Καθώς έχουμε αύριο την αποφράδα επέτειο της Άλωσης, σκέφτηκα να βάλω αποσπάσματα από τρία χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη, στα οποία παρατίθενται αποσπάσματα από ένα κείμενο του 1515, ανώνυμου χρονογράφου, που ιστορεί την Άλωση. Το κείμενο από το οποίο παραθέτει αποσπάσματα ο Βάρναλης βρίσκεται στο «Χρονικόν περί των Τούρκων σουλτάνων (κατά τον βαρβερινόν ελληνικόν κώδικα 111)» και πρώτος τα είχε αναδείξει ο Γ. Βαλέτας στην Ανθολογία της δημοτικής πεζογραφίας.
Τα χρονογραφήματα αυτά τα έχω συμπεριλάβει στον τόμο Ιστορικά, που κυκλοφόρησε πέρυσι, και εκεί επέλεξα να μονοτονίσω τα αποσπάσματα (ενώ τα αρχαία που παραθέτει σε άλλα σημεία ο Βάρναλης τα έχω σε πολυτονικό) αφού πρόκειται για δημώδη γλώσσα.
Τα χρονογραφήματα του Βάρναλη δημοσιεύτηκαν τον Μάιο του 1953 στην εφημερίδα Προοδευτικός Φιλελεύθερος, όταν πλησίαζε η επέτειος των 500 ετών από την Άλωση. Οι πλαγιογραφές και οι επεξηγήσεις σε παρένθεση είναι επίσης του Βάρναλη.
…..Τα χρονογραφικά κείμενα της «αλώσεως» δεν έχουνε και μεγάλ’ ιστορική αξία. Άλλα είναι γραμμένα από φραγκόφιλους κι άλλ’ από τουρκόφιλους (υπαλλήλους των Φράγκων ή των Τούρκων). Έχουνε βέβαια ενδιαφέρον, αλλά μένουν έξω από την ουσία του θέματος.
Υπάρχει όμως κι ένα λαϊκό κείμενο κάποιου άγνωστου χρονογράφου του 1515, γραμμένο με πολλή ζωντάνια ύφους και γλώσσας, που αξίζει τον κόπο να παραθέσουμε απ’ αυτό μερικά κομμάτια, γιατί ’ναι όχι μονάχα ωραίο παρά κι αποκαλυπτικό. Μας αποκαλύπτει ποια παράδοση επικρατούσε στο σκλαβωμένον ελληνισμό λίγα χρόνια μετά την άλωση:
«Και ακαρτερούσανε την ημέρα του πολέμου με φόβο πολύ. Και κάπου εκοιτάξανε να φύγουνε να πάνε όξω εις τα χωρία, να κρυφτούνε αλλού, να γλιτώσουνε. Και ευρίσκανε αφορμή και ελέγανε, ότι εμείς ειμάστενε πτωχοί ανθρώποι και πα να δουλέψουμε να ζήσομε. Και οι καπεταναίοι τούς εκρατούσανε σαν περί στανέο (= με το στανιό) απάνω εις τα τείχια…
Και πού είναι εκείνοι οι Ρωμαίοι, οι ανδρειωμένοι, εκείνοι οι θαυμαστοί, οπού ορίζανε τον κόσμο με το σπαθί τους;
Τότε έκαμε ο βασιλεύ Παλαιολόγος και εμάζωξε το ψωμί και το εμέραζε εισέ όλη τη χώρα εις τις φαμιλίες, διά να μη ευρίσκουνε πρόφαση να λέγουνε, ότι ψωμί δεν έχουμε σπίτια μας και πάμε να δουλέψουμε. Και κάποιοι άρχοντες, αβάροι (= φιλοχρήματοι) αδιάκριτοι, εκρύβανε τα στάρια διά να τα πουλήσουνε ακριβά, να μαζώξουνε φλωριά και δεν εβάλανε στο νου τους, πως θέλουν τα πάρει οι εχθροί μαζί με τη ζωή τους. Και άλλοι τα εκρύβανε…
Τότε οι πολεμιστάδες δεν ακούανε μηδέ υποτασσοντήσανε των καπεταναίων τους μηδέ με βρισίες μηδέ με παρακάλεσες μηδέ με ραβδίες μηδέ με άλλο. Μόνε έκαμνε καθείς ό,τι ήθελε. Αλλά μηδέ διά τον βασιλέα δεν εκάμασι και τον υβρίζανε ομπρός του και αυτός εκαμανέτονε, πως δεν τα ακούει.
Και ο πρώτος καπετάνιος των πολεμιστάδων, οπού ήτανε, ως είπαμε, ο Ιωάννης ο Γιουστουνιάς, ακαρτέρειε ανδρείως την ημέρα του πολέμου, οπού έμελλε να κάμει ο σουλτάν Μεχεμέτης και έκαμε και εφτιάσανε τον τοίχο, οπού ήτανε μισοχαλασμένος από τις λουμπαρδές της μεγάλης λουμπάρδας, όπου είχανε οι Τούρκοι.
Τότε εζήτησε ο ρηθείς Γιουστουνιάς τον κυρ Λούκα (σημ. το Νοταρά) οπού εκράτει τα άρματα της βασιλείας, ότι να του δώσει τις λουμπάρδες να τις εβάλει απάνω εις τα τειχία να πολεμά τους εχθρούς. Κι ο κυρ Λούκας τις αρνήθη κι ο Γιουστουνιάς του είπε: «Ω τραδιτόρο και επίβουλε, εδά σε σκοτώνω με το σπαθί οπού βαστώ…»
……
Συνεχίζουμε τώρα την αφήγηση του αγνώστου χρονογράφου μας. Είναι πολύ διδαχτική για κάθε παρόμοια, αλλά κι ανόμοια, ιστορική περίσταση:
«Τότε εγνωρίσανε οι Τούρκοι, ότι πως έναι μεγάλος προβλεπτής καπετάνιος εις τον τόπο της χαλάστριας και εν τω άμα τις εφτιάνει. Και ο Μεχεμέτης έλεγε: Αμέ ήθελα να ήτονε μετά μένα ο καπετάνιος Γιουστινιανός να τον έκαμνα μέγαν άνθρωπο, να τον ετίμουνα ωσάν ήθελε (σημ. να πώς γίνεται κανείς… μέγας… άνθρωπος!) Και του έστειλε πολλά ταξίματα διά να φύγει από την Πόλη, να πάγει με δαύτον. Αμέ αυτός δεν θέλησε να το ακούσει ποσώς να κάμει τέτοια δημεγερσία…».
Κι ενώ ένας ξένος δε δεχότανε να προδώσει, τι κάνανε οι «Ρωμαίοι» άρχοντες; Κλέβανε!
«Αμή οι άλλοι οπού εμαζώνασι τα εισοδήματα της βασιλείας, ο Μανουήλ ο Δραγάρας και ο ιερομόναχος, οπού εσυβάσθηκαν οι δυο και εκλέβανε τα φλωριά της βασιλείας και τους εζητούσανε να κάμουμε έξοδο και αρνιόντουσαν και ελέγανε, ότι είμαστε πτωχοί και δεν έχομε. Αμή ύστερα, όταν τους επήραν οι Τούρκοι, ευρέθησαν πλούσιοι με πολλά φλωρία.
Και ο βασιλεύ δεν είχε τι να κάμει, ότι του ελείπανε δυο αναγκαία πράματα: καιρός και φλωρία. Διατί, αν είχε καιρό, ήθελε μαζώξει φλωρία και πολεμιστάδες ν’ αντισταθεί του εχθρού…
Και οι ελεεινοί Ρωμαίοι… επαρακαλούσανε το Θεό μετά δακρύων και αναστενάζανε κάνοντας λιτανείες απάνω εις τα τειχία και μέσα από τη χώρα με τις αγίες εικόνες, με μεγάλη ευλάβεια, ξυπόλυτοι. Και ακολουθούσανε πολύς λαός: άνδρες, γυναίκες, παιδία, μικροί, μεγάλοι και εξομολογούντησαν τις αμαρτίες αυτών. Και επαρακαλούσανε τον Κύριο εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της καρδίας, διατί άλλη δύναμη δεν ημπόρανε να πολεμήσει τη μεγάλη δύναμη του Τούρκου, πάρεξ ο Θεός…».
Κι ενώ δεν υπήρχανε λεφτά για το στρατό, να τι βρήκανε οι Τούρκοι, όταν μπήκανε στην Πόλη κι αρχίσανε τη σφαγή, το σκλάβωμα και τη λεηλασία:
«Τότε εδράμανε εις την Αγία Σοφία την περιβόητη και την εκουρσέψανε και επήρανε τις αγίες εικόνες και τις ετζακίζανε και τις ετζαλαπατούσανε και τους αγίους τους ζωγραφισμένους τους εβγάλανε τα ομμάτιά τους.
Ομοίως εδιάβησαν και εις τις άλλες εκκλησίες και εις τα μοναστήρια και τα κουρσεύανε και επαίρνασι τα σκεύη, χρυσά και αργυρά δισκοπότηρα και αν ήταν άγια των ιερέων… Και ετζακίζανε τα σεντούκια των αρχόντων με τα τζεκούρια και ευρίσκανε πολλά φλωρία, νέα και παλιά, βίο πολύ.
Και τόσο βίο ηύρανε από των αρχόντων τα οσπίτια, ότι εθαύμασε ο σουλτάν Μεχεμέτης το πολύ βίο, όπου είχανε κραχιμένο (κρατημένον) και εδιάβη εις τα χέρια των Τουρκών. Ω Ρωμαίοι ακριβοί (= τσιγκούνηδες) μίζεροι και κακότυχοι, οπού εφάνη εις το φως τόσο βίο, οπού σας εζήτα ο βασιλέας σας δανεικά και δεν τα δώσετε να βοηθήσει τη χώρα σας, μόνε το αρνιέστε και ελέγετε ότι «δεν έχομε και είμεσταν πτωχοί» ‒ και τώρα τα επήρανε οι Τούρκοι»!
…………………
Σήμερα συνεχίζουμε την αφήγηση: «Τότε έκραξε ο σουλτάνος και ηφέρανε όλα τα κούρση και τους σκλάβους ομπρός του, όξω από εκείνα οπού πήρανε τις τρεις ημέρες, οπού τους έταξε. Και ηφέρανε ομπρός του εξήντα χιλιάδες σκλαβία χριστιανούς, τις οποίες λέγουνε τις εδιαμέρασε εις το φουσάτο της Ανατολής και τις εδιαβάσανε (= διεβίβασαν) εκεί να φθαρθούνε, να μη γυρίσουνε εις την Πόλη.
Τότε όρισε και εκατεβάσανε και τους σταυρούς απάνω από τα μοναστήρια και από όλες τις εκκλησίες και τις εκαταπατούσανε. Και εφθείρανε τις παρθένες και εκάμανε μεγάλη πορνεία και καταδίκη. Ω! Θεέ μου! Συμπάθησέ μου, οπού γράφω τα κακά και τις ντροπές, και τις ντροπές, οπού εκάμανε εις το γένος των Χριστιανών· ας σωπάσω! Μεγάλη υπομονή του Θεού. Αμή τα αμαρτήματά μας ένε και εγίνη η παραχώρηση του Θεού.
Λοιπόν ωσάν εκάμανε τη νίκη, όρισε ο σουλτάνος και εκάμανε χαρές μεγάλες τρεις ημέρες και εδοξάσθη πολλά, οπού εκέρδισε μια μεγάλη βασιλεία των δυστυχισμένων Ρωμαίων. Τότε έβαλε και εκράξανε τον κυρ Λούκα, οπού ήτονε πρώτος άρχος, οπού εκράτευε τα σκεύη της βασιλείας και ήρθε ομπρός του, ομοίως και τους άλλους άρχοντες. Τότε τους είπε:
‒ Διατί δεν επαρακαλέσατε το βασιλέα σας να μου δώσει τη χώρα και να κάμει αγάπη;
Τότε αποκρίθη ο κυρ Λούκας, τάχα να έχει τη φιλία του, και είπε του:
‒ Αφέντη, οι Γαλατιανοί και οι Βενετζάνοι δεν τον αφήσανε, διατί του εδώσανε φλωρία και άρματα και σολδάτους πολεμιστάδες και του είπανε: Κράτειε και εμείς σου βοηθούμε, μόνε μην παραδοθείς εις τον Τούρκο.
Ω τον κακότυχο, που ήθελε να κάμει φιλία με τα ψέματα εις το σουλτάνο, οπού αυτός ο κυρ Λούκας όλη του τη ζωή ήτονε διαστρεμμένος άνθρωπος και περισσότερο, οπού εκατάδωσε και τον Αλή πασά, τον πρώτο του βεζίρη, και είπε:
‒ Αφέντη, ο Αλή πασάς ήτανε πολλά φίλος του βασιλέου μας και των Ρωμαίων και του έστελνε συχνά γραφές, ότι να στέκει δυνατός να πολεμά και να μην παραδοθεί. Και ιδές την αλήθεια, οπού λέγω! Εγώ έχω εδώ και τα χαρτία οπού έστειλε με τη βούλα του, οπού τα εφύλαγα»!
«Και ως το ήκουσε ο σουλτάνος, εθυμώθη κατά πολλά και όρισε να χαλάσουνε το Γαλατά και τον Αλή πασά όρισε και τον εβάλασι στον πύργο δεμένο και έκαμε αφεντικά (= δικά του) τα υπάρχοντά του και το βίο του· και όταν εδιάβη ο σουλτάνος εις την Ανδριανούπολη, όρισε και έκοψαν το κεφάλι του. Και πολλά τον εκλάψανε οι άνθρωποί του και όλο το φουσάτο, διότι τον αγαπούσανε πολύ από την καλοσύνη του…».