cf88cf85cebbcebbcebfcebbcf8cceb9 222 cf84cebfcf85 cebacf8ecf83cf84ceb1 cf80ceb1cf80ceb1ceb8ceb1cebdceb1cf83ceafcebfcf85

Πριν από λίγο καιρό είχα δηλώσει, σε κάποιο σχόλιο, ότι  μ’ αρέσουν οι προπαροξύτονες ομοιοκαταληξίες. Ο φίλος  μας ο Κώστας Παπαθανασίου το πρόσεξε και μου έστειλε το αριστουργηματικό στιχούργημα που θα διαβάσετε σήμερα, το οποίο απαρτίζεται από, ούτε λίγο ούτε πολύ, 222 προπαροξύτονες ομοιοκαταληξίες, κάτι  που σίγουρα θα σπάει κάποιο (ή κάποια) ρεκόρ  στον τομέα.

Σκέφτηκα ότι σήμερα, του Αγίου Πνεύματος, αργία για κάποιους  αλλά όχι για όλους, ταιριάζει να διαβάσουμε κάτι πνευματώδες. Μετά το στιχούργημα ακολουθεί, εν είδει επιμέτρου, μια αναφορά στον μικρό Νικόλα των Γκοσινί και Σεμπέ (συμβατική μεταγραφή) που κι αυτή έχει αναφορές στο 22 και στο 222. 

Άρθρο για τα λεξιλογικά του ψύλλου δεν έχουμε -ευκαιρία να γράψω στο μέλλον.

ΨΥΛΛΟΛÓΙ-222
“For want of a nail […] a kingdom fell,/ and all for want of a nail.”— Unknown
“∆ευτέρα | 15 Αυγούστου | Κοίμησις της Θεοτόκου — | οι πεταλωτές | άφησαν τ’ άσπρα μου άλογα | απετάλωτα|
τ’ ασημένια πέταλα τα κρέμασα | στου σπιτιού τ’ ανώφλι.” Γιάννης Ρίτσος,“Μικρό Αγιολόγιο μηνός Αυγούστου”

Α’
Το υψηλό αν ψυλλιάζεσαι/ τα ψιλά στοχάζεσαι
όπως: πρέπον μέταλλο/ και για ψύλλου πέταλο
με καρφιά για μύγα σου/ ίδια με ενός Πήγασου
μεθ’ ηνίων τέντωμα/ όσο για όλα τα έντομα
(που αν τσιμπάνε κ’ έντιμα/ έχουν σέλας κέντημα
με όμορφα καρυόφυλλα/ όπως η δροσόφιλα)
Ψάχνεις: Πώς θα εξέλισσα/ για.. πέλμα από μέλισσα,
γόβα σε στιλ Ρόκοκό/ για έναν γυρεόκοκκο
ή, σόλα για μπάμπουρα/ που μεθά στα τσάμπουρα
τραγουδώντας «θάμπωσα/ με φιλιά σου κάμποσα»;
Πώς για κρίνου –αθόρυβα–/ νέκταρ, θε να χόρευα
με σκαρπίνια δίπατα/ που δεν κόβουν τα ήπατα
μα ιστορούν πώς πέταξα/ με χαλιά ολομέταξα;
Και πώς θ’ αναδείκνυα/ σε μπαλέτα κύκνεια
για ερωδιών υπόδυση/ μιάν ‘άπαιχτη’ υπόδηση;
Ποιο τακούνι, τζάνερα/ σαν πατά, ολοφάνερα
θα γυρνάει νερόμυλο/ με δάκρυ κορόμηλο;
Ποία τζαγκία παμπάλαια/ με Εγγραφών Κεφάλαια
κάνουν ρήση-απόστημα/ παπουτσάκια νόστιμα;
Τί είδους πόδι, τσόκαρο/ σαν φοράει ολόχαρο,
αψηφάει καί δόκανο/ καί χάρου μονόκαννο;
Πόση, ψηλολέλεκο,/ για ένα αστραποπέλεκο,
θέλει φιάπας γείωση/ ώστε νάχει μείωση
ρεύματος και ατάραχο/ να κοιτά όποιον πάροχο;
Ποια λαμπρίτσα κόκκινη/ μαυροβούλα, υπό, κινεί
σε Άδη σκλαβοπάζαρο / Λευτεριά για Λάζαρο
με καρδιάς ανάταξη/ για μαυρίλας πάταξη;
Ποιου ζουδιού πατούμενο,/ γίνεται πετούμενο
να άγει και τ’ αφτέρωτα/ σε αετώματα Έρωτα–
ερωτήματα άπειρα/ απαντώντας διάπυρα;
Πώς, μερμήγκι, τζίτζικα/ άμα ακούσει, στρίντζικα
ίχνη αφήνει κόθορνου/ σε συκιά με πόθο ορνού;
Ποιο αλογάκι -μπόρεσε-/ Παναγιάς, σαν φόρεσε
μοσχοκάρφια, και ύπατο/ Γολγοθά ως περίπατο
και στεφάνι αγκάθινο/ σαν καπέλο ψάθινο;
Ποιας μελίγκρας μύηση/ σε μουσίτσας ποίηση
με Όνειρο ολοζώντανο/ και Έγνοιας μαγιοβότανο,
κάνει και περίττωμα,/ που πατεί, μελίτωμα,
παίζει βαλσαμόχορτο/ σαν ούτι διπλόχορδο,
βάζει αλατοπίπερο/ στης ζωής τον ύπερο;
Ποιο ζουζούνι μπράτιμο/ με ψιλόβροχο άτιμο
θα’ χε κανιά γλήγουρα/ σε πασούμια σίγουρα
να πει γαίμα πρόκαμα/ και-με συννεφόκαμα;
Ποιο για εφόδου πρόσταγμα/ πόδεμα, ως απόσταγμα
γλώσσας, βρίσκει γλύκασμα/ με όρχησης μετείκασμα;
Πώς ξορκίζεις σκάνδαλο/ από μονοσάνδαλο
άκαρι Οίκου απ’ Άριο,/ που τσιμπάει μακάριο..
(σαν, μιμούμενο Ίκαρο,/ γεροντοπαλίκαρο,
ή, πετροχελίδονο,/ ξόανο φιλήδονο)
..ή Ήφαιστου-Άρη ζώδιο/ με όμαιμο οιδιπόδειο
όπου τύφλα και οίδημα/ είν’ αδέλφια δίδυμα–
κι η Μητέρα-Θέαινα,/ Γαία, αιώνια γέεννα;
..Ίχνη αχόρταγου άποικου–/ βαθιά, Κόσμου κάλπικου,
μελετάς και ως ντρέπεσαι/ (διότι ακρίς Λόγου έπεσε
με παπούτσια σίδερο),/ λες με χλίψη-αντίδερο:

—Πόσα η ινδιάνα μνήμη σου,/ σαν το μοκασίνι σου
αν ελαφροπάταγε/ και γης σπόρο κράταγε,
χόρτα θα έφυε ήσσονα/ για νου μέγα-βίσωνα
που χωνεύει και αίνιγμα/ για όποιο Σφίγγας βδέλυγμα!
..Συλλογάσαι απόδημα,/ για όποιο μένει υπόδημα,
μια ∆ευτέρα, υστέρημα/ σε τσαγκάρικα έρημα:
—Ποιας πηγής απήγανου/ και εξ ορέων ορίγανου
το νερό του κλήδονα,/ σε μποτάκι αν κλείδωνα
για ένα χρυσοσκάθαρο, / θά ‘χε αχό ξεκάθαρο
απ’ ουρανοδόξαρο/ ψυχανθών –ή αφρόψαρο
παπαρουνολίβαδου/ με Άνοιξη για ντίβα του
και ευστροφίαν οίακος/ ή το λάλον ρύακος
που, ιριδίζων, θα έτρεφε/ πέστροφας Επέστρεφε;
..Μες σε πίκρας τσάγαλο,/ πάνω απ’ τον αστράγαλο
μιας βρωμούσας κάκοσμο,/ νιώθεις τον διάκοσμο
μάντορλας για ανείπωτη/ ήλιου Αγάπη ηδύποτη
και αντικρύ στον λέοντα/ του νυχιού, τα δέοντα
διακρίνεις θαύματα/ που επουλώνουν τραύματα:
—Νά ́χα, λες, Tσαγκάρικο-/ Kαλικείο κιμπάρικο
γι’ ανθιπποζωύφια(1)/ Τύχης υποψήφια, 
πόσα Ετύμου-ζούζουλα/ με αστρολάβο-μπούσουλα 
σε ώτα, αν-θέων(2), θα τρύπωνα/ να θροούν παυσίπονα
στις ψυχές, παυσίλυπα,/ να καλπάζουν φίλιππα,
για νου πεταλ-ούδισμα/ και καρδιάς λουλούδισμα…
Σκέφτεσαι: —Άχ, ποια χρώματα/ παν’ με ψύλλας όμματα
όταν, σε αχλαδόκαμπο,/ πλέει σαν τον ιππόκαμπο;
Βλέπεις τον κατάδικό/ ‘κλέφτη’ απ’ τ’ αγριοράδικο,
‘πάππο’ με άσπρη αφάνα του(3)/ σάμπως χλεύη Θάνατου, 
αρνητή της σήψης του,/ στο ταξίδι του Ύψιστου
Λες: Το ξεπετάλιασμα/ μοιάζει ανθού ξεμάλλιασμα…

Β’
Ή λες: ξεκαλίγωμα- πουλαριού ξελίγωμα
Κουτσαμάρα απότομα- καβαλάρη σκότωμα
Χάνεται το μήνυμα- για δικαίων κίνημα
μένει, απ’ άτι, πέσιμο/ στέμματος ξεχέσιμο
ή γι’ αλόγου τσάκισμα/ Μέγα Ρήγα λάκισμα
( ήτοι: με ίππο ευκοίλιο- Χέσ΄ το το βασίλειο!
όπως με έναν δούρειο- τρως των Τρώων φρούριο )
λέει ο Οχτρός «εσύλησα/ κάθε σου βασίλισσα
σαν, φλουριά της, τσέπωνα»/ και ως καρπουζοπέπονα
σφάζει αγίους, παλιόπαιδα/ καίει: σπίτια στρατόπεδα
ψήνει, αρνιά κοτόπουλα/ –και ό,τι μη-ψητό πουλά–,
στύβει κιτρολέμονα,/ φρούτα εκ πάθους δαίμονα,
Θεού, τ’ άκρον, άωτου,/ βρώμα έχει ως κακάο του,
διεισδύει ως όχεντρα/ σε εκκλησάκια απόκεντρα
(πτέρνα τους αχίλλειος/ και έρπης επιχείλιος)
καταργεί τα σύμβολα/ παίζοντας με κύμβαλα
δίνει το δικαίωμα/ μόνο για ξεθέωμα
ή για μήλα μπόλικα/ με εωσφόρου σκώληκα,
αδικεί κατάφωρα/ και σφυρίζει αδιάφορα,
κλέβει το πιτόγυρο/ και από ισχνό καλόγηρο-
βρίζει, αφήνει κάγκελο/ Χάροντα ή Αρχάγγελο
(ή τους ρίχνει φάσκελα/ μπρούμυτα ή ανάσκελα)
βιάζει αμπελοχώραφα/ τζιν φορώντας ξώραφα
βαρύ πόδι με άρβυλο/ βάζει σε άμμο ή σε άργιλο
καθιστώντας έγκυο/ ό,τι ουράνιο ή έγγειο,
Προκαλεί σε απρόσιτο/ κτήμα με αραβόσιτο
–σάμπως ξεμονάχιασμα/ μοναχής– ξεστάχυασμα,
ρίχνει στα βρωμόνερα/ των καρπών του τα όνειρα
(θές νά’χει ποπ-κόρν ή θές/ πασατέμπο για όρνιθες—
καναλιών τα λύματα:/ τηλοψίας λήμματα)
κυνηγάει σαν Άρπυια/ και τα περικάρπια
Παρατάει ως στέμφυλα/ είδη άφυλλα και έμφυλα,
και πετάει τη γόπα του/ σαν σε τρύπα απόπατου,
προκαλών Εμφύλιο/ σε όλη την Υφήλιο
Ασελγεί ξετσίπωτα/ για όλα ή για το τίποτα
σε άριστους ή μόμολα- Δεν αφήνει πόμολα
παραβιάζει σύνορα/ —άλλην ώρα ή σύνωρα—
παραθύρια, διάσελα/ και ντιβανοκάσελα
φράχτες και μαντρότοιχους/ δίσεχτους καλότυχους
κόβει άσπρα τριαντάφυλλα/ μαύρα μοσχοστάφυλα
(τα μεν για ξεπάστρεμα/ τα δ’ οίνου διάστρεμμα
ν’ άδει “Ά!- πίπτουν τ’ άνθη μου/ σαν κυνόδους Λάνθιμου”)
Παίρνει παραμάζωμα/ των θεάτρων διάζωμα
παύει κάθε απόπειρα/ για ταινίες και όπερα
κάνει ζυγού ζύγισμα/ με τραχήλων λύγισμα
μοιάζει, ως άχθος σε άρουρα, / με ζιζάνια πάρωρα
τρέφει μέγα μπάκακα/ για έργα αθώα ή άκακα
Δέν-τρων είναι η μάστιγα,/ που πουλιά κάνει άστεγα
χαιρετάει το διάτανο/ όπου βλέπει πλάτανο,
μεριμνά να’ ν’ έλαττον/ κάθε δάσος έλατων,
σαν αηδόνι ευοίωνο/ να’ ν’ τ’ αλυσοπρίονο
για δρυμών, σε ψήλωμα,/ ξύλων δριμύ ξήλωμα,
Σχίζει βάρκες δίκωπες/ με χατζάρες δίκοπες
(ή τις κάνει κόσκινο)/ κόβει καραβόσκοινο
λέει στα πλοία: “Θάλασσα/ σκίστε, έτσι ως τις χάλασα,
να σηκώσει κύματα/ να χαρώ εγώ θύματα”
Φέρεται ως σπαθόλουρο/ σαν δει ζώο κόλουρο
(:εκτιμά τα ξέκωλα/ όσο και την σπέκουλα)
και ως δια βίου μάθηση/ τι θα πει διασπάθιση,
τέμνει, πάει στο τζάκι του/ κλίνη γριας- κατάκοιτου,
πόδια νέου κατάχαμου/ (για ζεστούλα τάχαμου),
και τα ξυλοπόδαρα/ από επαίτες-κνώδαλα,
ίων ματσάκια, ως σκεύασμα/ για πυράς ανέβασμα
(μα κρατά και ρόπαλα/ για ματσάκια ισόπαλα),
κολοκύθια, πάτερο/ και όποιο σετ παράταιρο,
στρέφει (:Οίκου αναδίπλωση)/ προς Εστία, επίπλωση
κάνει παρανάλωμα/ ρούχα πού’ χουν μπάλωμα,
κάλτσες, πανωσέντονα,/ που μυρίζουν έντονα,
βάζει για αποκάρωμα/ κάθε φρου φρου κι άρωμα
να φανούν ως κόλαφος/ σε Κολάσεως, όλα, Φως
και αρχινάει τα Κάλαντα/ Θεοφανίων, ατάλαντα
(λάμψη έχων στον οίστρο του/ όνου ξεκαπίστρωτου)
Παίρνει ασημοκάντηλα/ και τραπεζομάντιλα
βοή, μίας, κρύσταλλο,/ για μεθύσι ασύστολο,
οινοχόο ανώμαλο/ μαύρον ή ξανθόμαλλο,
κι ένα Τρίο παράμερα/ για πορνό με κάμερα
(έχει το ολοκαύτωμα/ ίσο με το απαύτωμα,
ανηλίκων πλάνεμα/ ως της Γης τ’ ορφάνεμα
το Αποφάσεως Διάταγμα/ σαν γονάτων κάταγμα (4)
δόξα –Ορθού– ή εξύψωση/ ως Παιδείας γύψωση (4)
Διευρύνει το “έκτεινα”/ σε “Εξουσία προέκτεινα”
Στρώνει για συμπόσιο/ ό,τι ιερό και όσιο
χλαπακιάζει φλύαρα/ πίτες, γιδοκρίαρα,
βασιλομανίταρα / πού ‘χουν μπόρας κύτταρα
γεμιστές αγριόχηνες/ από λίμνες βρόχινες
Θέλει, γεύση λαίλαπας/ κ’ υετού, ώς καί λαπάς
νά ‘χει –ή σπανακόρυζο/ πού’ ναι πιάτο ομόρριζο–
κι η φακή και ο πρόχειρος/ για πατσά φακόχοιρος
Θέλει κι όποιο γλύκισμα/ με ορχιδέας προίκισμα
από Βάτου κέντρωμα/ με άγρια μάτια κ’ έντρομα
(μα έξης ίδρος, μήγαρις/ δεν του αρέσει, ατσίγαρης
όπως φόβος ξάρματου/ είλωτα σε φάρμα του; )
Δι’ ευχών τρισάγια/ κρίνει όλα τα σφάγια,
τα μπουκώνει φούμαρα/ και ας ζητάνε κούμαρα,
τα παντρεύει και άπροικα,/ με μουστάρδα ή πάπρικα
ή και δενδρολίβανο,/ σε φουρνάκι ή κλίβανο
Θέλει ψωμοσάκουλα,/ σώμα και αίμα δράκουλα
που να ρέει σα φράουλα/ στων δοντιών τα ράουλα
Σούπας χαίρεται άχνισμα/ (όσο ένα ξεψάχνισμα
ψιλικών νεόπλουτου/ δι’ επιδείξεως του όπλου του
ως στοχοπροσήλωση/ που έχει γι’ αποψίλωση)
Πιο πολύ απ’ το κλέψιμο/ αγαπά το ρέψιμο
πίνοντας τον άμπακο/ με βρακί ολομπάμπακο
ψάλλων: «μάτια μου έμμονα/ ψάρια, φάτε, αβλέμονα
μα και λίγα σμέουρα,/ μετά τον αγλέουρα,
και όποιο λόγο αμφίδρομο/ για κοιλιά περίδρομο
που σε αέρια ελεύθερα/ τρέπει όσα διέφθειρα
όντα και τα χώνεψα/στον οντά όπου κόνεψα»
Σε όσους ψάχνουν στ’ άχερα/ ψύλλο, βγάζει μάχαιρα,
βάζει χρέος γιγάντιο/ για κάθε βαλάντιο
Πρόσθετα, για πέψη-υλών/ από βλίτων, Έψιλον
(εξηγών το απόρημα/ “τί σημαίνει απόρριμμα”)
και με ψηλοκάβαλα/ ξωτικά έχει ντράβαλα,
και λαιμού φιλεί ύψιλον(5)/ αοιδών πανύψηλων
(ων αηδώς παρόμοιος:/ ιοειδής(5) και βρόμιος) /
να’ χει αέρα Πρώτιστου(6),/ πάντα, η Υψηλοτης του /
ώστε αυτός ξεφάντωμα/ κι οι άψιλοι βαλάντωμα.
Έχει για όλα τα αίσχη του,/ κάπου, και μια λέσχη του
ως οργίων κρησφύγετο/ για όποτε θα επείγετο
Είν’ το πιο ξεδιάντροπο/ που ‘χει υπάρξει ‘άντρωπο’
Γύφτουλας ξυπόλητος,/ Πέφτουλας απόλυτος
Μπόσης-Δούλος μόνιμου/ Κήπου Ιερώνυμου:
Παίζει σε όποιο βούλευμα/ διά Βουλών του δούλευμα
και, σε κάθε Κώδικα/ Ποινικό, με εξώδικα
Φέρνει πλήρες χάζεμα/ με παράδων μάζεμα
και ψυχών πρατήριο/ για Χρηματιστήριο
Παίρνει κάθε εισόδημα/ απ’ όλα τα εδώδιμα
Έχει: ως δέρμα δεύτερο/ το μπακαλοδέφτερο
Κάνει: για ίδϊον πάσο του/ σουπερμάρκετ άσωτου
Παίζει χήνας —με άρπα Αγά—/ χρυσαβγά, στράτα άρπαγα
(αλλά “και Άγια Τράπεζα”,/ λέει, “γι’ αργύρια θά’ παιζα”)
Φέρνει: ξεπαράδιασμα/ με ταμείων άδειασμα
Παίρνει: βιος, κομπόδεμα/ για ταβέρνας ξόδεμα…

Γ’
…Και όλα αυτά είν’ αοίδιμα/ για ένα ψύλλου πήδημα
(λέμε, πόνο εκφράζοντας,/ ψιλοκουβεντιάζοντας)
που, άμα τον καλίγωναν,/ κλέφτες δε θα ζύγωναν
στα μαντριά, στη στάνη μας/ του τσοπάνη αλμπάνη μας
αφού, για οχτρών τ’ αφτιά, χαμός
είναι ενός ψύλλου καλπασμός…

ΕΠΩΔΟΣ
Ψύλλια ακούν πεταλωμένα,/ πάν’ οι οχτροί με αφτιά πεσμένα
Ψύλλε μου καλιγωμένε/ κατά των Εχθρών μας βγαίνε
Έξω ψύλλε, Μέσα Μάρτη/ η Γιορτή στη Χώρα να ’ρτει
Όξω ψύλλοι, οχτροί, κοριοί / μέσα η πέτρα η μαλλιαρή(7)
Έξω οι ποντικοί- αν, με χάρη,/ δεν χορεύουνε τσαγκάρη
Διάβασμα ως ψιλή βροχούλα:/ Διάβα- σε ψηλή ραχούλα
Πάντα ο νούς μας να ψυλλώνει/ με Χαράς ψιλοβελόνι..

Κ.Π. Καρδίτσα 09-5-2023

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1)  Εν τροπή αντί  και υπό: Ζωή!…

(2) Εφ’ ιμερτόν θέει άνθος

(3)

einst

(4) Ως ‘ορθοπαιδικός’

(5) Bλ. ’υοειδές οστό’

(6) Bλ. ’πρώτιστα’

(7) Σέβη σε Γιάννη Μ.

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Η γαλλο-λουξεμβουργιανή ταινία κινουμένων σχεδίων των Amandine Fredon και Benjamin Massoubre
«Le Petit Nicolas : Qu’est-ce qu’on attend pour être heureux ?» (ο τίτλος, από τραγούδι του
Ray Ventura, σημαίνει την αγάπη του Σεμπέ για την Τζαζ), σε σενάριο Anne Goscinny, Michel
Fessler, Benjamin Massoubre, René Goscinny, Jean-Jacques Sempé, πρωτοπροβληθείσα το
2022, ξεκινάει το 1955 με την γένεση της ιδέας του αξιαγάπητου δαιμονίσκου Μικρού Νικόλα το
όνομα του οποίου εμπνεύστηκε ο Σεμπέ από ομώνυμη επιχείρηση παραγωγής μπουκαλιών:

nicolas

Η ταινία είναι κατ’ ουσίαν μία βιογραφική αναδρομή που απαθανατίζει την διαρκή νεότητα και φιλία
των δημιουργών μέσω του μικρού τους ήρωα (που έχει, φυσικά, γνωρίσματα και απ’ τους δυο
γονείς του) στο διάστημα των 22 ετών της συνεργασίας τους η οποία σταματά το 1977 με τον
θάνατο του Γκοσινί:

petit nicolacf82 001

petit nicolacf82 002

Η κινουμενική ταινία τελειώνει με την επισήμανση ότι οι δύο φίλοι έγραψαν-σχεδίασαν μαζί και
έδωσαν ζωή σε 222 ιστορίες του Μικρού Νικόλα (ίσως γι’ αυτό επιλέχτηκε και η χρονιά 2022 για την
προβολή της):

petit nicolacf82 003

Και εννοείται ότι θα συνεχίσουν να ζουν και να «γράφουν» μέσω αυτού του άπαιχτου παιδιού του
πνεύματός τους:

petit nicolacf82 004

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *