Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο Κ. Μητσοτάκης ανάγγειλε ότι, στην (πολύ πιθανή, εδώ που τα λέμε) περίπτωση που η Νέα Δημοκρατία σχηματίσει κυβέρνηση μετά τις επικείμενες εκλογές, θα ιδρύσει Υπουργείο Οικογένειας, το οποίο θα έχει ως αντικείμενο την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος. «Στην ουσία, σπάμε το Υπουργείο Εργασίας στα δύο», είπε.
Βέβαια, επειδή στον καιρό μας οι κυβερνήσεις γενικά, αλλά και κατεξοχήν και ειδικότερα η απελθούσα κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη, πολιτεύονται με γνώμονα την επικοινωνία και όχι την ουσία, η εξαγγελία, που μάλιστα έγινε ύστερα από συνάντηση με την Ένωση Πολυτέκνων, μπορεί να είναι απλώς μια προεκλογική κίνηση με σκοπό να σιγουρευτούν οι ψήφοι ενός συντηρητικού τμήματος του εκλογικού σώματος που ίσως δελεάζεται από την άνοδο της υπερσυντηρητικής Νίκης.
Εξάλλου, ήδη υπήρχε ειδικό υφυπουργείο με την ίδια αρμοδιότητα. Στην απελθούσα κυβέρνηση, η Μαρία Συρεγγέλα ήταν υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, αρμόδια για θέματα Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων.
Ωστόσο, η εξαγγελία του Κ. Μητσοτάκη μάς δίνει θέμα για το σημερινό άρθρο: θα λεξιλογήσουμε για την οικογένεια.
Λέγοντας «οικογένεια» εννοούμε, κατά τον ορισμό του ΛΚΝ, «σύνολο προσώπων, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με πολύ στενό συγγενικό δεσμό (ο πατέρας, η μητέρα και τα παιδιά τους) και συνήθως ζουν στην ίδια κατοικία». Αυτός είναι ο κυρίαρχος τύπος οικογένειας του εικοστού αιώνα, γονείς και παιδιά, που λέγεται και «πυρηνική» οικογένεια, σε αντιδιαστολή με τη διευρυμένη οικογένεια των προηγούμενων αιώνων.
Αν ψάξετε σε αρχαία ή μεσαιωνικά κείμενα, δεν θα βρείτε τη λέξη οικογένεια, ή μάλλον δεν θα τη βρείτε με τη σημερινή σημασία. Στην αρχαιότητα, για τη διευρυμένη οικογένεια, έλεγαν «οίκος» ή «γένος, γενεά». Η λέξη «οίκος» δηλαδή δεν σήμαινε μόνο την οικία ή την κινητή και ακίνητη περιουσία ενός νοικοκύρη αλλά και την εκτεταμένη οικογένεια ως κοινωνική και οικονομική μονάδα.
Στα νεότερα χρόνια, τα μεσαιωνικά ας πούμε, η οικογένεια δηλώνεται ως φαμίλια ή φαμελιά, μια λέξη στην οποία θα επανέλθουμε παρακάτω, και που εμφανίζεται ήδη από την ύστερη αρχαιότητα.
Η οικογένεια με τη σημερινή σημασία εμφανίζεται ως λέξη στις αρχές του 19ου αιώνα. Πρόκειται λοιπόν για όρο που φτιάχτηκε από λογίους του 19ου αιώνα, για να αντικατασταθεί η ξενόφερτη φαμίλια/φαμελιά.
Ωστόσο, δεν φτιάχτηκε από το μηδέν. Ο όρος «οικογένεια» εμφανίζεται, έστω και σπάνια, στα ελληνιστικά χρόνια. Είναι παράγωγο της λέξης «οικογενής». Στην αρχαία δουλοκτητική κοινωνία, «οικογενής» ήταν ο δούλος που έχει γεννηθεί μέσα στην οικία, δεν έχει αγοραστεί σε μεγαλύτερη ηλικία. Ήταν συνηθισμένο να υπάρχουν «οικογενείς» δούλοι και υπηρέτες σε ένα εύπορο νοικοκυριό της εποχής.
Οπότε, σε παπύρους των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων εμφανίζεται και ο όρος «οικογένεια» με τη σημασία «ιδιότητα του οικογενούς» και «πιστοποιητικό ότι κάποιος είναι οικογενής, ότι γεννήθηκε στην οικία του κυρίου του». Πρόκειται για σπάνιο όρο με λίγες εμφανίσεις, που βέβαια έπαψε να χρησιμοποιείται με την κατάρρευση της δουλοκτητικής κοινωνίας -αλλά αναστήθηκε και πήρε νέα σημασία με την οποία γνώρισε τεράστια διάδοση, όπως συχνά συμβαίνει στις λέξεις.
Ποιος λόγιος ανάστησε την οικογένεια και της έδωσε τη σημασία της φαμίλιας; Ο Μπαμπινιώτης στηρίζεται στον Κουμανούδη, ο οποίος έχει βρει τη λέξη στον Νικόλαο Πίκκολο το 1819, στον Κοραή το 1821 και σε «έγγραφα Αμοργού» χωρίς χρονολογία. Σημειώνει ο Κουμανούδης: «Αγνοώ πόσον παλαιοτέρα, ως υποθέτω, είναι η λέξις· παρατηρώ μόνον ότι ο Ευγένιος Βούλγαρις, εν τη Φιλοθέω αδολεσχία του (τω 1801) έγραφε συχνά φαμιλίαν«. Στα σχόλιά σας δεν αποκλείω να βρείτε εμφάνιση του όρου παλαιότερη από το 1819.
Πάντως, ο νεολογισμός εδραιώθηκε γρήγορα στην ορολογία του νεοελληνικού κράτους -ήδη από τα χρόνια της Επανάστασης μάλιστα. Στα έγγραφα της εποχής βρίσκουμε αρκετές αναφορές σε «οικογένεια», ας πούμε σε έγγραφο της «Προσωρινής Διοικήσεως» του 1822 ο «Μινίστρος των Εσωτερικών» δίνει άδεια στον βουλευτή Ιωάν. Παπαδιαμαντόπουλο «να στείλει την οικογένειάν του έξω της ελληνικής επικρατείας». Η οικογένεια εδώ νοείται ως διευρυμένη, αφού: «Η οικογένεια αυτού συναριθμείται από γυναίκας, παίδας, υπηρέτας κ.τ.λ. έως δεκαεπτά υποκείμενα». Προσέξτε ότι στο έγγραφο αυτό ο Μινίστρος δεν έχει αντικατασταθεί από τον υπουργό.
Βέβαια, στη λαϊκή γλώσσα η φαμίλια άντεξε έως τις αρχές του εικοστού αιώνα -και ακόμα ακούγεται σε κάποια ειδικά συμφραζόμενα ή επιβιώνουν παράγωγά της.
Η φαμίλια λοιπόν ή φαμελιά είναι δάνειο των ελληνορωμαϊκών χρόνων από το λατινικό familia. Η λατινική λέξη, είναι ενδιαφέρον αυτό, προέρχεται από τον όρο famulus, που σήμαινε «οικιακός υπηρέτης» και αρχικά σήμαινε το σύνολο του υπηρετικού προσωπικού ενός οίκου και στη συνέχεια το σύνολο όσων διαβιούσαν στον ίδιο οίκο, αφεντικά και υπηρέτες μαζί, και τελικά έφτασε να δηλώνει τα πρόσωπα με συγγενική σχέση που ζουν στο ίδιο σπίτι.
Στα ελληνικά περνάει στην ύστερη αρχαιότητα ως «φαμιλία». Τη βρίσκουμε πολλές φορές στις Νεαρές του Ιουστινιανού, π.χ. «Εἴποτε δέ τις διάθηται καί τι πρᾶγμα ἀκίνητον τῇ ἰδίᾳ φαμιλίᾳ». Στη συνέχεια εμφανίζονται οι τύποι φαμελία και φαμελιά και φαμίλια (επίδραση του ιταλικού famiglia).
Η φαμίλια και η φαμελιά είχαν ευρύτατη χρήση και τον 19ο αιώνα και με επέκταση σημασίας κάποτε -ο Παπαδιαμάντης, σε ένα άρθρο του, σημειώνει ότι «ὁ χωρικὸς συστέλλεται νὰ εἴπῃ «ἡ γυναίκα μου», καὶ λέγει «ἡ νοικοκυρά μου, ἡ φαμίλια μου»». Και σε διηγήματά του, χρησιμοποιεί το «φαμίλια» για τη σύζυγο του ήρωα, ας πούμε «Ἤκουον γελῶσαι τοὺς ἀστεϊσμοὺς τοῦ Τριαντάφυλλου, ἐπὶ παρουσίᾳ τῆς φαμίλιας του ―μιᾶς γυναικὸς κοντούλας, ἁπλοϊκῆς, σιωπηλῆς―» («Με τον πεζόβολο», 1907). Βέβαια, η βασική σημασία εξακολουθεί να είναι η οικογένεια -«Απ’ το χωριό κατέβηκα μ’ όλη τη φαμελιά μου», λέει ο «καλός» νοικοκύρης του Βάρναλη.
Τελικά όμως ο θεσμικός όρος, η οικογένεια εννοώ, εύκολα επικράτησε, και πήρε και σημασίες μεταφορικές, π.χ. στη ζωολογία ή στην τυπογραφία, που πολλές από αυτές είναι μεταφραστικά δάνεια από τα famille/family.
Η εξαγγελία για υπουργείο Οικογένειας επικρίθηκε από κάποιους φίλους στα σόσιαλ, επειδή, όπως είπαν «μόνο η Ουγγαρία έχει ανάλογο υπουργείο». Δεν είναι ακριβές αυτό. Η Ουγγαρία δεν έχει, απ’ όσο είδα, υπουργείο Οικογένειας, ενώ αντιθέτως η Γερμανία έχει, αν και όχι αποκλειστικά για την οικογένεια, αφού υπάρχει το Bundesministerium für Familie, Senioren, Frauen und Jugend -(Ομοσπονδιακό) Yπουργείο για τις Οικογένειες, τους Ηλικιωμένους, τις Γυναίκες και τη Νεολαία.
Άλλοι πάλι, ομολογώ κοκκινίζοντας κι εγώ, σκέφτηκαν μήπως το νέο υπουργείο δεν έχει αρμοδιότητα τις οικογένειες γενικώς αλλά την Οικογένεια (μία είναι η Οικογένεια!) η οποία, από την εποχή της φωτογραφίας έχει επεκταθεί περαιτέρω, με αποτέλεσμα ο ανιψιός, ως δήμαρχος Αθηναίων, να βάζει πρόστιμο, μέσα στην προεκλογική περίοδο, στα κόμματα που αντιπολιτεύονται τον θείο του. Μια τέτοια πολυπλόκαμη Οικογένεια ασφαλώς χρειάζεται μια ειδική δομή για να διαχειρίζεται τις δραστηριότητές της, αλλά υπάρχει και ο κ. Γεραπετρίτης.
Πιο σοβαρά, πιστεύω ότι το μέτρο, όπως είπα, είναι μια προεκλογική εξαγγελία που χαϊδεύει τ’ αυτιά του συντηρητικού κοινού. Το δημογραφικό είναι πρόβλημα υπαρκτό και επείγον, αλλά η στόχευση δεν πρέπει να είναι τόσο στους πολύτεκνους όσο στους νέους, που δυσκολεύονται να φύγουν από το παιδικό δωμάτιο, να φτιάξουν οικογένεια και να κάνουν παιδιά -μάλλον, να κάνουν παιδί. Επίσης, πρέπει να το χωνέψουμε ότι τα μέτρα για την αύξηση των γεννήσεων δεν αρκούν, χρειάζεται μελετημένη και συντονισμένη πολιτική εισδοχής μεταναστών -και στην Ελλάδα και σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Και, μια και μιλάμε για Ευρώπη, υπάρχει και η άλλη παράμετρος. Όσο το ελληνικό κράτος συνεχίζει να έχει τα σημερινά χάλια, όσο οι μισθοί εξακολουθούν να είναι μικρό κλάσμα των (δυτικο)ευρωπαϊκών και όσο η επαγγελματική ανέλιξη εξαρτάται από τις καλές σχέσεις με την Οικογένεια, κάθε μέτρο αντιμετώπισης του δημογραφικού θα θυμίζει τις προσπάθειες των Δαναΐδων. Επιδοτώντας τις γεννήσεις και μόνο, λύνουμε το δημογραφικό πρόβλημα της Γερμανίας, όχι της Ελλάδας.