cf87cf81ceb9cf83cf84ceafcebdceb1 cf87cf81ceb9cf83cf84cebfcf85ceb3ceb5cebdcebdceb9ceaccf84ceb9cebacebf ceb4ceb9ceaeceb3ceb7cebcceb1

sotiria cover press2 630x1024 1Σήμερα το ιστολόγιο σπάει μια από τις πιο σταθερές παραδόσεις του, που θέλει ανήμερα των  Χριστουγέννων να  βάζουμε διήγημα του Παπαδιαμάντη  (ή έστω για τον Παπαδιαμάντη). Βέβαια, θα βάλω λογοτεχνία, θα βάλω διήγημα, χριστουγεννιάτικο από μια άποψη, αλλά σύγχρονο.  

Από τις εκδόσεις Αντίποδες κυκλοφόρησε πρόσφατα η συλλογή διηγημάτων Σωτηρία της Χαράς Ρόμβη. Η συγγραφέας γεννήθηκε στην Αθήνα  το 1985 και αυτό είναι το πρώτο της βιβλίο, έξι  διηγήματα που όλα έχουν για τίτλο το όνομα ενός προσώπου. Τα διηγήματα της συλλογής δίνουν εικόνες από την Ελλάδα των δεκαετιών ογδόντα-ενενήντα, όταν η συγγραφέας ήταν παιδί. 

Στο διήγημα που θα παρουσιάσω, το κορίτσι που αφηγείται πηγαίνει να πει τα κάλαντα, σαν χτες, αλλά το 1993, τότε που είχαμε χιλιάρικα. Χτες που βγήκα στη  γειτονιά, παρεμπιπτόντως, είδα ότι, από τα παιδιά που έβγαιναν σε ομάδες για να  πουν τα κάλαντα, τα κορίτσια υπερτερούσαν σαφώς. Και το κουδούνι μας δυο κοριτσοσυνεργεία το χτύπησαν. 

Πριν προχωρήσουμε, το ιστολόγιο εύχεται καλά Χριστούγεννα με  όλους, με υγεία και αγάπη -και ξεχωριστά «χρόνια πολλά» στις Χριστίνες και στους Χρήστους/Χρίστους που μας διαβάζουν!

Χριστίνα

O Μάκης είπε ότι πρέπει να ξεκινήσουμε πρωί πρωί γιατί οι πρώτοι τα κονομάνε χοντρά. Μου έδειξε και στον οδικό χάρτη πού θα χτυπήσουμε. Είχε κυκλώσει με κόκκινο μαρκαδόρο έξι οικοδομικά τετράγωνα. Έπρεπε να έχουμε τελειώσει μέχρι τις δώδεκα το μεσημέρι, το πολύ, μετά δεν άξιζε τον κόπο. Από το βράδυ είχα διαλέξει να φορέσω το ροζ το πουλόβερ και την κόκκινη καρό φούστα, σύνολο που μου άρεσε, αν και τσάμπα γιατί από πάνω θα φορούσα το τεράστιο λαδί μπουφάν. Έβαλα το ξυπνητήρι να χτυπήσει στις εφτά, στις εφτάμισι είχα δώσει ραντεβού με τον Μάκη στο φούρνο της γωνίας.

Το πρωί σηκώθηκα, ντύθηκα, έφτιαξα το γάλα μου, το ήπια, πήρα τα σύνεργα και ξεκίνησα. Ο Μάκης ήταν σοβαρός και ανυπόμονος. Εγώ ντρεπόμουν, αλλά βασιζόμουν πάνω του. Μου έδειξε ξανά στο χάρτη τα τετράγωνα που θ’ αλωνίζαμε, το πολύ μέχρι τις δώδεκα, μετά δεν άξιζε. Η περιοχή της δράσης μας ήταν δύο γειτονιές πιο πάνω από τη δική μας, προς το άλσος που οι δρόμοι ήταν πιο φαρδιοί και είχαν ξεπεταχτεί πολλές καινούργιες πολυκατοικίες με πιλοτή. Αρχίσαμε από τη γωνιακή πολυκατοικία του πρώτου από τα τετράγωνα που είχαμε κυκλωμένα στο χάρτη. Χτυπήσαμε πέντε έξι κουδούνια και στο πρώτο τζιζ μπουκάραμε. Πήραμε το ασανσέρ και ανεβήκαμε στον τελευταίο όροφο, όπως όριζε το σχέδιο. Θα ξεκινάμε από τον τελευταίο όροφο και θα κατεβαίνουμε. Ο Μάκης πάτησε το κουδούνι του διαμερίσματος που είχαμε στα δεξιά μας. Από την ντροπή μου με έπιασαν κάτι γελάκια που μου κόπηκαν με μια δυνατή σκουντιά του Μάκη.

Η πόρτα άνοιξε. Να τα πούμε; Ακουστήκαμε τέλεια συντονισμένοι. Βεβαίως, να τα πείτε, είπε ο κύριος που ήταν αγουροξυπνημένος και φορούσε ακόμα τις πιτζάμες του. Αρχίσαμε το καληνεσπερανάρχοντες και εμφανίστηκε στην πόρτα και η γυναίκα του, κι αυτή με τις πιτζάμες, η οποία μας κοιτούσε όλο χαρά και κουνούσε το κεφάλι της με το ρυθμό. Ο κύριος εξαφανίστηκε για λίγο και επέστρεψε με ένα πεντακοσάρικο να σαλεύει στο χέρι του. Και του χρόνου, μας είπε κι εμείς σταματήσαμε απότομα τον ψαλμό, είπαμε ευχαριστούμε και κάναμε μεταβολή. Μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω μας ο Μάκης έσφιξε τις γροθιές του και ψιθύρισε ένα παθιασμένο γιες. Στο διπλανό διαμέρισμα η πόρτα άνοιξε. Δύο κατοστάρικα, εκεί. Μέσα σε μία ώρα είχαμε σαρώσει πέντε πολυκατοικίες και μέχρι εκείνη τη στιγμή κανένας δεν είχε δώσει κάτω από εκατό δραχμές.

Πηγαίνοντας για το δεύτερο τετράγωνο συναντήσαμε δύο συμμαθητές του Μάκη. Ο ένας είχε και μελόντικα. Μας είπε ότι αρέσει πολύ στον κόσμο η μελόντικα και πέφτει πολύ χρήμα. Ο Μάκης, μόλις το άκουσε αυτό, τους πρότεινε να τον πάρουν στην μπάντα τους και αυτός θα τους πήγαινε σε όλες τις πολυκατοικίες που ήξερε ότι αφήνουν γερά λεφτά. Εκείνοι το σκέφτηκαν λίγο και τελικά συμφώνησαν. Εγώ πάω με τα παιδιά, εσύ γύρνα σπίτι, μου είπε και έφυγαν τρέχοντας.

Με παράτησε μόνη μου με το τριγωνάκι μου και πήρε και τα λεφτά που είχαμε βγάλει μαζί. Περπάτησα για λίγο δίχως να ξέρω πού πηγαίνω. Έκατσα σ’ ένα πεζούλι μπροστά από ένα συνεργείο αυτοκινήτων και με πήραν τα κλάματα. Του ξαδέρφου μου του άξιζε να τον πατήσει αυτοκίνητο ή να τον φάει σκύλος. Ένας μάστορας από ένα συνεργείο με πλησίασε και με ρώτησε γιατί κλαίω. Με λόγια ανακατεμένα με αναφιλητά του εξήγησα τι μου έκαναν. Ο μάστορας μου χάιδεψε το κεφάλι και μου πρότεινε να καθίσω σε μια καρέκλα, να ηρεμήσω λίγο και ύστερα να τους τα πω. Έκατσα στην καρέκλα και ήρθαν κοντά μου και οι υπόλοιποι άντρες που ήταν στο συνεργείο, δύο μάστορες και δύο κανονικοί. Με ρώτησαν κι αυτοί τι έχω και τους είπα. Ο πρώτος μάστορας μου έφερε από το περίπτερο μία πορτοκαλάδα με ανθρακικό. Έπινα την πορτοκαλάδα και απαντούσα στις ερωτήσεις των αντρών. Πώς με λένε, τι τάξη πάω, αν έχω αδέρφια και τέτοια.

Κατάλαβα ότι ο πρώτος μάστορας πήγε στο κομμωτήριο δίπλα και τους είπε για το άδικο που μου είχε γίνει. Κάτι κυρίες με ρόλεϊ και άλλες με αλουμινόχαρτα στο κεφάλι βγήκαν στην πόρτα και με κοίταξαν. Αφού ηρέμησα, οι άντρες με ρώτησαν αν είμαι έτοιμη να τους τα πω. Βαλαντωμένη άρχισα να χτυπάω το τριγωνάκι και να τραγουδάω σιγανά. Όταν τελείωσα, μου είπαν μπράβο και του χρόνου, και βάλανε το χέρι στην τσέπη. Όλοι έβγαλαν και μου έδωσαν από ένα χιλιάρικο, το σύνολο τέσσερα. Ο πρώτος μάστορας μου είπε ότι θέλουν και στο κομμωτήριο να τους τα πω. Τους ευχαρίστησα και πήγα στο κομμωτήριο. Μόλις μπήκα μέσα, όλες οι γυναίκες στράφηκαν σε μένα και όλα τα πιστολάκια σταμάτησαν. Να τα πω; Να τα πεις γλυκούλα μου, μου είπε μία κυρία που ήταν στο ταμείο. Τα ’πα ξανά, λίγο ξεψυχισμένα. Η κυρία άνοιξε το ταμείο και έβγαλε ένα χιλιάρικο και ακολούθησαν και οι υπόλοιπες με χιλιάρικα και κάνα δυο πεντακοσάρικα, το σύνολο εξίμισι χιλιάδες. Ευχαριστώ είπα κι εκεί και έφυγα.

Δεν τα πίστευα τα τόσα λεφτά. Η προδοσία που μου είχε κάνει ο ξάδερφος μου έφερνε τα δεκαπλάσια λεφτά από τη μελόντικα. Είχα αναθαρρέψει και από κει που ήμουν σαν πατημένη τσίχλα, τώρα άρχισε να μου αρέσει που τα έλεγα μόνη μου και όλο το χρήμα ήταν δικό μου. Από την εμπειρία στο συνεργείο και στο κομμωτήριο κατάλαβα ότι το έξυπνο ήταν να μην πηγαίνω στις πολυκατοικίες, αλλά να βγω στην κεντρική λεωφόρο και να πάρω σβάρνα όλα τα μαγαζιά, ώστε να τα παίρνω από τους μαγαζάτορες, να τα παίρνω κι απ’ τους πελάτες.

Πήγα σε όλα τα μαγαζιά στη μια πλευρά της λεωφόρου. Δεν είχαν πολλή ώρα που είχαν ανοίξει, ήμουν από τους πρώτους που τα λέγανε, γι’ αυτό δεν άκουσα από κανέναν το μας τα ’πανε. Υπολογίζω ότι έμενα ενάμισι λεπτό στο κάθε μαγαζί, σε λιγότερο από μία ώρα είχα φτάσει εκεί που τελείωναν τα μαγαζιά και άρχιζε το άλσος. Έκατσα σ’ ένα παγκάκι που ήταν πίσω από μια σειρά με παρκαρισμένα, κρύφτηκα σχεδόν, και έκανα ταμείο. Τα ψιλά ήταν ελάχιστα, δυο τρία πεντακοσάρικα, τα δέκα χιλιάρικα από το συνεργείο και το κομμωτήριο και τα υπόλοιπα κατοστάρικα. Το σύνολο είκοσι δύο χιλιάδες. Τόσα λεφτά από κάλαντα δεν είχα ξαναβγάλει.

Η ώρα δεν ήταν ούτε έντεκα κι εγώ μπορούσα ήδη να αγοράσω το πιο ακριβό παιχνίδι που υπήρχε στο παιχνιδάδικο της γειτονιάς μου. Αποφάσισα να μη συνεχίσω, να κατηφορίσω προς το σπίτι μου, να πάω τα ψιλά και τα κατοστάρικα στον κυρ Μήτσο τον ψιλικατζή να μου τα κάνει χοντρά κι έπειτα να πάω στο παιχνιδάδικο. Μέχρι που θυμήθηκα το μεγάλο σπίτι επάνω στο λόφο, δίπλα από το άλσος, την έπαυλη, ξεκάθαρα έπαυλη, που χάζευα όταν περνούσαμε από κει με τους γονείς μου, συνήθως Καθαρά Δευτέρα που πηγαίναμε στο άλσος για κούλουμα. Η μάνα μου έλεγε πως αυτό το σπίτι το έχει μια παλιά τραγουδίστρια της όπερας.

Στην τόσο πετυχημένη σόλο πορεία μου στα κάλαντα άρμοζε ένα μεγαλοπρεπές φινάλε. Θα πήγαινα να τα πω στην έπαυλη, έτσι για τη φήμη. Είχε λίγο ανηφόρα, αλλά άξιζε τον κόπο. Τσούκου τσούκου έφτασα στην εξώπορτα του τεράστιου κήπου. Είδα δυο παρκαρισμένα αυτοκίνητα στα αριστερά του σπιτιού, κάτω από ένα μεγάλο υπόστεγο. Ωραία, είπα. Πάτησα το μικρούλι χρυσό κουδούνι της αυλόπορτας και περίμενα. Δυο σκυλιά από τη μεγάλη βεράντα γαβγίζανε, κοιτούσαν εμένα και γαβγίζανε. Ένας ηλικιωμένος κύριος με φόρμα εργασίας βγήκε από κάτι θάμνους. Καθώς πλησίαζε του λέω, ήρθα να τα πω, και του έδειξα το τριγωνάκι μου. Γύρισε και κοίταξε στη βεράντα που στεκόταν μια γυναίκα, κι αυτή λίγο ηλικιωμένη, που έμοιαζε με μια θεία της μάνας μου. Θέλει να πει τα κάλαντα, της φώναξε ο κύριος του κήπου, αλλά αυτή δυσκολευόταν ν’ ακούσει γιατί τα σκυλιά κάνανε κακό χαμό. Κάλαντα, κάλαντα, της είπε ακόμα πιο δυνατά και τότε αυτή του έκανε νόημα να μου ανοίξει. Ο κύριος του κήπου ξεκλείδωσε την πόρτα.

Καλώς την, χρόνια πολλά. Πήγαινε από δω, ανέβα τα σκαλιά και θα φτάσεις στην πόρτα, μου είπε. Τα σκυλιά θα τα δέσετε; του λέω. Μην ανησυχείς, δε δαγκώνουν αυτά. Έφτασα στην είσοδο του σπιτιού. Εκεί με περίμενε η κυρία της βεράντας με την πόρτα τέντα ανοιγμένη. Να τα πω; Να τα πεις, μου λέει. Και δεν προλαβαίνω να βαρέσω το πρώτο ντιν στο τριγωνάκι και στην πόρτα ξεπροβάλλει η παλιά τραγουδίστρια της όπερας. Μια γριά παχουλή που φορούσε ένα μελιτζανί ταγιέρ, ένα κολιέ με τρεις σειρές από μαργαριτάρια και σκουλαρίκια στο σχήμα της σταγόνας, κι αυτά μαργαριταρένια, σετ ήτανε. Είχε τα μαλλιά της πιασμένα κότσο μπανάνα και τα χείλη της ήταν βαμμένα σάπιο μήλο. Πέρασε μέσα, πουλάκι μου, να τα πεις, πέρασε ευλογημένο μου, μου λέει και με πιάνει από το χέρι, με μπάζει μέσα σ’ ένα θεόρατο σαλόνι και με τοποθετεί δίπλα από ένα επίσης θεόρατο αληθινό στολισμένο έλατο. Να εδώ πες τα, και δυνατά, μου λέει και πάει και στέκεται τρία μέτρα μακριά μου με μια επισημότητα λες κι ήταν η πρόεδρος της δημοκρατίας.

Όσο τα έλεγα, απέφευγα να την κοιτάω, το βλέμμα μου πήγαινε σαν μπαλάκι του πινγκ πονγκ από τη μία πλευρά του χώρου στην άλλη. Μόλις τελείωσα, η κυρία της όπερας με πλησίασε και με ζούληξε. Μπράβο πουλάκι μου, μπράβο ευλογημένο μου, και του χρόνου. Σοφία, φέρε γλυκά στο παιδί, είπε στην κυρία της βεράντας. Μου ζήτησε να κάτσω στον καναπέ, έκατσε κι εκείνη δίπλα μου και με άρχισε στις ερωτήσεις. Απαντούσα αβίαστα σε όλα. Ότι με λένε Χριστίνα. Αχ, πουλάκι μου, γιορτάζεις αύριο, μου λέει. Ότι πάω τετάρτη δημοτικού, ότι έχω έναν μικρότερο αδερφό, ότι η μάνα μου δουλεύει στο σουπερμάρκετ και ο πατέρας μου στα έργα, φτιάχνει δρόμους. Ότι είμαι καλή μαθήτρια, ότι πάω μπαλέτο και αγγλικά. Και μιας και την είδα πώς με χάζευε όταν μιλούσα, σαν να ήμουν κουκλάκι κουρδιστό, της ρίχνω και την προδοσία του ξαδέρφου μου. Αχ, ψυχούλα μου, αυτό είναι ένα παλιόπαιδο, μη στενοχωριέσαι, μου λέει και με κάνει μια σφιχτή αγκαλιά.

Στο μεταξύ η κυρία της βεράντας έφερε και ακούμπησε στο τραπεζάκι μια πιατέλα με μελομακάρονα, κουραμπιέδες και σοκολατάκια διάφορα όστρακα, που τα χλαπάκιασα. Στο σαλόνι φάνηκε ένας κύριος με σατέν μπλε πιτζάμες και ξυπόλυτος, στην ηλικία πάνω κάτω του πατέρα μου. Α, Πέτρο, έλα να σου πει τα κάλαντα το κοριτσάκι. Χριστινούλα, θα πεις τα κάλαντα στον Πέτρο; Είναι ο γιος μου. Σηκώθηκα, πήγα μπροστά του κι άρχισα να του τα λέω. Το ’νιωθα ότι με βαριόταν αφόρητα. Και του χρόνου, μου είπε και πήγε προς τα μέσα, σε ένα χώρο που μάλλον ήταν η κουζίνα. Η κυρία της όπερας με ρώτησε αν ξέρω το αγιανύχτα. Το ξέρω, της είπα και ξεκίνησα να το τραγουδάω. Στην αρχή σιγοτραγουδούσε κι αυτή μέχρι που το πήρε όλο πάνω της, γιατί εγώ κάπου τα ’χασα τα λόγια.

Αφού τελείωσε κι αυτό μου είπε να περιμένω λιγάκι για να πάει να μου φέρει κάτι. Επέστρεψε με δυο κουτιά τυλιγμένα δώρο και δυο μικρές χάρτινες σακούλες. Μου είπε ότι είχε δύο εγγονούλες από την κόρη της, λίγο μικρότερες από μένα, που ζούσαν στην Ελβετία. Αυτά τα δώρα τα είχε αγοράσει για κείνες και θα τους τα έδινε την Πρωτοχρονιά, που θα έρχονταν στην Ελλάδα. Τώρα θέλω να τα χαρίσω σε σένα γιατί σ’ αγάπησα, σ’ αυτές θα πάρω άλλα. Άνοιξέ τα. Το ένα κουτί είχε την μπάρμπι αεροσυνοδό μαζί με τη βαλίτσα της και το νεσεσεράκι της. Το άλλο είχε την μπάρμπι τενίστρια μαζί με τις ρακέτες της. Οι σακούλες είχαν στέκες, κορδέλες και κοκαλάκια για τα μαλλιά. Σ’ αρέσουν; Μου λέει. Ναι, πολύ, της λέω. Θες να σου κάνω τα μαλλάκια μια ωραία γαλλική κοτσίδα και να διαλέξεις κι ένα κοκαλάκι να βάλουμε; Θέλω.

Με κάθισε στον καναπέ και με απαλές κινήσεις άρχισε να μου πλέκει τα μαλλιά. Ο ξυπόλυτος γιος επέστρεψε στο σαλόνι. Τι κάνεις εκεί, ρε μαμά; Άσε το παιδί να πάει στο σπίτι του, θα το ψάχνουν οι γονείς του. Δε με ψάχνουνε, η μάνα μου είναι στη δουλειά και ο πατέρας μου θα γυρίσει το απόγευμα, είναι στη Λαμία, στα έργα, πετάχτηκα. Πέτρο μου… φτωχό παιδάκι είναι, είπε η κυρία της όπερας. Καλά, εντάξει, είπε ειρωνικά ο γιος και έφυγε από το σαλόνι.

Πέρασαν μερικά λεπτά μέχρι που είπα, θέλω να φύγω. Να τελειώσουμε την κοτσιδούλα και θα φύγεις, ναι; Περίμενα υπομονετικά να τελειώσει με τα μαλλιά μου η κυρία της όπερας. Ξαφνικά ήθελα να φύγω, ήθελα να με αφήσει το συντομότερο από τα χέρια της και να πάω στο σουπερμάρκετ στη μάνα μου. Όταν τελείωσε με την κοτσίδα μου, φώναξε την κυρία της βεράντας και της είπε να βρει μια μεγάλη σακούλα να βάλουμε μέσα τα δώρα. Μέχρι να έρθει η σακούλα, μου είχε δώσει ένα σκασμό συμβουλές και μου είπε όποτε θέλω να πηγαίνω να με βλέπει. Η κυρία της βεράντας έφερε μία μεγάλη λαδί σακούλα που έγραφε Harrods. Έβαλε μέσα τα δώρα και μου την έδωσε.

Φεύγω τώρα, είπα. Μπορείς να τα κουβαλήσεις ή να πω στον Πέτρο να σε πάει σπίτι σου με το αυτοκίνητο; Μπορώ, μπορώ. Πήγαινα γρήγορα προς την έξοδο και η κυρία της όπερας με ακολουθούσε. Άνοιξα την πόρτα, γύρισα φευγαλέα το πρόσωπό μου προς εκείνη, της πέταξα ένα ευχαριστώ και την έκανα. Στο καλό Χριστινούλα μου, στο καλό αγγελούδι μου, κι όποτε θέλεις να έρχεσαι να σε βλέπω, μου φώναζε καθώς κατέβαινα τα σκαλιά.

Με είπε φτωχό παιδάκι. Εμένα που έχω δικά μου δύο ποδήλατα. Ένα στην Αθήνα κι ένα στο χωριό. Που κουβαλάω πάνω μου αυτή τη στιγμή είκοσι δύο ολόκληρες χιλιάδες, όλες δικές μου. Που έχω από τη νονά μου ολόχρυση καδένα με το ζώδιό μου και ολόχρυσα σκουλαρίκια. Που οι γονείς μου το βράδυ θα πάνε στα μπουζούκια, σε μπροστά μπροστά τραπέζι. Που πήραμε καινούργιο αμάξι. Εννιά εκατομμύρια, είπε ο μπαμπάς. Που αυτό το καλοκαίρι δε θα πάμε διακοπές στο χωριό, θα πάμε στη Ρόδο. Φτωχό παιδάκι ήταν η Φανίτσα, το κοριτσάκι από την Κάλπικη λίρα, την ταινία που είδα προχθές στην τηλεόραση. Η Φανίτσα, μάλιστα. Φτωχή. Μάζευε λουλουδάκια από τους πλούσιους τάφους και τα πουλούσε για να βγάλει λεφτά να πληρώσει τα νοίκια του σπαγγοραμμένου του σπιτονοικοκύρη τους, γιατί η μάνα της είχε πέσει στο κρεβάτι βαριά άρρωστη και δεν μπορούσε να δουλέψει. Η Φανίτσα, μάλιστα. Εμείς, όχι μόνο δε χρωστάμε τα νοίκια, αλλά όταν έρχεται ο σπιτονοικοκύρης μας κάθε χρόνο στη γιορτή του πατέρα μου, μας φέρνει γλυκά και ουίσκι.

Τα σκεφτόμουν καθώς πήγαινα στο σουπερμάρκετ στη μάνα μου και θύμωνα όλο και περισσότερο. Η προσβολή της γριάς της όπερας ήταν βαριά και ασήκωτη, κι ας με είχε ευεργετήσει τόσο. Έφτασα στο σουπερμάρκετ φουριόζα να τα πω όλα στη μάνα μου, αλλά αυτή μου είπε να φύγω να πάω στο σπίτι, γιατί γινόταν χαμός από δουλειά και θα τη μάλωνε ο διευθυντής. Εγώ πήγα σπίτι μόνο για να αφήσω τα δώρα της γριάς, να μην τα κουβαλάω, και έπειτα έφυγα σφαίρα για το παιχνιδάδικο. Εκεί βασανίστηκα, δεν ήξερα τι παιχνίδι να πρωτοπάρω. Έφαγα ένα δίωρο μέχρι να αποφασίσω. Τελικά κατέληξα σε ένα επιτραπέζιο με πριγκίπισσες, ένα παζλ της ντίσνεϊ και τρεις αλλαξιές για τις μπάρμπι μου. Και μου έμειναν και δύο χιλιάδες που προορίζονταν να τις φάω στο λούνα παρκ. Στο ταμείο ντράπηκα γιατί είχα ξεχάσει να περάσω από τον κυρ Μήτσο τον ψιλικατζή να μου κάνει χοντρά και πλήρωσα με τα χιλιάρικά μου μεν, αλλά και με πολλά κατοστάρικα.

Όταν γύρισε η μάνα μου στο σπίτι, την έβαλα κάτω και της είπα με το νι και με το σίγμα τι μου είχε συμβεί από το πρωί, από όταν με πρόδωσε το κωλόπαιδο της αδερφής της. Μου είπε ότι θα τα πει όλα στη θεία μου για να τον κάνει μαύρο στο ξύλο, κι εκεί πήρα μια ευχαρίστηση. Το ενδιαφέρον της μάνας μου ζωήρεψε όταν άρχισα να της λέω για τα κάλαντα στο σπίτι της γριάς της όπερας. Με ρώτησε πώς ήταν το σπίτι μέσα. Της περιέγραψα το σαλόνι, της είπα και για την εσωτερική σκάλα, για τους πίνακες στους τοίχους, τα μεγάλα βάζα, τους τεράστιους καναπέδες, τις αμέτρητες κορνίζες με φωτογραφίες και για το πιάνο, όλα.

Όμως μαμά, ξέρεις τι είπε η γριά στον γιο της; Ότι είμαι ένα φτωχό παιδάκι. Η μάνα μου σοβάρεψε απότομα και το μέτωπό της τραβήχτηκε προς τα πίσω. Τι έκανε, λέει; Φτωχό είναι το μάτι σου, δεν της απάντησες; Αυτό έγινε το 1993.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *