Βασιλική Ηλιοπούλου, Το αθώο, Πόλις, Αθήνα 2023.
Στην οθόνη της τηλεόρασης οι ιθαγενείς με το ζώο απομακρύνονταν, έμπαιναν στο δάσος, και η Εύα ήξερε τώρα ότι αυτή ήταν η τελευταία εικόνα της αρκούδας ζωντανής. Και προσπάθησε να αποτυπώσει στο μυαλό της και την παραμικρή κίνηση του ζώου, το βήμα του, έτσι που να μην το ξεχάσει, γιατί θεώρησε τον εαυτό της μοναδικό μάρτυρα της τελευταίας εικόνας της αρκούδας ζωντανής. Και σκέφτηκε πως αυτό είχε πολύ μεγάλη σημασία, δεν ήξερε ακριβώς γιατί και σε τι θα χρησίμευε κι ούτε περίμενε πως θα ζητούσε κανείς ποτέ τη δική της μαρτυρία, όμως ήταν σίγουρη πως είχε πολύ μεγάλη σημασία, γι’ αυτό και είπε μέσα της: Ορκίζομαι ότι ήμουν εκεί και το είδα. Έπειτα σκέφτηκε πως δεν ήταν στ’ αλήθεια εκεί, και διόρθωσε: Ορκίζομαι ότι το είδα. (σελ.10)
Στο νέο της μυθιστόρημα με τίτλο Το αθώο, η Βασιλική Ηλιοπούλου συνθέτει μια ενδιαφέρουσα ιστορία αντλώντας στοιχεία πλοκής από το αστυνομικό μυθιστόρημα, ενώ παράλληλα κινείται όχι μόνο στη θεματική του κοινωνικού προβληματισμού (συνήθης σε έργα αστυνομικής λογοτεχνίας) όσο –κυρίως– σε θεματικές που διαχρονικά απασχολούν τη λογοτεχνική παραγωγή όπως η αέναη σύγκρουση καλού-κακού, η μοίρα, η βούληση, τα όρια ανάμεσα στο ανθρώπινο και το θηριώδες, η ανάγκη για εξιλέωση. Μέσα από την ιστορία της Εύας τίθενται ζητήματα όπως η καταπίεση των σεξουαλικών ενστίκτων, η παιδική κακοποίηση, η υποκρισία, η επιλεκτική αποσιώπηση και η στοχοποίηση των «διαφορετικών» από τις τοπικές κοινωνίες. Ιδιαίτερα η δυσανεξία στην ετερότητα και η βίαιη συμπεριφορά έναντι των ευάλωτων («Η φύση είναι σοφή. Ξεφορτώνεται στα γρήγορα τα αδύναμα και τα άχρηστα. Η φύση ξέρει τι κάνει. Αλλά ο άνθρωπος έχει απομακρυνθεί από τη φύση. Ο άνθρωπος είναι μια παραφωνία», σελ. 291), αποτελούν τον καμβά πάνω στον οποίο υφαίνονται τα πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης του μυθιστορήματος. Η αφήγηση ξεκινά με μια εντυπωσιακή σκηνή επικείμενης θανάτωσης αρκούδας, νικημένης από τον άνθρωπο. Το θηρίο, αδύναμο πλέον, σέρνει το πόδι του, παραπατά, γίνεται θέαμα για τους νικητές καθώς υπακούει στον νόμο του ισχυρού. Η εναρκτήρια αυτή σκηνή αναπόφευκτα θέτει, συνειρμικά, ερωτήματα για το δίκαιο του ισχυρότερου και στις πολιτισμένες ανθρώπινες κοινωνίες.
Η Εύα, η πρωταγωνίστρια, στιγματισμένη ως «άτομο πι γιώτα» (σελ. 149), δηλαδή με περιορισμένες ικανότητες, έχει βιώσει τραγικές οικογενειακές απώλειες αλλά και συνθήκες εγκλεισμού σε ίδρυμα παιδικής προστασίας. «Μπερδεμένη, ανίσχυρη και αθώα» (σελ. 9), όπως και η μικρότερη αδελφή της Ειρήνη, θα επιστρέψει μετά τον θάνατο του συζύγου της στο νησί, ώστε να μπορέσει να εξακριβώσει τις συνθήκες εξαφάνισης της μικρής Ειρήνης, παιδιού «διαφορετικού» ως προς την εμφάνιση και τη νοητική εξέλιξη. Ο κύριος χώρος δράσης, ένας αναπτυσσόμενος οικοδομικά τουριστικός προορισμός στους θερινούς μήνες, περιγράφεται με έντονα τα χαρακτηριστικά της δυστοπίας, καθώς στις ακτές του ξεβράζονται διαρκώς νεκρά θαλασσοπούλια. Το Αιγαίο εδώ δεν είναι το φωτεινό βίωμα του Ελύτη αλλά ένας τόπος οριακός, καθώς περιβάλλεται από θάλασσα που τους χειμερινούς μήνες υποβάλλει περισσότερο το αίσθημα της απομόνωσης και της ανασφάλειας εντείνοντας ένα διαρκές αίσθημα εγκλεισμού.
Οι οιωνοί συνεχείς ήδη από το εξώφυλλο. Σταδιακά εξυφαίνεται το μυστήριο της εξαφάνισης της Ειρήνης με σαφείς νύξεις για την ύπαρξη άγους που παραμένει, ενώ οι εναγείς, ταραγμένοι από την επανεμφάνιση της Εύας και τα ερωτήματά της, επιχειρούν να αποτρέψουν την απόδοση δικαιοσύνης. Τα νεκρά θαλασσοπούλια στις ακτές και τα νυχτερινά κρωξίματα των γλάρων δημιουργούν ένα ιδιαίτερα εφιαλτικό σκηνικό που συμπληρώνεται από τις πτήσεις των κορακιών στην ενδοχώρα. Ό,τι συμβολίζει την ελεύθερη πτήση συνδέεται με εικόνες βίαιης πτώσης, ενώ ό,τι προοιωνίζεται τον θάνατο υπερίπταται, όπως τα κοράκια στους πίνακες του Vincent van Gogh. Πλάσματα που κινούνται στον ίδιο νησιωτικό χώρο είναι και τα ανθρώπινα «Άλμπατρος» (για να θυμηθούμε το γνωστό ποίημα του Baudelaire), δηλαδή σακατεμένες υπάρξεις, με «μοίρα καμένη» που έχουν χάσει τον βηματισμό τους και προκαλούν τη χλεύη των ισχυρών. Αποσυνάγωγοι, νάνοι, άνθρωποι ΑμεΑ που συμβιώνουν με «φυσιο-λογικούς» ανθρώπους. Ακόμα και τα παιδιά αντιγράφουν τις θηριώδεις συμπεριφορές των ενηλίκων έναντι όποιου πλάσματος διασαλεύει την επίπλαστη κανονικότητα της κοινότητας.
Η Βασιλική Ηλιοπούλου εστιάζει την προσοχή της στις δαιδαλώδεις διαδρομές της έκκεντρης σκέψης της ηρωίδας της. Το σκηνικό, το οποίο σταδιακά και με ιδιαίτερη επιμέλεια κατασκευάζει, παραπέμπει σε ταινίες του Φελίνι. Ένας αλλόκοτος κόσμος, γκροτέσκο, με έντονο το καρναβαλικό στοιχείο, ιδίως όπου εμπλέκονται οι αρχές (δήμαρχος, παράγοντες) αλλά και σκηνές με χαρτορίχτρες ή μνήμες από ακροβατικά νούμερα κάποιου τσίρκου όπου ο άνθρωπος-πουλί κάνει ακροβατικά χωρίς να διαφαίνεται δίχτυ ασφαλείας σε ενδεχόμενη πτώση του. Μόνο που στο τσίρκο υπάρχει δίχτυ ασφαλείας, ενώ στην πραγματική ζωή απουσιάζει. Στο μυαλό της Εύας, παρελθόν, παρόν και φαντασιακός χρόνος συγχωνεύονται, ενώ και οι συνομιλίες της, σε τοπικό ιδίωμα, με ένα μωσαϊκό χαρακτήρων, αποκαλύπτουν σταδιακά τόσο την προσωπική της ιδιαιτερότητα όσο και τον ιστό που έχει υφάνει γύρω της η κοινότητα. Μια κοινότητα που σωπαίνει εκκωφαντικά για να καλύψει με τη σιωπή της τις κραυγές όσων βιώνουν τη βία και τον στιγματισμό. Επιδερμικές σχέσεις, βλέμματα κρυμμένα πίσω από κλειστά παράθυρα, νύξεις και επικριτικά σχόλια συνιστούν ένα περίκλειστο κοινωνικό πλαίσιο, έναν ακόμη εγκλεισμό, χαρακτηριστικό της ελληνικής επαρχίας που παρά την ύπαρξη του διαδικτύου (ενδιαφέρουσα η σκηνή του διαδικτυακού αρραβώνα της Ίνκα, της οικονομικής μετανάστριας από την Γεωργία), των μεταναστευτικών ροών και του τουρισμού, παραμένει στάσιμη όσον αφορά νοοτροπίες και συμπεριφορές. Κάθε συνάντηση της Εύας είναι μέρος μιας μεγάλης παρέλασης προσώπων που τα συναντά στην προσπάθειά της να βρει απαντήσεις για όσα συνέβησαν στην παιδική της ηλικία και αφορούν την τύχη της αδελφής της καθώς έχει επιλέξει την απώθηση για όσα συνέβησαν στην ίδια. Κυρίαρχη θέση σε όλο αυτό το ασφυκτικό κοινωνικό περιβάλλον έχουν η αποξένωση και η πνευματική σύγχυση. Η Εύα, όμως, θα καταφέρει, παρά τις αντιστάσεις, να βρει την άκρη του νήματος και να συμβάλει προσωπικά στην τελική κάθαρση. Αρωγός στην προσπάθειά της ο αδελφός του νεκρού της συζύγου.
Το μυθιστόρημα της Ηλιοπούλου χτίζεται επιδέξια πάνω σε διαρκώς εναλλασσόμενες εικόνες δημιουργημένες με βάση την αισθητική του φελινικού σύμπαντος. Πρόσωπα καρικατούρες, παιδικές αναμνήσεις, εμμονές, ενοχοποίηση, ακροβάτες και μάγισσες. Η διαδρομή της συγγραφέως στον χώρο του κινηματογράφου είναι παραπάνω από εμφανής στον εικονοπλαστικό της λόγο. Με γλωσσικό υλικό ένα ιδιαίτερα ζωντανό τοπικό ιδίωμα στους διαλόγους και μια ρέουσα γλώσσα που υποστηρίζει την αφηγηματική της δεινότητα, δημιουργεί μια ατμόσφαιρα μυστηρίου και έντασης καταφέρνοντας, μέσω των συνεχών προοικονομιών, να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον των αναγνωστών/τριών μέχρι το σπαρακτικό τέλος.
⸙⸙⸙
[Η φράση του τίτλου προέρχεται από το μυθιστόρημα (σ. 335). Φωτογραφία: © Paul Raymond Paule. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του όγδοου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]