Μονόπετο είναι είδος σακακιού, είναι όμως και ένα από τα καλά σάιτ του ελληνικού Διαδικτύου, το monopeto.gr. Ο υπότιτλός του, Η ιστορία της κλασικής ανδρικής ένδυσης και οι δημιουργοί της περιγράφει με ακρίβεια το περιεχόμενο του Μονόπετου.
Πριν από λίγο καιρό, ο υπεύθυνος του Μονόπετου αναδημοσίευσε στο Τουίτερ ένα παλιότερο άρθρο του, που το βρήκα πολύ ενδιαφέρον και για το δικό μας ιστολόγιο, μια και καταγράφει την ορολογία τη σχετική με το σακάκι. Του ζήτησα την άδεια και το αναδημοσιεύω εδώ, παρόλο που, να πω την αμαρτία μου, λιγοστά σακάκια έχω και δεν συνηθίζω να φοράω.
Το άρθρο βέβαια εξερευνά την ορολογία του σακακιού, αλλά δεν λέει τίποτα γι’ αυτή καθαυτή τη λέξη «σακάκι», διότι το Μονόπετο δεν είναι γλωσσικό ιστολόγιο. Αλλά κι εμείς που είμαστε δεν έχουμε να πούμε και πάρα πολλά, διότι το σακάκι, ως λέξη, έχει περάσει λίγο από τις χαραμάδες των λεξικών.
Φυσικά, όλα τα λεξικά έχουν λήμμα «σακάκι». Για παράδειγμα, το ΜΗΛΝΕΓ γράφει: Είδος κοντού εξωτερικού ενδύματος (επενδύτη) που καλύπτει το πάνω μέρος του σώματος μέχρι και το ύψος των γοφών· παλαιότερα ήταν αποκλειστικά ανδρικό ένδυμα, ενώ σήμερα φοριέται και από τα δύο φύλα· έχει συνήθως πέτο και μακριά μανίκια και κουμπώνει με κουμπιά μπροστά ή σταυρωτά στο πλάι· όταν συνδυάζεται με παντελόνι ή φούστα από ίδιο ύφασμα, αποτελεί μαζί του το κουστούμι ή το ταγέρ αντίστοιχα.
Ενώ το κάπως παλιότερο ΛΚΝ: εξωτερικό ανδρικό ένδυμα με μακριά μανίκια, που κουμπώνει μπροστά και καλύπτει τον κορμό ως τους γοφούς και το οποίο μαζί με παντελόνι από το ίδιο ύφασμα αποτελεί το ανδρικό κουστούμι: Σταυρωτό / μονόπετο ~. Kαλοκαιρινό / χειμωνιάτικο ~. Είχε το ~ του ριγμένο στους ώμους. || γυναικεία ζακέτα που έχει το κόψιμο ανδρικού σακακιού.
Ωστόσο, στην ετυμολογία της λέξης όλα τα λεξικά περιορίζονται στο να αναφέρουν ότι το σακάκι είναι υποκοριστικό της λέξης «σάκος», χωρίς να προσθέτουν τίποτε άλλο. Δεν αμφισβητώ ότι αυτή είναι η προέλευση, αλλά θα είχε ενδιαφέρον να δούμε πώς έγινε η μετατόπιση της σημασίας, και κυρίως πότε.
Πάντως, στην αρχή είναι ο σάκος, λέξη αρχαία, που είναι σημιτικό δάνειο. Στα αρχαία παραδίδονται και οι δυο γραφές, σάκκος και σάκος, γι’ αυτό και σε όλα τα λεξικά σήμερα προτιμούν την απλούστερη γραφή, σάκος, αν και σε παλιότερα κείμενα θα βρείτε και σάκκος, ίσως πλειοψηφικά. Από τα ελληνικά είχαμε το λατινικό saccus, που πέρασε και στις άλλες γλώσσες, παίρνοντας και άλλες σημασίες (πχ το αγγλ. ρήμα sack που σημαίνει και «απολύω» αλλά και «λεηλατώ»!). Αλλά αυτά θα τα γράψουμε, ίσως, κάποιαν άλλη φορά.
Το σακάκι λοιπόν είναι υποκοριστικό του σάκου, αλλά δεν ξέρουμε πότε μπήκε στην ελληνική γλώσσα. Ο Κουμανούδης δεν το καταγράφει, διότι δεν είναι λέξη «πλασθείσα υπό των λογίων», ενώ οι εφημερίδες στην Εθνική Βιβλιοθήκη δεν βοηθάνε και πολύ, διότι ο όρος είχε ήδη μπει στη γλώσσα στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Εδώ βλέπετε ένα απόκομμα από το Σκριπ, όταν ακόμα ήταν σατιρική εφημερίδα, 28/5/1895, ενώ τη λέξη τη βρίσκουμε επίσης σε διαφημιστικές αγγελίες της εποχής -χωρίς κάποια ένδειξη ότι ο όρος ήταν νέος.
Επομένως, πρέπει νομίζω να πάμε κάμποσες δεκαετίες πίσω, τουλάχιστον, για να βρούμε τις πρώτες εμφανίσεις του. Πάντως, το λεξικό του Βυζάντιου, περί τα 1840, έχει σακκί αλλά όχι σακάκι ή σακκάκι. Να πούμε εδώ ότι οι παλιές εφημερίδες, ενώ γράφουν συνήθως «σάκκος», με δύο κάπα, προτιμούν «σακάκι» με ένα κάπα.
Έγραψα όμως πολλά, οπότε θα παραθέσω το άρθρο του Μονόπετου, βάζοντας, σαν ιντερμέδιο, το Πάλιωσε το σακάκι μου του Τσιτσάνη, ένα από τα πολλά τραγούδια με το σακάκι:
Το αλφαβητάρι του σακακιού
Υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ των ανδρών που αγαπούν την κλασική ένδυση και των ραφτών που την υπηρετούν. Ένα χάσμα γλωσσικό. Ξεκινά από το γεγονός ότι στην Ελλάδα ποτέ δεν υπήρξαν περιοδικά ή έστω στήλες στον Τύπο σχετικά με το κοστούμι/σακάκι. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι άντρες έμαθαν τα βασικά από ξενόγλωσσα βιβλία, περιοδικά, ιστοσελίδες και βίντεο -κυρίως στην αγγλική. Οι ράφτες πάλι, όχι: οι γνώσεις τους προήλθαν από τους πατεράδες και τους δασκάλους τους. Έτσι, μπορείτε να φανταστείτε την εικόνα ενός κυρίου να μπαίνει σε ένα παραδοσιακό ραφείο για να φτιάξει το πρώτο του επί παραγγελία σακάκι και να ζητά high armhole και peaked lapels, αφήνοντας τον ράφτη να τον κοιτά με αγνή απορία, αν όχι με θυμό.
Το παρακάτω κείμενο θα αποπειραθεί να γεφυρώσει αυτό το χάσμα, παραθέτοντας την ελληνική μετάφραση των αντίστοιχων αγγλικών όρων.
Καθώς για το παντελόνι έχουμε αναφερθεί αναλυτικά εδώ, σήμερα θα εστιάσουμε αποκλειστικά στο πιο απαιτητικό σακάκι. Ας ξεκινήσουμε από την κορυφή.
COLLAR – ΚΟΛΑΡΟ: Μιλάμε για το μικρό ημικυκλικό κομμάτι υφάσματος, το οποίο βρίσκεται γύρω από τον λαιμό. Το πλάτος του κολάρου καθορίζει σημαντικά το μέγεθος των πέτων. Δεν μπορείς να έχεις ένα σακάκι με φαρδιά πέτα και στενό κολάρο ή το αντίθετο.
GORGE – ΠΟΝΤΑ: Tο σημείο που τελειώνει το κολάρο και αρχίζει το πέτο. Σε ένα μονόπετο σακάκι, η πόντα είναι ανοιχτή, αφήνοντας ένα κενό που δημιουργεί το χαρακτηριστικό «δόντι», ενώ στα σταυρωτά και στα μονόπετα με πέτο σταυρωτού σακάκια (peaked lapels), η πόντα καλύπτεται από τη μύτη του πέτου. Το σημείο τοποθέτησης της πόντας είναι αντικείμενο διαμάχης εδώ και δεκαετίες. Κατά τη «χρυσή εποχή» της κλασικής ανδρικής ένδυσης (1920-1930), η πόντα ήταν σχετικά χαμηλά. Τις δεκαετίες 1980-1990, ο Armani την κατέβασε πολύ πιο κάτω -σχεδόν στο ύψος της τσέπης του στήθους- ενώ στις μέρες μας η πόντα έχει ανέβει πάλι ψηλά, ψηλότερα από ποτέ. Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι κυριολεκτικά αόρατη αφού έχει φτάσει… στους ώμους. Σε ένα επί παραγγελία σακάκι, η τοποθέτηση της πόντας επαφίεται στο γούστο του πελάτη και τις συμβουλές του ράφτη. Στα έτοιμα και στα made-to-measure, στις ορέξεις του κατασκευαστή.
LAPEL – ΠΕΤΟ: Το πέτο του σακακιού είναι ο χαρακτήρας του. Υπάρχουν τα μονόπετα (single breasted with notch lapels), τα σταυρωτά (double breasted) τα μονόπετα με πέτο σταυρωτού (single breasted with peaked lapels) και τα σταυρομονόπετα, τα οποία είναι σταυρωτά αλλά με πέτα μονόπετου. Το κλασικό φάρδος του πέτου είναι οκτώ με δέκα εκατοστά. Βέβαια, στις ημέρες μας παρατηρείται το εξής φαινόμενο: τα έτοιμα σακάκια του εμπορίου έχουν εξαιρετικά στενά πέτα, ενώ οι μεγάλοι ράφτες του εξωτερικού προτείνουν μεγάλα πέτα πάνω από 12 εκατοστά. Όσο πιο μεγάλο το πέτο, τόσο πιο εμφανής η προέλευση του σακακιού. Δηλαδή, αν είναι του εμπορίου ή επί παραγγελία. Περισσότερα για τα χαρακτηριστικά των σακακιών μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
PICK STITCHING – ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΡΑΦΗ-ΚΛΑΠΕΣ: Η εξωτερική ραφή ή «πονταρισιά» είναι οι εμφανείς βελονιές που διακρίνονται στο τέλος των πέτων. Κάποτε ήταν αναγκαία, καθώς κρατούσε την καναβατσότριχα σταθερή στα πέτα. Σήμερα, με την εξέλιξη των υλικών, είναι περισσότερο διακοσμητική και μερικές φορές σημάδι ποιότητας και εργασίας στο χέρι. Το αν είναι χειροποίητη ή όχι η πονταρισιά προδίδεται από τη συμμετρία. Αν οι βελονιές έχουν διαφορετικές αποστάσεις μεταξύ τους είναι από χέρι. Αν έχουν ακριβώς τις ίδιες, από ραπτομηχανή. Το pick stitching όμως, στα αγγλικά σημαίνει και κλάπες. Οι κλάπες είναι οι μικρές βελονιές στην πίσω πλευρά του πέτου οι οποίες, εκτός από το να συγκρατούν το καναβάτσο, προσδίδουν και το τόσο επιθυμητό φυσικό γύρισμα (rolling) του πέτου. Οι κλάπες, αν και μπορούν να γίνουν από κλαπομηχανή, αποτελούν αδιαμφισβήτητη ένδειξη ότι το σακάκι είναι φτιαγμένο με καναβάτσο, η πονταρισιά όχι.
ARMHOLE – ΚΑΒΑΔΟΥΡΑ: Η καβαδούρα είναι το σημείο στο οποίο το μανίκι του σακακιού ράβεται γύρω από τον ώμο και τη μασχάλη, η τρύπα δηλαδή από όπου μπαίνουν τα χέρια μας όταν το φοράμε. Εκεί γίνεται αυτό που οι ράφτες λένε «μανικοκόλληση». Σε ένα επί παραγγελία σακάκι, το μέγεθος και το ύψος της καβαδούρας καθορίζεται από το σώμα του πελάτη. Σε μαζικής παραγωγής σακάκια οι καβαδούρες είναι συνήθως μεγάλες και χαμηλές, ώστε να εξυπηρετούν όσο το δυνατόν περισσότερους σωματότυπους. Οι μεγάλες και χαμηλές καβαδούρες δυσκολεύουν την κίνηση των χεριών, καθώς τραβούν μαζί τους όλο το σακάκι. Θρυλείται ότι ο Fred Astaire χόρευε κατά τη διάρκεια της πρόβας ενός σακακιού για να δει αν οι καβαδούρες του απαιτούν περαιτέρω ρύθμιση, ώστε να μην εμποδίζει το ρούχο την κίνησή του.
SLEEVE BUTTONS/SURGEON CUFFS- ΑΠΕΡΤΟΥΡΑ: Tο σημείο στο τέλος του μανικιού, όπου φιλοξενούνται τα κουμπιά. Ανοιχτή ή λειτουργική λέγεται η απερτούρα της οποίας τα κουμπιά είναι λειτουργικά, δηλαδή κουμπώνουν και ξεκουμπώνουν. Στα περισσότερα έτοιμα σακάκια του εμπορίου η απερτούρα είναι διακοσμητική. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ποιοτικά σακάκια, ακόμη και επί παραγγελία, με διακοσμητική απερτούρα, αλλά και μαζικής παραγωγής πολυεστερικά σακάκια με λειτουργική απερτούρα.
FLAP POCKETS – ΤΣΕΠΕΣ: Μιλάμε για τις κλασικές τσέπες με καπάκι, ένα μικρό κομμάτι υφάσματος δηλαδή που καλύπτει το άνοιγμα της τσέπης. Ο πιο συνηθισμένος τύπος που κυκλοφορεί.
TICKET POCKET – ΤΣΕΠΗ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟΥ: Η τσέπη εισιτηρίου ή «εισπρακτορική», όπως την έλεγαν οι παλαιοί ραφτάδες, είναι ακριβώς αυτό που περιγράφει η ονομασία της: μια μικρή τσέπη, συνήθως με καπάκι, η οποία βρίσκεται πάνω από τη μεγάλη δεξιά τσέπη (ή αριστερή για τους αριστερόχειρες) του σακακιού, με σκοπό να φιλοξενεί το εισιτήριο ενός κυρίου κατά τη διάρκεια της μετακίνησής του, για ευκολότερη πρόσβαση όταν του ζητηθεί από τον εισπράκτορα. Παρότι αρχικά ήταν χαρακτηριστικό πιο σπορ σακακιών, πλέον συναντάται και σε πιο επίσημα σακάκια κοστουμιών.
PATCH POCKET – ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ: Οι ναπολιτάνοι ράφτες τις λένε “pigniatta”, γιατί θυμίζουν κάποια παλιά πήλινα σκεύη μαγειρικής. Στην Ελλάδα τις λέμε απλά εξωτερικές τσέπες και είναι πολύ ταιριαστές σε σπορ σακάκια. Προσοχή μόνο στο τι βάζετε μέσα. Κλειδιά, νομίσματα ή άλλα μεταλλικά αντικείμενα μπορούν να τις χαλάσουν, αλλά και να προκαλέσουν αντιαισθητικά φουσκώματα, τα οποία διαταράσσουν τη γραμμή του σακακιού.
JETTED POCKET – ΦΙΛΕΤΟ: Οι εν λόγω τσέπες απαντώνται σε πιο επίσημα σακάκια. Κυρίως σε dinner jackets και σακάκια για black tie. Είναι ουσιαστικά κλασικές τσέπες, αλλά χωρίς καπάκι. Ιδιαίτερα κομψές, καθώς δεν αλλοιώνουν τη γραμμή του σακακιού. Όλες οι τσέπες με καπάκι μπορούν να γίνουν φιλέτο ή φιλέ, εφόσον «κρύψουμε» το καπάκι μέσα στην τσέπη.
THREE-ROLL-TWO – ΨΕΥΤΟΚΟΥΜΠΟ: Το λατρεμένο από πολλούς χαρακτηριστικό των ναπολιτάνικων κυρίως σακακιών που διαθέτουν τρία κουμπιά, αλλά το πρώτο είναι καθαρά διακοσμητικό και δεν κουμπώνεται ποτέ (όπως και το τελευταίο, φυσικά). Έχει μεν καθιερωθεί με την αγγλική ονομασία, όμως στην Ελλάδα οι ράφτες το λένε απλά «μονόπετο με ψευτόκουμπο».
Και κάπως έτσι, φίλε αναγνώστη, δεν χρειάζεται να… χαθείτε στη μετάφραση με τον ράφτη σου. Αντί να ζητήσεις ένα σακάκι three-roll-two με patch pockets και notch lapels, μπορείς απλά να του πεις ότι θες ένα μονόπετο με ψευτόκουμπο και εξωτερικές τσέπες, και να συνεννοηθείτε σαν άνθρωποι.
Για κοτλέ σακάκι δεν είπαμε, οπότε ας κλείσουμε με αυτό, με τον Λεωνίδα Μπαλάφα.