Το άρθρο που θα διαβάσετε σήμερα περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου Οπωροφόρες λέξεις. Πολλά από τα κεφάλαια του βιβλίου εκείνου είχαν προδημοσιευτεί στο ιστολόγιο, ύστερα τα ξαναδούλεψα και τα έβγαλα στο βιβλίο (το μακρινό 2013) και μετά τα ξαναδημοσίευσα, τα περισσότερα, εδώ. Όμως τούτο το κεφάλαιο, για τη μπανάνα, φαίνεται πως είχε ξεχαστεί και δεν δημοσιεύτηκε ποτέ στο ιστολόγιο (παρά μόνο ένα-δυο τμήματά του). Την παράλειψη την πήρα είδηση τις προάλλες και σήμερα επανορθώνω.
Ο απαγορευμένος καρπός του Παραδείσου, σύμφωνα με τον θρύλο, είναι το μήλο, αλλά υπάρχει κι ένα άλλο φρούτο που κι αυτό έχει συνδεθεί με τον Παράδεισο και τον Αδάμ, που κι αυτό το βρίσκουμε όλο το χρόνο στην αγορά, που κι αυτό θεωρείται πολύ ωφέλιμο για την υγεία, και που ήταν κι αυτό απαγορευμένο, αλλά με διαφορετικό τρόπο από το μήλο και σε διαφορετική εποχή. Δεν έχει νόημα όμως να σας ταλαιπωρώ με αινίγματα. Το φρούτο αυτό είναι η μπανάνα.[1]
Βέβαια, η μπανάνα διαφέρει πολύ από το μήλο: μία πρώτη και ολοφάνερη διαφορά είναι το σχήμα. Μία δεύτερη, όχι και τόσο φανερή, που ίσως δεν την έχουμε συνειδητοποιήσει, είναι ότι η μπανάνα δεν έχει σπόρους. Όπως και άλλα άσπερμα φυτά, πολλαπλασιάζεται με παραφυάδες. Ωστόσο, αυτό ισχύει για τις ποικιλίες του εμπορίου ή, πιο σωστά, για την ποικιλία του εμπορίου, μια και είναι μόνο μία, η Κάβεντις (Cavendish). Η Κάβεντις δεσπόζει σήμερα· προπολεμικά, επικρατούσε μια άλλη ποικιλία, η Γκρο Μισέλ (Gros Michel), η οποία όμως αφανίστηκε περί το 1950, μέσα σε λίγα χρόνια, από έναν μύκητα. Η απάντηση των φυτοπαθολόγων ήταν η ποικιλία Κάβεντις. Σήμερα ένας άλλος μύκητας απειλεί να αφανίσει την Κάβεντις: επειδή τα φυτά είναι γενετικώς στείρα (από γενετική άποψη, όλες οι μπανάνες της ποικιλίας αυτής είναι το ίδιο φυτό, σε όλο τον κόσμο, είτε καλλιεργούνται στο Εκουαδόρ είτε στην Γκάνα είτε στις Φιλιππίνες!), είναι εξαιρετικά ευπαθή. «Αυτά παθαίνει όποιος δεν κάνει σεξ», είναι το αστείο που λένε μεταξύ τους οι βοτανολόγοι – αλλά βέβαια υπεύθυνες για το πρόβλημα είναι οι μεγάλες βιομηχανίες, μια και αυτές το δημιούργησαν. Από την άλλη, υπάρχουν χιλιάδες ποικιλίες μπανάνας στις τροπικές χώρες, πολλές από τις οποίες έχουν σπόρους. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.
Πατρίδα της μπανάνας είναι η Νότια και Νοτιοανατολική Ασία. Σύμφωνα με τις νεότερες έρευνες, πρώτη φορά καλλιεργήθηκε στην Παπούα-Νέα Γουινέα ίσως και το 5000 π.Χ. Από εκεί εξαπλώθηκε προς την Ινδοκίνα και την Ινδία αλλά και προς τα άλλα νησιά του Ειρηνικού. Από την Ινδία, που αποτελεί και σήμερα ένα από τα μεγάλα κέντρα παραγωγής άλλων ποικιλιών μπανάνας, εκτός από την Κάβεντις, διαδόθηκε στην Ανατολική Αφρική και μετά σε όλη την αφρικανική ήπειρο, και από τα Κανάρια Νησιά πέρασε, χάρη σ’ έναν μοναχό, στον Άγιο Δομίνικο το 1516, και λίγο αργότερα από τα νησιά της Καραϊβικής στην Αμερική. (Ορισμένοι υποστηρίζουν πάντως ότι η μπανάνα είχε φτάσει στη δυτική αμερικανική ήπειρο μέσω Πολυνησίας, πριν από τον Κολόμβο.)
Λέγεται ότι οι πρώτοι Ευρωπαίοι που δοκίμασαν μπανάνες ήταν οι στρατιώτες του Μεγαλέξανδρου, κατά την εκστρατεία στην Ινδία το 327 π.Χ., ή τουλάχιστον όσοι παρέβησαν τις διαταγές του, διότι, όπως μας πληροφορεί ο Πλίνιος,[2] ο Αλέξανδρος έδωσε αυστηρές διαταγές να μη φάνε τον περίεργο καρπό, που βέβαια δεν ξέρουμε με βεβαιότητα αν ήταν η μπανάνα. Ο Πλίνιος ονομάζει το δέντρο αυτό «πάλα» και λέει ότι το φύλλο του μοιάζει με φτερό πουλιού και ότι βγάζει γλυκύτατους καρπούς από τους οποίους τρέφονται οι σοφοί Ινδοί (οι γυμνοσοφιστές). Παρόμοια περιγραφή υπάρχει και στον Θεόφραστο, αλλά χωρίς αναφορά στον Αλέξανδρο.
Πάντως, οι μπανάνες καλλιεργούνταν στην Κύπρο την εποχή που έγραψε ο ιστορικός Ετιέν ντε Λουζινιάν (περί το 1580) και τότε ονομάζονταν μήλα του Παραδείσου. Ο Ιωάννης Γεννάδιος, που μας δίνει την πληροφορία αυτή, αναφέρει ότι στις αρχές του 20ού αιώνα η μπανανιά ονομαζόταν «συκιά του Αδάμ» στην Κύπρο. Γιατί; Διότι, σύμφωνα με πολλές αφηγήσεις, ο απαγορευμένος καρπός, ο οποίος –να θυμίσουμε– δεν κατονομάζεται στη Βίβλο, δεν ήταν μήλο αλλά μπανάνα, και τα φύλλα συκής με τα οποία σκεπάστηκαν οι πρωτόπλαστοι ήταν μπανανόφυλλα, τα οποία, εδώ που τα λέμε, είναι πολύ καταλληλότερα και χρησιμοποιούνται πράγματι για ένδυση.
Ο Λινναίος στο σύστημα ταξινόμησής του ονόμασε musa sapientum (των σοφών) την μπανάνα και musa paradisiaca (παραδείσια) ένα πολύ συγγενικό είδος, το πλαντάγο, για το οποίο θα μιλήσουμε παρακάτω· δεν πρόκειται όμως για τις αρχαίες μούσες, αλλά για εκλατινισμό της αραβικής ονομασίας του καρπού. Στα αραβικά η μπανάνα λέγεται mauz, ενώ στα τούρκικα είναι muz.
Στις ευρωπαϊκές γλώσσες, η μπανάνα είναι, φυσικά, banana –με ελάχιστες παραλλαγές– λέξη που μπήκε στο ευρωπαϊκό λεξιλόγιο από τα ισπανικά ή τα πορτογαλικά, που με τη σειρά τους την είχαν πάρει από κάποια γλώσσα της περιοχής της Γουινέας στη Δυτική Αφρική. Ο Πορτογάλος εξερευνητής Garcia de Orta γράφει, το 1563, ότι «υπάρχουν στη Γουινέα και κάποια σύκα που οι ντόπιοι τα λένε bananas.» Στα ελληνικά η λέξη πρέπει να πέρασε κατά τον 19ο αιώνα, βέβαια στην καθαρεύουσα ως βανάνα.
Σε πολλές ισπανόφωνες χώρες, η μπανάνα λέγεται και platano, λέξη που ανάγεται στο ελληνικό πλατύς. Ωστόσο, αλλού η λέξη «platano» χρησιμοποιείται για το παρόμοιο με την μπανανιά δέντρο, το πλαντάγο, που δίνει καρπούς πολύ περισσότερο αμυλούχους παρά γλυκούς, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται κυρίως για μαγείρεμα.
Μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες, η μπανάνα ήταν πολυτέλεια για τις δυτικές χώρες, διότι οι αποστάσεις από την παραγωγή στην κατανάλωση ήταν απαγορευτικές. Στις ίδιες τις ΗΠΑ, που σήμερα καταναλώνουν τεράστιες ποσότητες, η μπανάνα έγινε πλατιά γνωστή στην έκθεση της Φιλαδέλφειας το 1876, στους εορτασμούς για τα 100 χρόνια της Ανεξαρτησίας.
Στην Ελλάδα του 1900 η μπανάνα ήταν γνωστή σαν εξωτική λιχουδιά· πότε-πότε ερχόταν πεσκέσι από Έλληνες της Αιγύπτου, αλλά οι περισσότεροι μόνο ακουστά την είχαν∙ χαρακτηριστικά ο εκδότης Γ. Φέξης, γράφοντας στο Ημερολόγιο Σκόκου το 1902, παρομοιάζει το επάγγελμά του με την μπανάνα: «Και εν πρώτοις τι εστί εκδότης; Η λέξις είναι γνωστή βεβαίως, το πράγμα όμως είναι εντελώς σχεδόν άγνωστον για τους πολλούς. Ομοιάζει με την βανάναν, την οποίαν όλοι γνωρίζουν κατ’ όνομα, πολλοί ολίγοι όμως έφαγαν.»
Μπανάνες επιχειρήθηκε να καλλιεργηθούν στην Καλαμάτα και στα Επτάνησα, ενώ καλλιεργούνται στην Κρήτη (στις περιοχές Μεσσαράς και Άρβης). Οι παλιότεροι θα θυμούνται ότι επί δικτατορίας είχε για ένα διάστημα απαγορευτεί η εισαγωγή μπανάνας (για να προστατευτεί η παραγωγή των μήλων και των άλλων εγχώριων φρούτων), ενώ αργότερα οι εισαγόμενες μπανάνες επιβαρύνονταν με υψηλούς δασμούς. Οι μπανάνες Κρήτης δεν άντεξαν τον ανταγωνισμό με τις πολύ μεγαλύτερες εισαγόμενες, αλλά με τη στροφή στη βιολογική καλλιέργεια ίσως εξασφαλίσουν νέο μέλλον.
Όμως, παρόλο που μπήκε αργά στη ζωή μας, η μπανάνα έχει καταφέρει να εισχωρήσει στο λεξιλόγιο και στη φρασεολογία των ευρωπαϊκών γλωσσών, αν και περισσότερο, π.χ., της αγγλικής παρά της ελληνικής. Στα γαλλικά avoir la banane σημαίνει είμαι σε φόρμα, χαρούμενος, ενώ στα αγγλικά υπάρχει η έκφραση to go bananas, που σημαίνει τρελαίνομαι, μου λασκάρει η βίδα. Εμείς δεν έχουμε έκφραση για την μπανάνα, έχουμε όμως για τη φλούδα της: «πάτησε την μπανανόφλουδα», λέμε για κάποιον που έπεσε στην παγίδα που κάποιος άλλος του έστησε. Παλιότερα, πριν διαδοθούν οι μπανάνες, χρησιμοποιούσαμε την πεπονόφλουδα για την ίδια ιδέα. Εννοείται ότι η εικόνα του ανθρώπου που πατάει μπανανόφλουδα και σωριάζεται φαρδύς-πλατύς αποτελεί, από την εποχή του βωβού κινηματογράφου, ακόμα και πριν από τον Σαρλό, μόνιμη πηγή γέλιου, και ότι παρόμοιες εκφράσεις υπάρχουν σε πολλές άλλες γλώσσες.
Ακόμα, μπανάνα λέγεται ένας τύπος βύσματος, αλλά και εκείνο το τσαντάκι που φορούν πολλοί άντρες γύρω από τη μέση τους το καλοκαίρι με κλειδιά, κινητό, αναπτήρα και άλλα χρειώδη. Έτσι λέγεται και ένα φουσκωτό σύνεργο της θαλάσσιας ψυχαγωγίας. Τέλος, υπάρχει η φράση της αργκό «Την μπανάνα σου και στο κλουβί σου», που υπονοεί ότι ο συνομιλητής μας δεν είναι άνθρωπος αλλά μαϊμού.
Φυσικά, οι μπανάνες αποτελούν ολοφάνερο φαλλικό σύμβολο, που πολλές φορές έχει εκφραστεί σαφώς, όπως στο περίφημο εξώφυλλο του πρώτου δίσκου των Βέλβετ Αντεργκράουντ (1967), σχεδιασμένο από τον Άντι Γουόρχολ. Πιο παλιά, η Ζοζεφίν Μπέικερ είχε προκαλέσει σάλο όταν εμφανίστηκε στη σκηνή του Φολί Μπερζέρ, το 1927 πρώτη φορά, με ένα τολμηρό φουστάνι από (ψεύτικες) μπανάνες.
Αν όμως οι μπανάνες ξεκίνησαν από τη Νοτιοανατολική Ασία, σήμερα το μεγάλο κέντρο εξαγωγικής παραγωγής μπανάνας είναι η Λατινική Αμερική. (Οι μπανάνες της Ινδίας και της Αφρικής, που ανήκουν άλλωστε και σε άλλες ποικιλίες, καταναλώνονται τοπικά.) Για χάρη της μπανάνας, ή πιο σωστά για χάρη του κέρδους από την μπανάνα, οι πολυεθνικές βιομηχανίες αποψίλωσαν τροπικά δάση, έστρωσαν σιδηροτροχιές, έχτισαν πόλεις. Τα μπανανόπλοια ήταν τα πρώτα πλοία με ψυκτικούς θαλάμους και οι βιομηχανίες μπανάνας οι πρώτες που χρησιμοποίησαν ελεγχόμενη ατμόσφαιρα για να επιβραδύνουν την ωρίμαση του καρπού.
Στις ΗΠΑ οι μπανάνες έκαναν θραύση, μια και προσφέρονταν πολύ φτηνότερα από τα μήλα (το 1913 δώδεκα μπανάνες κόστιζαν όσο δύο μήλα). Οι εταιρείες μπορούσαν να πουλάνε τόσο φτηνά, επειδή αγόραζαν σε εξευτελιστική τιμή τεράστιες εκτάσεις στην Κεντρική και στη Νότια Αμερική, έχοντας εξασφαλίσει πάμφθηνη εργατική δύναμη από τους αγρότες τους οποίους είχαν ξεριζώσει από τις εστίες τους. Φυσικά, για να γίνει αυτό χρειάζονταν τη συναίνεση των ντόπιων πολιτικών ελίτ, εννοείται με το αζημίωτο. Ο όρος «banana republic» επινοήθηκε από τον Αμερικανό συγγραφέα Ο. Χένρι, ο οποίος είχε ζήσει λίγα χρόνια στην Ονδούρα στις αρχές του 20ού αιώνα. Στα ελληνικά τον αποδίδουμε συνήθως ως μπανανία, αν και θα το βρείτε επίσης ως δημοκρατία της μπανάνας.
Μπανανία είναι μια μικρή χώρα, που εξαρτάται από τη γεωργική της παραγωγή, συνήθως ενός μόνο προϊόντος, και που κυβερνιέται δικτατορικά ή κατ’ επίφαση δημοκρατικά από μια διεφθαρμένη πλουτοκρατία ευεπίφορη στις πιέσεις του ξένου παράγοντα. Αρχετυπικές μπανανίες ήταν η Ονδούρα και η Γουατεμάλα κι αυτό δεν είναι μόνο σχήμα λόγου: όταν το 1954 ο δημοφιλής πρόεδρος Άρμπενθ προχώρησε σε αγροτικές μεταρρυθμίσεις στη Γουατεμάλα που έθιγαν τα συμφέροντα της Γιουνάιτεντ Φρουτ, η CIA οργάνωσε πραξικόπημα που τον ανέτρεψε. Η ταινία του Γούντυ Άλλεν Μπανάνες (1971) βοήθησε τον όρο να εδραιωθεί. Αυτό δεν ήταν πάντως το πρώτο αίμα που χύθηκε για χάρη της Γιουνάιτεντ Φρουτ. Όταν τον Δεκέμβριο του 1928 οι εργάτες στις μπανανοφυτείες της Κολομβίας κατέβηκαν σε απεργία ζητώντας να δουλεύουν οκτώ ώρες την ημέρα και έξι μέρες την εβδομάδα, η Γιουνάιτεντ Φρουτ και η κυβέρνηση των ΗΠΑ απείλησαν με εισβολή των πεζοναυτών, Τελικά ο κολομβιανός στρατός χτύπησε τους απεργούς, Η σφαγή της μπανάνας, όπως την ονόμασαν, είχε δεκάδες ή εκατοντάδες νεκρούς (ίσως πολύ περισσότερους από τους 47 επίσημα αναγνωρισμένους) και απαθανατίστηκε μυθιστορηματικά από τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες στα Εκατό χρόνια μοναξιάς. Ο Πάμπλο Νερούδα τιτλοφόρησε «Γιουνάιτεντ Φρουτ» μια ενότητα του Κάντο Χενεράλ. Το 1975, όταν αποκαλύφθηκε ότι η εταιρεία είχε δωροδοκήσει τον πρόεδρο της Ονδούρας για να μειώσει τους φόρους στην μπανανοκαλλιέργεια, ο τότε πρόεδρός της, Έλι Μπλακ, αυτοκτόνησε πέφτοντας από το παράθυρο του γραφείου του, στον 44ο όροφο, κρατώντας μάλιστα τον χαρτοφύλακά του. Σήμερα η Γιουνάιτεντ Φρουτ έχει μετονομαστεί σε Τσικίτα.
Ο όρος «μπανανία» πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά (ως «μπανάνια») στα τέλη του 1961, όταν ο δημοσιογράφος Σάιρους Σουλτσμπέργκερ έγραψε στους New York Times για μια Banania, της οποίας η πολιτική κατάσταση θύμιζε τις ελληνικές εκλογές βίας και νοθείας του Οκτωβρίου του 1961. Ο ελληνικός Τύπος ανέδειξε το θέμα, αλλά ο Σουλτσμπέργκερ διευκρίνισε ότι δεν εννοούσε την Ελλάδα.
Στη σημερινή χρήση ο όρος «μπανανία» έχει χάσει τα αρχικά γεωγραφικά του γνωρίσματα και αναφέρεται σε μια χώρα όπου το κράτος δεν λειτουργεί και οι νόμοι δεν εφαρμόζονται· δεν είναι σπάνιο να χρησιμοποιείται τα τελευταία χρόνια από Έλληνες για την Ελλάδα – κάτι που άρχισε επί δικτατορίας.
[1] Πολλά στοιχεία του κεφαλαίου αυτού είναι παρμένα από το βιβλίο του Dan Koeppel, Banana: The Fate of the Fruit that Changed the World (2008).
[2] Φυσική Ιστορία, Βιβλίο 12, Κεφ. 12.