Θα παρουσιάσω σήμερα έναν ξεχασμένο σατιρικό ποιητή, τον Β. Μανή. Τότε που ξεφύλλιζα το περιοδικό Μπουκέτο είχα βρει αποσπάσματα από το ποίημά του Ο ψευτοπόλεμος, με θέμα τον «ατυχή» πόλεμο του 1897, που μου άρεσαν πολύ. Βρήκα το σύνολο αυτού του εκτενούς ποιήματος σε μιαν έκδοση της Λέσχης (1994) σε φιλολογική επιμέλεια του Γ.Π.Σαββίδη, ένα βιβλίο εξαντλημένο σήμερα. Όλο έλεγα να την παρουσιάσω εδώ κι όλο το ανάβαλλα. Πέρυσι ο φίλος Δημήτρης Κανελλόπουλος, εκδότης του Οροπέδιου, μου χάρισε μια δική του έκδοση, στην οποία ο Θωμάς Στεργιόπουλος παρουσιάζει όχι μόνο τον «Ψευτοπόλεμο», αλλά και ολόκληρο το έργο και τη ζωή του Μανή -και αυτήν παρουσιάζω σήμερα εδώ. Στο εξώφυλλο βλέπουμε τη φωτογραφία του Μανή, με τη στολή του στρατιωτικού γιατρού.
Την περισσότερη από την έρευνα την είχε κάνει ήδη ο Σαββίδης, ο οποίος στο δικό του βιβλίο παρουσιάζει ολόκληρο τον Ψευτοπόλεμο και μια μικρή επιλογή από άλλα σατιρικά του Β. Μανή. Ο Στεργιόπουλος, που αξίζει προσοχή και για το δικό του λογοτεχνικό έργο, αναγνωρίζει επανειλημμένα τον καθοριστικό ρόλο του Σαββίδη (άλλωστε το βιβλίο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του), προσθέτει δε στο δικό του βιβλίο ορισμένα άρθρα εφημερίδων της εποχής που βιογραφούν τον Μανή, ενώ επίσης δημοσιεύει πολύ περισσότερα από τα άλλα σατιρικά ποιήματα του Μανή (όπως λέει στην εισαγωγή του, επέλεξε 56 ποιήματα).
Με βάση την έρευνα, ο Μανής λεγόταν Βασίλειος Σπυρ. Καζινιέρης, γεννήθηκε δε στις 3.9.1876 στην τουρκοκρατούμενη Κόνιτσα. Κατέβηκε στην Αθήνα όπου σπούδασε Ιατρική ενώ παράλληλα δημοσίευσε σατιρικά ποιήματα σε εφημερίδες και περιοδικά, υπογράφοντας με το ψευδώνυμο Μανής ή Β. Μανής. Το 1903 κατατάχθηκε ανθυπίατρος και ακολούθησε στρατιωτική σταδιοδρομία, με συμμετοχή στους Βαλκανικούς πολέμους και στις επιχειρήσεις του 1916-19, φτάνοντας στον βαθμό του επίατρου. Αυτοκτόνησε στις 17 Ιουνίου 1919 στη Μικρά Ασία, για λόγους που, κατά την εικασία του Σαββίδη, έχουν σχέση με την «πρώτη ελληνική υποχώρηση και τις σφαγές στο Αϊδίνι».
Ο ψευτοπόλεμος, που θα τον παρουσιάσουμε εδώ, είναι ένα εκτενές σατιρικό ποίημα για τον πόλεμο του 1897. Εκτείνεται σε 1578 στίχους (και σε 10 μέρη μαζί με το προοίμιο), με ανισομερή κατανομή και ποικίλη δομή. Σε αυτό, ο σατιρικός ποιητής ξεδιπλώνει εντυπωσιακά το ταλέντο του. Νομίζω ότι στέκεται στο ύψος του Σουρή (ο οποίος, όπως θα ξέρετε ίσως, έγραψε κι αυτός καυστικούς στίχους για τον πόλεμο του 1897).
Θα παρουσιάσω μια μικρή επιλογή από το έργο αυτό. Μετά θα γράψω κάποιες σκέψεις για τον Μανή και το έργο του. Σημειώνω ότι έχω σκανάρει σελίδες από την έκδοση του Σαββίδη και όχι από την έκδοση του Στεργιόπουλου, επειδή η πρώτη είναι σε μονοτονικό και βολεύει περισσότερο.
Στην αρχή, ο ποιητής αφηγείται τα προεόρτια του πολέμου και ιδίως το κρητικό ζήτημα.
Στο Β’ μέρος, που είναι και με διαφορά το εκτενέστερο, περιγράφεται το υπέρ του πολέμου κλίμα στην Αθήνα:
Β’
Ο Πόλεμος, ο πόλεμος, που θα με παλαβώσει,
κι ας έλθει νυν ο Σαβαώθ, κουράγιο να μου δώσει.
Πόλεμο γύρευαν σωστόν τα εξημμένα πλήθη,
και των Θηβών ο ψεύτικος για τούτον ανεβλήθη.
Ο Πόλεμος το ζήτημα της κάθε μιας κουβέντας,
και τραγουδούσαν έφεδροι με τους απαλλαγέντας:
«Στα σύνορα θα πάμε να πολεμήσουμε.»
τους παλιοτουρκαλάδες να τους τσακίσουμε.»
Και με το «Ζήτ’ ο πόλεμος!» η κάθε βίδα στρίβει,
κι όσοι βαριούνται να το λεν, το γράφουν με μολύβι,
με κάρβουνο, με γύψο, μ’ ασβέστη, και μελάνι,
στις μάντρες, στ’ αγκωνάρια,
στους τοίχους, στα φανάρια,
κι όπου καθένας φθάνει.
Σε σχολεία, σ’ εκκλησίας,
και στην κάθε μια μεριά,
και στη φούρια τους την τόση
και εις της Δενδροστοιχίας
τα καθίσματα καμπόσοι
το σκαλίζουν με σουγιά.
Και πήραν φόρα των Ρωμιών οι ξεστριμμένες βίδες,
κι έγραφαν άρθρα-θούρια και οι εφημερίδες,
όσες δε για τον πόλεμο δεν έγραφαν καθόλου,
αυτές δεν είχαν πέραση και πάν’ κατά διαβόλου.
Κι αρχίσαν αι πολεμικαί παρασκευαί με φούρια,
οι δε Ρωμιοί τρελάθηκαν μ’ αυτά τα νταβατούρια,
κι οι υπουργοί ευρίσκοντο σ’ αδιάκοπες σκοτούρες,
κι εγύριζαν σαν σβούρες.
Ώς το πρωί ειργάζοντο σχεδόν τα υπουργεία,
πλείστων γραφέων έπαθε για τούτο η υγεία,
ουδέ μπορούσε πια κανείς παράπονο να κάμει
πως παίρναν το μηνιάτικο καθώς και πριν χαράμι.
Και πάμπολλοι ξεφύτρωσαν προμηθευταί φαγάδες,
και το Κουβέρνο αφειδώς εμοίραζε παράδες,
πολλοί κάμαν την τύχη τους με τας παραγγελίας,
και ήταν το Ρωμέικο σαν γη επαγγελίας.
Και ήρχοντο με υλικά πολέμου φορτωμένα
βαπόρια ολοένα,
κι εφόδια πολεμικά στα Σύνορα εστέλλοντο,
και κάθε τόσο χαρωπές ειδήσεις ανηγγέλλοντο,
πως νηστικοί στα Σύνορα οι Τουρκαλάδες μένουν,
κι από την πείνα διαρκώς νιζάμηδες πεθαίνουν.
Κι εμείς εδώ χαλούσαμε τον κόσμο στις φωνές,
κι εβούιζε κι ετράνταζε ο κάθε καφενές.
Ώσπου κι ο Δεληγιάννης μ΄αυτά ερυμουλκήθη
και μία ηλικία εφέδρων προσεκλήθη.
[Μετά ο ποιητής αφηγείται τον ρόλο της Εθνικής Εταιρείας, που ξεσήκωνε τον λαό για τον πόλεμο, και πώς «γελάστηκε στο τέλος» και έγινε μέλος της. Περιγράφει πώς ήρθαν φιλέλληνες Γαριβαλδινοί, πώς κατατάχτηκε ο ίδιος εθελοντής και πήγε στη Λάρισα. Στο Γ’ μέρος βρίσκεται στη Λάρισα, στο επιτελείο:]
Μες στην κουζίνα κάθομαι και χήνες καθαρίζω,
κι όταν δεν έχουμε δουλειά στους δρόμους τριγυρίζω,
κι εδώ μεγάλο ρεμπελιό κι εδώ πολέμου μένος,
κι εγύριζε σαν αστακός καθένας οπλισμένος.
[…]
Δεν υπάρχει πειθαρχία
ρεμπελιό και αναρχία,
που σου στρίβει το τσερβέλο,
όλοι είναι ένα κόμμα,
και πολλοί φορούν ακόμα
και το ψάθινο καπέλο.
Εγώ δε που στων Επιτελών βρισκόμουν τις κουζίνες,
κι είχα το μέγα το προσόν να καθαρίζω χήνες,
δεν έκανα νισάφι
κι ούτε καλέμι ουλεμά τις τρέλες μου δεν γράφει. [Θα αναγνωρίσατε ίσως την παράφραση του στίχου του Καρασεβνταλή του Ορφανίδη]
[Όταν όμως αρχίζει για τα καλά ο πόλεμος, ο ελληνικός στρατός υποχωρεί]
Δ΄
Τ’ άλογο! Τ’ άλογο! Επιτελάρχη,
τρέξε μονάχος σου μέσα στ’ αχούρι,
τ’ άλογο! τ’ άλογο! κι αν δεν υπάρχει,
μουλάρι φέρε μας, φέρε γαϊδούρι.
Τουρκιά! μας πλάκωσε σαν το μερμήγκι,
σαν αίμα έρχεται πυκνό το φέσι,
με πιάνουν Γκέκηδες απ’ το λαρύγγι,
παιδιά, σχωράτε με! και Θεός σχωρέσοι!
Από τον ίδρωτα σαν βρύση στάζω,
χίλιοι νιζάμηδες, μ’ έχουν στη μέση,
μου λένε Τούρκικα να κουβεντιάζω,
και στο κεφάλι μού βάζουν φέσι!
Νά! ο Ετέμ-Πασάς, νά ’τος! ζυγώνει,
ρίχνει το χέρι του και με γραπώνει,
φωτιά το μάτι του, φωτιά κι η όψη,
πιάσ’ τον Θεούλη μου, να μη μας κόψει!
Τ’ άλογο ! τ’ άλογο ! Επιτελάρχη,
φέρτε το γρήγορα γιατί θα σβήσω,
τ’ άλογο! τ’ άλογο! κι αν δεν υπάρχει,
σκύψε το σβέρκο σου να καβαλήσω!»
Έτσι για τ’ άλογα φωνάζαν όλοι,
οι Αρχιστράτηγοι κι οι Στρατηγοί,
μ’ αυτά λογάριαζαν να παν στην Πόλη,
και τώρα τα ’θελαν για τη φυγή !
Εμπρός του φέρνανε καμαρωμένο,
δύο Ταξίαρχοι όλο χαρά,
άτι κατάμαυρο, καλοθρεμμένο,
πρώτο στο τρέξιμο, το λεν «Καρά».
Αφρίζει τ’ άλογο στην τόση χάβρα,
ολόρθ’ η χαίτη του και η ουρά του,
βγάζαν οι μύτες του φωτιά και λάβρα,
και καβαλίνες τα πισινά του.
Τρέχει, τ’ αρπάζει ο Στρατηγός
και καβαλάει σ’ αυτό γοργός.
Χτυπά το άλογο με τα σπιρούνια,
αλλ’ οίμοι! τ’ άλογο πίσω δεν πάει,
τεντώνει διάπλατα τα δυο ρουθούνια,
και προς τα Σύνορα ψηλά κοιτάει.
[…]
[Τελικά φτάνουν στα Φάρσαλα]
Ε’
Φάρσαλα! Φάρσαλα! πολλοί φωνάζουν σαστισμένοι,
και μπαίνουμε στα Φάρσαλα καταλαχανιασμένοι,
ξιπόλητοι, ξεβράκωτοι, ξεσκούφωτοι, γυμνοί,
διψώντες, θεονήστικοι, κι ως τσίροι αχαμνοί, |
κι ενός Συνταγματάρχου μας φορώντας το καπέλο,
Συνταγματάρχης έφθασα κι εγώ χωρίς να θέλω.
Ο των Φαρσάλων Δήμαρχος, σαν να ’ξερε κι αυτός,
πως είναι ενδεχόμενον ο φοβερός στρατός,
υποχωρών και τρέχοντας, στα Φάρσαλα να φθάσει,
προ ημερών το σπίτι του το είχεν ετοιμάσει,
κι εκάλεσε τους Στρατηγούς και το Επιτελείον,
και έγινε το σπίτι του αμέσως Αρχηγείον.
Εδώ δε οι Επιτελείς, μετά χαράς απείρου,
την άλλην υποχώρηση μαθαίνουν, της Ηπείρου.
Πέντε ημέρες πέρασαν, κι ακόμα πότε-πότε
ήρχοντο στο Στρατόπεδο χαμένοι στρατιώται,
την έκτη, το πρωί-πρωί, εις την γραμμή σταθήκαμε,
κι εγένετο αρίθμησις, κι όλοι σωστοί βρεθήκαμε,
μετρήθηκαν κι οι χήνες,
κι ήταν σωστές κι εκείνες.
[…]
ΣΤ’ [Ανασύνταξη στον Δομοκό]
Στο Δομοκό το φοβερό φουσάτο συγκεντρούται,
και βγαίνει μια προκήρυξις θερμή του Διαδόχου,
και του Στρατού το ηθικόν μ’ αυτήν αναπτερούται,
αλλ’ οίμοι! τώρ’ αρχίσανε τα βάσανα του λόχου.
Ύστερ’ από το τρέξιμο και τας υποχωρήσεις,
σε τέτοια χάλια φθάσαμε, που ήταν να μας φτύσεις.
Πάν’ οι της κουζίνας χρόνοι,
τώρα βάσανα και πόνοι,
οϊμέ! στη διμοιρία,
σκάβω στα προχώματα,
κουβαλάω χώματα
και ψοφώ στην αγγαρεία.
Εις το Αρχηγείο χήνα,
και ζωή και ψόφια κότα,
και στις διμοιρίες πείνα,
που μας βρώμησαν τα χνότα,
και γινήκαν οι φαντάροι,
σαν να είναι μπακαλιάροι.
Πού να δούμε καραβάνα!…
παξιμάδι κουραμάνα,
που μας σπάει τη μασέλα,
ο κυρ Λοχαγός μας δίδει,
για προσφάι δε κρεμμύδι,
και καμιά φορά σαρδέλα!
Πού μανδύαι να ντυθούμε,
πού σκηνές να κοιμηθούμε!
όλα στης φυγής τη φόρα,
τ’ άφησαν για την πατρίδα,
και οι Τούρκοι τά ’χουν τώρα,
και ξαπλώνουν την αρίδα!
Βρέχει, βρέχει και χιονίζει!
κι ο φαντάρος τουρτουρίζει,
κι όλο τρέμει σαν το ψάρι,
κι έχει στρώμα το βουνό,
σκέπασμα τον ουρανό,
και τις πέτρες μαξιλάρι.
Μες στα τόσα μας σεκλέτια,
για γυμνάσια και τέτοια,
πώποτε δεν το κουνούμε,
μοναχά με τη λιακάδα,
βγαίνουμε εις την αράδα,
και τις ψείρες κυνηγούμε!
[…]
Ζ’
Στας Θερμοπύλας άρχισαν οι ίδιες φασαρίες,
υπόνομοι, προχώματα, κακό και αγγαρείες.
Ενταύθα πλέον, βαρεθείς την τόση τη σκοτούρα,
μ’ άλλους εξήντα μια βραδιά το έκοψα κουμπούρα,
και δίδων πέντε φάσκελα στον Άρη των πολέμων,
εις τας Αθήνας έφθασα επί πτερών ανέμων.
Η’
Ακόμα η πολεμική βασίλευε παλάβρα,
κι υπήρχον φιλοπόλεμοι, όλο φωτιά και λάβρα,
π’ ακόμα για τον πόλεμο κατάρτιζαν κουβέντες,
και άφριζαν και λύσσαζαν για τους Απαλλαγέντες.
Και της Ευρώπης έβριζαν φρικτά τους Βασιλείς,
και καρμανιόλες έστηναν για τους Επιτελείς,
πλείστοι δε τριγυρίζανε κι απ’ έξω στο Παλάτι,
αλλ’ έγινεν ανακωχή και ’σύχασαν κομμάτι.
Ως ότου πλέον έγινε κι οριστική ειρήνη
κι ησύχασε δια παντός η ψωρορωμιοσύνη.
Εντεύθεν η καταστροφή του δράματος αρχίζει,
κι ο Στόλος μας ο ένδοξος στο Ναύσταθμο γυρίζει,
και με τας δάφνας, πο’δρεψε στα τόσα του ταξίδια,
επήγε στην Κρεμμυδαρού, ν’ αναπαυθεί στα μύδια.
Κοντά μ’ αυτά και ο Στρατός ησύχως διελύθη,
και πήγαν στας εστίας των τα των εφέδρων πλήθη.
Και των Συνόρων έγινεν η νεωτέρα μείωσις,
εδόθη δε εις την Τουρκιά και η αποζημίωσις.
Έγινεν κι η ανταλλαγή μ’ αυτά των αιχμαλώτων,
και ούτως επανήλθομεν στο καθεστώς το πρώτον.
Και των Ρωμιών ο τράχηλος, που τόσην φήμην χαίρει,
και δεν μπορεί, ως ξεύρετε, ζυγόν να υποφέρει,
εδέχθη και τον Έλεγχον χωρίς πολλή μουρμούρα,
και με τους ξένους ελεγκτάς τα βρήκαμε σα σκούρα,
και θέσεις έκοψαν πολλάς, κι αρχίσαν κοπετοί,
και παυσανίαι δάκρυσαν με σταυρωμένας χείρας, [Παυσανίας: Ο δημόσιος υπάλληλος που παύθηκε, συνήθως ύστερα από αλλαγή της κυβέρνησης]
κι ως κι η Ραχήλ εν τη Ραμά, εθρήνησε κι αυτή,
γιατί της πάψαν τα παιδιά κι αυτής της κακομοίρας.
Κι αποκαλύψεις φοβεραί περί στρατού εγένοντο,
και βγήκαν κλέφτες Λοχαγοί, και Στρατηγοί δειλοί,
και οι Ρωμιοί εμαίνοντο,
κι έγινε λόγος αρκετός γι’ αυτούς και στη Βουλή.
Με τας ευθύνας έγιναν τρικούβερτοι καβγάδες,
κι επιτροπές ξεφύτρωσαν διά τας ανακρίσεις,
και γαλονάδες δίκαζαν τους άλλους γαλονάδες,
και δίκαι τότε άρχισαν, που ήταν ν’ απορήσεις,
φταίω ’γώ, μα φταις και συ,
κι ο καθένας μας το ξέρει,
έλα να γενούμε ταίρι,
μόνοι μας ν’ αθωωθούμε,
και σαν πρώτα να φορούμε,
τη στολή μας τη χρυσή !
Και ούτω διεξήχθησαν κι αι δίκαι των πταισάντων,
ώς ότου, τέλος πάντων,
καθώς συμβαίνει πάντοτε προ χρόνων εν Ελλάδι,
εβγήκαν όλοι λάδι.
[…]
Εδώ τελειώνει η ανθολόγηση που έκανα από τον Ψευτοπόλεμο του Μανή. Νομίζω ότι είναι πολύ αξιόλογο σατιρικό στιχούργημα, ιδίως αν ο ποιητής ήταν μόλις 22 χρονών το 1898 που κυκλοφόρησε η σάτιρά του.
Ο Στεργιόπουλος συμπληρώνει την έκδοση με 56 σατιρικά ποιήματα του Μανή δημοσιευμένα από το 1892 έως το 1900. Μετά τα ίχνη του ποιητή Μανή χάνονται. Επίσης, ο Στεργιόπουλος βρήκε και παρουσιάζει ένα άρθρο του Ζαχ. Παπαντωνίου για τον Μανή, όπου μαθαίνουμε ότι ο ποιητής ήταν μικρόσωμος και έμοιαζε ανήλικος, ενώ ήταν 25 χρονών, και ότι είχε εβραϊκή καταγωγή, γι’ αυτό και τον φώναζαν κάποιοι Αβραμίκο.
Προσθήκη: Οι τρεις επόμενες παράγραφοι δεν ισχύουν πλέον, εφόσον η ταύτιση Μανή με Καζινιέρη έγινε ήδη στο Σκριπ το 1898, βλ. σχόλιο 22.
Προσωπικά έχω ακόμα κάποιον ενδοιασμό για την ταύτιση του σατιρικού ποιητή Μανή με τον στρατιωτικό γιατρό Βασίλη Καζινιέρη (1876-1919) από την Κόνιτσα. Όχι επειδή ο Καζινιέρης θα ήταν 16 χρονών όταν άρχισε να δημοσιεύει και 22 μόνο όταν έγραψε τον Ψευτοπόλεμο -υπάρχουν και πρώιμα ταλέντα. Ούτε επειδή ο ποιητής Μανής εξαφανίζεται μετά το 1900, διότι μπορούμε να υποθέσουμε πως όταν έγινε γιατρός και ιδίως όταν κατατάχτηκε στον στρατό σταμάτησε τα νεανικά αμαρτήματα.
Αυτό που με κάνει να διατηρώ κάποιον ενδοιασμό είναι ότι η μοναδική ταύτιση του ψευδωνυμου Μανή με τον Β. Καζινιέρη προέρχεται από τον Κυριάκο Ντελόπουλο και το βιβλίο του για τα νεοελληνικά ψευδώνυμα, όπου δίνεται χωρίς καμιά τεκμηρίωση. Ο Ντελόπουλος έκανε πολλή δουλειά και καλή δουλειά, αλλ’ αλάνθαστος δεν ήταν –είδαμε πριν από λίγο καιρό ότι είχε λάθος (συγγνωστό απόλυτα) στην ταύτιση του ψευδώνυμου Κ. Βάφη με τον Καρβούνη. Από την άλλη, αν ισχύει η πληροφορία του Παπαντωνίου πως ο Μανής/Καζινιέρης ήταν εβραίος, πώς ταιριάζει αυτό με το ότι λεγόταν Βασίλης;
Θα μπορούσε βέβαια να είναι λάθος η πληροφορία του Παπαντωνίου ή να έχει προγόνους βαφτισμένους Εβραίους ο Καζινιέρης. Ίσως κι εγώ να το ψιλολογάω, και πάντως 100τόσα χρόνια μετά είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί κάποια θετική διάψευση ή επιβεβαίωση.
Μένει όμως το δημοσιευμένο έργο του Β. Μανή -που αξίζει να το ξαναδιαβάσουμε.