Η συνέντευξη με τον συνθέτη Ηλία Ανδριόπουλο πραγματοποιήθηκε στα γραφεία της εφημερίδας «Documento» στις 30 Αυγούστου 2023. Δημοσιεύθηκε στο ένθετο «Docville» με το «Documento». Η συναυλία του Ηλία Ανδριόπουλου θα διεξαχθεί στο Ηρώδειο την Πέμπτη 5 Οκτωβρίου.
Πως νιώθει
ένας καλλιτέχνης του διαμετρήματος του Ηλία Ανδριόπουλου που ζει και δημιουργεί
στην Ελλάδα του 2023;
Απελπισία! Είναι
μια Ελλάδα που δεν αναγνωρίζουμε εμείς που περάσαμε τα νεανικά μας χρόνια με
οράματα και προσδοκίες για ν’ αποκτήσει η χώρα ένα καλύτερο πρόσωπο. Αυτό που
θα διέπεται από ποιότητα, αρχές και ήθος. Σήμερα έχουν τελειώσει όλα αυτά.
Ισχύει αυτό
που έχω συζητήσει με ομότεχνούς της γενιάς σας; Ότι δεν έχουν ξαναζήσει τόσο
άσχημη περίοδο, περισσότερο ενδεχομένως κι από τη χούντα.
Το πιστεύω και
ξέρετε γιατί; Στη χούντα, που εγώ ήμουν έφηβος, υπήρχαν απ’ τη μια το σκοτάδι,
η φρίκη και ο φόβος, αλλά υπήρχε απ’ την άλλη ένας κόσμος που ξεδίπλωνε
ευαισθησίες και αγωνιστικές συμπεριφορές, παίζοντας τα ενίοτε όλα για όλα. Αυτό
ακριβώς το αντίθετο ρεύμα εμψύχωνε όλους όσοι πηγαίναμε μαζί του. Τώρα δεν
υπάρχει ούτε καν αυτό παρά μόνο μία σύγχυση, ένα μπέρδεμα και μια ανατροπή του
αξιακού κώδικα. Για μένα, όμως, χειρότερη είναι η ανατροπή του αισθητικού
κώδικα. Όταν κατεβαίνει απ’ τη μέση στάθμη ο αισθητικός κώδικας τότε δεν
ξέρουμε που πατάμε, τι νοήματα θα δώσουμε στη ζωή και κυριαρχεί το φαίνεσθαι, το
ψέμα και η επιφάνεια. Δυστυχώς αυτό χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο κομμάτι της
ελληνικής κοινωνίας και επηρεάζει πολύ τη νεολαία.
Σας βλέπω με
ένα παμπάλαιο κινητό τηλέφωνο. Δεν νομίζετε πως και για σας είναι επιτακτική η
ανάγκη μεγαλύτερης επαφής με την τεχνολογική πρόοδο;
Θα έλεγα ότι δεν
κάνω ιδιαίτερες προσπάθειες επ’ αυτού. Τα κομπιούτερ, ας πούμε, δημιουργούν
μεγάλες ευκολίες στα πάντα, της μουσικής συμπεριλαμβανομένης. Σε τέτοιο σημείο
κιόλας που αν τ’ αφήσεις και κυριαρχήσουν, θ’ αρχίσεις ν’ αναρωτιέσαι αν αυτό
που έγραψες είναι δικό σου ή κάποιου άλλου. Ένα απόγευμα ρώτησα τον Μίκη
Θεοδωράκη που τον έβλεπα με το ipad του: «Τι γίνεται, γράφεις νότες στον κομπιούτερ;» Και μου απαντάει:
«Όχι, δεν μπορώ, πάντα με το χέρι γράφω» (γέλια). Είναι φοβερό ο κομπιούτερ να
κάνει ενορχηστρώσεις ή να αλλάζει αρμονίες σε σημείο που αν δεν ελέγξεις όλη
την καλπάζουσα τεχνολογία, να μπορεί να σε καπελώσει. Δεν αμφισβητώ ότι είναι
ένα πολύτιμο εργαλείο της εποχής, ούτε είμαι τεχνοφοβικός, απλά είμαι λίγο
αδιάφορος και οφείλεται, νομίζω, στο ότι έχω μεγαλώσει λίγο. Βέβαια, εφημερίδες διαβάζω ψηφιακά πλέον,
όπως και ακούω συχνά μουσική από το YouTube, καθώς ανακαλύπτεις θησαυρούς. Σίγουρα, πάντως,
δεν είμαι σαν τους νέους που η τεχνολογία έχει γίνει αναπόσπαστο σημείο της ζωής
τους. Παραμένω άνθρωπος της συζήτησης, της διαλεκτικής και όλου αυτού του
κλίματος, του κληρονομημένου από παλιότερες εποχές και από σημαντικές
προσωπικότητες.
Η συναυλία
στις αρχές Οκτωβρίου στο Ηρώδειο γίνεται εκτός Φεστιβάλ Αθηνών. Το ίδιο συνέβη
και με τη συναυλία του Χρήστου Λεοντή. Με το να μη δίνεται το Ηρώδειο σε
συνθέτες της γενιάς σας, ισοδυναμεί και με μια επιχείρηση παροπλισμού σας; Κι
ας μη γίνεται συνειδητά αυτό.
Είναι
ανεπίτρεπτο! Είναι μια εκτοξευμένη ασέβεια από τη διευθύντρια του Φεστιβάλ
Αθηνών, την κυρία Ευαγγελάτου. Όχι μόνο προς το πρόσωπο του Ανδριόπουλου ή του
Λεοντή, αλλά στο τι εκπροσωπούμε εμείς ως συνθέτες, στην εποχή που εκπροσωπούμε
και στο τι σήμαινε και σημαίνει η μουσική μας, αφού είμαστε εν ζωή ακόμη, για
ένα μεγάλο κομμάτι του λαού. Είναι η δεύτερη φορά που η κυρία Ευαγγελάτου
απορρίπτει πρόταση μου και δηλώνω πως δεν θα ξανακαταθέσω πρόταση όσο είναι διευθύντρια
η κυρία Ευαγγελάτου και το παρόν διοικητικό συμβούλιο του φεστιβάλ. Να σας πω την αλήθεια, μετάνιωσα κιόλας τη
δεύτερη φορά που κατέθεσα πρόταση. Αρνήθηκαν την παρουσία μου και έτσι βρήκαμε
τη λύση να γίνει η συναυλία με το θέμα των επιδόσεων του Ηρωδείου από Σεπτέμβρη
και μετά. Είχα και πάλι τους ενδοιασμούς μου, αλλά με έπεισε ο Μάνος
Τρανταλίδης, ο παραγωγός της συναυλίας, και γι’ αυτό θα την κάνουμε.
Ο Λεοντής
έστειλε επιστολή στον Τύπο κατακεραυνώνοντας την Ευαγγελάτου. Εσείς πάλι δεν το
κάνατε. Είναι κι αυτό ένα δείγμα μάλλον του ήπιου χαρακτήρα σας.
Έγραψα κάτι στο facebook χωρίς να το κοινοποιήσω στις
εφημερίδες. Το θεώρησα κάπως σαν χαμένο αγώνα να στέλνω δημόσιες επιστολές. Και
στο facebook, όμως,
αυτό που έγραψα διαβάστηκε πάνω από 40.000 ανθρώπους. Σωστά είπατε πριν για
κινήσεις παροπλισμού μας. Δεν ξέρω από τι ενοχλούνται…Απ’ όσα κουβαλάμε ως
συνθέτες; Απ’ τη μουσική μας, που θα την προτιμούσαν να είναι κάπως
διαφορετική, πιο εμπορική δηλαδή; Ξέρουμε ότι αυτός ο μεταμοντερνισμός διέπει
την καινούργια κατάσταση στο Φεστιβάλ Αθηνών.
Μήπως τελικά
αυτό που κουβαλάτε είναι μια δημοκρατική Ελλάδα, η οποία έχει σήμερα
παραγκωνιστεί; Είδαμε είσοδο φασιστικών κομμάτων στη Βουλή, όλα είναι σχετικά
πια.
Αυτό ακριβώς
υπονοούσα πριν όταν είπα ότι υπάρχει μια σύγχυση κι ένα μπέρδεμα. Πολλά
πράγματα δεν αποσαφηνίζονται, όχι μόνο στην πολιτική, αλλά και στην τέχνη. Απ’
αλλού ξεκίνησα το τραγούδι σαν νέος συνθέτης της Μεταπολίτευσης κι εγώ. Αν
αποτυπώνει κάτι η μουσική μου είναι την ευαισθησία μιας εποχής κι ένα πλέγμα
οραμάτων και προσδοκιών, εντελώς διαφορετικών απ’ αυτά που βιώνουμε τώρα.
Μήπως
θεωρούνται παρωχημένα αυτά ακριβώς τα οράματα;
Αυτό ίσως γίνεται
από μια μερίδα πολιτικών και ανθρώπων, οι οποίοι κινούν τα νήματα. Πιθανώς,
γιατί έχουν μπει χιλιάδες άλλες προτεραιότητες και η χώρα έχει πάρει άλλη
κατεύθυνση συγκριτικά με την ανεξαρτησία που ονειρευόμασταν παλιά. Πιθανώς
ακόμη να τους θυμίζουμε με το έργο μας όλα αυτά που δεν θέλουν να θυμούνται.
Το 1976 κάνετε
το δισκογραφικό σας ντεμπούτο με τον «Κύκλο Σεφέρη» για τις φωνές του Νίκου
Ξυλούρη και της πρωτοεμφανιζόμενης τότε Άλκηστης Πρωτοψάλτη. Θέλατε να δώσετε
στίγμα με το καλημέρα, που λένε;
Οπωσδήποτε. Ένα
στίγμα που διαμορφωνόταν από το κλίμα της εποχής, το οποίο μας οδηγούσε στον
ποιητικό στίχο, στο μελωδικό τραγούδι και στις πολύ καλές ερμηνείες. Βέβαια, ο
κάθε συνθέτης, μαζί κι εγώ, έπρεπε να κατοχυρώσει τη μουσική του γλώσσα και ν’
αποφύγει τις έντονες επιρροές του πρωτοεμφανιζόμενου καλλιτέχνη. Όταν είσαι
νέος, δεν έχεις προλάβει να αφομοιώσεις και να αναπλάσεις πράγματα.
Ισχύει ότι
ήσασταν περισσότερο θεοδωρακικός ως προς τις επιρροές σας και λιγότερο
χατζιδακικός;
Όχι, αγαπούσα και
θαύμαζα και τους δύο. Τον Χατζιδάκι τον είχα γνωρίσει πολύ νέος, το 1973, πιο
πριν από τον Θεοδωράκη. Τον επισκέφτηκα ένα απόγευμα στο σπίτι του και ήταν ο
πρώτος που άκουσε τις πρώτες μου συνθέσεις. Μάλιστα, τις είχα γράψει σε μία
κασέτα και μου λέει:
–
Παιδί
μου, να μην ακούσω από το μαγνητόφωνο. Δεν μου παίζεις καλύτερα;
–
Έχω
τρακ, κύριε Χατζιδάκι…
–
Να
μην έχεις καθόλου τρακ. Όλοι υπήρξαμε νέοι.
Του έπαιξα στο
πιάνο τα κομμάτια. Τον Θεοδωράκη τον γνώρισα λίγο αργότερα, το 1976 – 77.
Είχαμε μια πιο στενή σχέση, τα καλοκαίρια κατέβαινε στην πατρίδα μου, την
Ολυμπία. Συναντιόμασταν στο σπίτι μου, στο ξενοδοχείο του και συζητούσαμε
ατελείωτα για χίλια δυο πράγματα.
Έχω
παρατηρήσει πως δεν υπήρξατε ποτέ «προϊόν» μιας δισκογραφικής εταιρείας.
Ξεκινήσατε στην Columbia, π.χ., αλλά διαπρέψατε στη ΛΥΡΑ του Πατσιφά.
Ισχύει αυτό.
Μέχρι να πάω από την Columbia στη ΛΥΡΑ, κυκλοφόρησα ορισμένα έργα σε κάτι μικρές εταιρείες που ήθελαν
απλώς να μας έχουν στον κατάλογο τους και μας έβγαζαν πράγματα που ήταν
αντιεμπορικά για τις μεγάλες εταιρείες. Είχα πέσει και στην περίοδο που
αποχωρούσε ο Λαμπρόπουλος από την Columbia και οι Εγγλέζοι έπαιρναν όλο το ελληνικό ρεπερτόριο της
εταιρείας. Δεν έφυγα στην ουσία από την Columbia, γιατί ήμουν πολύ νέος και δεν πρόλαβα να κάνω
πολλά πράγματα. Όλοι, όμως, οι συνθέτες έφευγαν και πήγαιναν στη ΛΥΡΑ: Ο
Μούτσης, ο Λάγιος, ο Κηλαηδόνης, ο Μικρούτσικος, ακόμη κι οι Χατζιδάκις –
Θεοδωράκης. Ο Λαμπρόπουλος μαζί με τον Πατσιφά ήταν οι βασικοί πυλώνες του
ελληνικού τραγουδιού, δεν νομίζω αυτό να το αμφισβητεί κανείς.
Πάντως, το να
βγάλετε σε μικρή εταιρεία το «Κονσέρτο για σαντούρι και ορχήστρα» με τον
αείμνηστο Αριστείδη Μόσχο, ήταν κάτι που έδειχνε και το μέγεθος του δημιουργικού
σας οίστρου ξέχωρα από δισκογραφικές στέγες.
Πολύ καλά τα
λέτε. Κοιτάξτε, ήμασταν γαλουχημένοι σ’ ένα πνεύμα και σ’ ένα κλίμα που μπροστά
βάζαμε πάντα την καλλιτεχνική μας φιλοδοξία ή την «τρέλα», αν θέλετε. Όλα τα
άλλα έρχονταν πιο πίσω, όπως το οικονομικό ζήτημα. Δυστυχώς στους καλλιτέχνες
σήμερα περνάει πρώτα το οικονομικό θέμα και μετά όλα τα άλλα. Εμείς τότε
ανταμώναμε πρώτα στα καφέ και στα στέκια μας. Εμένα η φιλοδοξία μου ήτανε να
γράψω τραγούδια με τον στίχο του Ελευθερίου ή του Μπουρμπούλη, που ήταν
κατεξοχήν ποιητικός. Όταν έγραφα τα «Γράμματα στον Μακρυγιάννη» σκεφτόμουν ποια
τραγούδια θα έλεγε η Πρωτοψάλτη και ποια ο Καλογιάννης, ήθελα δηλαδή τις άρτιες
ερμηνείες.
Τι ήταν αυτό
που σας ώθησε στην επιλογή της Πρωτοψάλτη; Είχε κάνει αίσθηση από τη συμμετοχή
της στην «Τετραλογία» του Δήμου Μούτση; Ένα νέο κορίτσι ήταν τότε.
Με την Άλκηστη
βρεθήκαμε εκείνο τον καιρό, έχοντας προηγηθεί, όπως είπατε, η «Τετραλογία» του
Μούτση. Γίναμε φίλοι, ερχόταν στο σπίτι, προβάραμε τα καινούργια τραγούδια που
έγραφα. Άλλα τα απορρίπταμε και άλλα τα κρατούσαμε. Μου άρεσε το ιδιαίτερο
χρώμα στη φωνή της που ήταν έντονο και χαρακτηριστικό. Ξεχώριζε μέσα σε εκατό
άλλες τραγουδίστριες. Είχε ακόμη καλή άρθρωση και καλή εκφορά του ποιητικού
στίχου. Θα έλεγα ότι χωρίς δεύτερη σκέψη την πρότεινα στην εταιρεία ΛΥΡΑ τότε
για τα «Γράμματα στον Μακρυγιάννη». Ψάχναμε και τον άνδρα ερμηνευτή και φτάσαμε
στον Καλογιάννη, που μας τον «παραχώρησε» η Polygram, η δική του εταιρεία.
Ήταν από πριν
γραμμένα τα τραγούδια ή γέννημα της χρονιάς του 1979, που βγήκε ο δίσκος;
Τα είχα ξεκινήσει
λίγο καιρό πριν. Μου είχε δώσει τους στίχους του από πριν ο Ελευθερίου και προς
το τέλος προστέθηκαν τα τραγούδια σε στίχους του Μπουρμπούλη. Το 1978
παρουσιάσαμε το έργο σε συναυλίες στον Λυκαβηττό και σ’ άλλους χώρους. Για το
δίσκο, που βγήκε τελικά το ’79, ο Ελευθερίου βρήκε για το εξώφυλλο κι εκείνο το
όμορφο κέντημα με τον Μακρυγιάννη. Ήταν μια σχεδόν τελετουργική διαδικασία που
συμμετείχαν πολλοί άνθρωποι κι έβαζαν την ψυχή τους. Θα θυμάστε τα εξώφυλλα του
Τσαρούχη, του Μόραλη και άλλων ζωγράφων. Χάζευες το δίσκο πριν καθίσεις να τον
ακούσεις.
«3 του Σεπτέμβρη
να περνάς» έλεγε το τραγούδι «Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες» που βέβαια δεν
αναφερόταν στην ημερομηνία ίδρυσης του ΠΑΣΟΚ (3 Σεπτεμβρίου 1974), αλλά στην
υπογραφή του Συντάγματος από τον στρατηγό Μακρυγιάννη (3 Σεπτεμβρίου 1843).
Καμία σχέση δηλαδή με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία δύο χρόνια αργότερα.
Και χωρίς να
υπάρχει καμία σκέψη από μένα ή από τον Ελευθερίου για την ταύτιση του στίχου με
την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ. Που να ξέραμε τι παραλληλισμός θα γινόταν και τι διάσταση
θα έπαιρνε το τραγούδι εκείνα τα χρόνια. Μέχρι και το 2000 πρέπει να ξέρετε ότι
όλα τα κόμματα κατέφευγαν σε τραγούδια Ελλήνων συνθετών. Κατά κύριο λόγο του
Θεοδωράκη, όχι μόνο από το ΚΚΕ, αλλά και από τη ΝΔ. Του Λοΐζου και του
Μαρκόπουλου, επίσης, οπότε δεν ήταν κάτι μεμπτό. Στο ΠΑΣΟΚ ακόμη είχαν
χρησιμοποιήσει κομμάτι από το «Πνευματικό Εμβατήριο» του Μίκη και του
Σικελιανού. Από τη στιγμή όμως που ένα τραγούδι ταυτίζεται με ένα κόμμα ή ότι
τάχα μου γράφτηκε για το κόμμα, είναι άσχημο και καπηλεία.
Τον Ανδρέα
Παπανδρέου, αλήθεια, τον είχατε γνωρίσει;
Ο Παπανδρέου ήταν
ένας ευγενής άνθρωπος πέρα απ’ τις ικανότητες του και τα όποια λάθη του. Ήταν
μια σπουδαία πολιτική μορφή που δεν την προσπερνούσες. Και τα σφάλματα υπάρχουν
στην καριέρα όλων των μεγάλων πολιτικών και καλλιτεχνών, δεν γίνεται αλλιώς.
Είχαμε πάει μια φορά σε εκδήλωση του ΠΑΣΟΚ στη Φιλαδέλφεια και τραγούδησε η
Μπέλλου. Σηκώθηκε ο Ανδρέας, φίλησε τη Μπέλλου και της λέει: «Να πεις κι αυτό
το τραγούδι με τις 3 του Σεπτέμβρη». Απάντησε αυτή: «Δεν το ξέρω, πρόεδρε»
(γέλια).
Ερήμην σας
όμως ταυτιστήκατε και σαν συνθέτης με το ΠΑΣΟΚ. Σας θυμίζω εκείνο το άκρως
υποτιμητικό «Ο Μπαχ της Αλλαγής» που σας είχαν κολλήσει κάποιοι.
Αυτά ήταν
φαιδρότητες, υποκινούμενες από μία δεξιά εφημερίδα της εποχής. Καμιά φορά
πρέπει να είμαστε κι εμείς επιφυλακτικοί στα πολιτικά παιχνίδια και στις θέσεις
μας. Δεν λέω να μην έχει πολιτική θέση ο καλλιτέχνης, ίσα – ίσα, αλλά τώρα που
τα βλέπω τα πράγματα με μιαν ωρίμανση και μιαν απόσταση, η συχνή και
αδικαιολόγητη παρουσία στα πολιτικά θέματα είναι και άσχημη και φθοροποιός για
τον καλλιτέχνη. Εγώ, όμως, είδατε τι έκανα όταν χρειάστηκε! Το 2011 απαγόρευσα
το τραγούδι στο ΠΑΣΟΚ όταν το κόμμα έβαλε την Ελλάδα στα Μνημόνια. Δεν είναι
ωραίο να απαγορεύουμε εμείς που είμαστε σήμερα απαγορευμένοι, αλλά εγώ δεν
απαγόρευσα το τραγούδι από κανέναν άνθρωπο παρά μόνο από την κομματική ηγεσία
και εξουσία. Τι να έκανα όταν μία κυβέρνηση επέδειξε ασέβεια απέναντι στον
ελληνικό λαό και υποτάχθηκε στις ξένες ευρωπαϊκές πιέσεις; Θεωρώ μέχρι σήμερα
καταστροφικά τα Μνημόνια, όπως και την πορεία που πήρε η χώρα. Η χώρα δεν έχει
ανεξαρτησία και δεν ξέρω αν θα’χει και ποτέ στο μέλλον.
Εγώ θα
επιμείνω στην άνοδο της ακροδεξιάς στην Ελλάδα ως απότοκο της κρίσης και των
Μνημονίων.
Αυτό είναι ένα
σύμπτωμα πανευρωπαϊκό, όχι μόνο ελληνικό. Ο δημοκρατικός και αριστερός
πολιτικός χώρος πρέπει να δει τι φταίει γι’ αυτό. Μήπως υπάρχουν ευθύνες κι απ’ αυτό το χώρο;
Πρέπει να βάλουμε το χέρι στην πληγή και να εξετάσουμε τι ευθύνεται για την
έξαρση του φασισμού. Τη δεκαετία του 1980 δεν υπήρχαν αυτά τα πράγματα.
Ίσως γιατί
υπήρχε η επίπλαστη οικονομική ευμάρεια, που πάντως υπήρξε.
Όχι, δεν ήταν
αυτό μόνο. Η ακροδεξιά με τα παρακλάδια της ήταν εξαφανισμένη, ενώ τώρα τη
βλέπεις από την Αμερική μέχρι τη Γαλλία και την Ουγγαρία. Ένα άλλο ρόλο έπαιξε
σίγουρα η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και η ιδεολογική αδυναμία της Αριστεράς
να εμπνεύσει όραμα και ελπίδα. Η Αριστερά, που εγώ γνώρισα, καλλιεργούσε
συναισθήματα και ευαισθησίες συν την ιδεολογική προοπτική που έθετε στις ζωές
των ανθρώπων. Από ένα σημείο και μετά, αυτά εφθάρησαν. Διότι είναι αλήθεια πως
οι άλλοι δεν έχουν τίποτα, απλά καπηλεύονται. Ο πατριωτισμός, που επικαλούνται,
είναι επί της ουσίας ψεύτικος, πατριδοκαπηλεία. Είχε η χούντα κανέναν
πατριωτισμό; Είχαν πατριωτισμό οι κουκουλοφόροι και οι καταδότες στην Κατοχή;
Δεν πρέπει, νομίζω, να τους δίνουμε χώρο για να εκμεταλλεύονται την πατρίδα.
Οφείλουμε να διδάσκουμε τον δημοκρατικό πατριωτισμό απέναντι στον φασιστικό,
δηλαδή απέναντι στον εθνικισμό. Η Αριστερά πρέπει να ανασυντάξει δυνάμεις αν
θέλει η ακροδεξιά να ξαναγίνει μία καρικατούρα περιθωριακή.
Και το λέτε
εσείς αυτό που είστε ο κατεξοχήν «Έλληνας» συνθέτης με τους ποιητές ή με τις
παραπομπές στους ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης. Θα ήθελα να μου δώσετε έναν
ορισμό της ελληνικότητας, όπως εσείς την αντιλαμβάνεστε.
Θα μακρηγορήσουμε
τώρα γιατί θα πάμε μοιραία στη Γενιά του ’30…
Να πάμε, γιατί
όχι;
Η ελληνικότητα
είναι το αίτημα να διασταυρωθεί η παράδοση και τα αληθινά λαϊκά στοιχεία του
τόπου με ξένα ρεύματα της σύγχρονης καλλιτεχνικής αντίληψης ώστε μέσα απ’ αυτό
να δοθεί ένα νεότερο έργο με δροσιά και φρεσκάδα, καθώς και να αγγίζει εθνικές
ευαισθησίες που να έχουν σχέση όμως με τη συλλογική μνήμη.
Μου κάνει
εντύπωση αυτό που λέτε για τα ξένα ρεύματα, αφού εσείς στη μουσική σας ουδέποτε
χρησιμοποιήσατε ηλεκτρικά, ποπ ή ροκ στοιχεία.
Όχι, αφού δεν μου
πήγαιναν. Δεν ήμουν αντίθετος, άκουγα ως νέος τη ροκ της εποχής, αλλά δεν
ταίριαζε ο ήχος αυτός στη μουσική μου. Το άλλο συστατικό της ελληνικότητας έχει
να κάνει με πατριωτικά δημοκρατικά στοιχεία. Ναι μεν γίνονται αναφορές σε
εθνικά σύμβολα, σαν τον Μακρυγιάννη, αλλά και σ’ άλλα κομβικά πρόσωπα της
νεοελληνικής εξέλιξης, αυτά όμως τα πρόσωπα ήταν ικανά τότε να εμπνεύσουν τους
νεότερους. Σε εσάς είχε δηλώσει ο Θεοδωράκης πως δεν είχαμε ανάγκη τη ροκ
ρυθμολογία στη δική μας μουσική. Σωστό δεν είναι; Δεν πρέπει κάθε χώρα να
κατακτά τη μουσική τη δική της πάνω απ’ όλα; Στη σύγχρονη διάσταση πάντα. Εγώ,
π.χ., μπορεί να μην παίρνω στοιχεία από τη ροκ, παίρνω όμως από την κλασική
δυτική μουσική, άρα δεν αρνούμαι καθόλου τις διασταυρώσεις χωρίς να προδίδεις
τις ρίζες σου και χωρίς να γέρνεις το ταλέντο σου προς μία επιρροή, η οποία θα
σε καταπιεί στο τέλος.
Ένα ωραίο
πείραμα που σκέφτομαι τώρα ως προς τη μουσική σας είναι κι εκείνος ο δίσκος με
τον Γεράσιμο Μηλιαρέση που έπαιξε κλασικά στην κιθάρα του δικά σας τραγούδια.
Ναι, βγήκε σε
βινύλιο το 1989 αυτό το πείραμα, που λέτε. Πάνω στη λογική αυτή βασίζεται η προσπάθεια
που κάνω τα τελευταία χρόνια με ένα τρίο μουσικών, πιάνο, τσέλο και μαντολίνο.
Να πάει, εννοώ, η μουσική μου προς τον πιο έντεχνο ή λόγιο χώρο, να γίνει
δηλαδή ένα ελληνικό λιντ. Το ξεκίνησα το 2003 με δύο συναυλίες στη Μικρή
Επίδαυρο κι ακολούθησε το Μέγαρο, εκφράζοντας τη νεότερη αντίληψη μου για το
τραγούδι.
Το 1980
γράψατε με τον Μπουρμπούλη το «Μην κλαις» που σφράγισε η Μπέλλου. Σήμερα, 43
χρόνια μετά, δεν υπάρχει παρέα που να μην τραγουδήσει το συγκεκριμένο κομμάτι
ειδικά αν είναι διαθέσιμη και μία κιθάρα στα χέρια κάποιου.
Θεωρώ ότι η
μουσική μου όλη είναι λαϊκή, ακόμη κι αυτή που παίζεται από συμφωνικές
ορχήστρες. Πολλές φορές προσανατολίζεται ο συνθέτης σε συνεργασία με τον
στιχουργό. Πρέπει δηλαδή ο στίχος να έχει αντιστοιχία με τη μουσική και η
μουσική με το στίχο. Να το προεκτείνει η ερμηνεία στη συνέχεια. Με τον
Μπουρμπούλη αποζητούσαμε να εκφράσουμε το παράπονο των λαϊκών ανθρώπων που
εκείνα τα χρόνια, το 1980, υπήρχε ακόμη στις λαϊκές γειτονιές. Οι εικόνες που
έπρεπε να καταγραφούν και να αποτυπωθούν μέσα από τραγούδια και μουσικές, ακόμη
και να εξυμνήσουμε ότι μας συγκινούσε εκείνη την εποχή σε μεγάλο βαθμό. Τα
«Λαϊκά προάστια» ήταν η καταγραφή ενός κλίματος, όπως το είχαμε βιώσει με τον
Μπουρμπούλη ως νέοι και όπως έρχονταν στη φαντασία μας οι παλιότερες εποχές.
Τι είναι αυτό
που έκανε τα «Λαϊκά προάστια» τόσο διαχρονικά; Η εποχή; Οι στίχοι, η μουσική; Η
ερμηνεία;
Όλα αυτά που
λέτε, η εποχή που γράφτηκαν πρωτίστως τα τραγούδια, διότι ο εκάστοτε
καλλιτέχνης είναι γέννημα της εποχής του, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Εκφράζει
ή προσπαθεί να εκφράσει την εποχή του. Αν αυτά που γράφει, έχουν επιτυχία, πάει
να πει ότι, πράγματι, το πέτυχε σ’ ένα βαθμό. Κι επειδή τότε ήμουν πολύ νέος,
μόλις 30 ετών, διαισθητικά βαδίζαμε με τον Μπουρμπούλη. Ερχόταν η Μπέλλου τα
βράδια απ’ το σπίτι και δοκιμάζαμε τα τραγούδια.
Η συμμετοχή
της Μπέλλου δεν ήταν ιδέα του Πατσιφά; Την ωθούσε πολύ εκείνα τα χρόνια προς το
πιο έντεχνο ρεπερτόριο.
Η πρώτη έξοδος
της Μπέλλου προς το πιο έντεχνο ρεπερτόριο είχε γίνει με το ζεϊμπέκικο του
Σαββόπουλου και η δεύτερη με τα «Λαϊκά προάστια». Τα τραγούδια του Μούτση και
του Λάγιου έγιναν λίγα χρόνια μετά. Είχε κάνει και κάποιες άλλες συνεργασίες
που δεν πήγαν καλά, γι’ αυτό κι ο Πατσιφάς μου έλεγε: «Που πας να μπλέξεις τώρα
με τη Μπέλλου; Δώσ’ της το πολύ ένα τραγούδι, όχι όμως ολόκληρο δίσκο». Καθόλου
δεν την ήθελε τη Μπέλλου ο Πατσιφάς γι’ αυτό το δίσκο, ίσως ούτε καν και για
ένα τραγούδι. Έκανε μια παραχώρηση σε μένα και τον Μπουρμπούλη. Αντίθετα, ήθελε
τη Βίκυ Μοσχολιού, η οποία είχε τραγουδήσει πρώτη μερικά τραγούδια από τα
«Λαϊκά προάστια» σε μια συναυλία μου στο γήπεδο του Παναθηναϊκού. Υπέροχη ήταν
και, μην ξεχνάμε, η Μοσχολιού ήταν σπουδαία τραγουδίστρια και σούπερ σταρ τότε.
Η Μπέλλου ήταν όχι ακριβώς περιθωριοποιημένη, αλλά εξέφραζε ένα κοινό που τη
θυμόταν από τα ρεμπέτικα. Έλα, όμως, που η ίδια ήθελε πάρα πολύ να λέει τέτοια
τραγούδια έντεχνα. Ερχόταν απ’ το σπίτι κάθε απόγευμα ως αργά το βράδυ. Ήταν κι
ο μπουζουξής Κώστας Παπαδόπουλος και όλοι μαζί προβάραμε τα κομμάτια. Ο
Πατσιφάς ήταν αρνητικός ως το τέλος, «κάντε ότι θέλετε» μας είχε πει, «αλλά εγώ
δε συμμετέχω». Μας έστειλε μια κοπέλα ως παραγωγό και μπήκαμε στο στούντιο.
Προς το τέλος ήρθε κάποια στιγμή ο Πατσιφάς. Το θέμα είναι πως σε μια συναυλία
που δώσαμε τον Σεπτέμβρη του ’80, λίγο πριν βγει ο δίσκος, η Μπέλλου έπαθε τρακ
και δε μπορούσε να τραγουδήσει. Μόνο το ρεφρέν του «Μην κλαις» κατάφερε να πει.
Είχα τρία μπουζούκια, θυμάμαι, αλλά η Σωτηρία είχε κιτρινίσει. «Πως το’παθες
αυτό, βρε Σωτηρία, εσύ;» τη ρώτησα και μου απάντησε «Ρε Ανδριόπουλε, με
μπέρδεψαν εκείνα τα βιολιά». Οι ενορχηστρώσεις ήταν του Τάσου Καρακατσάνη. Στο
πρώτο μέρος παίχτηκαν τα «Γράμματα στον Μακρυγιάννη» με τον Καλογιάννη και την
Πρωτοψάλτη, ενώ στο δεύτερο θα παρουσιάζαμε τα νέα τραγούδια με τη Μπέλλου. Μα
δεν τα ήξεραν κι οι άλλοι τραγουδιστές για να τα έλεγαν αφού η Μπέλλου έπαθε
τρακ! Πως δεν μας αποδοκίμασε ο κόσμος…
Αν γινόταν
σήμερα αυτό, θα σας είχαν γιουχάρει.
Οπωσδήποτε, το
κοινό τότε ήταν ευγενές, είχε μια ομορφιά. Βλέπεις τα αγνά βλέμματα των
κοριτσιών και των αγοριών από συναυλίες της εποχής. Βγαίνοντας απ’ τη συναυλία,
πέφτω πάνω στον Πατσιφά, που μου λέει: «Σ’ τά’ λεγα, δεν μ’ άκουγες»!
Μετά, όμως, τι
είπε όταν άρχισε να πουλάει τρελά ο δίσκος;
Μετά μου έστειλε
επιστολή, όπως συνήθιζε να κάνει, που μου έλεγε: «Ηλία μου αγαπητέ, πέρασε από
το γραφείο που έχω να σου ανακοινώσω κάτι ευχάριστο». Πέρασα και μου είπε ότι ο
δίσκος πάει πάρα πολύ καλά από πωλήσεις και πως τελικά είχα εγώ δίκιο και όχι αυτός.
Σπουδαίος άνθρωπος! Ο Πατσιφάς έχαιρε μεγάλης εκτίμησης απ’ όλους. Το 1983,
όταν μελοποίησα το «Μονόγραμμα» του Ελύτη, πριν τους «Προσανατολισμούς»,
επισκέφτηκα τον Πατσιφά και του ζήτησα να στείλει δείγμα στον ποιητή. Του άφησα
την κασέτα, την έδωσε στον Ελύτη, αλλά αυτός μου σύστησε να αφήσω το
«Μονόγραμμα» και ν’ ασχοληθώ με τους «Προσανατολισμούς».
Μεγάλη δουλειά
να συνδιαλέγεστε με τον Ελύτη, που υπήρξε πολύ επιφυλακτικός ως προς το ποιοι
θα τον μελοποιήσουν.
Μεγάλη τύχη,
βέβαια. Τον είχα συναντήσει μια – δυο φορές στου Φλόκα και αφότου βγήκαν οι
«Προσανατολισμοί», είχα πάει ένα απόγευμα απ’ το σπίτι του και συζητήσαμε για
πολλά πράγματα. Ο Γκάτσος πάλι ήταν πιο προσιτός, περνούσες από τον Φλόκα και
τον έβλεπες να κάθεται. Ένα μεσημέρι στο ξενοδοχείο «Εσπέρια», που δεν υπάρχει
πια, ο Χατζιδάκις είχε καλέσει επιλεκτικά συνθέτες και στιχουργούς να μιλήσουμε
για τα σωματειακά μας. Βλέπω στην είσοδο τον Χατζιδάκι να μιλάει με τον Γκάτσο.
Τους χαιρετώ και με ρωτάει ο Γκάτσος:
–
Κυκλοφόρησαν
οι «Προσανατολισμοί»;
–
Ναι,
κύριε Γκάτσο. Που το μάθατε;
–
Μου
το είπε χθες ο Ελύτης. Του άρεσε πολύ το έργο.
–
Μου
δίνετε μεγάλη χαρά, γιατί δίσταζα να του τηλεφωνήσω. Νόμιζα πως δεν θα του
αρέσει.
–
Όχι,
του αρέσει και να τον πάρεις τηλέφωνο να σου τα πει κι ο ίδιος.
Συζητούσαμε γύρω
στο ’83 να κάναμε με τον Γκάτσο έναν ολόκληρο δίσκο στη ΛΥΡΑ μόλις είχε πεθάνει
ο Πατσιφάς. Η ΛΥΡΑ, όμως, αν και θαυμάσια εταιρεία, ήταν λίγο σφιχτή στα
οικονομικά. Ανάλαβα εγώ να τρέξω το οικονομικό κομμάτι, τόσο για μένα, όσο και
για τον Γκάτσο, δεν προχώρησε όμως το πράγμα. Έτσι έγινε κι έτσι ο Γκάτσος μου
έδωσε εκείνο το ποίημα για τον Γιώργο Σεφέρη που μπήκε στο έργο «Αργοναύτες»
του 1998, όταν ο ίδιος ο Γκάτσος πια είχε φύγει απ’ τη ζωή. «Ηλία, πάρε αυτό το
ποίημα από το 1963, νομίζω πως θα σου πηγαίνει» ήταν τα λόγια του. Ήθελε μόνο
να μην το έβαζα «ξεκάρφωτο» σε κάποιο δίσκο, αλλά να υπήρχε ένα κόνσεπτ από
πίσω.
Το γνωρίζω ότι
σας εκτιμούσε ο Γκάτσος. Η Αγαθή Δημητρούκα, η σύντροφος του, μου είχε πει για
ένα τραγούδι σας που παιζόταν από το ραδιόφωνο και το ξεχώριζε στιχουργικά και
μουσικά.
Μα ναι, θυμάμαι
που του είχα δώσει ραντεβού στο GB Corner για να του έδινα ένα δίσκο των
«Προσανατολισμών» του Ελύτη. Μου’χε κάνει το τραπέζι, ήταν κι η Αγαθή και του
έδωσα πράγματι το δίσκο. Μου τηλεφώνησε το ίδιο βράδυ και δυο λόγια είπε μόνο:
«Έκτακτοι οι ‘’Προσανατολισμοί’’»! Ωραίοι άνθρωποι! Και ο Χατζιδάκις ούτε
απόρρητα τηλέφωνα είχε, ούτε τίποτα. Τον έβρισκες και μιλούσες μαζί του. Ο
Θεοδωράκης άλλαζε κάπου – κάπου άλλαζε τα τηλέφωνα του, γιατί του είχε μείνει
απ’ τα χρόνια της παρανομίας και των διωγμών.
Είπατε πριν
ότι λαϊκή είναι κατά βάση όλη η μουσική σας. Εσείς είστε ένας λαϊκός άνθρωπος;
Αν με ρωτήσει
κανείς για τα μηνύματα που περνάει η μουσική μου, θα απαντούσα πως δεν υπάρχει
κανένα μήνυμα και πως απλώς εκφράζει την ευαισθησία και την ομορφιά μιας
εποχής. Τώρα αν περνάει δια του παρελθόντος και στο μέλλον, αυτό οφείλεται σε
μερικά αμιγώς καλλιτεχνικά στοιχεία της, πάντα όμως έξω απ’ τις προθέσεις του
δημιουργού. Σαφώς και είμαι λαϊκός άνθρωπος, ένα αγροτόπαιδο ήμουν που μεγάλωσα
και τελείωσα το σχολείο σ’ ένα χωριό δίπλα από την Ολυμπία. Εκεί ακόμα
λειτουργούσε ο λαϊκός πολιτισμός μεταφερμένα από μία παράδοση δύο και τριών
χιλιάδων ετών. Ένα παιδί μεγαλωμένο με ανοιχτούς ορίζοντες, τα παρατηρεί και τα
καταγράφει μέσα του όλα αυτά.
Τη σπουδάσατε τη
μουσική, κύριε Ανδριόπουλε;
Σπούδασα στο
Ελληνικό Ωδείο μέχρι ειδικό αρμονίας, αλλά σε πολλά πράγματα είμαι αυτοδίδακτος.
Ξέρετε τι με διαμόρφωσε μουσικά; Οι παρέες μου και οι άνθρωποι που συναντούσα.
Το μουσικό μου στίγμα και η μουσική μου γλώσσα σφραγίστηκαν απ’ αυτούς:
Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Γκάτσος, Ελευθερίου, Ελύτης, όλοι όσοι κατάφερα να
γνωρίσω και να κουβεντιάζω μαζί τους εκείνα τα χρόνια. Με βοήθησαν να γίνω ότι
έγινα μέχρι σήμερα.
Άρα στους
ανθρώπους και στην επαφή μαζί τους οφείλουμε την ίδια μας την ύπαρξη.
Βέβαια, αλλά και
στον λαϊκό παράγοντα, όπως τον έζησα στο χωριό μου. Συναντώ καινούργιους
καλλιτέχνες με εξαιρετικές σπουδές στην Ευρώπη, οι οποίοι είναι αυτό που λέμε
άριστοι. Φιλοδοξούν να μπουν στη σύνθεση. Ναι, αλλά με τι βιώματα; Τους
συμβουλεύω να μαζεύονται με τους φίλους τους, να μιλάνε, να ψάχνονται, να
λειτουργούν υπό το πρίσμα μιας παρέας, όπως κάναμε εμείς. Μέσα από το διάλογο
δημιουργούνται πνευματικοί και αισθητικοί κραδασμοί ώστε να μπορούν να
συνθέσουν μουσική. Με θυμάμαι να κατεβαίνω απ΄ τα Ιλίσια, που έμενα, ως το
κέντρο με τα πόδια μόνο και μόνο για να συναντήσω τον Γκάτσο, αφού ήξερα ότι μετά
το μεσημέρι θα πέρναγε κι ο Χατζιδάκις. Ήθελα ν’ ακούσω το λόγο τους και, μη
νομίζετε, αυτοί δεν άφηναν όποιον κι όποιον στην παρέα τους. Με δεχόντουσαν και
μ’ αγαπούσαν εμένα γιατί ήμουν ήσυχος, τους παρακολουθούσα χωρίς να πετάω
εξυπνάδες. Μην ξεχνάμε και τα μεγαλύτερα κινήματα στο Παρίσι και σ’ όλη την
Ευρώπη που ξεκίνησαν από τα καφέ και τις παρέες των ανθρώπων.
Ξέρετε, θεωρώ
σημαντικό αυτό που μόλις είπατε διότι καταρρίπτεται με λίγα λόγια όλη η,
πολυφορεμένη τελευταία, έννοια της «Αριστείας». Τι να σου κάνουν οι σπουδές στο
εξωτερικό άμα στερείσαι βιωμάτων;
Τα βιώματα
συνδυάζονται με μνήμες και με ευαισθησίες. Ένας λόγος που η Αριστερά παραπαίει
είναι γιατί χάθηκαν οι ευαισθησίες και τα λεπτά συναισθήματα που κάποτε
συγκινούσαν. Οι παλιοί αριστεροί είχαν μια μοναδική ποιότητα και μια συνέπεια.
Απ’ τη στιγμή που η Αριστερά εξυπνακίζει, εξυπνακίζουν κι οι άλλοι, κι ο
Μητσοτάκης κι ο Ανδρουλάκης. Εγώ ξέρω ως καλλιτέχνης πως όταν αγγίζεις τις
ευαισθησίες των ανθρώπων, τους παίρνεις μαζί σου. Καιρός είναι να το αντιληφθεί
κι η Αριστερά αυτό στην Ελλάδα.
Πότε είδατε τα
«Λαϊκά προάστια» να ξεπερνάνε τις προσδοκίες σας ως προς την επιτυχία τους;
Ήταν θεαματική η
δυνάμωση του δίσκου. Γίνεται αυτή η συναυλία τον Σεπτέμβρη, που σας έλεγα, και
μέχρι τα Χριστούγεννα ο δίσκος δεν είχε πουλήσει τίποτα. Ώσπου ο Ρεσβάνης
έγραψε μια διθυραμβική κριτική στα «Νέα» τη στιγμή που άρχισα να πιστεύω πως
είχε δίκιο ο Πατσιφάς με τις αντιρρήσεις του. Έγραψε ο Ρεσβάνης: «Ακούστε αυτό
το δίσκο. Ραγίζουν και οι πέτρες» κι εγώ το διάβαζα και το ξαναδιάβαζα μήπως
ειρωνευόταν. Ακολούθησαν κι άλλα έντυπα στο ίδιο πνεύμα σε μια περίοδο που τα
έντυπα και οι εφημερίδες είχαν κύρος. Διαβαζόντουσαν και συζητιόντουσαν τα
θέματα τους απ’ τη νεολαία της εποχής. Τότε αρχίζει να πουλάει ο δίσκος και
θυμάμαι τον Κάππο, που τότε δούλευε στη διανομή της ΛΥΡΑ, να μου λέει πως τα
«Λαϊκά προάστια» όλο κι ανεβαίνουν από βδομάδα σε βδομάδα.
Φτάνοντας στην
καθολική αποδοχή με το έργο αυτό, καλλιτεχνικά και εμπορικά, αισθανθήκατε
αντιζηλία από συναδέλφους σας; Λογικό θα ήταν, νέος συνθέτης επιτυχημένος
ήσασταν.
Δεν αντιλήφθηκα
κάτι τέτοιο, είχα καλές σχέσεις με τους συναδέλφους μου. Με στήριξαν πολύ και ο
Θεοδωράκης με τον Χατζιδάκι. Το 1984, όταν βγήκαν οι «Προσανατολισμοί», ο
Χατζιδάκις μου έλεγε:
–
Ο
καλύτερος σου δίσκος είναι αυτός.
–
Και
όχι τα «Λαϊκά προάστια»;
–
Είναι
άλλο πράμα. Οι «Προσανατολισμοί» καλλιτεχνικά μ’ αρέσουν περισσότερο απ’ τους
άλλους δίσκους σου.
Ένα βράδυ, τον ίδιο καιρό, που με κάλεσε στο σπίτι του μπας και κάναμε ένα
δίσκο στον Σείριο, του είπα πως ήθελε να τον γνωρίσει η Πρωτοψάλτη. «Τι με θέλει;»
με ρώτησε. Κατάλαβα πως δεν πολυήθελε. Πολύ ωραίος άνθρωπος, αλλά είχε κι αυτός
τις παραξενιές του. Όταν, όμως, τον κέρδιζες, σου έδινε και την ψυχή του. Το
αντίθετο του Μίκη, που πάντα ήταν διαχυτικός και χειμαρρώδης. Μια άλλη φορά μου
λέει ο Χατζιδάκις: «Δεν μ’ αρέσουν οι ‘’Μπαξέδες’’ σου, προτιμώ το ‘’Αυτές οι
ξένες αγκαλιές’’». Θέλω να πω ότι όλοι συζητούσαμε μεταξύ μας για την ομορφιά
του τραγουδιού, οπότε γι’ αυτό δεν αντιλήφθηκα καμία εχθρότητα. Μια παρέα
ήμασταν, ο Μούτσης, ο Λεοντής, ο Μαρκόπουλος, ο Κηλαηδόνης, ενώ ο Λοΐζος
δυστυχώς έφυγε νωρίς. Του Μίκη ακόμη του άρεσαν πολύ τα «Λαϊκά προάστια» και
μου εξομολογήθηκε γιατί δεν συνεργάστηκε ποτέ με τη Μπέλλου. Πρέπει να σας πω
ότι η Μπέλλου είχε σκάσει που δεν συνεργάστηκε με συνθέτες αυτής της
«περιοχής». Ήθελε πολύ να έλεγε τα ζεϊμπέκικα του Μίκη. Εκείνος πάλι υποστήριζε
πως δεν της είχε δώσει σημασία γύρω στο 1961 – 62, καθώς τότε είχε τον
Μπιθικώτση. «Ήταν λάθος μου που δεν της είχα δώσει σημασία όταν μου την έφερε ο
Λαμπρόπουλος» έλεγε ο Θεοδωράκης.
Ας αφήσουμε τώρα το παρελθόν κι ας πάμε στο κοντινό μέλλον. Στο Ηρώδειο
πρόκειται να σας τραγουδήσουν ο Μητσιάς και δυο νέες ερμηνεύτριες, η Μποφίλιου
και η Βουλγαράκη.
Κοιτάξτε, εγώ δεν συνεργάστηκα με πάρα πολλούς τραγουδιστές. Δούλεψα με
λίγους, αλλά κορυφαίους. Αυτοί οι λίγοι στήριξαν τα τραγούδια μου στο βαθμό που
μπορούσαν, όλοι τους. Η Μπέλλου έλεγε τρία τραγούδια στο «Χάραμα», το δικό μου,
του Μούτση και του Σαββόπουλου, συνέχεια, κάθε βράδυ, κάνοντας ειδική μνεία και
μην αφήνοντας κανέναν να σηκωθεί να χορέψει. Ο Μητσιάς επίσης είναι ένας
κλασικός πια τραγουδιστής ρεπερτορίου. Ήθελα τώρα να συνδεθώ με τους νέους
καλλιτέχνες, μ’ αυτά τα κορίτσια που τα εκτιμώ και τα παρακολουθώ, γιατί έχουν
ένα ήθος και μία ποιότητα. Μπαίνουν πολύ ωραία μέσα στο κλίμα των τραγουδιών
μου. Η Μποφίλιου θα πει δύο τραγούδια απ’ τους «Αργοναύτες» και κάποια απ’ τα
«Λαϊκά προάστια» και τα «Γράμματα στον Μακρυγιάννη». Το «Μην κλαις», πάντως, θα
το πουν όλοι μαζί στο τέλος της συναυλίας.
Να πούμε και για μια άλλη συναυλία λίγες μέρες αργότερα απ’ αυτή του
Ηρωδείου.
Στο Μέγαρο, στην αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος, θα δοθεί στις 17 Οκτωβρίου
μία ιδιαίτερη συναυλία υπό μορφή σουίτας για πιάνο – φωνή. Θα τραγουδήσουν δύο
σπουδαίοι ερμηνευτές του λυρικού χώρου, ο Τάσσης Χριστογιαννόπουλος και η
Θεοδώρα Μπάκα. Στο πρώτο μέρος θα ακουστούν οι «Ωδαί» σε ποίηση Ανδρέα Κάλβου,
θα συνεχίσουμε με τον «Ήλιο και το Χρόνο», ποιήματα του Μίκη Θεοδωράκη που
μελοποίησα, ενώ στο δεύτερο μέρος θα ακουστούν όλοι οι «Προσανατολισμοί». Στο
πιάνο θα είναι ένας σπουδαίος πιανίστας της νεότερης γενιάς, ο Θοδωρής
Οικονόμου. Έχει κι αυτή η συναυλία τη σημασία της, γιατί εκφράζει την πιο λόγια
πλευρά μου.
Φτάσατε αισίως 73 ετών. Βλέπετε τις συναυλίες αυτές σαν το κλείσιμο ενός
κύκλου; Και δεν το εννοώ από βιολογική, αλλά από καλλιτεχνική άποψη.
Έτσι όπως τα λέτε είναι. Βιολογικά μεγαλώνω. Καλλιτεχνικά, όμως, θα έλεγα
ότι νιώθω μια εκπληκτική ωριμότητα για να αναθεωρήσω πράγματα προς το καλύτερο.
Εδώ και 15 χρόνια περνάω αυτή τη φάση και είμαι πολύ αυστηρός σε ότι γράφω, σε
ότι ενορχηστρώνω και σε ότι καλώ τον κόσμο να με παρακολουθήσει. Κάποιοι λένε
πως αυτή η άκριτη τελειομανία οδηγεί την τέχνη σου σε σκοτεινά σημεία. Ίσως να
ισχύει, εγώ είμαι έτοιμος ωστόσο για να φτιάξω νέα έργα με μοναδικό εμπόδιο
αυτό της επικοινωνίας τους με τον κόσμο. Μακαρίζω καμιά φορά τον εαυτό μου που
βρέθηκα νέος στη δισκογραφία και έγραψα κάποια πράγματα που έμειναν μέσω των
δίσκων, δηλαδή μέσω των εταιρειών, αλλά και μέσω ενός πλέγματος ανθρώπων που
μας στήριξαν, δημοσιογράφων και ραδιοφωνικών παραγωγών.
Τελευταία ερώτηση: Θα είχε νόημα, πιστεύετε, να επανακυκλοφορήσουν τα
«Λαϊκά προάστια» σήμερα με μια άλλη σύγχρονη ερμηνεύτρια χωρίς να τίθεται θέμα
σύγκρισης με τη Σωτηρία Μπέλλου;
Χωρίς να πάμε στο άλλο άκρο που ο Ρουβάς τραγούδησε Θεοδωράκη και τον είχα
ψέξει τον ίδιο τον Μίκη γι’ αυτό, θεωρώ πως οι πρώτες εκτελέσεις όταν είναι
πετυχημένες – και της Μπέλλου η ερμηνεία ήταν πετυχημένη στον ύψιστο βαθμό –
παραμένουν αξεπέραστες. Έχει δικαίωμα η νέα γενιά, βέβαια, να γνωρίσει τα έργα
μέσα απ’ τους δικούς της εκπροσώπους. Θα είχε νόημα αν έβγαιναν τα «Λαϊκά
προάστια» με τη Μποφίλιου, όχι με την ενορχηστρωτική γραφή ή αισθητική της
εποχής της Μπέλλου, αλλά με κάτι διαφορετικό και όχι εξτρεμιστικό. Δεν μπορεί
δηλαδή να παρουσιαστεί σαν ροκ έργο ή σαν ηλεκτρονικό, δεν θα ταίριαζε. Είναι
σαν να παίρνεις μια κλασική μετάφραση του «Οιδίποδα» και να πηγαίνεις στην
Επίδαυρο για να της πετάξεις τα μάτια έξω. Δεν επιτρέπονται αυτά τα πράγματα
ειδικά αν προσθέτεις δικό σου κείμενο. Είναι σαν να παίρνουν την παρτιτούρα
ενός συνθέτη, να προσθέτουν ή να του αφαιρούν πράγματα. Δείχνει σύγχυση και
καλλιτεχνική αδυναμία.
Κύριε Ανδριόπουλε, τελειώσαμε και σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή την κουβέντα.
Εγώ
δεν έχω λόγια να σας ευχαριστήσω και λυπάμαι που θα σας κουράσω με τόσα που
είπαμε για να τα φέρετε βόλτα στην απομαγνητοφώνηση.