Τρία ποιήματα
του Δημήτρη Α. Δημητριάδη
Ποιος να μου το ’λεγε
Ποιος να μου το ’λεγε
πως εγώ
χρόνια άνθρωπος της μεγαλούπολης
με συνεχείς εφημερίες
ανάμεσα σε χιλιάδες ανθρώπους
να νιώθω γνήσιο παιδί της φύσης
γειτονόπουλο του ποταμού
ένας αδερφός της φλαμουριάς
του ελαφιού
και του κότσυφα
ένθερμος εραστής του βουνού
και του κάμπου.
Φαίνεται πως γι’ αυτό
αφουγκράζομαι τις εξάρσεις των νερών
κι ένας απόηχος χρωμάτων με τυλίγει
φυτεύω λουλούδια
αγαπώντας τα χώματα που τα δέχονται
κι ακούω τη φωνή του πατέρα μου
να με καλεί πίσω.
Η λατρεία μου για έναν κόσμο ιδεατό
Κοίταξέ με
δε βλέπεις;
Τρέχω αλλόφρων
μέσα σ’ ένα δαίδαλο νοσηρό
πάνω σε ξυλογέφυρες
κι ερημοσκάλες
χτυπημένος από οπλές
κι από εκείνα που οι άλλοι δεν τα βλέπουν.
Η λατρεία μου
για έναν κόσμο ιδεατό
ουρανομήκη
με συνέτριψε.
Μάλλον τα πράγματα
μάς πάνε προς τα κει
Την ώρα που φεύγαν τρομαγμένα τα πουλιά
ένας άρρωστος άνεμος
έγδερνε την ατμόσφαιρα.
Τρίζαν τα κόκαλα ανάμεσα στις μηχανές
κι έβγαιναν τρελαμένα τ’ άλογα στις λεωφόρους
με πόδια από παγώνια
τρέχοντας ανάμεσα σε σκουριασμένα αίματα.
Σέρνονταν η επανάληψη επάνω στο χαλί
στα έπιπλα
στους τοίχους.
Κι εμείς ευάλωτοι και τρωτοί
αδύναμοι στις ουρές των φαρμακείων
και στις εντατικές
πίσω απ’ τα βήματα της AstraZeneca
με τα βαμβάκια μέσα μας
χωρίς ανάσα.
Μάλλον τα πράγματα μάς πάνε προς τα κει
προς τη μεγάλη παύση
προς τη σιωπή που μας μιλά ξεκάθαρα
για την τεφρή επικράτεια που προηγήθηκε
κι αυτήν που εκτείνεται μπροστά μας.