Η Γειτόνισσά μου 

Άνοιξα το παράθυρο
κι ο ήλιος άστραψε στο πρόσωπό της.
Με καλημέρισε,
την καλημέρισα.

Έσβησα με το τζάμι
τις φωνές των παιδιών
καθώς έπαιζαν
με τη Ζωή
στη διπλανή αυλή.

Έγραψα και μουτζούρωσα
μέχρι το δείλι.
Οι λέξεις μου
νωθρά
ξεθωριασμένα στίγματα
σε ζαρωμένο χάρτη.

Γώνιασα τους αγκώνες στο περβάζι
κι έριξα μια ματιά.
Ήταν εκεί η Ζωή.
Κορφολογούσε
μιαν ολάνθιστη μπιγκόνια.

Εγώ, εδώ.

 


   Ο Θάνατος

      Ο Έρωτας