Η φίλη μου η φωτογράφος Αγγελική Παπαϊωάννου, που δούλευε ως αργά απόψε στην Έκθεση Βιβλίου στο Πεδίο του Άρεως, πέρασε μετά από το σπίτι μου και μου αφηγήθηκε ξεκαρδιστικές ιστορίες από τα δεκάδες επαγγέλματα που είχε κάνει και που σε κανένα δε στέριωνε. Βρισκόμαστε στη φάση που δουλεύει κομπάρσα σε ταινίες. Ακολουθεί η αφήγηση της ίδιας, όπως την κατέγραψα με το κινητό μου τηλέφωνο:
Ήταν αρχές της δεκαετίας του ’90 όταν θα έκανα την κομπάρσα σε μία κωμωδία με πρωταγωνιστή τον Σωτήρη Μουστάκα. Έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε μία σκηνή αποχαιρετισμού στο τρένο που θα φεύγανε οι φαντάροι και οι γυναίκες θα έμεναν πίσω. Το γύρισμα είναι στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό του Πειραιά. Έχω ξυπνήσει απ’ τις πέντε το πρωί γιατί όρντινο έχουμε στις 7.30. Πάω και κατευθείαν μου δίνουν από μια γκαρνταρόμπα κάτι ρούχα που μυρίζουν χειρότερα κι από την Ιχθυόσκαλα. Παρόλα αυτά λέω «Αγγελική, μη μιλάς, κάνε υπομονή, για να μη σου λένε πάλι οι άλλοι ”όλα πουτάνα τα’κανες” κλπ.» Μας πάνε σ’ ένα μέρος που οι άνδρες είναι μες το βαγόνι κι εμείς από κάτω μέσα σε τσουχτερό κρύο, παγωνιά. Περιμένουμε να πάει πλάνο. Τίποτα. Οι ώρες περνάνε. Μαθαίνουμε πως δεν κάνουμε γύρισμα γιατί ακόμη δεν έχουν έρθει ο σκηνοθέτης και ο πρωταγωνιστής. Τι ώρα ήρθανε; Όχι, πες μου τι ώρα ήρθανε! Μιάμιση το μεσημέρι! Η υπομονή μου έχει φτάσει λίγο πιο πάνω απ’ τη φράτζα μου. Έρχονται αυτοί κι ο σκηνοθέτης αρχίζει να μας το «παίζει», να μας κάνει, να μας ράνει…Παίρνω το λόγο κάποια στιγμή να τον ρωτήσω κάτι διευκρινιστικό για τη σκηνή. Σηκώνεται απάνω και αρχίζει ο εξής διάλογος:
– Τι ειν’ αυτά, τι μας λες, κοπέλα μου; Εδώ κάνουμε σοβαρή δουλειά! Τι ρωτάς, δεν καταλαβαίνεις;
– Πας καλά; Είμαστε εδώ απ’ τις 7.30 το πρωί και ήρθες στη μιάμιση να μας την πεις κιόλας που έχουμε απορίες για το τι θα κάνουμε; Δε ντρέπεσαι λίγο, ρε; Πας να βγεις κι από πάνω! Παπαριές γυρίζετε και αποβλακώνετε τον κόσμο. Άι στο διάολο από δω χάμω!
Αρχίζω να πετάω τις μαντίλες κι όλα αυτά τα βρωμερά που φοράω, τα πετάω στο δρόμο, μέχρι να πάω στ’ αμάξι έχω κάνει στριπτίζ. Αυτός ούρλιαζε: «Ποια είναι αυτή; Θα τη σκοτώσω»…Είμαι σίγουρη πως θα πήγε να ηρεμήσει και το γύρισμα θα σταμάτησε. Ποτέ δεν με ξαναπήραν τηλέφωνο απ’ το γραφείο κομπάρσων, ούτε για «χρόνια πολλά» που λέει ο λόγος. Ε, μετά γύρισα σπίτι μου, τα είπα στους γονείς μου που με ξαναρώτησαν: «Πάλι τά’κανες όλα πουτάνα;»