώνει ασύλληπτα βάρη
ενώνει
πολιτισμούς και τις τύχες τους
φωτίζει
άλλες μακρινές ζωές…
Το εγκυμονούν σώμα γίνεται γέφυρα, καλλιεργεί την ελπίδα, πέρα από όσα διαχωρίζουν. Ωστόσο, έρχεται η ώρα που
Το σώμα φωνάζει
οσμές απουσίας
και φόβου
Είναι η ώρα της αλλαγής και ο ενδεχόμενος κίνδυνος της απόρριψης. Η ποιήτρια μετακενώνει τις ψυχοσυναισθηματικές αβεβαιότητες στα ποιήματά της, ανεβάζοντας σε μεγάλα ύψη τη θερμοκρασία των λέξεων. Οι στίχοι της Κοντογιάννη επιτάσσουν την είσοδο σ’ αυτή. Να φορέσουν οι αναγνώστες/ τριες τις λέξεις της, νιώθοντας τον συγκλονισμό και τα υπαρξιακά ζητήματα. Κάποτε
Μιλούσε για μυρωδιά ψωμιού που φουσκώνει
για μυρωδιά παιδιού που γεννιέται
για το βάρος
την ύλη της αγάπης.
Στον καιρό του φυτού μπονζάι μοιράζονταν τη μυρουδιά της μασχάλης, την πεποίθηση ότι τα σώματα αποτελούσαν παραπληρωματικές οντότητες.
Πώς κερδίζουμε δικαιοσύνη για το σώμα; Αναρωτιέται η ποιήτρια. Το παράδειγμα είναι η φύση:
Τα δέντρα
μου φαίνεται
αγαπάνε το σώμα τους
σ’ όλες τις ηλικίες
Ωστόσο, το υπαρξιακό, έμφυλο ζήτημα προκαλείται από τη λήθη όσων έζησαν τα παραπληρωματικά σώματα. Αυτή είναι η πηγή των αβεβαιοτήτων, καθώς το σώμα γίνεται φορέας τραυματικής εμπειρίας, η οποία «κλονίζει βαθιά την ταυτότητα, τον πυρήνα της συγκρότησης όσων υφίστανται» [1].
Η Κοντογιάννη γράφει ποίηση, όπου οι λέξεις μετασχηματίζονται σε καρφιά. Αφετηρία το προσωπικό βίωμα που στη δεύτερη συλλογή μετεξελίσσεται σε έμφυλη κατηγορία. Η δεύτερη ποιητική συλλογή (Εκείνες/ εμείς) οργανώνεται στη βάση της μετάβασης από το γενικό στο συγκεκριμένο κι αντίστροφα. «Ακόμη και ο λεγόμενος «εξομολογητικός» ποιητής, που γράφει πρωτοπρόσωπα (…), ακόμη κι αυτός υποδύεται έναν ρόλο, είναι ένας ηθοποιός: ήθος ποιεί, αυτοσκηνοθετείται, υπερτονίζει μια όψη του και υποτονίζει μια άλλη», υπογραμμίζει ο Κουτσουρέλης [2]. Η Κοντογιάννη είναι ποιήτρια κι αντιλαμβάνεται την ανάγκη το ατομικό να λειτουργήσει ως ένα ιστορικό παράδειγμα, το οποίο χαρακτηρίζεται από επανάληψη του έμφυλου στερεοτύπου. Προβάλλει το βίωμά της στη μακρά διάρκεια με αναφορά στα παραδείγματα της Δηιάνειρας, της Κλυταιμνήστρας, της Πηνελόπης, της Μήδειας, της Thérèse Levasseur και της οκείας Αλισάβας. Αναφέρεται στις |σιωπές του μύθου», στο έμφυλο στερεότυπο.
Οι γυναίκες υπομένουν την προδοσία
καταπίνουν τον πικρό καρπό της απιστίας
προστατεύουν τον προδότη
Σπαρακτική η ποίηση της Κοντογιάννη, που ακολουθεί τα ίχνη των λέξεων και των αισθημάτων. Η ποιήτρια αναμετριέται με τις πληγές της, αδιαφορώντας για την πλημμυρίδα του συναισθήματος που διαχέεται στους στίχους της. «Το πρωτείο της διάνοιας στην τέχνη δεν σημαίνει υποβάθμιση ή αγνόηση του ψυχικού παράγοντα, αλλά ουσιαστική αναβάθμισή του, αξιοποίησή του στο έπακρο. Εξίσου λίγο το πρωτείο της διάνοιας έχει να κάνει με τη στανική συμμόρφωση στις αξιώσεις της ξηρής λογικής, με την κατάπνιξη του αυθορμητισμού» (Κουτσουρέλης 2018).
Η ποίηση της Κοντογιάννη είναι μια φωνή που επιχειρεί να συνθλίψει την ιστορική αδικία που υφίστανται οι γυναίκες, οι οποίες νιώθουν «σαν υποβρύχιο στον ωκεανό», αεροστεγώς κλεισμένο και ταξιδεύοντας στο σκοτάδι.
Την ίδια στιγμή αναφέρεται στη δική της αγάπη, την εξωτική, μια καθομολογία της οφειλής γι’ αυτό που βίωσε. Αυτό, ωστόσο, δεν την αποτρέπει να εκφράσει την απογοήτευσή της, η οποία αποκτά έμφυλα χαρακτηριστικά
ο άντρας,
γλυκός κι ευαίσθητος
ήταν πολύ σίγουρος
για την αγάπη της γυναίκας
…………………
Κι έπειτα , κάποια στιγμή
η γυναίκα σηκώθηκε
Ήταν Άλλη
Η ποίηση της Κοντογιάννη δημιουργείται από πληγές, οι οποίες δεν την εγκλωβίζουν στο παράδειγμα. Διευρύνει την οπτική της προβάλλοντας την ατομική εμπειρία στο έμφυλο παράδειγμα, γεγονός που εντάσσει τις ποιητικές της συλλογές στη γενεαλογία των γυναικείων φωνών. Αυτό την καθιστά περισσότερο ώριμη και συνειδητοποιεί την ανάγκη να επιστρέψει σε γνωστούς ήχους και φωνές, που λειτουργούν ως ιαματικό βάλσαμο για το σώμα και την ψυχή αλλά και ως πηγή άντλησης μοτίβων με τα οποία προικίζει την ποίησή της.
Η αυλή της γιαγιάς
της Ασπασίας
επικοινωνεί με τη δικιά μου
Το πέρασμα
η δίοδος
είναι η μεγάλη αγγελική της γιαγιάς
Πιάνω το νήμα
κι ακολουθώ το ξετύλιγμα
το κλώσιμο του χρόνου
Γίνεται μέρος ενός οικείου πολιτισμικού συστήματος,στο οποίο το νερό και η φύση τη διευκολύνει στην αυτοταξινόμησή της στις ιστορικές διαδρομές των οικείων ανθρώπων.
Μιλάει το νερό
τη δύναμή του
μέσα μου
Το νερό μεταφέρει ήχους του παρελθόντος. Βρίσκει την τρυφερότητα που έχασε.
Σκύβω το μάγουλο
στη σγουρή ράχη του βουνού.
Χαϊδευόμαστε.
Σημειώσεις
1. Λίμπυ Τατά-Αρσέλ, Με το διωγμό στην ψυχή. Το τραύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής σε τρεις γενιές. Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2014, σελ. 49.
2. Κώστας Κουτσουρέλης, Τι είναι και τι δεν είναι ποίηση, Μικρή Άρκτος, Αθήνα 2019.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Michael Triegel. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]