cf84cebf cf86cf81cebfcf8dcf84cebf cf84cf89cebd cf87cf81ceb9cf83cf84cebfcf85ceb3ceadcebdcebdcf89cebd cebaceb1ceb9 cf80ceaccebbceb9

Μέρες που είναι, να επαναλάβουμε ένα παλιότερο άρθρο, που το είχα δημοσιεύσει τελευταία φορά πριν από έξι χρόνια, ενώ επίσης περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου «Οπωροφόρες λέξεις«. Θυμίζω ότι συνεχίζεται η ψηφοφορία για τη Λέξη της χρονιάς.

aa800px madarines white bgΔεν νομίζω να υπάρχει ένα κοινώς αποδεκτό «φρούτο των Χριστουγέννων», οπότε θα μιλήσω για τον εαυτό μου. Για μένα, φρούτο των Χριστουγέννων είναι αυτό που βλέπετε στη φωτογραφία αριστερά: το μανταρίνι.

Η πιο καθαρή χριστουγεννιάτικη εικόνα που έχω συγκρατήσει από την παιδική μου ηλικία, εκτός από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, είναι τα μανταρίνια στη φρουτιέρα, κι ύστερα, στο τραπέζι, ο παππούς να καθαρίζει τα μανταρίνια ώστε να διατηρηθεί το κάτω μέρος ακέραιο, σαν καλαθάκι. Βάζαμε λίγο λάδι και ανάβαμε το άσπρο στέλεχος που απέμενε στον πάτο, σαν φιτιλάκι –και μοσχοβολούσε. Και σήμερα ακόμα, έχω συνδέσει τα Χριστούγεννα μ’ αυτό το φρούτο -αν λείπουν τα μελομακάρονα, ας πούμε, μπορεί να μην το προσέξω, αλλά τα μανταρίνια στη φρουτιέρα είναι απαραίτητα.

Σε παλιότερο άρθρο είχαμε μιλήσει για τα νεράντζια και τα πορτοκάλια. Αν το νεράντζι είναι ο φτωχός συγγενής του πορτοκαλιού, ο μικρός αδελφός του ασφαλώς είναι το μανταρίνι. Μικρότερο σε μέγεθος, ήρθε αργότερα στην Ευρώπη, αλλά εγκλιματίστηκε απόλυτα -και μόνο το όνομά του προδίδει τις ανατολίτικες καταβολές του.

Η μανταρινιά, με βοτανική ονομασία Citrus reticulata, έχει πατρίδα της την Κίνα. Άργησε να έρθει στα μέρη μας· μόλις το 1805 έγινε η πρώτη εισαγωγή μανταρινιών στην Αγγλία. Οι Άγγλοι τα καλλιέργησαν στη Μάλτα, που τότε ήταν κτήση τους και το κλίμα της ήταν πρόσφορο, και από εκεί ο νέος καρπός διαδόθηκε σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Στην Ελλάδα, μανταρινιές έφερε πρώτος από τη Μάλτα ο Ρώσος ναύαρχος Χέιδεν, που τον ξέρουμε όλοι από τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου (αλλά ίσως δεν ξέρουν όλοι ότι ήταν Ολλανδός στην καταγωγή και ότι στα ρώσικα προφέρεται Γκέιντεν). Τις χάρισε στον Μανώλη Τομπάζη, στον Πόρο. Το 1877 εκείνες οι μανταρινιές σώζονταν ακόμα στον κήπο του πατρογονικού των Τομπάζηδων. Ωστόσο, το «μανδαρίνιον της Μάλτας», όπως αρχικά το αποκαλούσαν, δεν διαδόθηκε αμέσως· πάντως, μετά το 1850 το δέντρο καλλιεργιόταν στην Αθήνα, στην Κέρκυρα και στην Κρήτη. Σε εφημερίδα του 1917, διαβάζω ότι τα καλύτερα μανταρίνια έβγαιναν στα Σεπόλια και στην Κολοκυνθού· από τότε έχουν αλλάξει τα πράγματα!

Καθώς ήρθε αργά και μπήκε από λίγα σημεία σε όλη την Ευρώπη, δεν είναι περίεργο που το όνομά του είναι ίδιο σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Ονομάστηκε mandarine στα γαλλικά ή στα αγγλικά, από τους μανδαρίνους, τους Κινέζους αξιωματούχους, μάλλον επειδή οι μανδαρίνοι φορούσαν μεταξωτούς μανδύες κίτρινου χρώματος. Η ονομασία για το μανταρίνι είχε μπει στην αγγλική και τη γαλλική γλώσσα από τις αφηγήσεις ταξιδιωτών πριν έρθει ο ίδιος ο καρπός στην Ευρώπη. Στα ελληνικά μπήκε από τα ιταλικά, και –όπως συχνά συμβαίνει– ο πληθυντικός (mandarini, ο ενικός είναι mandarino) θεωρήθηκε ενικός. Να κάνουμε εδώ μια παρένθεση: η κοινή ευρωπαϊκή λέξη για τους μανδαρίνους δεν είναι κινεζικής αρχής· την οφείλουμε στο πορτογαλικό mandarim, που είναι δάνειο από το μαλαϊκό mantri (έπαιξε παρετυμολογικά ρόλο και το πορτογ. ρήμα mandar, διατάζω), κι αυτό από το ινδικό mantri, που θα πει «σύμβουλος». Η ινδική μάντρα (mantra) είναι της ίδιας ρίζας, ενώ η ελληνική μάντρα δεν έχει καμιά σχέση, είναι αρχαία.

Λέμε μανταρίνι αλλά μανδαρίνος, αν και ο Σεφέρης στις Μέρες Β’ αναφέρεται σε «διάφορους κατσούφηδες μανταρίνους που σιγοτηγανίζονται ανάμεσα Πάρνηθα και Υμηττό».

Είπαμε πιο πάνω ότι η ονομασία είναι κοινή παντού, αλλά στα αγγλικά, και ιδίως στα αμερικάνικα, το μανταρίνι είναι γνωστό και ως tangerine. Η λέξη προέρχεται από την Ταγγέρη του Μαρόκου (Tangiers) και αρχικά λεγόταν για ένα είδος πορτοκαλιού. Σήμερα χρησιμοποιείται για ορισμένες ποικιλίες μανταρινιών με πιο βαθύ, κοκκινοπορτοκαλί χρώμα. Η αγγλική λέξη δηλώνει και το αντίστοιχο χρώμα, ενώ οι παλιοί θα θυμούνται το ροκ συγκρότημα Tangerine Dream.

Μια και λέμε για διαφορετικές ονομασίες, αξίζει να σημειωθεί ότι παλιότερα στην Κέρκυρα το μανταρίνι το έλεγαν κινέτο (από την Κίνα, μάλλον), όπως το ονόμαζαν, λέει, οι Μαλτέζοι που το είχαν εισάξει (σικ, ρε) εκεί. Αναρωτιέμαι αν ακόμα ακούγεται ο όρος.

Βέβαια, υπάρχουν άφθονες ποικιλίες μανταρινιών, με δικά τους ονόματα, όπως οι κλημεντίνες, που δεν έχουν κουκούτσια και που οφείλουν το όνομά τους στον Γάλλο μοναχό Clément Rodier, που τις καλλιέργησε με διασταυρώσεις σε ένα μοναστήρι στο Οράν της (γαλλικής τότε) Αλγερίας στις αρχές του 20ού αιώνα. Χωρίς κουκούτσια είναι και η ποικιλία Σατσούμα, που είναι το παλιό όνομα μιας επαρχίας στη νότια Ιαπωνία απ’ όπου στάλθηκαν τα μανταρίνια αυτά στις ΗΠΑ (στην ίδια την Ιαπωνία, η ποικιλία ονομάζεται Μικάν). Συνεχώς εμφανίζονται νέες ποικιλίες με διασταυρώσεις από τις προηγούμενες, π.χ. Clemenvilla.

Εμείς έχουμε τα Χιώτικα, που βέβαια δεν καλλιεργούνται μόνο στη Χίο, με έντονο άρωμα και φλούδα χαλαρή και παχιά –προσωπικά, τα προτιμώ· μερικές κλημεντίνες έχουν τόσο λεπτή φλούδα και τόσο σφιχτά κολλημένη στον καρπό, που θέλεις τανάλια για να τις καθαρίσεις! Όπως είχαμε πει στο προηγούμενο άρθρο, τα μανταρίνια τα είσαξε (ρεσικ, ρε) στον Κάμπο της Χίου ο Γιάννης Χωρέμης, Χιώτης της διασποράς, ύστερα από τη μεγάλη παγωνιά του 1850, επειδή το μανταρίνι αντέχει περισσότερο στο κρύο.

Στη Χίο, αλλά και στην Αχαΐα, ο καρπός λέγεται συχνά μαντΕρίνι. Ονομαστά είναι και τα μανταρίνια της Καλύμνου. Βέβαια, οι ντόπιες ποικιλίες έχουν κουκούτσια, και μάλιστα πολλά, κι αυτό θεωρείται εμπορικό μειονέκτημα -τόσα ξέρουν.

Βλέπετε, το μανταρίνι, για να είναι εμπορικά ελκυστικό, πρέπει να μην έχει κουκούτσια. Οι κλημεντίνες κι οι λοιπές άσπορες ποικιλίες, αν τύχει και γονιμοποιηθούν από γύρη άλλης ποικιλίας, δίνουν καρπούς με κουκούτσια. Στην Καλιφόρνια, διαβάζω, οι παραγωγοί μανταρινιών έκαναν πριν από μερικά χρόνια μήνυση στην ένωση μελισσοκόμων, επειδή οι μέλισσές τους γονιμοποιούν άνευ αδείας τα άνθη στις μανταρινιές. Τι τα θέλετε, οι μέλισσες είναι πρωτόγονα έντομα που δεν σκαμπάζουν από καταναλωτικές προτιμήσεις…

Μικρά, νόστιμα, εύκολα στο καθάρισμα, ξεχύνουν αμέσως το άρωμά τους· τα παιδιά πιέζουν το φλούδι και ραντίζουν το διπλανό τους με το αιθέριο έλαιο που πετάγεται, όπως στην οδό Αριστοτέλους του Λευτέρη Παπαδόπουλου (έβγαζα απ’ τις τσέπες μου φλούδες μανταρίνι, σου ’ριχνα στα μάτια να πονάς)· βέβαια, το μανταρίνι δεν έχει μπει στη φρασεολογία μας, πράγμα που δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, αφού είναι νεοφερμένο (το ρολόι της γλώσσας χτυπάει τους αιώνες). Ωστόσο, υπάρχει το γνωστό νησιώτικο τραγούδι «Μήλο μου και μανταρίνι», που αυτομάτως αποκτά όριο για τη χρονολόγησή του.

Πέρα από τον θαυμάσιο στίχο του Λευτέρη Παπαδόπουλου που αναφέραμε πιο πάνω, οι ποιητές πρόσεξαν πολύ το ηδονικό ξεφλούδισμα του μανταρινιού· ο Ηλίας Λάγιος αναρωτήθηκε

Ποιός σου ’μαθε να ξεφλουδάς το χρόνο μανταρίνι,
με χίλιους δυο οδηγούς τουριστικούς στ’ ασπρούλια χέρια σας

και ο Τάσος Κόρφης έγραψε το εξής σύντομο ποίημα, που έχει τίτλο «Το μανταρίνι»:

Όμορφη σα μανταρίνι
Ξεφλουδίζοντας τον καρπό σου
μ’ άρπαξε τ’ άρωμα
πριν απ’ τη γεύση!

«Είστε γλυκιά σαν το μανταρίνι» έγραψε σε κάποιαν ο Γιώργος Σαραντάρης, ενώ η Σώτη Τριανταφύλλου έγραψε συλλογή πεζογραφημάτων με τίτλο «Μέρες που έμοιαζαν με μανταρίνι».

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης είχε διηγηθεί κάποτε το εξής:
«Πριν από πολλά χρόνια μαζευόμαστε στο καφενείο του Μπραζίλιαν όλη η όρθια διανόηση: Θεοδωράκης, Γκάτσος, Μόραλης, Ελύτης. Συζητούσαμε πολλά, αλλά συνήθως τα ίδια. Μια μέρα Δεκεμβρίου στην οδό Αθηνάς, η οποία ήταν γεμάτη ζαρζαβατικά, πορτοκάλια και μανταρίνια και έλαμπε μέσα στα χρώματα, συναντώ τυχαία τον Νίκο Γκάτσο. Του λέω: «Εχω μια ιδέα, δεν παίρνουμε μια σακούλα μανταρίνια να πάμε στους Αέρηδες να κάτσουμε να τα τρώμε και να πετάμε τις φλούδες στα πράσινα χόρτα;». «Δεν μπορώ, έχω μια δουλειά» μου απάντησε. Συναντάω τον Γκάτσο μερικά χρόνια αργότερα στου Ζόναρς. Είναι πολύ καταβεβλημένος και μου λέει: «Ξέρεις τι θυμάμαι; Πριν από 20 χρόνια συναντηθήκαμε στη Λαχαναγορά και μου είπες για εκείνα τα μανταρίνια και σου είπα μια άλλη φορά. Αυτή η άλλη φορά δεν ήλθε ποτέ. Τώρα δεν μπορώ, δεν έχω δυνάμεις…».

Οπότε, να μην την πάθουμε σαν τον Γκάτσο, όποτε έχουμε ευκαιρία να πάμε με φίλους, με ή χωρίς μανταρίνια, να μην τη χάσουμε.

Κλείνουμε μ’ ένα καλοκαιρινό τραγούδι, που έχει μέσα και μανταρίνι:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *