ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ

Στην Αγαπημένη μου Βερονίκη

Ακούμπησε την πλάτη στην κουπαστή.
Κοίταξα το δαχτυλίδι στον υψωμένο δείκτη της.
Λαμπύριζε.

Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι ,μού ζήτησε τραγουδιστά.
Τα χείλη της κόκκινο στεφάνι.
Έκαιγαν.

Χάιδεψε την κοιλάδα των μαστών της.
Έπειτα τους λευτέρωσε.
Κι έκανε παντιέρα τα δεσμά τους.
Δέσποζε.

Γονάτισα και της αγκάλιασα τη μέση.
Γύμνωσε όλο το κορμί της και προσηλώθηκα.
Στην ήβη της.
Μια λίμνη νέκταρ ανάβλυζε.

Καθώς τη λάτρευα,
έριξε το δαχτυλίδι της στη θάλασσα.
Ο δείκτης μα και τ’ άλλα δάχτυλα της
γυμνά και λάβρα,
χόρεψαν
στο πρόσωπο και τα μαλλιά μου,
ώσπου η λίμνη έγινε ποτάμι.
Μέθυσα.

Ξέπνοη
μού ‘δειξε το φεγγάρι ακόμα μια φορά.
Το βλέμμα μου
ανασηκώθηκε ως το δικό της.

Μια θεϊκή Πανσέληνο καθρέφτιζε.

 


   Ο Θάνατος

      Ο Έρωτας