Στο χτεσινό υπουργικό συμβούλιο, το πρώτο μετά το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ξεκίνησε επαναλαμβάνοντας «τη δημόσια συγνώμη μου στο όνομα όλων όσοι κυβέρνησαν τη χώρα εδώ και χρόνια, αλλά κυρίως προσωπικά».
Αυτό δεν το καταλαβαίνω πολύ καλά -ζήτησε συγγνώμη και εξ ονόματος, ας πούμε, του Κωνσταντίνου Καραμανλή; του Ανδρέα Παπανδρέου; του Κώστα Σημίτη; Όσους από τους προκατόχους του ζουν, τους ρώτησε πριν τους συμπεριλάβει στη συγγνώμη; Μπορεί βέβαια να μη μιλιέται με τον Αλέξη Τσίπρα, αλλά τουλάχιστον ρώτησε τον Αντώνη Σαμαρά ή τον Κώστα Καραμανλή;
Διότι, αν δεν τους ρώτησε κι αν δεν έχει τη συμφωνία τους, τότε η συγγνώμη εξ ονόματος άλλου θυμίζει εκείνη τη σκηνή από την Ιταλίδα απ’ την Κυψέλη, όπου ο Βασιλης Νικολαΐδης, ψευτοδάσκαλος ιταλικών στην ταινία, ορκίζεται «στη ζωή του Μπιθικώτση».
Είπε όμως και κάτι άλλο ο πρωθυπουργός, που θα μας δώσει αφορμή για το σημερινό άρθρο. Μεταφέρω κοπιπάστε:
Το τελευταίο το οποίο με ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή είναι να μπούμε σε μία στείρα αντιπαράθεση για το ποιος φταίει. Απαντώ: όλοι φταίμε και ας το ομολογήσουμε με θάρρος. Από κυβερνήσεις και διοικήσεις που επί χρόνια κατάντησαν ένα κρίσιμο έργο «γιοφύρι της Άρτας», μέχρι κάποιες συντεχνίες που ταυτόχρονα εμπόδιζαν κάθε αξιολόγηση του προσωπικού των τρένων μας.
Όλοι φταίμε λοιπόν για το δυστύχημα. Όχι μόνο οι κυβερνήσεις ή οι διοικήσεις του οργανισμού, αλλά και όλα τα κόμματα, είτε κυβέρνησαν είτε όχι, και όλοι οι εργαζόμενοι στον οργανισμό, και οι επιβάτες πιθανώς, ίσως επειδή δεν ξεκίνησαν απεργία πείνας για να διορθωθούν τα στραβά του ΟΣΕ. Και βέβαια, φταίνε και οι συντεχνίες που «εμπόδιζαν κάθε αξιολόγηση».
Έχει γίνει η αξιολόγηση το καινούργιο κοσκινάκι των κυβερνώντων, και το βάζουν και στα λάχανα, αλλά θα ήθελα να επισημάνω ότι ο μοιραίος σταθμάρχης είχε μόλις αξιολογηθεί. Είχε περάσει με επιτυχία τις εξετάσεις στο τέλος της επιμόρφωσής του και είχε κριθεί ικανός. Υπηρετούσε μόλις ένα μήνα, το πολύ σαράντα μέρες, όταν συνέβη το τραγικό δυστύχημα, άρα καμιά άλλη αξιολόγηση δεν θα μπορούσε να εντοπίσει την ανεπάρκειά του. Θέλω να πω, δεν είναι πανάκεια η αξιολόγηση και υποκριτικά τη χρησιμοποιούν οι περισσότεροι που την παρουσιάζουν έτσι.
Αλλά εμείς εδώ λεξιλογούμε. Οπότε, επανέρχομαι στο ρητό «Όλοι φταίμε» και αρχίζω να λεξιλογώ για το ρήμα «φταίω».
Φταίμε (όλοι, βεβαίως) σήμερα, αλλά το αρχαίο ρήμα ήταν «πταίω», που άλλωστε έχει διατηρηθεί στο πταίσμα και στο πταισματοδικείο.
Το πταίω είναι της κλασικής αρχαιότητας, αφού το βρίσκουμε π.χ. στον Αισχύλο και δώθε. Ανάγεται σε ινδοευρ. ρίζα *pya- «χτυπώ, σκοντάφτω».
Ωστόσο, δεν είχε ακριβώς την ίδια σημασία από την αρχή, κι αυτό περιέργως δεν το επισημαίνει το ετυμολογικό του Μπαμπινιώτη.
Η αρχική του σημασία ήταν, ακριβώς, «σκοντάφτω, πέφτω» και ήταν και μεταβατικό (κάνω κάποιον να σκοντάψει, να πέσει). Στον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου (926-7) διαβάζουμε:
πταίσας δὲ τῷδε πρὸς κακῷ μαθήσεται
ὅσον τό τ᾽ ἄρχειν καὶ τὸ δουλεύειν δίχα
που ο Γρυπάρης το μεταφράζει:
Μα όταν πέσει σ’ αυτή τη συμφορά, θα μάθει
πως άλλο να ‘ν’ κανείς αφέντης κι άλλο δούλος.
Δηλάδή το «πταίσας προς κακώ» μεταφράζεται «όταν πέσει σε αυτη τη συμφορά». Δεν υπάρχει ακόμα η έννοια του φταιξίματος, της ευθύνης, αλλά δεν είναι και μακριά το στραβοπάτημα, που σε κάνει να σκοντάψεις, από το πταίσμα. Σημειώνω και την αρχαία παροιμία, που την παραδίδει ο Πολύβιος, μη δις προς τον αυτόν λίθον πταίειν, μη σκοντάψεις δυο φορές στην ίδια πέτρα -μην κάνεις δυο φορές το ίδιο λάθος.
Στα μεσαιωνικά χρόνια εμφανίζεται ο τύπος «φταίω» και «φταίγω» και οι άλλοι τύποι με φτ-, πρώτα στο Χρονικό του Μορέως και μετά στους Κρητικούς. Βρίσκουμε πολυτυπία, π.χ. έχει φταίσει και έχει φταίξει, φταίσμα, φταίσιμο και φταίξιμο, φταίστης, ώσπου να κατασταλάξει στους σημερινούς τύπους.
Ας πούμε, σε ένα ανώνυμο κρητικό: «τση σάρκας είν’ το φταίσιμο κι όχι του λογισμού μου». Ή, στην Ερωφίλη του Χορτάτζη, «τση τύχης δος το φταίσιμο κι όχι του θελημάτου».
Βέβαια, με την καθαρεύουσα επανέρχονται οι αρχαίοι τύποι, πταίω, πταίσμα κτλ. που όπως είπα διατηρούνται και σήμερα, κι έτσι ο φταίχτης πάει στο πταισματοδικείο.
Το ερώτημα «Τις πταίει;» έγινε διάσημο τον 19ο αιώνα όταν το χρησιμοποίησε ο Χαρίλαος Τρικούπης, το 1874, ως τίτλο του πρώτου από τα ρηξικέλευθα άρθρα που δημοσίευσε στην εφημ. Καιροί κρίνοντας τα κακώς κείμενα και ιδίως την πρακτική του βασιλιά να διορίζει κυβερνήσεις που δεν είχαν τη δεδηλωμένη. Η τόλμη τού κόστισε ολιγοήμερη φυλάκιση αλλά λίγο αργότερα όχι μόνο αφέθηκε ελεύθερος αλλά και ο βασιλιάς Γεώργιος του ανέθεσε εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση. Όπως έγραψε ο Σουρής:
Και ήτο για το Σύνταγμα παντού συνομιλία,
και ο Τρικούπης έγραψε πως πταίει η βασιλεία,Κ
αι είδε ο Γεώργιος πως του ‘γιναν κουνούπι
και δυό βεντούζες έβαλε στο Σύνταγμα κοφτές,
κι εκάθησε στο θρόνο του και είπε στον Τρικούπη
«έλα λοιπόν να κυβερνάς εσύ οπού δεν φταίς!»
Η αναφορά στον Τρικούπη είναι επίκαιρη, διότι με τη φόρα που έχει πάρει ο εισαγγελέας Ντογιάκος («αμάρτησα για τον γιο μου») να ψάχνει στο παρελθόν για να μην ερευνήσει το παρόν του δυστυχήματος, διόλου δεν αποκλείεται να αναζητήσει και τον Τρικούπη ως βασικό ύποπτο για το δυστύχημα των Τεμπών.
Για το οποίο, είπαμε, όλοι φταίμε, μια ρήση που αναβιώνει το αλήστου μνήμης «Όλοι μαζί τα φάγαμε» του Θόδωρου Πάγκαλου από το μακρινό 2010 (δεν θα το πιστέψετε, αλλά είχαμε γράψει άρθρο!)
Αλλά με μια τροποποίηση μπορώ να συμφωνήσω με το πρωθυπουργικό «όλοι φταίμε».
Στην Κύπρο, όπως έχουμε αναφέρει παρεμπιπτόντως παλιότερα, το ρήμα «φταίω» είναι και μεταβατικό. Εγώ φταίω κάποιον σημαίνει «εγώ ρίχνω το φταίξιμο σε κάποιον», «εγώ κατηγορώ κάποιον» -μάλλον υπό την επίδρ. του αγγλικού to blame. (Παλιότερα, σε κάτι μεζεδάκια, είχαμε δει τη φράση «Δεν μπορείς να φταις το σχολείο πως δεν αναπτύσσει αξίες στο παιδί σου τις οποίες εσύ ποτέ δεν εμφύσησες»)
Οπότε, με την κυπριακή έννοια, «όλοι φταίμε την κυβέρνηση για το δυστύχημα».