Μέσα στη βδομάδα που πέρασε είχαμε τον θάνατο του μεγάλου συγγραφέα Μίλαν Κούντερα, στα 94 χρόνια του -τόσα θα’χε κι ο πατέρας μου αν ζούσε, μια και είχαν και οι δυο γεννηθεί το 1929. Παρόλο που έχω διαβάσει τα περισσότερα μυθιστορήματά του, δεν αισθάνθηκα ότι μπορώ να γράψω κάτι για τον Κούντερα. Ίσως και να είχα αντιπαθήσει μια κουντερομανία που επικρατούσε στα νιάτα μου, όταν και η Δήμητρα Λιάνη είχε γράψει «5 και 1 σημεία για τον Κούντερα».
Ευτυχώς όμως βρέθηκε ο ιδανικός άνθρωπος. Ο φίλος Γιάννης Χάρης, από ένα σημείο και μετά ήταν ο βασικός μεταφραστής του Κούντερα, καθώς μετάφρασε έργα που ο Τσέχος συγγραφέας έγραψε απευθείας στα γαλλικά όταν έγινε Γάλλος, αλλά και τα παλιότερα, που είχαν αρχικά γραφτεί στα τσεχικά και ο Κούντερα επιμελήθηκε τις γαλλικές μεταφράσεις τους και δήλωσε ότι τις θεωρεί ισόκυρες με το τσεχικό κείμενο.
Κι άλλες φορές έχει συμβεί να είναι δίγλωσσος ένας συγγραφέας -και εδώ εννοώ να γράφει και στις δύο γλώσσες (ο Σάμουελ Μπέκετ ίσως αποτελεί το γνωστότερο παράδειγμα, ενώ ο Πολωνός Τζόζεφ Κόνραντ κέρδισε την υστεροφημία πήρε Νόμπελ έχοντας γράψει μόνο στα αγγλικά) αλλά οπωσδήποτε, από μεταφραστική-μεταφρασεολογική σκοπιά έχει ενδιαφέρον η περίπτωση του Κούντερα.
Ακόμα ένα ενδιαφέρον το έχει επειδή το γνωστότερο βιβλίο του είχε μεταφραστεί αρχικά στα ελληνικά ως «Η αβάσταχτη ελαφρότητα τού είναι» ενώ στη νεότερη μετάφραση πήρε τον τίτλο «Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης». Αυτό έγινε σε συνεννόηση με τον συγγραφέα, κι εδώ ζηλεύω τον Γιάννη Χάρη, που ως μεταφραστής και επιμελητής αντίστοιχα είχε την τύχη της πυκνής προσωπικής συνεργασίας με τον Μίλαν Κούντερα και τον Οδυσσέα Ελύτη. Θυμάμαι μάλιστα μια διήγηση του Χάρη, σε ένα σημείο ενός έργου του Κούντερα, όπου γίνεται λόγος για ένα ζευγάρι, η φράση ses paroles μπορούσε εξίσου να αποδοθεί «τα λόγια του» ή «τα λόγια της» διότι στα γαλλικά δεν γίνεται διάκριση, όπως στ’ αγγλικά που υπάρχει το σωτήριο his ή her, κι επειδή από τα συμφραζόμενα δεν έβγαινε με ασφάλεια η απάντηση ο Χάρης τηλεφώνησε στον Κούντερα, που το ξεδιάλυνε.
Η Εφημερίδα των Συντακτών είχε την Πέμπτη ένα πολύ ωραίο πρωτοσέλιδο, που μπορείτε να το δείτε εδώ. Όλοι οι τίτλοι των άρθρων είναι τίτλοι έργων του Κούντερα! Όμως στο εδώ άρθρο προτίμησα το εξώφυλλο της Λιμπερασιόν, επειδή έχει φωτογραφία του συγγραφέα.
Δίνω τον λόγο στον Γιάννη Χάρη. Μεταφέρω μια πρόσφατη ανάρτησή του στο Φέισμπουκ, βασισμένη σε παλιότερο κείμενό του, στην οποία αιτιολογεί αναλυτικά για ποιο λόγο επέμεινε στην αλλαγή του καθιερωμένου τίτλου «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» σε «Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης». Λίγο τεχνικό το θέμα, αλλά θα συμφωνήσετε με την κατακλείδα: Δύσκολα πάντα συνηθίζεται, αν συνηθίζεται καν, η αλλαγή ενός καθιερωμένου τίτλου. Όμως ένα κλασικό έργο έχει σίγουρα ζωή πολύ μετά τη δική μας –και μάλιστα με την αβάσταχτη ελαφρότητά της.
«Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ζωής, της ύπαρξης, του είναι»
[όσο πιο γνωστός είναι ο τίτλος ενός έργου, μουσικού, λογοτεχνικού, το ίδιο το όνομα ενός δημιουργού ή και απλώς δημόσιου προσώπου, τόσο δυσκολότερο να τον ξεσυνηθίσουμε, ακόμα κι αν πειστούμε για την ορθότητά του. Έτσι, στο προκείμενο, ο ίδιος σκαλώνω με τον παλιό τίτλο «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι», παρ’ όλη τη δουλειά που έριξα για να καταλήξω να προτείνω στον συγγραφέα την αλλαγή –που προφανώς και τη δέχτηκε αμέσως. Τίποτα το παράδοξο λοιπόν, χώρια ότι πολλοί, ίσως οι περισσότεροι, μπορεί να μην είναι καν ενήμεροι πως ξαναμεταφράστηκε το βιβλίο και άλλαξε ο πασίγνωστος τίτλος του.
Υπάρχουν όμως και άλλοι, πολλοί πιθανότατα, που δεν συμφωνούν καν με την αλλαγή, τη θεωρούν λανθασμένη, πως ακυρώνει τον φιλοσοφικό προσανατολισμό του έργου/του τίτλου κτλ. Εδώ έχει απαντήσει ο ίδιος ο συγγραφέας, όχι απλώς σε συνεντεύξεις του, αλλά μέσα στο ίδιο του το έργο, αφού εναλλάσσει ζωή (vie), ύπαρξη (existence) και είναι (être): μια νέα, προσεχτικότερη ανάγνωση, και φυσικά το υλικό που συγκέντρωσα εδώ, θα τους βοηθήσει –τώρα που με τον θάνατο του συγγραφέα ξαναήχησαν κάποια όργανα.]
* * *
«Nesnesitelná lehkost bytí», δηλαδή: η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης, στα τσέχικα, όπου το bytí είναι ουσιαστικό και σημαίνει «ύπαρξη». Αφού όμως ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ουσιαστικό στη μητρική του γλώσσα, γιατί απαρέμφατο στα γαλλικά (être), την εποχή που συγκροτεί το γαλλικό κόρπους των έργων του, το οποίο έχει την ίδια ισχύ με το τσέχικο πρωτότυπο –όπως είδαμε παραπάνω;
Απλώς, θα πω (μολονότι εμφανίζεται περίπλοκο το θέμα, με τη σχετική φιλολογία που έχει αναπτυχθεί), επειδή ο συγγραφέας (α) δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία σε τυχόν αποχρώσεις των τριών όρων: ζωή, ύπαρξη, είναι, ως προς τη συγκεκριμένη έννοια την οποία πραγματεύεται (η αβάσταχτη ελαφρότητα), ενώ (β) απορρίπτει εμφατικά χαρακτηρισμούς όπως φιλοσοφικές έννοιες, φιλοσοφικό μυθιστόρημα κτλ., για το συγκεκριμένο πάντα βιβλίο του.
Ας δούμε όμως πρώτα το δοκίμιό του «Η τέχνη του μυθιστορήματος», που εκδίδεται το 1986, δύο χρόνια μετά την «Αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης», του 1984. Από το είδος των κειμένων που συγκεντρώνει, μπορούμε να πούμε ότι δουλεύεται παράλληλα με το μυθιστόρημα: έτσι, έχουν ιδιαίτερη σημασία οι παρατηρήσεις που σχετίζονται με το θέμα μας.
Ενδεικτικά:
«τα μυθιστορήματα αυτά [στην κομμουνιστική Ρωσία] δεν προάγουν πλέον την κατάκτηση του είναι (être). Δεν ανακαλύπτουν το παραμικρό καινούριο ψήγμα της ύπαρξης (existence)» (σ. 25)·
συζήτηση με τον «Κριστιάν Σαλμόν: Η «Αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης» αρχίζει με μια σκέψη πάνω στην αιώνια επιστροφή του Νίτσε. Αυτό ακριβώς δεν είναι φιλοσοφικός συλλογισμός, που αναπτύσσεται αφηρημένα, χωρίς πρόσωπα, χωρίς καταστάσεις; – Μίλαν Κούντερα : Κάθε άλλο! Αυτή η σκέψη μάς παρουσιάζει κατευθείαν, από την πρώτη κιόλας αράδα του μυθιστορήματος, τη θεμελιώδη κατάσταση ενός προσώπου, του Τόμας· εκθέτει το πρόβλημά του: την ελαφρότητα της ύπαρξης (existence) σ’ έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει αιώνια επιστροφή» (σ. 41 κ.ε.).
Ώστε légèreté de l’existence, η «ελαφρότητα της ύπαρξης», το βασικό θέμα του Τόμας, μοτίβο και τίτλος του μυθιστορήματος «Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης».
Στο οποίο πια διαβάζουμε:
«Εάν δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο ευγενές και στο ποταπό, «η ανθρώπινη ύπαρξη (existence) χάνει τις διαστάσεις της και αποκτά μιαν αβάσταχτη ελαφρότητα»: Όπου δηλαδή ο ίδιος ο συγγραφέας, μέσα στο ίδιο το βιβλίο, μάς δίνει μιαν άλλη, προφανώς ισότιμη, εκδοχή του τίτλου: «Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης». Έτσι κι αλλιώς, ένα προσεχτικό διάβασμα αναδεικνύει την εναλλαγή των όρων είναι (l’être) και ύπαρξη (l’existence), αλλά και ζωή (la vie), πάντα εκεί όπου ο συγγραφέας πραγματεύεται την ιδέα του για την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι/της ύπαρξης/της ζωής.
Ισότιμη χρήση λοιπόν τριών όρων, που και στα λεξικά εμφανίζονται καταρχήν συνώνυμοι, για να διαφοροποιηθούν έπειτα υφολογικά, ιδίως το εκ φύσεως αφηρημένο απαρέμφατο «είναι» σε σχέση πρώτα με την ύπαρξη, έπειτα με τη ζωή, αλλά και ως προς το φιλοσοφικό φορτίο τους, όπου πάλι το απαρέμφατο έχει τον πρώτο λόγο.
Αν όμως ο συγγραφέας εναλλάσσει τους τρεις όρους κατά την ανάπτυξη της ίδιας πάντοτε ιδέας, βρισκόμαστε θεωρητικά πριν από οποιαδήποτε διαφοροποίηση. Και τότε γεννιέται το καίριο ερώτημα: για τι πράγμα ακριβώς μιλάει ο συγγραφέας: για κάτι αφηρημένο, όπως υποβάλλει (ιδίως στα ελληνικά!) το απαρέμφατο, ή για κάτι πιο συγκεκριμένο;
Ουσιαστικά, στην αρχή κιόλας του μυθιστορήματος, ολόκληρο το (σύντομο) κεφάλαιο 2 του Α΄ μέρους εξαγγέλλει το κεντρικό θέμα της βαρύτητας/ελαφρότητας της ζωής μας (vie και vies):
«όσο βαρύτερο είναι το φορτίο τόσο πιο κοντά στη γη είναι η ζωή μας (vie), τόσο πιο πραγματική και αληθινή είναι. Αντίθετα, η ολοκληρωτική απουσία του φορτίου κάνει τον άνθρωπο (être humain) να γίνεται πιο ελαφρύς κι απ’ τον αέρα, να πετάει, να ξεμακραίνει από τη γη, από τη γήινη ύπαρξη (être terrestre)…»
Χαρακτηριστική είναι και η ακόλουθη παράγραφος:
«Οι δραματικές καταστάσεις της ζωής (vie) μπορούν πάντα να εκφραστούν με τη μεταφορά της βαρύτητας. Λέμε πως μας έπεσε στους ώμους μας ένα βάρος. […] Αλλά τι ακριβώς της είχε συμβεί της Σαμπίνας; Τίποτα. […] Το δράμα της δεν ήταν το δράμα της βαρύτητας, αλλά της ελαφρότητας. Δεν είχε πέσει κάποιο φορτίο απάνω της, αλλά η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης (être)».
Επίσης: «Η ιστορία είναι το ίδιο ανάλαφρη με τη ζωή (vie) του ανθρώπου, αβάσταχτα ανάλαφρη, ανάλαφρη σαν πούπουλο, σαν μόριο σκόνης που πετά στον αέρα, σαν ένα κάτι που αύριο θα εξαφανιστεί».
Το κλειδί, από μιαν άποψη, βρίσκεται στο σημείο όπου ο Κούντερα παραφράζει τη Γένεση και γράφει πως ο Θεός είδε ότι το είναι (l’être) είναι καλό πράγμα (ότι καλόν), και άρα είναι καλό και να τεκνοποιούμε: έχουμε δηλαδή ξεκάθαρη αναφορά στη δημιουργία της ζωής: όταν λοιπόν ο Θεός δημιούργησε τη ζωή, είδε πως η ζωή είναι καλό πράγμα…, η ζωή και όχι αφηρημένα το «είναι» ή η «ιδιότητα του υπάρχειν», αν μείνουμε σε μιαν αυστηρά φιλοσοφική ανάγνωση του «είναι».
Έτσι κι αλλιώς, όταν φτάσει κανείς μεταφράζοντας να πει ότι «το είναι είναι καλό», μάλλον πρέπει να αναθεωρήσει, να αναζητήσει άλλη λύση. Και η λύση φυσικά πρέπει να βασίζεται στην ερμηνεία την οποία υποβάλλει, ή και επιβάλλει, το ίδιο το κείμενο – ή αλλού ο ίδιος ο συγγραφέας. Ο οποίος, σε μια συνέντευξή του στη Λόις Όππενχαϊμ, αναφερόμενος ειδικά στην «Αβάσταχτη ελαφρότητα», μιλάει για τη βασική «αισθητική παρανόηση» κατά την οποία συγχέεται ο «μυθιστορηματικός στοχασμός» με το «φιλοσοφικό μυθιστόρημα»:
«αυτά που λέω για τον Νίτσε και την αιώνια επιστροφή [σ.σ. και τα οποία συνδέονται, στο ίδιο σημείο μέσα στο βιβλίο, σ. 14, με τον Παρμενίδη και τα «ζεύγη αντιθέτων φως-σκοτάδι, παχύ-λεπτό, θερμό-ψυχρό, είναι-μη είναι»] δεν έχουν καμία σχέση με φιλοσοφικό λόγο· είναι μάλλον διάφορες παραδοξολογίες εξίσου μυθιστορηματικές (που ανταποκρίνονται δηλαδή εξίσου στην ουσία του μυθιστορήματος) με την περιγραφή της δράσης ή μ’ έναν διάλογο».
Οφείλουμε να απομακρυνθούμε δηλαδή από ό,τι μπορεί να προσδίδει αφηρημένο φιλοσοφικό χαρακτήρα στον λόγο του Κούντερα –τουλάχιστον στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Άρα, όχι απαρέμφατο, που μάλιστα θεωρείται πως γέννησε την αφηρημένη σκέψη, ενώ στα γαλλικά, για παράδειγμα, το απαρέμφατο γενικά (εδώ être) ή στα αγγλικά το γερούνδιο (being) είναι ό,τι κοινότερο γραμματικά, ακόμα και στην καθημερινή γλώσσα και στον κοινό, τον κοινότερο λόγο.
Αν χρειάζεται να σταθούμε λίγο εδώ (κυρίως επειδή ειδικά το «είναι» εμφανίζεται ελαφρώς παραπλανητικό, καθώς απαντά και σε καθημερινές εκφράσεις: «αναστατώθηκε όλο μου το είναι» κ.ά.), ας δούμε την αμεσότητα που χάνεται με το απαρέμφατο:
η δύναμη του σιωπάν – η δύναμη της σιωπής· το δώρο του ομιλείν – το δώρο της ομιλίας· η αναγκαιότητα του τρώγειν – η αναγκαιότητα του φαγητού· η δυσκολία του βαδίζειν – η δυσκολία του βαδίσματος· η αναγκαιότητα του πενθείν – η αναγκαιότητα του πένθους κ.ο.κ.
Αν δεν μοιάζει άκυρη η χρήση του απαρεμφάτου στη νέα ελληνική, μοιάζει μάλλον εξεζητημένη, ό,τι πιο αντικουντερικό δηλαδή, και οπωσδήποτε με αφηρημένο φιλοσοφικό χαρακτήρα, ό,τι πιο αντικουντερικό και πάλι, όπως είδαμε παραπάνω.
Μένει η ύπαρξη, ή η ζωή, σύμφωνα με το κλειδί που εντοπίσαμε στο απόσπασμα με τα λόγια από τη Γένεση. Όμως η «ζωή», που θεωρώ πως είναι εντέλει η ακριβέστερη απόδοση, συνιστά ακόμα μεγαλύτερη ανατροπή ως προς τον από δεκαετίες καθιερωμένο τίτλο. Επιλέχτηκε έτσι η ύπαρξη, έπειτα από συζήτηση, όπως ανέφερα, με τον συγγραφέα (ενώ ειδικά στην αναφορά στη Γένεση δόθηκαν σε παράθεση και οι δύο όροι: «ο Θεός είδε ότι η ύπαρξη, η ζωή, είναι καλό πράγμα…»).
Ώστε η αλλαγή, η μικρότερη δυνατή, υπαγορεύεται από το ίδιο το έργο, και είναι η μικρότερη δυνατή, καθώς αφήνει απείραχτο το κυρίως στερεότυπο, την «αβάσταχτη ελαφρότητα», που έχει διαποτίσει και γονιμοποιήσει τον λόγο μας: μια πρόχειρη περιήγηση στο διαδίκτυο μας δίνει πλήθος χρήσεις: η αβάσταχτη ελαφρότητα της επανάληψης· της πίστης· της μετανάστευσης· του ίντερνετ· του καιροσκοπισμού· των πόκεμον· τού να μη νοιάζεσαι· των ντιμπέιτ κτλ.
Δύσκολα πάντα συνηθίζεται, αν συνηθίζεται καν, η αλλαγή ενός καθιερωμένου τίτλου. Όμως ένα κλασικό έργο έχει σίγουρα ζωή πολύ μετά τη δική μας –και μάλιστα με την αβάσταχτη ελαφρότητά της.
(Σημ.: Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε σε πρώιμη μορφή στην «Εφημερίδα των Συντακτών», δεύτερη σχετική επιφυλλίδα, με τίτλο: «Ο Κούντερα, το είναι, η ύπαρξη, η ζωή», 19.11.2016. Μαζί με το πρώτο μέρος αναδημοσιεύτηκε αναθεωρημένο στον συλλογικό τόμο: Maria Papadima (επιμ.), «Πολίτες της Βαβυλωνίας: Οι μεταφραστές και ο λόγος τους», Νήσος, 2021, σ. 321-29. Με νέες προσθήκες, στα υπό έκδοση από τις Εκδόσεις Εστία «Στοιχήματα & Ασκήσεις μνήμης».)