Ζήλος
Αρετή Πάνου
εκδόσεις Πνοή
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Η ενδιαφέρουσα γραφή της Αρετής Πάνου • Fractal (fractalart.gr)
Η ενδιαφέρουσα γραφή της Αρετής Πάνου
Πώς θα περιέγραφε άραγε το τοπίο ο πατέρας του αν
μπορούσε να του μιλήσει; Τι θα έλεγε για τα νησιά; Τόποι εξορίας, άνυδροι κι
αφιλόξενοι, κρανίου τόποι, εκτρώματα κι εξαμβλώματα ξεκομμένα απ’ τη στεριά,
σακατεμένα μέλη ξεριζωμένα και πεταμένα στην αλμυρή έρημο, για να ξεραθούν και
να πέσουν από μόνα τους. Ή μήπως τα ένιωθε κι αυτός δικά του, εσωτερικά τοπία;
Κι η μάνα του; Τι θα έλεγε η μάνα του; Για τη μάνα του το ξέρει, υπάρχει μόνον
η Παναγιά της Τήνου· όλα τα άλλα είναι ξερονήσια, κατσάβραχα και συμπληγάδες.
Και γι’ αυτόν, τι είναι τα νησιά; Τι άλλο από καλοκαίρι, θάλασσα, ουρανό και Ουρανία… (σ. 94).
Σπάνια συναντάμε μια τόσο
πολυεπίπεδη γραφή, όπως αυτή της Αρετής Πάνου, που, αν και η Ζήλος είναι το τρίτο της βιβλίο, και το
πρώτο της στη μεγάλη αφήγηση, δηλαδή το μυθιστόρημα, παραμένει σχεδόν άγνωστη
στο ευρύ κοινό. Ήδη από τις δύο πρώτες της πεζογραφικές καταθέσεις (Μήτρα με αγκάθια, διαπλεκόμενες
αφηγήσεις, Λαγουδέρα 2010, και Κωμικοτραγική,
διηγήματα, Carpe librum, 2016) είχε δείξει πως, πέρα από την αναμφισβήτητη
αφηγηματική της δεξιοτεχνία με εύστοχες εναλλαγές στην πλοκή, αλλά και την
περιγραφική της δεινότητα, ώστε οι ήρωές της να έχουν τον απαραίτητο «χώρο» να
σταθούν, έχει την ικανότητα να απλώσει την αφηγηματική της ροή σε μια ιστορία
ενιαία που θα εμπεριέχει όμως, όπως η Ζήλος,
διαφορετικά θεματικά επίπεδα, εγκιβωτισμένα με άριστο τρόπο στον βασικό κορμό.
Το βασικό θεματικό κέντρο,
γύρω από το οποίο ξετυλίγονται τα υπόλοιπα επίπεδα, είναι η δολοφονία ενός
ιερέα, του παπα-Στρατή, στο νησί Ζήλος, την οποία θα αναλάβει να εξιχνιάσει ο Ζαχαρίας
Αρμενίδης, καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου, για λογαριασμό της εκκλησίας.
Η ιστορία, ωστόσο, δεν εξαντλείται στα πλαίσια μιας αστυνομικής πλοκής, κι ας
φαίνεται έτσι στην αρχή. Η Αρετή Πάνου την εμπλουτίζει με την ιστορία του
κινήματος των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη
του 14ου αιώνα (για το οποίο μας πληροφορεί διεξοδικά), που προφανώς της ενέπνευσε μεταφορικά και την
ονομασία του επινοημένου νησιού του
Αιγαίου, παραπέμποντας στον ζήλο, στην εμμονή. Ταυτόχρονα, μνήμες από την προσφυγιά
παρεισφρέουν στην αφήγηση (ο Αρμενίδης είναι παιδί προσφύγων), οδηγώντας έτσι
στο σημερινό μεταναστευτικό πρόβλημα, αναφορές στην παλαιότερη και πρόσφατη
ιστορία του τόπου, αλλά και διάσπαρτα φιλοσοφικά ερωτήματα κυρίως γύρω από την
ουσία της ύπαρξης, τα οποία θα μείνουν (όπως πρέπει) αναπάντητα, προσφερόμενα στην
αναγνωστική πρόσληψη κατά το δοκούν. Άλλωστε «προλογίζει» το βιβλίο το fragmentum
του Ηράκλειτου: «ο άναξ, ου το μαντείον εστί το εν Δελφοίς, ούτε λέγει ούτε
κρύπτει αλλά σημαίνει». Η καλή λογοτεχνία προσφέρει ερωτήματα, προκαλεί την
αναγνωστική συμπόρευση, τον ιδιότυπο «διάλογο» δημιουργού-αποδέκτη.
Αν και ο ιδιόρρυθμος
παπα-Στρατής δεσπόζει με την παρουσία αλλά και την απουσία του (μετά τη
δολοφονία του) στην ιστορία, μπορούμε να πούμε πως κεντρικός ήρωας
αναδεικνύεται ο καθηγητής-«ντετέκτιβ», καθώς ερευνώντας τη δολοφονία θα
ανιχνεύσει τα αόρατα ή δυσδιάκριτα χαρακτηριστικά των ανθρώπων, τους παράγοντες
εκείνους που διαμορφώνουν τις συμπεριφορές, αλλά, εν τέλει, θα οδηγηθεί και σε
διαπιστώσεις για την προσωπική του ιστορία. Με αυτόν τον ήρωα είναι που
ταυτίζεται ο αναγνώστης περισσότερο, τους δικούς του προβληματισμούς ακολουθεί,
που υπερβαίνουν κατά πολύ τα όρια ενός απλού αστυνομικού μυθιστορήματος. Η Πάνου έχει γράψει ένα βιβλίο που έχει μεν
ως αφορμή του μια αστυνομική ιστορία, (κάπως ιδιόρρυθμη πάντως) αλλά οι
ιστορικές της και οι φιλοσοφικές της αναφορές προσδίδουν άλλο χαρακτήρα, σε μια
από τις πιο ενδιαφέρουσες σύγχρονες πεζογραφικές εμφανίσεις.
Διώνη Δημητριάδου
Αποσπάσματα
«Μα εγώ δεν είμαι κυνηγός κεφαλών ούτε αιρετικός» είπε
ο Ζαχαρίας. «Δεν έχω τίποτα με τους αιρετικούς. Αντίθετα, νομίζω ότι η πίστη
τους είναι πιο δυνατή από την πίστη των ανθρώπων που ακολουθούν τη πεπατημένη
γιατί έτσι τη βρήκαν, και δεν αναρωτιούνται ποτέ και δεν χαλάνε τη ζαχαρένια τους
για τίποτα. Η αίρεση είναι επιλογή, είναι ελευθερία. (σ. 190).
Ένας εξόριστος είχε ζωγραφίσει πεταλούδες, κοπάδια
πεταλούδες, με μολύβι πάνω σε σχισμένα, τσαλακωμένα χαρτιά. Κι ένας άλλος,
πολλά πρόσωπα συντρόφων του. τα απρόσωπα ήταν ολοζώντανα, με εκφράσεις και
χαρακτηριστικά πιο καθαρά απ’ ό,τι στις φωτογραφίες. Είχε ολοφάνερα ταλέντο ο
άνθρωπος. «Όταν έφυγε από τη Ζήλο, αφού υπόγραψε τη δήλωση, σπούδασε στη Σχολή
Καλών Τεχνών στην Αθήνα και έγινε ζωγράφος. Τον ακολουθούσαν όμως οι
χαρακτηρισμοί “συμμορίτης” και “δηλωσίας”. Τελικά πήγε στο Παρίσι όπου το έργο
του διακρίθηκε» διάβασε στο καρτελάκι δίπλα στην κορνίζα με τις προσωπογραφίες. (σ. 240).