cf84cebf cebfcf85cf81ceb3ceb9cf8ccebbceb5cebecebfcebd cebcceb9ceb1 cebccebdceb7cebcceb5ceb9cf8eceb4ceb7cf82 cf83cf85cebdceb5cf81ceb3

Στο ιστολόγιο αγαπάμε τις ντοπιολαλιές και τακτικά δημοσιεύουμε άρθρα με λέξεις από διάφορες περιοχές της χώρας (ο πλήρης κατάλογος στο τέλος). 

Ετσι στερεότυπα αρχίζουν τα άρθρα μας με παρουσίαση λέξεων από διάφορες ντοπιολαλιές της χώρας. Στην τελευταία δημοσίευση της σειράς αυτής, πριν από 15 μέρες, με Πλωμαρίτικες λέξεις από τον Γιάννη Μαλλιαρό, είχαμε κάνει έναν υπαινιγμό ότι λείπει ένα άρθρο με χιώτικες λέξεις, ενώ έχουμε φίλους στο ιστολόγιο από τη  Χίο.

Ο φίλος μας ο Dryhammer, που πολλές φορές έχουμε δημοσιεύσει εδώ τα εξαιρετικά του αφηγήματα, και που είναι Χιώτης, σήκωσε το γάντι. Και πώς το σήκωσε! Μου έστειλε τις προάλλες ένα ογκώδες μέιλ, τρεις ηλεκαμήλες το μεταφέρανε, με το Ουργιόλεξον, δηλαδή ένα χιώτικο γλωσσάρι. Λεξικό, πες. Διότι, σε αντίθεση  με τα άλλα άρθρα της σειράς αυτής,  που παρουσιάζουν 20 με 30,  άντε 40 λέξεις της κάθε ντοπιολαλιάς, ο φίλος μας ο Ξεροσφύρης εσύνταξε ολόκληρο λεξικό, με πάνω από 500 λήμματα.

Δεν θέλησα να το δημοσιεύσω σε συνέχειες, και επειδή βρίσκω εξαιρετικά τερπνή και την εισαγωγή που κάνει ο Ξεροσφύρης αποφάσισα να το δημοσιεύσω ολόκληρο, ως κτήμα εσαεί. Καλοκαίρι είναι, κάποιοι δεν δουλεύουν κι έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο, οπότε με χαρά και με καμάρι παρουσιάζω στη συνέχεια, χωρίς άλλα δικά μου σχόλια, το μνημειώδες Ουργιόλεξον!

ΟΥΡΓΙΟΛΕΞΟΝ, υπό Dryhammer

Με φλόμωσε το μαχλέπι από τον καβάλο μου. Εκείνο το «ρίχτω άδεια για γεμάτα …» που  άδεια ώρα κοπυπαστώνονταν και κάτι σπόντες λεξικογραφούντων ήσανε ανταγιάντιστα. Εφαγωθήκετε πιά , είπα κι έπιασα να πολεμώ να γράψω λέξεις. Αμε ποιες να βάλω και ποιές ν’ αφήκω; Ούτε γεννήθηκα ούτε μένω σε κάποιο χωριό νά ‘χω την «ευκολία» να βάλω λέξεις του χωριού μου. Από τον πατέρα μου και από το βαπόρι ήκουα κάποια Καρδαμυλίτικα. Από τη μάνα και τη γιαγιά και τη γειτονιά κάποια Μικρασιάτικα της Ερυθραίας και Σμύρνης. Από τις συναστροφές: Ελάχιστα Πυργούσικα, κάποια Καμποχωρούσικα, κάποια Διδυμούσικα, κάποια Ολυμπούσικα και Μεστούσικα, κάποια Βρονταδούσικα και Λαγκαδούσικα, κάποια Καρούσικα, κάποια Καμπούσικα, κάποια της Αμανής κλπ κλπ. Γιατί δεν υπάρχουν ενιαία Χιώτικα. Σχεδόν κάθε χωριό έχει την υποδιάλεκτό του με κάποιες ομοιότητες με τα γειτονικά και ομόρατσα χωριά αλλά διαφορετικά σε κάθε γκρουπ χωριών. Να προσθέσουμε και τα καταχιώτικα ή χωραΐτικα κάποιων συνοικισμών της πόλης, τα βαπορίσια (που μια εποχή με τα ¾ των αντρών να είναι ή να ήταν ναυτικοί πέρασαν κι αυτά στη γλώσσα), ένα χάος.

Εδώ σηκώνει παρένθεση (όπως λένε: εδώ σηκώνει άρθρο, αλλά ποιος;). Ο Κοραής κατάγραψε (κι ετυμολόγησε με τα δεδομένα της εποχής του) κάποια Χιώτικα μιας κάπως πιο ενιαίας πληθυσμιακά Χίου. Με τα –όπως εξελίχτηκαν ως τότε- «Ελληνικά», μπολιασμένα με Γενοβέζικα και Τούρκικα από τους κατακτητές κι όλα τα άλλα γλωσσικά πάρε δώσε ενός νησιού που νταραβεριζόταν με το εξωτερικό (εμπόριο και ναυτιλία) και που γειτόνευε με τη Σμύρνη.

Αλλά με τις σφαγές του 1822 η Χίος ερήμωσε. Κάποιοι επέστρεψαν, κάποιοι Χιώτικης καταγωγής από γύρω επίσης επανήλθαν, αλλά κατά μεγάλο μέρος το νησί επανεποικίσθηκε. Φαίνεται κι από τα επώνυμα. Πχ υπάρχουν πάμπολλοι σε –ούδης (Θράκη) –άκης (Κρήτη) –πουλος (Πελοπόννησος) κλπ κλπ. που έπιασαν διάφορα χωριά. Ο Σεισμός του 1881 έφερε νέες ανακατανομές, άδειασμα και εποικισμό. Το 1922 έφερε πρόσφυγες Μικρασιάτες κυρίως από την Ερυθραία  απέναντι. Ο καθένας έφερε και στοιχεία της διαλέκτου του που ανακατεύτηκαν με τα προϋπάρχοντα. Προσθέστε τη λόγια γλώσσα των «μορφωμένων», την «επίσημη» των κρατικών λειτουργών και των εφημερίδων και του ραδιοφώνου κι έχουμε ένα μωσαϊκό να το πω, αχταρμά να το πω, πάντως ακόμα και χωριά έχουν μικτή γλώσσα από παλιά.

[Θυμήθηκα το δάσκαλό μου στο Δημοτικό που προσπαθούσε να μας μιλά τη γλώσσα των βιβλίων  αλλά συχνά αποξεχνιόταν και του βγαίναν τα χωριάτικά του. Πχ «Ήτονε», «τρυπιά», το «Έλα διάβολε πίσω μου» άμα θύμωνε και το «Γερά αμάξια οι Μερσεντέδες» για το λεωφορείο που θα μας πήγαινε ημερησία εκδρομή. Καλή του ώρα,  ήτανε Καλός Άνθρωπος και Καλός Δάσκαλος. Έτσι κι η γυναίκα του, δασκάλα μου σε πιο μικρή τάξη που μας απειλούσε πως «Θα βάλω ροβίθια στο νερό, να γίνουν οι μύτες σαν μελιτζάνες» άμα δεν καθόμαστε ήσυχα]

Έτσι, αποφάσισα να βάλω μόνο λέξεις που χρησιμοποιώ ανεξάρτητα από πού τις πήρα ή τις άκουσα. Σαν ακτήμονας, χωραΐτης και άσχετος με τα αγροτικά δεν έχω ιδιαίτερες λέξεις της γεωργίας ή της κτηνοτροφίας. Απόφυγα και τις ναυτικές εκτός αν είναι μέσα στο ευρύτερο λεξιλόγιο. Φυσικά και κάποιες απαντιόνται κι αλλού, ίσως και πανελλήνια. Ακόμα απόφυγα όπως ο διάβολος το λιβάνι την ετυμολόγηση. Είμαι πού ‘μαι άσχετος, οι παλιοί είναι 200 κι 150 κι 100 χρόνια πίσω, οι νέοι είναι έξω από την εμβέλεια των γνώσεών μου για να κρίνω, κι ο Νατσούλης με τον Πορτόκαλο καιροφυλακτούν.

Θα κλείσω με δυό λόγια για τη χρήση της γλώσσας στη Χίο.

Χρησιμοποιούνται πολύ οι μεταφορικές σημασίες των λέξεων, πασπαλισμένες με χιούμορ αλλά και ειρωνεία. Προστίθεται συχνά ένα α- μπροστά, ένα –νε στο τέλος αλλά όχι πάντα ακόμα κι από τον ίδιο ομιλητή. (Θέμα μουσικής; Θέμα ευφωνίας; Ας μιλήσουν οι ειδικοί).  Η αύξηση ε- και η- λειτουργεί και επιτατικά. Το -ν στο τέλος της λέξης με το π- ή το γ- στην αρχή της επόμενης άλλοτε δίνει κι άλλοτε όχι μπ ή γκ ανάλογα το μέρος ή τον ομιλητή. Επίσης υπάρχουν και διαφορές στην προφορά. (Και πάλι ας μιλήσουν οι ειδικοί. Εγώ είμαι ένας απλός διανομέας φακέλων και μικροδεμάτων)

ΟΥΡΓΙΟΛΕΞΟΝ

A.

  1. Αβγολογώ = δαχτυλοσκοπώ την κότα να δω αν έχει αβγό
  2. Αυγομαζεύ(γ)ω και αυγομαζώνω = είμαι στα πρόθυρα κατάρρευσης [αυγομαζώνει και πά = πνέει τα λοίσθια]
  3. Αβέρτα = ελεύθερα, χωρίς περιορισμούς
  4. Αγαλιάς, ο = χαζός, αγαθός, εύπιστος, βραδύς (σε σώμα ή και πνεύμα)
  5. Αγαντάρω = αντέχω, αλλά και βάζω πλάτη για κάτι – αγάντα = προστακτική του αγαντάρω αλλά και το ουσιαστικό του [Αγάντα Αγλαΐα τον πεύκο]
  6. Αγέλουπας, ο = αγριοβρώμη, αλλά και η βρώμη ως ζωοτροφή
  7. Αγιάρι, το = προσδιορισμός βάσει σταθερού στοιχείου, καλιμπράρισμα (πχ ο μηδενισμός της ζυγαριάς πριν τη ζύγιση)
  8. Αγκούσα, η = άγχος, στρες, στενοχώρια (συχνότατα στον πληθυντικό – έχει αγκούσες)
  9. Αγκύλα, η, αγκύλι, το = αγκάθι φυτού ή ζώου, το ρήμα αγκυλώνω μτφ. Λέω κάτι που θα πειράξει –προσβάλει τον άλλον.
  10. Άδεια ώρα = συνεχώς, με κάθε ευκαιρία
  11. Αδερφομοίρι, το = μερίδιο κληρονομιάς (συνήθως ακίνητης) σε αδέρφια
  12. Αδιαφόρετος, ο = χωρίς όφελος, χωρίς ενδιαφέρον, άσκοπος, άχρηστος.
  13. Αθρίμπα, η = το θυμάρι
  14. Άλα κάπα = ανάποδα, απίκουπα (μαζί με ρήμα: ήρτε / γύρισε / εβρέθηκε α-κ)
  15. Αλάκερος, ο = ολόκληρος, μεγάλος [με την έννοια του θαυμασμού λέγεται και ουσιαστικοποιημένο: ηγίνηκεν αλάκερος = πώς μεγάλωσε!]
  16. Αλικόντιση, η = καθυστέρηση, παρακώλυση, περισπασμός
  17. Αλισίβα, η = η αλκαλική στάχτη της μπουγάδας
  18. Αλμπάνης, ο= άπειρος και αδέξιος τεχνίτης, ατζαμής
  19. Αλουσιά, η = το σταχτόνερο της μπουγάδας ή της προετοιμασίας διαφόρων γλυκών κλπ
  20. Αμανίτης, ο = μανιτάρι βρώσιμο αλλά όχι καλλιεργημένο [ιδιαίτερες ονομασίες ανάλογα το δέντρο κάτω από το οποίο βρίσκονται πχ πευκίτες, κουμαρίτες κλπ]
  21. Αμούργ(ι)α, η = το κατάλοιπο του ελαιοτριβείου (μετά τον διαχωρισμό του λαδιού)
  22. Αμού(ρ)ταλη, η = [καρδαμυλίτικο : τα κάματε αμ. = τα σκατώσατε]
  23. Αμπουρκούνα, η = Είδος πρώιμου μεγάλου μαύρου σύκου (μέσα με τέλη Ιούνη- το ίδιο δέντρο τον Αύγουστο κάνει πολλά μικρά)
  24. Αμύρα, η = η στόχευση αλλά και το στόχαστρο του όπλου. Αμυρεύω /αμυρώνω /βάζω αμύρα
  25. Αναγκαίο, το = το αποχωρητήριο
  26. Ανακώλωμα, το = εντατικοποίηση της εργασία λόγο ανάγκης [καιρος για τ’ ανεκώλωμα, ανεκωλώσου κι έβγα]
  27. Αναμικιώρης, ο = ευερέθιστος, στραβόξυλο (για ανθρώπους)
  28. Ανάντολος, ο = αλλοπρόσαλλος (αλλά και ανάφραντος στους τρόπους)
  29. Ανάπιασμα, το = η προετοιμασία της ζύμης του ψωμιού (προζύμι, ανέβαση κλπ)
  30. Αναφαγιά, η = ανορεξία
  31. Ανάφραντος, ο = άτσαλος, απρόσεχτος, με βία στις κινήσεις του
  32. Αναχαράζω = μυρηκάζω
  33. Ανέγκαση, η = το ζόρι για το χέσιμο και μτφ. το ζόρισμα εν γένει ρ. ανεγκάζω [π(ου) ανάγκασμά σε à παναγκασμά σε αντί του ανάθεμά σε]
  34. Ανεκούρκουδα = οκλαδόν
  35. Ανερούφα, η = πηγή γλυκού νερού που αναβλύζει μέσα στη θάλασσα
  36. Ανεσούρδου μου = ανάμεσα [που τό ‘χω συναντήσει μόνο στη φράση «ανεσούρδου μου τα σκέλη, βάσανα πού ‘χει η αγάπη»]
  37. Ανέτριχα = ανάποδα
  38. Ανηφέλετος, ο = άχρηστος, χωρίς όφελος
  39. Ανήψητος,ο = άψητος στη δουλειά, ανίκανος για χειρωνακτική εργασία
  40. Αντέτι, το = συνήθειο, έθιμο, αυτό που ταιριάζει
  41. Αντικούτικας, ο = η ινιακή χώρα (που είναι στον αντίποδα του κούτικα)
  42. Άξαμος, ο = το μέτρο, το σημάδι, ιδίως το χνάρι που παίρναν οι τσαγκάρηδες για να φτιάξουν παπούτσια
  43. Αξάνεμος, ο = νοτιοδυτικός άνεμος (που ευνοούσε το ξανέμισμα)
  44. Αξελέστατος, ο = ασουλούπωτος, κακοντυμένος
  45. Απέκειδα και απόκειδα: απέδευτού κι απόδευτού μόνο τοπικά = αποκεί κι αποδώ / απέκει και απόκει  απέ και απόκια  μόνο χρονικά = ύστερα, κατόπιν
  46. Απίκουπα (α)πικουπίζω = γυρίζω ανάποδα, ανατρέπω (δοχείο υγρού καί για να το αδειάσω τελείως)
  47. Απλάκωτος, ο = όποιος μιλάει ή πράττει ασύνετα
  48. από- πρόθεμα που σημειώνει το πέρας μιας πράξης ή διαδικασίας. Πολύ συχνά σκέτο πό- (α)πόσωσα, (α)πόψαλα, (α)πογάμησα, (α)ποξύστηκα, (α)πόφα(γ)α
  49. Απογυρίζω = αρνούμαι κάτι που μου προσφέρουν
  50. (Α)ποδιαλέγια, τα = β΄ποιότητας, αυτά που απομένουν μετά τη διαλογή
  51. Αποκορδίζομαι και Αποκοντρίζομαι = τεντώνομαι να ξεπιαστώ, με ή χωρίς χασμουρητό
  52. Αποκοντριάζομαι = γίνομαι μίζερος, ιδιότροπος από το αποκόντριος = υποχόνδριος
  53. Απομονές, οι = είδος κακτοείδους φυτού όπως η αλόη αλλά με τεράστια αγκαθωτά και αιχμηρά φύλλα
  54. (Α)ποξηλώνομαι = αφαιρούμαι
  55. Αποσπερίς –ού = αποβραδίς
  56. (τ’)αποτώρα – (τ’)αποτώρι = προ ολίγου
  57. Άρα, η = παγίδα με δίχτυ για πουλιά. Το πουλάκι που δένουν για να φέρει στην παγίδα τα άλλα που πετούν λέγεται Μπαταδούρος (συνήθως φλώρι ή καρδερίνα)
  58. Αραλίκι, το = χουζούρι (αλλά και περιθώριο)
  59. Αρμυρό, το = παστό ψάρι (κυρίως σαρδέλα)
  60. Αροδάφνη, η = πικροδάφνη
  61. Αρρωστοφαγιά, η = σκόπιμη ανορεξία (ειρ.)
  62. Ασγαβάδα, η = (χειροποίητη ξύλινη) σβούρα
  63. Ασκαμπάβλοι, οι = σκατά, κόπρος [-Ίντ’ α φάμενε; -Ασκαμπάβλους!]
  64. Ασπάλαθρος, ο = αγκαθωτός θάμνος με κίτρινα λουλούδια
  65. Αστιφίδα, η = άλλος αγκαθωτός θάμνος με ποικίλες χρήσεις (από προσάναμμα μέχρι καθαριστικό καμινάδων)
  66. Αστρακιά, η (ή /και) αστράκι, το = χαρμάνι από άμμο και αλεσμένα όστρακα για την επικάλυψη ταρατσών και δαπέδων
  67. Ατόμαχος, ο = μικρό σαρκοφάγο πουλί, ο αετομάχος.
  68. Ατσούμπαλος, ο = χοντροκομμένος, κακόσχημος, αδέξιος, άγαρμπος
  69. Αύριο κλού = αύριο κλαίνε. Θα ακολουθήσουν οι συνέπειες [ «Σήμερις θαβ(γ)ουν κι αύριον κλού»]
  70. Άφερούς και άφερούσου = εύγε, μπράβο (από το άφερίμ;)
  71. Αχυλιά, η = στάχτη

B.

  1. Βαβούλι = μπουμπούκι, αλλά και το ξύλο με κόμπους που δέρνει άσχημα όπως το συκοβάβουλο που είναι επιπλέον και ελαστικό. [«Η τριανταφυλλιά εβαβούλιασεν» αλλά και «Τονε βαβουλίσαν άσκημα»]
  2. Βαϊλίζω = περιποιούμαι, φροντίζω – πολυβαϊλάς = που θέλει πολύ περιποίηση, ο απαιτητικός, αλλά και ο ξερόλας
  3. Βαλάνια, τα = βελανίδια
  4. Βαρεμένη, η = έγκυος, γκαστρωμένη
  5. Βγοδώνω = επιταχύνω, συντομεύω, επισπεύδω
  6. Βερβελιά, η = η σφαιροειδής κοπριά (της κατσίκας)
  7. Βερδενές, ο = ο πλάστης της ζύμης
  8. Βερίνα, η = η συστροφή των σκοινιών και ιδίως των συρματόσκοινων – παίρνω βερίνες = στραβώνω, αναποδιάζω, εξοργίζομαι
  9. Βέρσο, το = κάτι που γίνεται μόδα, συνήθει
  10. Βετσώνω = πεισμώνω
  11. Βιλ(λ)ή, η = το πέος κοντοβίλης = ο μη προικισμένος
  12. Βόλια, τα = οι όρχεις [ το βόλι είναι και το βλήμα, μονόβολος ο μονάρχιδος αλλά μονόβολο το μονόκαννο κυνηγετικό τουφέκι αλλά και το φυσέκι με ένα μεγάλο σκά(γ)ι]
  13. Βολοδέρνω = (αγροτική κοπιαστική εργασία για να σπάσουν οι βόλοι του χώματος στο χωράφι αλλά και) κοπιάζω και ταλαιπωρούμαι
  14. Βότα και βόρτα, η = αψίδα, καμάρα, θολωτή οικοδομή, μικρός περίπατος (σε κυκλική διαδρομή) [όλο κοντοβότια στην πόρτα της Μαριγώς ήκαμνένε]
  15. Βότσος, ο =(φυσικός συνήθως) λάκκος με νερό
  16. Βουλώ = βουλιάζω στο νερό αλλά και γκρεμίζομαι [ηπήαινε στη θάλασσα κι ηβουλούσενε τ’άλλα παιδάκια αλλά και με τη βροχή ηβούλησεν ο τοίχος]
  17. Βουρβούλακας, ο = βρικόλακας [Αίνιγμα «Ανάμεσα σε δυό βουνά, βουρβούλακας κουντρουβαλά. Τι είναι;»]

 

Γ.

  1. Γαδουροελιές, οι = μεγάλες ελιές που δε βγάζουν λάδι αλλά γίνονται μεζές στην άρμη [you’re in the άρμη now]. Γενικά το γαδουρο-  ως πρώτο συνθετικό μπαίνει και σαν επιτατικό πχ γαδουροζεύγαρα τα ζεύγη άσου – ρήγα
  2. Γαδουροψυχή, γαδουροψυχιά, η = το μαλακό εσωτερικό του μηρού [ η γαδουροψυχιά μου με πονεί = έχω τράβηγμα στους προσαγωγούς]
  3. Γαμπρίζω = φλερτάρω, κορτάρω (όχι μόνο για αγόρια)
  4. Γανιάζω = ξεραίνεται το στόμα μου (σαν να το γάνωσαν ή να έπιασε γανάδα) –  Γανάδα – η γάνα του χαλκού και κάθε παρόμοια ανωφελής επικάλυψη
  5. Γανωματάδες, οι = γανωτζήδες αλλά και οι Ηπειρώτες– γανωματάδικα τραγούδια . Στη Χίο ερχόταν οικογενειακά γανωτζήδες από την Ήπειρο (γιατί είχαμε πολλά μπακίρια) που μαζευόταν γύρω από το μαγκάλι του σπιτιού-εργαστηρίου και τραγουδούσαν τραγούδια του τόπου τους που ήταν αργά και μακρόσυρτα και εν πολλοίς ακατανόητα. Οι ντόπιοι (με τους σκοπούς των νησιών και της μικρασίας στο κεφάλι τους) αποκαλούσαν περιφρονητικά γανωματάδικα όλα όσα πήγαιναν έτσι αργά και μοιρολογιάρικα.
  6. Γαρμπίζω = αλληθωρίζω – γαρμπής = ο αλλήθωρος αλλά και ο νοτιοδυτικός άνεμος
  7. Γδί, το = το γουδί αλλά και το ξερό κεφάλι που δεν παίρνει χαμπάρι (Αρβανίτικο; Βουργαροκέφαλο;) [και το γδί Νικολή = ξανά, πάλι τα ίδια, για την επιμονή σε κατι, (όπως «το τυρί κουμπάρε», ή  «εκεί του κερατά» και άλλα)]
  8. Γέρμα, το = ημικυλινδρική πέτρινη οροφή, ισόγειο ή και υπόγειο δωμάτιο με τέτοια.
  9. Γιάε = για δες, πρόσεξε (αυτό που λέω) ακόμα και απειλητικά, έχε το νού σου
  10. Γιαπράκι, το = ντολμαδάκι με αμπελόφυλλο χωρίς κιμά. [Αγνοώντας τη σημασία του yaprak, τα αμπελόφυλλα για γιαπράκια λέγονται  γιαπρακόφυλλα}
  11. Γιόμελος και γέμελος, ο = δίδυμος
  12. Γιούκας, ο = γιόκας και το υποκ. του υποκ. γιουκάκι
  13. Γκλαβανή, η = καταπακτή (κυρίως του ταβανιού)
  14. Γκιγιές. ο = η κρέμα σαντιγί
  15. Γκιργκιλια, τα = τα γρι-γρι
  16. Γκρέμια, τα = οι γκρεμοί αλλά και τα χαλάσματα
  17. Γλιντζιάζω= πιάνω λίγδα, γλίντζα (γλίτσα) [υγρή λέρα] και ο γλίνζτης = ο λιγδιάρης
  18. Γόζομαι = κλαίω γοερά, κραυγάζω
  19. Γομάρι, το = το φορτηγό ζώο αλλά και το φορτίο του που λέγεται και γομαριά = φορτωσιά [ήπεσε (σα) γομαριά στο κρεβάτι και με ξύπνησε]
  20. Γουρ(γ)ιέμαι = γοώ, ωρύομαι , παραπονιέμαι μουρμουρίζοντας

Δ.

  1. Δεκατιά, η = η μούτζα (κανονικά και με τις δυο παλάμες ανοιχτές αλλά και με το ένα χέρι πάλι δεκατιά είναι) – δεκατώ = μουτζώνω, φασκελώνω
  2. Δέχομαι = είμαι σε στάση αμυντική περιμένοντας πχ χτύπημα – δέχου (προστακτική του δέχομαι) = πρόσεχε, περίμενε να σού ‘ρθει – δεχά-δεχά= μαλακά-μαλακά, απαλά-απαλά με πολλή προσοχή
  3. Διάβα και διαβατό, το (ενίοτε και διέβα) = η δίοδος (ανάμεσα σε χωράφια, κτήματα) που αφήνεται για τη διέλευση σε τυφλό ακίνητο
  4. Διαβολίζω = ρημάζω, καταστρέφω [Ό,τι πιάσει το διαβολίζει] αλλά διαβολίζομαι = εξοργίζομαι, με πιάνουν τα διαβόλια μου
  5. Δικέλλι, το = κυριολεκτικά το γεωργικό εργαλείο που λέμε τσατάλι αλλά στα Καρδάμυλα λένε τους γυμνούς [Πάνε στη Βλυχάδα και κολυμπούνε δικέλλι]
  6. Διπούτζα, η = το κοντό σκοινί που δένουν τα πόδια των αλόγων, μουλαριών, γαϊδάρων για «να μάθουνε στράτα» δηλ. βήματα με συγκεκριμένο διασκελισμό.  Διπούτζωμα = το δέσιμο και η διαδικασία εκμάθησης που την κάνει ο στρατάρης
  7. Διχάχαλο, το = διχαλωτό κλαδί (κατάλληλο για πρωτόγονο δικράνι ή για σφεντόνα)
  8. Δρασπί – δρασπέτι, το = κάτι το πολύ ξινό
  9. Δρίματα, τα = οι πρώτες 6 μέρες του Αυγούστου οπού μάντευαν τον καιρό όλης της χρονιάς /  και μερομήνια

Ε.

  1. Έδεδέτσι = κατ’ αυτόν τον τρόπο  – έδεφτού – έδωνά = εδώ (που σου δείχνω) – έκειδά – έδεκεί = εκεί (που σου δείχνω)
  2. Έμι – έμι = όχι μόνο – αλλά και [έμι τονε τράκαρένε, έμι τονε πλερώσανε κιόλας]
  3. (Δ)έμπανά = (δεν πάει να…) δε με νοιάζει, στ’ αρχίδια μου
  4. Έρημο και σκότεινο = κυριολ. Εγκαταλειμμένο (σαν το άδειο σπίτι) [Η μάνα μιανού ζαβού που γύριζε στο σπίτι γυμνός, ακουγόταν τα πρωινά, πίσω από τα σκεπασμένα παράθυρα, να του φωνάζει: «Πάλι ή έρημη κι η σκότεινή σου είναι σηκωμένη;» και να του δίνει σφαλιάρες για να πέσει] – ερημοσκοτεινιάζω = επιφέρω ερήμωση [Ημπήκανε μες στην κουζίνα και μου ερημοσκοτεινιάσανε το ψυγείο. Μόνο τα ράφια ηφήκανε]
  5. Ερινοί, οι = τα αρσενικά σύκα που καλλιεργούνται για τη γονιμοποίηση της συκιάς και για να γίνουν γλυκό (συκαλάκι)

Ζ.

  1. Ζαβός, ο = ανάπηρος (σωματικά) ή / και καθυστερημένος νοητικά. Ζαβώνω = καθιστώ κάποιον ανάπηρο (τονε ζάβωσε στο ξύλο)
  2. Ζάλα – ζάλα = πλάι πλάι, δίπλα δίπλα
  3. Ζαρταλούδι, το = ποικιλία πολύ μικρού βερίκοκου – ζαρταλουδιά το δέντρο
  4. Ζεβλεπιά, η = το μαλακό στραγάλι
  5. Ζεύ(γ)λα, η = το καθένα από τα καμπύλα ξύλα που δένονται τα ζώα που γυρίζουν το μάγκανο [-Που ήταν οι γάμπες της σαν τις ζεύγλες του μαγκάνου… – Έ,  θα κάμνει καλές ντρίμπλες]
  6. Ζούμπερο, το = (αηδές) ζωύφιο
  7. Ζυγιά (παιχνίδια), η = μουσικό συγκρότημα, ορχήστρα πανηγυριού (όχι απαραίτητα μόνο με δυο όργανα)

Η.

  1. Ηγού (λιγότερο το) ηβοί = επιφωνήματα απορίας, έκπληξης, θαυμασμού ακόμα και σαρκασμού. Αλλά αν δεν είναι κάτι τόσο σπουδαίο όσο παρουσιάζεται «δεν είναι και τίποτα ηγού-ηγού»
  2. Ήμουδος, ο = νωπός, όχι τελείως στεγνός [τα μπλουζάκια ηγίνανε κουντουρούδια, το τζίν είν’ ακόμα ήμουδο]

Θ.

  1. Θυμίζω –θυμίζομαι = για σεξουαλικά ερεθισμένα θηλυκά ζώα (κυρίως γιδοπρόβατα)
  2. Θραμπεύομαι = χοροπηδώ, τινάζομαι νευρωτικά ή από ευφορία, κάνω τσαλίμια,  (για ζώα και παιδάκια)
  3. Θρώ = θρυμματίζομαι, μαδώ σε ψίχουλα (συνήθως στο γ’ εν. θρεί)

Ι.

  1. Ίντα = τι

 

Κ.

  1. Καβακιαούρος, ο και καβακιαούρο, το = παγίδα για πουλιά με κλουβί-φάκα δίπλα σε κλουβί με κράχτη
  2. Καβούρια,τα = είδος σύκου που σκίζει στα τέσσερα και γίνεται νόστιμη παστελλαριά
  3. Καζαναριά, τα = αποστακτήρια
  4. Καϊσιά, η = είδος βερικοκιάς που κάνει καίσια (μικρότερα από τα κανονικά βερίκοκα αλλά πιο μεγάλα από τα ζαρταλούδια)
  5. Κακαβρακάτος, ο = θρασύς, αυθάδης, καβγατζής
  6. Κακαρώνω = πεθαίνω ξαφνικά
  7. Κακοχράχει = light εκδοχή του κακό χρόνο νάχει. [στα νιάτα τ@ ήτανε όμορφ@, τώρα ηγήνικε σαν κακοχράχει]
  8. Καλαθούνα, η = κωνική καλαμένια καλάθα για να ξεραίνουν το τυρί
  9. Καλάθρωπα, τα και καλαθρώποι, οι = φυτιλι καντηλιού από το μπουμπούκι ενός είδος θάμνου (γίνεται και αφέψημα για το στομάχι)
  10. Καλικατσού, η = ψαροπούλι, θαλασσοκόρακας, είδος κορμοράνου
  11. Καλόπλωρος, ο = ειρ. ασύνετος, σκάρτος στη συμπεριφορά
  12. Καλοθέτω, καλοθένω (αλλά υποτ. να καλοθέκω) = τοποθετώ κάτι σε κατάλληλη θέση
  13. Καλόχαρος, ο = κυρ. άνθρωπος καλού χαρακτήτα, ειρ. ο με κακά φυσικά
  14. Κανεύω = πετυχαίνω το στόχο (σε βολές)
  15. Κάντερα, η = συρτάρι
  16. Καράβολας, ο = είδος μεγάλου σαλιγκαριού και διακοσμητικό στοιχείο κατασκευών που μοιάζει με σαλιγκάρι
  17. Κάρκαδο = το κακκάδι, το ξερό επίστρωμα-πέτσα μιας πληγής που στίβει, αλλά και η ξεραμένη μύξα
  18. Καρσί = απέναντι
  19. Κάσα ή/και κάσσα, η = ξερή βρομιά, λέρα που κάνει πέτσα
  20. Κασαβέτι, το = σκοτούρα, στενοχώρια, καημός, μεράκι
  21. Κασκαμπούκα, η = γλυκό της Καθ. Δαυτέρας
  22. Καστανιά, η = μεταλλικό δοχείο που κλείνει στεγανά για τη μεταφορά φαγητού (στο χώρο εργασίας, χωράφι) στην προ τάπερ εποχή
  23. Κατά-  πρόθεμα που σημαίνει  τελείως, απόλυτα, ολοκληρωτικά. Έτσι ο ξυπόλητος είναι καταπάτουνος, το κτίσμα στην κορυφή του υψώματος είναι κατατσούμπαρ(δ)ο, το ακριβώς απέναντι είναι κατάκαρσι κ.ο.κ.
  24. Καταδεχάμενος, ο = καλοδεχούμενος (σχεδόν προσδοκώμενος)
  25. Κατακαθίζω, κατασαλαγιάζω = ησυχάζω, κάθομαι φρόνιμα
  26. Καταλέω= γκρινιάζω, παραπονούμαι
  27. Κατελώ =καταστρέφω, χαλώ αλλά και καταλύω (= καταναλώνω στη νήστεια) [Έν ηξέρεις ήντα κατελυτούρι ειν ο γιός σου! Έν τονε προλαβαίνω παπούτσια – σήμερις κατελιέται λάδι;]
  28. Κατουμίζω = μου κλείνουν τα μάτια
  29. Κατσικώνω = κλέβω, αρπάζω
  30. Κατσικώνομαι = κάθομαι παραμένω κάπου πέραν του επιθυμητού
  31. Κατσιποδιά, η = γρουσουζιά, κακοτυχία – κατσιποδιάρης = γρουσούζης – κατσιποδι(α)σμένος = ο μαραζωμένος, ο αρρωστημένος
  32. Κατσιρντίζω = τρελαίνομαι, τα χάνω
  33. Κελεψέδες, οι = χειροπέδες
  34. Κεπέγκι, το = μεταλλικό ρολό καταστήματος
  35. Κλουκλουκίζω = ξεμωραίνομαι
  36. (τα) Κόβ(γ)ω = χέζω
  37. Κολίκι, το = στρογγυλό κουλούρι – το μακρόστενο είναι σιμίτι ή γιοβρέκι
  38. Κολλιτσιάνος, ο  = θαλάσσια ανεμώνη
  39. Κόμπος (ποτού), ο = η ποσότητα ποτού μέχρι να κάνει γκλού (αναρρόφηση φυσαλίδας) η μπουκάλα
  40. Κονταρούδια, τα = είδος μικρών σύκων
  41. Κοντοβότια, τα = ελιγμοί με πολλές καμπύλες
  42. Κόντρα, η = λέρα
  43. Κοντραστάρω = αντιτίθεμαι, κοντράρω
  44. Κούβακας, ο = βάτραχος κουβακόσκατο, το = η πράσινη γλίτσα που γίνεται κρούστα στα στάσιμα νερά
  45. Κουβάνι, το = μελίσσι
  46. Κουδουνάτος, ο = μασκαράς (της αποκριάς), αλλά σαν προσφώνηση ο γελοίος, ο καραγκιόζης – κουδουνατιές, οι = οι αποκριάτικες μεταμφιέσεις αλλά και οι γελοιότητες, τα καραγκιοζιλίκια
  47. Κούκλος, ο = γαλοπουλα
  48. Κουκουγιαύλα, η = κουκουβάγια αλλά και ο βλάκας
  49. Κουκούμυαλος, ο = το έντομο που παρασιτεί στα κουκιά αλλιώς κουκομάμουνο
  50. Κουλαντρίζω = χειρίζομαι, οδηγώ, αλλά και τσιγκλίζω, ερεθίζω
  51. Κουλούκι και  κουλουκάκι, το = κουτάβι – κουλουκιάζομαι = κουλουριάζομαι σαν κουταβάκι που κρυώνει
  52. Κουντούρα, η = βότρυς, τσαμπί
  53. Κουντουρούδι, το  = χαρούπι, ξυλοκέρατο [Ίντα γίνεται στη Χιό; -Κουντουρούδι περισσό (κατά το τι κάνεις γέρο; -κουκιά σπέρνω)]. Κουντουρουδόμελο = το σιρόπι που παρασκευάζεται από κουντ. και είναι μαλαχτικό για τα στήθια
  54. Κουντρώ = κυριολ. κουτουλώ αλλά εδώ με τη σημασία του «παίρνω χαμπάρι και ενεργώ ανάλογα». Σχεδόν μόνο στην άρνηση «(δ)ε βλέπεις που (δ)εν κουντρεί [ή κουντρά]»
  55. Κουντώ = σκουντάω, σπρώχνω
  56. Κουρκέλι αλλά και κρουκέλι, το = κρίκος σε τοίχο για το δέσιμο ζώων (κρικέλι) αλλά και το χτυπητήρι της πόρτας [να ‘χεν η γης πατήματα, κι ο ουρανός κρουκέλια]
  57. Κουρμάδα και χουρμάδα = η χιώτικη θρούμπα
  58. Κούρνουπας, ο = είδος πουλιού, ο μελισσοφάγος
  59. Κουρουπώνω = κουρνιάζω και ζεσταίνομαι το χειμώνα
  60. Κουσέλι, το = κουτσομπολιό
  61. Κούτικας, ο = μέτωπο, κούτελο
  62. Κουτουράδα, η = εργασία κατ’ αποκοπή αλλά και απερίσκεπτη ενέργεια
  63. Κουτουρντίζω = τρελαίνομαι, χαζεύω, αφηνιάζω
  64. Κουτουρού = στη τύχη, στα τυφλά [πορευόμαστε κουτουρού κακά ψυχρά]
  65. Κουτσονίκα, η = λέξη της ΒΔ Χίου για την κατσούνα (=βέργα με αγκιστρωτή άκρη)
  66. Κουτσουνάδες και τσικουνάδες, οι = παπαρούνες (ως βρώσιμο φυτό)
  67. Κουφογονατιάζω = μου λυγούνε τα γόνατα και δεν μπορώ να βαδίσω
  68. Κραΐ, το = πρωινή πάχνη
  69. Κρεατσοδάγκαμα, το = πόνος στη πάχη
  70. Κρεμεντίνα, η = το ρετσίνι της τσικουδιάς (Pistacia terebinthus) που χρησίμευε και σαν καλλυντικό [Ο σουλουμάς κι η κρεμεντίνα, κάνουν τη γριά, φαντίνα]
  71. Κρίνομαι = ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι [εκρίθηκα ώσπου να πάρω τη βεβαίωση. Δυό μέρες από τον Άννα στον Καϊάφα με πηαίνανε]
  72. Κρίταμο, το = αγριόχορτο της παραλίας που γίνεται μεζές τουρσί
  73. Κυβερνώ (τα ζά) = καθοδηγώ τα ζώα στη βοσκή, τα καθαρίζω, τα ταΐζω
  74. Κύλα, η = πλατιά πέτρα για παιδικό παιχνίδι
  75. Κύτταλο, η = η  κόρα του ψωμιού
  76. Κωλοκόβομαι = κοψομεσιάζομαι
  77. Κωλοπετσωμένος, ο = δραστήριος, έμπειρος, έξυπνος, ικανός
  78. Κωλοράδι, το = ο κόκκυγας κι όποιος δεν κατακάθεται έχει κωλοράδι (κύστη κόκκυγα;)

 

Λ.

  1. Λαδικό, το (για γυναίκες) = κουτσομπόλα, ραδιούργα, φλύαρη, πονηρή
  2. Λάζαρος, ο = η μακρόστενη φρατζόλα ψωμιού (από το ανθρωπόμορφο γλυκό νηστήσιμο κουλούρι που φτιαχνόταν το Σάββατο του Λαζάρου για τα παιδιά)
  3. Λαλάδες, οι = οι αυτοφυείς τουλίπες της Χίου και λαλαδάκια, τα = οι μικρές μακρουλές δίχρωμες τουλίπες και οι ανεμώνες
  4. Λαμνί, το = γυναίκα με λυγερό και όμορφο κορμί
  5. Λαφάζω = λαχανιάζω
  6. Λιάστρα, η = ταράτσα ή άλλο επίπεδο μέρος που έβαζαν τους καρπούς για να ξεραθούν στον ήλιο
  7. Λιγιά, η = βέργα εύκαμπτη, βίτσα
  8. Λίγκι, το = σβέρκα, ώμοι
  9. Λιλάδι, το = βότσαλο και λιλαδωτό, το = το βοτσαλωτό (επίστρωση σε αυλές)
  10. Λιλιγκιά, η – λίλιγκας, ο = μικρή κιτρινόμαυρη σφήκα
  11. Λιλιρί, το = σταγόνα και λιλιρίζω = τρεμοπαίζω σαν τη σταγόνα που ετοιμάζεται να πέσει, μαρμαίρω (!!!),
  12. Λιλίρι, το = λιοπύρι και λιλίρισμα εκείνο το τρεμοπαίξιμο του οπτικού πεδίου στις μεγάλες ζέστες [αντικατοπτρισμός;]
  13. Λιμπά, τα =οι όρχεις (κυρίως των ζώων)
  14. Λιμπάς, ο = το συρματόσκοινο του μάγκανου
  15. (ίντα  -τι) λογής – λογιώς = (τι) είδους, πώς
  16. Λούπαση (αλλά και κούπαση), η = δύσπνοια
  17. Λωβός, ο = λεπρός, ανάπηρος, ζαβός
  18. Λωλαγγρίζω =ερεθίζω κάποιον σε ασύνετη ενέργεια, και λωλαγγρίζομαι = τα χάνω, τρελαίνομαι
  19. Λωλοπαντιέρα, η = ανόητος -η, ασύνετος -η, ελαφρόμυαλος -η

Μ.

  1. Μαγκιαούρα, η = ταΐστρα, παχνί και μαγκιαουράκι, το = η μικρή ταΐστρα για πουλάκια στο κλουβί
  2. Μαγουλίκα, η = κεφαλομάντηλο που καλύπτει και τα μάγουλά
  3. Μαμουκιασμένος, ο = μαζεμένος, χωρίς θάρρος, σε κατάπτωση
  4. Μαμούλι, το = γλύκισμα που μοιάζει στην όψη με κουραμπιέ
  5. Μαμουνταλιά (πιο χιώτικα μαμουνταγιά), η = γριά πουτάνα [είχενε μια στο Κοντάρι πού ήπαιρνε πια μόνο πίπες]
  6. Μανή, η = γιαγιά
  7. Μανιζέβελος, ο = μικρός και εύχρηστος
  8. Μαξούλι, το = σοδειά , έσοδο
  9. Μάξους και μαξούς = σκόπιμα, επίτηδες
  10. Μαρή = προσφώνηση γυναίκας αντί του μωρή
  11. Μάρκος, ο = αρσενικό μουλάρι
  12. Μασιδάκι, το = μικρό τσιμπιδάκι των μαλλιών
  13. Ματίζω = ενώνω δυό κομμάτια, συναρμόζω, επιμηνύνω και ματισιά η ένωση, το σημείο συναρμογής
  14. Μάτσι, το = χειροποίητο ζυμαρικό σαν το κριθαράκι
  15. Ματσίτικο, το = το κοκκινόσαρκο πορτοκάλι
  16. Ματσόβεργα, η = λεπτή ίσια βέργα για το άνοιγμα φύλλου
  17. Μεϊντάνι, το = ανοιχτή έκταση σε κατοικημένη περιοχή, απλάδα, πλατεία, αλάνα,
  18. Μέκι, το = μερδικό, μερίδιο
  19. Μελεμενιά, η = σκατούλα, κουράδα
  20. Μελιτακιά (μιλιτακιά), η = πλήθος, εσμός
  21. Μεσιακώνω (μισιακώνω) = γεμίζω ως τη μέση, ως τα μισά
  22. Μεσαριά, η = δίοδος (από μέσα, από ανάμεσα) που κόβει δρόμο έναντι της κανονικής διαδρομής. Αντίθετα αλόγυρος = παράκαμψη, πορεία γύρω από…
  23. Μεταδειάζω = μεταγγίζω
  24. Μεταπιάνω = βοηθώ (σε χειρονακτική εργασία) αλλά και μεταπιάνω το προζύμι αραιώνοντας με νερό και προσθέτοντας αλεύρι (να πολύνει)
  25. Μετάψημα, το = σούμα (ρακή) δεύτερης απόσταξης
  26. Μιγάδι, το = μίγμα σιταριού και κριθαριού (το αλεύρι τους κάνει ωραίο παξιμάδι)
  27. Μίχι = επιφώνημα για κάτι που μυρίζει ωραία (το αντίθετο του πούφου)
  28. Μονάντερος, ο = (κυριολ.)  Αυτός που τρώει το καταπέτασμα και πάει αμέσως στην τουαλέτα, σα νάχει ένα άντερο μόνο. Αδηφάγος, αχόρταγος, συφεροντολόγος μέχρι αηδίας
  29. Μόνο –μόνο  = ελάχιστα, ίσα που να…, απαλά-απαλά
  30. Μονογούργουρα = μονοκοπανιάς, μονομιάς (κυριολ.) με μια γουλιά
  31. Μόρα, ο = εφιάλτης, (και υπνική παράλυση) μόρος, ο = το φάντασμα (κυριολ.) μαύρος
  32. Μου(τ)ζαλιά, η = μουτζούρα, μαυρίλα
  33. Μούρτη, η = σκοτεινό μέρος που κλέινουν κάποια πουλιά για να κελαηδήσουν
  34. Μουτσούνα, η = μάσκα αποκριάτικη , μουτσουναριά, η = η μάσκα αλλά και όλη η αποκριάτικη μεταμφίεση  ενώ μούτσουνο, το = το πρόσωπο, η μούρη
  35. Μπαϊλντώ, μπαϊλντίζω = εξαντλούμαι, αποκάμνω, αλλά και αγαναχτώ
  36. Μπαρεμ = τουλάχιστον
  37. Μπαρκάντζι –άκι, το = είδος κουβά με μεγαλύτερη τη βάση από το στόμιο (μοιάζει με χύτρα)
  38. Μπαταλεύω = καταστρέφομαι, χαλαρώνω σε βαθμό διάλυσης
  39. Μπεγεντώ –ίζω = θαυμάζω , εκτιμώ αλλά και αποδίδω τα εύσημα
  40. Μπεγότο, το = μικρό ψαράκι, γόνος και ο μεζές από τηγανισμένο γόνο με κρεμμύδι σαν πίτα
  41. Μπινιάς, ο = (κυριολ) τοίχος με κονίαμα, κάτι που γίνεται σκληρό σαν πέτρα [ήκατσε το γλυκό κι ηγίνηκε μπινιάς], μένω μπινιάς = μένω άναυδος, πετρώνω
  42. Μπόθω = προσπαθώ, βοηθώ, συμμετέχω
  43. Μπουγάς, ο = ταύρος
  44. Μπουκουνιά, η = μπουκιά
  45. Μπούλι, το = το πώμα αλλά και το σάβανο
  46. Μπουντέλι, το = αντηρίδα, αντιστήριγμα [μπουντέλωνε γυναίκα να βγάλομε το χειμώνα]
  47. Μπουρέκι, το = είδος πίτας τυλιγμένης κυλινδρικά και μετά σπειροειδώς [όπως το γλυκό χανούμ-μπουρέκ ή απλά χανουμάκι]
  48. Μπούρλος, ο = καρούμπαλο, εξόγκωμα [ο δρόμος ήτανε μπούρλοι – λάκκοι και μ’ έπιασε η μέση μου]
  49. Μπουρνέλα, η = είδος κορόμηλου ή δαμάσκηνου [αξαδέρφια δεν είναι; – τα κορόμηλα τα λέμε νεράμπουλες και τα δαμάσκηνα (βανίλιες) τα λέμε ρεγκλότες]
  50. Μπουρού, η = το ποτιστήρι (εκείνο το φορητό με τις τρύπες στο στόμιο) αλλά και η σφυρίχτρα του πλοίου και ο τηλεβόας του, από όπου και το
  51. Μπουρουρίζω = αγαναχτώ, εξανίσταμαι
  52. Μπούρτσουκας, ο = τυφλοπόντικας. [μου διηγόταν η γιαγιά μου, πως καρσί οι μυλωνάδες ηξεθάβανε τους μπουρτσούκους και με το λίπος τους εγρασάρανε τα γρανάζια του μύλου]
  53. Μπουτσώνω =σφηνώνω, παραχώνω, κρύβω, στουμπώνω
  54. Μπροστέλα και μπροστομούνα, η = η ποδιά
  55. Μύζω = βογκώ, μουγκρίζω [διήγηση 25άρη+ σε νεώτερους (16 – 18) των σεξουαλικών του κατορθωμάτων με τις ανάλογες γκριμάτσες, χειρονομίες  κλπ: «Κι ήμυζένε, κι ήκαμνένε σαν κόμπρα. Και της εβαστούσα με τόνα χέρι το βυζί και με τάλλο το μαλλί, κι ήμυζένε! Όοχι από το μπόνο, μ’ από τη γκαύλα!» Μετάφραση: «Βογκούσε κι εσυστρέφετο. Και της κρατούσα σφικτά με το ένα χέρι το στήθος και με το άλλο τα μαλλιά κι εκείνη εβογκούσε! Όχι από πόνο αλλ’ από ηδονή»]
  56. Μυρμηρία, η = τρέμουλο με μούδιασμα σαν αποτέλεσμα σοκαρίσματος (κάτι σαν επιληψία)
  57. Μωρόσυκα, τα = φραγκόσυκα

 

Ν.

  1. (α)νεγαλιάζω = ευχαριστιέμαι ευφραίνομαι [ήβρ’ ο γύφτος τη γενιά του κι ανεγάλλιασ’ η καρδιά του]
  2. (α)νελιγκιάζω = αισθάνομαι κορεσμό (στα όρια της αηδίας) από μια γεύση (συνήθως γλυκιά), λιγώνω [ηκολυμπούσενε το κανταΐφι στο σορόπι. Μισό ήφαα κι ανελίγκιασα]
  3. (α)νελιγώνω = αραιώνω ένα μίγμα (συνήθως προσθέτοντας νερό) [μου νελιγώσαν τα μυαλά από τη ζέστη]
  4. Νεμπέτι, το = η σειρά του δικαιούχου να πάρει νερό για πότισμα από τον κοινόχρηστο μάγγανο
  5. Νεμπότης, η = κανάτα
  6. Νετάρω και νετέρνω = τελειώνω
  7. Νταγιάκι, το  και νταγιάκα, η = (κυριολ) ραβδί αλλά και ο ξυλοδαρμός [θα πέσει/δουλέψει νταγιάκι]
  8. Νταγιαντώ = υπομένω, αντέχω. Ανταγιάντιστος = ο ανυπόφορος
  9. Ντάμι, το = μαντρί, καλύβα ή υπόγειο για στάβλισμα αιγοπροβάτων
  10. Νταντανίζω = ταρακουνώ, συγκλονίζω  [τον έπιασε / τού ‘ρθε ντάντανος = σπασμοί, ίσως κι επιληπτική κρίση – Τ’ Άη-Γιαννιού του νταντανιστή]
  11. Νταντουλώ = κινώ δοχείο με υγρό προκαλώντας ανάδευση του περιεχομένου. Οτιδήποτε κινιέται όπως το υγρό από τοίχωμα σε τοίχωμα, νταντουλά(ει)
  12. Νταρνταγάνια, τα = θρύψαλα
  13. Ντελβές, ο = το κατακάθι του καφέ, η φύρα εν γένει

Ξ.

  1. Ξαιμάζω = αιμορραγώ ακατάσχετα μέχρι θανάτου [ώστε να ‘ρθεί τ΄αστενοφόρο, ηξαίμαξένε]
  2. Ξαμώνω = σημαδεύω, κοιτάζω επίμονα [ίντα μου ξαμώνεις, θαρρείς (πως θ)α σε φοβηθώ;]
  3. Ξαναμπίρδα = φτού κι απ’ την αρχή
  4.  (Α)ξανάστροφη, η = χτύπημα με την ανάποδη της παλάμης
  5. Ξανεμίζω = λιχνίζω τα σιτηρά για να ξεχωρίσει ο άνεμος τον καρπό από τ’ άχερο. Αξάνεμος = ο ΝΔ άνεμος που ευνοεί (ή/και επικρατεί κατά) το ξανέμισμα
  6. Ξανοί(γ)ω = κοιτάζω παρατηρώντας
  7. Ξαπολλάω –ώ = αφήνω, παρατώ ενώ ξαμολώ = αφήνω, ελευθερώνω [ξαπόλα με = άσε με ήσυχο, παράτα με, ενώ ανοίξανε τις πόρτες και τους (ε)ξαμολύσανε = τους αφήκανε (α)λιμπερτούς]
  8. Ξεγκυλίζομαι ξεγκιλίζομαι ξεγκοιλίζομαι = φεύγω πάω στα τσακίδια, στ’ ανάθεμα, στα ξεγκ*λίδια [το ‘χω πετύχει από το κυλώ και απομακρύνομαι κουτρουβαλώντας μέχρι αδειάζω τ’ άντερά μου, την κοιλιά μου – γι αυτό και οι διάφορες ορθογραφίες]
  9. Ξεθερμώ –ίζω = κάνω λάντζα
  10. Ξελιμπάρω = (κυριολ.) μεταφορτώνω μέρος του φορτίου για να μειωθεί το βύθισμα, αλλά και περατώνω την  φόρτωση για να αποπλεύσω [γενικά ανακτώ την ικανότητα απόπλου] ξεμπλέκω, τελειώνω, νετάρω
  11. Ξεμερδίζω –ξεμερδώ = διαμελίζω (αλλά και διαλύω, καταστρέφω)
  12. Ξεμματίζω = αφαιρώ το μαύρο (μάτι) των κουκιών
  13. Ξεραχαμ(ν)ιέμαι και ξεραχαμ(ν)ίζομαι = χασμουριέμαι (άνευ τεντώματος)
  14. Ξεσκ(ι)λιδίζω και ξεμασκαλίζω = σκίζω, αποσπώ κλαδί ξεκολλώντας το από κεί που ενώνεται με τον κορμό ή με άλλο μεγαλύτερο και γενικά αποσπώ με τράβηγμα δημιουργώντας ατσούμπαλα κομμάτια [ Μην ξε—  το ψωμί! Κόψε το!]
  15. Ξετρουλώνω = γεμίζω μέχρι πάνω, στα όρια του ξεχειλίσματος
  16. Ξετσούμπι, το = (κορυφαία) θέση εκτεθειμένη στον άνεμο
  17. Ξεχαλικώ = λέω (σπάνια κάνω) ασύνετες κουβέντες (πράξεις), απλακωσάδες
  18. Ξηλώνομαι = μου φεύγει ο ύπνος
  19. Ξουξούδια = επιφώνημα αποπομπής, φύγε!
  20. Ξύκης, ο = λιποβαρής, αγαθιάρης, εύπιστος, ούργιος
  21. Ξυστρί, το = το εργαλείο που ξύνουν τα υποζύγια (κυρίως) για να τα καθαρίσουν. Τρώω ξυστρί = αποπέμπομαι, απολύομαι, διώχνομαι

Ο.

  1. Ορδινιάζομαι (και ορντινιάζομαι) = ετοιμάζομαι για κάποια ενέργεια
  2. Ούργιος. ο = κουτός, αφελής, χαζός, ουργιαίνω = χαζεύω, αποβλακώνομαι (είτε εγώ είτε το προκαλώ σε άλλον) ουργιαμπές = κοροϊδευτικό επιτατικό του ούργιου
  3. Ουγού = επιφώνημα έντονου συναισθήματος (έκπληξης, αποδοκιμασίας, ειρωνίας κλπ)
  4. Όχονους και οχονούς αμέσως, γρήγορα, διαμιάς

Π.

  1. Παγιαύλι, το = πλαγίαυλος, φλογέρα (στη Χίο και ο ευθύαυλος)
  2. Παγκέτα, η = σκαμνί (σχήματος π –όχι σκαμπό) [παλιότερα έτσι έλεγαν και τα σκούτερ (τότε που ήταν μόνο βέσπες, άντε και καμιά Λαμπρέττα)]
  3. Παιζογλαντίζω = περνώ τον καιρό μου με επιπολαιότητες, διασκεδάζω ανέμελα
  4. Παιχνιδιάτορας, ο = οργανοπαίχτης, μουσικός
  5. Πακιάρομαι = καταπιάνομαι, ανακατεύομαι, συναναστρέφομαι
  6. Παλάβρα, η = ανούσια κουβέντα ή πράξη (διασταύρωση palavra και παλαβωμάρας)
  7. Παλαμιά, η = χαστούκι, χτύπημα με την παλάμη
  8. Πάπαλα = τέλος, δεν έχει άλλο
  9. Παραβαρώ = επιβαρύνω κάποιον (όχι αναγκαστικά  οικονομικά)
  10. Παραλογιάζω = αφαιρούμαι
  11. Παραντουρώ = τρεκλίζω
  12. Παρασουνουκιάζω = παρομοιάζω κάτι ή κάποιον με κάτι άλλο, έχω παραισθήσεις,
  13.  Παρατσούκλι (και σκέτο τσούκλι), το = προσωνύμιο
  14. Παρπέλα, η = βλεφαρίδα
  15. Πασαγυρίζω = γυρίζω όλη μέρα (άσκοπα), περιπλανιέμαι
  16. Πασκάζω = (κυριολ.) αρτύνομαι αλλά και πρωτοδοκιμάζω
  17. Παστελλαριά, η = φουρνισμένα σύκα, ανοιχτά και κολλημένα ανά δύο με τριμμένο αμύγδαλο, σουσάμι και κάνα φύλλο δάφνης στο ταψί για τη μυρωδιά [καλός μεζές για σούμα αλλά και ουίσκι].
  18. Πατέλα, η = επίπεδη μεγάλη πέτρα – πατελίδα = η πεταλίδα
  19. Πατουνα, η = πατούσα, πατουνιά, η = πατημασιά  καταπάτουνος, ο = (α)ξυπόλυτος
  20. Πατρεμά, τα = κομπολόι, κολιέ (αλλά και χαϊμαλί) από χάντρες
  21. Πατσούνι, το = παιδική αβιταμίνωση (αλλά και μικρασιάτικη πρακτική «πατήματος» των αμυγδαλών)
  22. Παχτώνω = νοικιάζω χωράφι
  23. Πελεκάνος, ο = τεχνίτης που πελεκούσε πέτρες για χτίσιμο (για την ακρίβεια τις έκοβε με μια σφυριά στα νερά τους) πελεκανιά, η = νταμάρι για οικοδομική πέτρα
  24. Περάντι, το = σύρτης αλλά και ότι παρεμβάλλεται εγκάρσια
  25. Περεχώ = λούζω, περιχύνω
  26. Πεσκίρι, το = πετσέτα, προσόψιο
  27. Πέτικας, ο = η φλούδα του πεύκου (περιέχει στυπτηρίες και χρησιμοποιούταν στη βυρσοδεψία, στη θεραπεία για τις μυκητιάσεις των ποδιών ανθρώπων και ζώων κλπ)
  28. Πετροζούλισμα, το = αιμάτωμα (ή και σκίσιμο του ποδιού) από μάγκωμα ανάμεσα σε πέτρες (επί ξυπολυσιάς)
  29. Πετσώνω πέτσωμα = επενδύω έναν σκελετό ( πχ σκάφους) αλλά και σολιάζω παπούτσια
  30. Πηλά, τα = τα σκατά [(που) να φας τα πηλά του κάτη]
  31. Πίζουλος, ο = παράξενος, ιδιότροπος, δύσχρηστος, επικίνδυνος
  32. Πικρίδα, η = το πικρό άγριο ραδίκι [πικρό στο στόμα, γλυκό στην καρδιά]
  33. Πιλατεύω = ταλαιπωρώ, βασανίζω, παιδεύω
  34. Πισ(σ)ίτης, ο = αμαρτωλός προορισμένος για την πίσ(σ)α της κόλασης
  35. Πίσπιλο, το = στρογγυλό, σφαιρικό αλλά και το μούσμουλο
  36. Πιτίζω = διαβρέχω, εμποτίζω, μουλιάζω
  37. Πιτσίνι, το = το πέος του μικρού αγοριού
  38. Πλημέρνω και πλημάρω = πλημμυρίζω
  39. Πολεμώ = καταπιάνομαι με κάτι, εργάζομαι, προσπαθώ να πετύχω κάτι
  40. Πολυδοντιά, η = πλήθος, εσμός (που απαιτεί και την ανάλογη σίτιση)
  41. Πολύμι, το = ο λάκκος για τα θεμέλια μιας οικοδομής αλλά και μικρό πέτρινο πηγαδάκι όπου μάζευαν το μούστο
  42. Πολυποδιά, η = τσιγκέλι με πολλά άγκιστρα που, δεμένο σε σκοινί,  ρίχνεται στο πηγάδι για να πιάσουν αντικείμενα που έπεσαν μέσα [μια πολυποδιά ηρίξανε οι Καλαμωτούσοι για να πιάσουν τον φέγγαρον πού ‘πεσε μες στον πή(γ)αδον]
  43. Πομένω = χάνω τις αισθήσεις μου (ακόμα και πεθαίνω) [του ‘πανε για το γιό του κι εκεινά ηπόμεινε]
  44. Ποντικαλοιφή, η = φάρμακο για την ωτίτιδα από βρέφη ποντικού που αφήνονταν να λιώσουν σε λάδι
  45. Πορτωσιά, η = η είσοδος ως κατασκευή (πορτόφυλλα, παραστάδες κλπ) [πρβλ και την κολωσιά είτε για αυτοκίνητο είτε για γλουτούς]
  46. Ποτιστής, ο = το αυλάκι που μεταφέρει το νερό για το πότισμα
  47. Πούβετα, πούβετις, πούπετα = πουθενά
  48. Πουζού, η = τσέπη, θήκη για τους μαστούς αιγοπροβάτων, πουγγί [«Καλώς τονε κι αμύγλαδα και μια (μ)πουζού καρύδια»]
  49. Πούλουδα, τα = λουλούδια
  50. Πουντί, το = εξώστης [πρβλ και την πούντα = ακρωτήριο (άλλη η πούντα = το γερό κρυολόγημα)] Να μη συγχέεται με το
  51. Πουτί, το = μουνί
  52. Πούφου = επιφώνημα αηδίας από δυσοσμία [τείνει να το αντικαταστήσει το Ίου, αλλά το πούφου κρατάει ακόμα]
  53. Προδρόμοι, οι = τα πρώιμα σύκα
  54. Προπαίρνω = αρχίζω πρώτος αλλά και παρασύρω [τώρα που τονε προπήρε το πιοτό τι περιμένεις]
  55. Πρόσβολο, το = στρογγυλή πέτρα που μαθαίνουν τις κότες να κλωσσάνε
  56. Προφαντό, το = πρωτόφαντο, ο πρώτος (συχνά πρώιμος) καρπός για φέτος
  57. Πρωτογόνατος, ο = πρωτότοκος
  58. Πυξάρι, το = κλαδί σκίνου για φύτεμα
  59. Πυρήνα, η = τα στερεά κατάλοιπα της ελιάς αφού πάρουν το λάδι στο ελαιοτριβείο (κυρίως κουκούτσια και φλούδια) και το κάρβουνο που φτιάχνουν από αυτά [τα παλιά μαγκάλια ήταν πυρηνοκίνητα]

 

Ρ.

  1. Ράστα και ράστη = κατά σύμπτωση, τυχαία
  2. Ρέγα-ρέγα = άκρη άκρη
  3. Ρέζεγος, ο = ασταθής, επισφαλής, ετοιμόρροπος
  4. Ρεμπαγό, το = ο χειραγωγός σκάλας ( συνήθως ξύλινος) αλλά και το κάγκελο του σοφά (βλ.λ)
  5. Ρεμπίκος, ο , ρεμπίκο, το = αποστακτήρας
  6. Ρηχοφυτεμένος, ο = εύπιστος, που εύκολα επηρεάζεται και παρασύρεται, επιπόλαιος
  7. Ρίφι, -άκι, το = κατσίκι, κατσικάκι αλλά και (ναυτ.) ξαφνική πνοή αέρα.
  8. Ρούκουνα και ρούκανα, τα = μουσούδι, μύτη και στόμα
  9. Ρουξούνι, το = τεχνητό ρύγχος εκροής
  10. Ρωγιάζω = δυσφορώ, ζαλίζομαι, χαλιέμαι

 

Σ.

  1. Σακ(κ)ελίζω = διηθώ, σουρώνω, κοσκινίζω
  2. Σαλαγιάζω = ησυχάζω, ηρεμώ και  κατασαλαγιάζω με την ίδια σημασία
  3. Σάλιακας, ο = σαλιγκάρι
  4. Σαν και μου = τάχα, δήθεν
  5. Σαρτάρω, σαρτώ = πηδώ, κάνω άλμα
  6. Σβουρνώ = ρίχνω κάτι με δύναμη και ταχύτητα
  7. Σερμπέτι, το = διάλυμα κοπριάς (ζώων ή και ανθρώπινης) στο νερό για λίπανση του μποστανιού
  8. Σίκλα, η = μεταλλικός κουβάς αλλά σικλί, το = το κυλινδρικό δοχείο που ανεβάζει ο μάγκανος νερό
  9. Σιλιβάρι, το = χαλινάρι
  10. Σιτζίμι, το = γερός σπάγγος αλλά και βροχή σιτζίμι = η καταρρακτώδης βροχή που πέφτει όχι σε διακριτές στάλες παρά σαν σκοινί
  11. Σκαλότρυπο, το = τρύπα στον τοίχο (πχ περιβολιού) όπου έμπαινε και στηριζόταν σκαλωσιά
  12. Σκεντζεύω = ενοχλώ επίμονα, τσιγκλάω, παρωθώ ζώο να πάει πιο γρήγορα
  13. Σκοντοβολώ = βαδίζω στο σκοτάδι (και επομένως σκοντάφτω κιόλας)
  14. Σκόρτσο, το = ζόρι από την απότομη αύξηση πίεσης, έντασης, απότομο κλώτσημα εξαρτήματος,
  15. Σκουλόπετρα, η = σαρανταποδαρούσα
  16. Σκουρδουλιάζω = τρώω με βουλιμία, παρατρώω, (τρώω τη Σκουρδούλα = χολέρα)
  17. Σουιτάκι και σιουτάκι, το = πολύ μικρό κιτρινοπράσινο πουλάκι άλλως μαλαθρίτης (Phylloscopus collybita, P. trochilus)
  18. Σουλουμάς,ο = καλλυντικό προσώπου, ψιμύθιο, λευκό του μολύβδου [«Ο σουλουμάς κι η κρεμεντίνα, κάνουν τη γριά φαντίνα»]
  19. Σούμα, η = τοπική ρακή από απόσταξη σύκων, ενώ
  20. Σουμάδα, η = δροσερό αναψυκτικό από αραιωμένο σιρόπι αμύγδαλου και πικραμύγδαλου [σερβίρεται σε αρρεβώνες, γάμους και βαφτίσια (λόγω λευκότητας;) – «Στις σουμάδες σου!»]
  21. Σούρδηση και σούρντηση, η = διάρροια
  22. Σουρομαδώ = σέρνω κάποιον από τα μαλλιά, τον μαλλιοτραβώ μέχρι να μου μείνουν στα χέρια
  23. Σουφικό, το = φαγητό από διάφορα λαχανικά (ό,τι βγάζει ο κήπος) κάτι σαν μπριάμι τηγανιού
  24. Σοφάς, ο = (εδώ) υπερυψωμένο ξύλινο πατάρι στο εσωτερικό δωματίου που χρησίμευε σαν (παιδικό αλλά όχι μόνο) υπνοδωμάτιο
  25. Σπαθινάκι, το = αγριολούλουδο (Gladiolus Illyricus και G. Italicus) Υάκινθος
  26. Σπασούρα, η = η σουσουράδα (το πουλί)
  27. Σπασοχολιάζω = τρομάζω πολύ, κατατρομάζω, μου κόβεται η χολή
  28. Σπατσάρω = αποπλέω, αλλά γενικά περατώνω
  29. Σπερκαντρίτσα, η = η πεσκανδρίτσα
  30. Σπόρκα = δύσκολα (τα βρήκε σπ-, τάφερε σπ-)
  31. Σπουρδώ = σπαράσσω, χτυπιέμαι σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό [ήδη μητέρα προς πρωτάρα έγκυο που έλεγε για πονάκια: Α(ν) δε(ν) σπουρδάς από το μπόνο, παιδί (δ)εν κάνεις]
  32. Σταμένια, η = τζαμαρία
  33. Στέκα, η = η σάκα, η σχολική τσάντα. Τη στέκα των μαλλιών τη λένε κοκάλα
  34. Στέρνα, η = ανοιχτή δεξαμενή νερού σαν μικρή πισίνα και στερνιάζω = λιμνιάζω
  35. Στοκώνω =τρώω πολύ μέχρι κορεσμού [ένα σκαλί πιο κάτω από το σκουρδουλιάζω]
  36. Στουρνέλια, τα = μικρά όψιμα πράσινα σύκα και  στουρνελιά η αντίστοιχη συκιά
  37. Στραβελιά, η = τρικλοποδιά
  38. Συβούρδουλος, συμπούρμπουλος,  συφάμελος, ο = συν γυναιξί και τέκνοις, με όλα τα οικιακά είδη. Υπάρχει και το συγκούρβουλα = ξερίζωμα κλήματος μαζί με ρίζες και κορμό
  39. Σύγκαλα (έρχομαι στα σ. μου) = λογικεύομαι, συνέρχομαι
  40. Συνεμπαίνει (μου) = με απασχολεί κάτι , δεν μ’ αφήνει να ησυχάσω
  41. Συχνωτεύω και συχνωτίζω = συναναστρέφομαι
  42. Συχοχλιός. ο = συκοφάγος (Oriolus galbula) κιτρινωπό πουλί που τρώει σύκα
  43. Σύχριστος. ο = λερώμένος από πάνω ως κάτω και επιτατικό σύσκατος [και μεταφορικά – επλακωθήκαμε στις σούμες κι ηγίναμε σύσκατοι]
  44. Σφαντό, το = το φάντασμα. Σφαντάζω = βλέπω φαντάσματα, γίνομαι σα φάντασμα, (για κτίρια στοιχειώνω)

Τ.

  1. Τα(γ)ή, η = χόρτο για ζωοτροφή
  2. Ταμάχι, το = (κυριολ) πλεονεξία αλλά εδώ και κουράγιο. Κάνω ταμάχι = σφίγγω τα δόντια για να πετύχω το σκοπό μου
  3. Ταμπουράς, ο = μεγάλη κολοκύθα με πορτοκαλιά σάρκα
  4. Ταφλάνι, το = διακοσμητικός θάμνος (Euonymous Japonicus, E. Europaeus). Ευώνυμο
  5. Τζαναμπέτης, ο = ιδιότροπος, στραβόξυλο, δύστροπος
  6. Τζιτζιλόμος και  τζιτζιλόμης, ο = λεπτεπίλεπτος αλλά και ιδιότροπος, ψηλομύτης. Σε συνδυασμό με το τζιτζί (= καλό, τέλειο στα ‘80ς), βγήκε το  τζιτζιλόνι σαν επιτατικό του τζιτζί, τζάμι κλπ
  7. Τήλως (με) = τίνι τρόπω, με τι λο(γ)ής
  8. Τόπακας, ο = αμετακίνητος (που δε φεύγει από τον τόπο του)
  9. Τραμπούκα, η = πήλινο τουμπερλέκι που λέγαν τα κάλαντα
  10. Τράφος, ο = χαντάκι στα όρια δρόμου, χωραφιού κλπ, αλλά και η ξερολιθιά  ή το ανάχωμα που οριοθετεί χωράφια, δρόμους κλπ
  11. Τρικό, το = το εσωτερικό τιραντέ φανελάκι (και τώρα εξωτερικό αθλητικό, αλλά τρικό είναι μόνο το εσώρουχο)
  12. Τσάγαλο, το = άγουρο αμύγδαλο
  13. Τσάγρα, η = φάκα
  14. Τσαΐλι, το  = οι (σπασμένες) πέτρες που μπαίνουν στο μπετόν, σκύρα. Τσαΐλάκι = το ψιλό τσ. που ρίχνεται και σαν επίστρωση σε αλάνες, πάνω από άσφαλτο κλπ [και που γλιστρά θανάσιμα για τους δικυκλιστές]
  15. Τσαμακάρω, τσαμακώνω = γραπώνω, συλλαμβάνω
  16. Τσαμπούρνα, η = πνευστό μουσικό όργανο, αλλά και σειρήνα, σφυρίχτρα
  17. Τσαπράζι, το = το «σταύρωμα» των δοντιών στα πριόνια και το σχετικό εργαλείο τσαπραζολόγος
  18. Τσάσκα, η = φλιτζάνι, κούπα
  19. Τσατάλι, το = δικέλλι, δικράνι (μεταλλικό)
  20. Τσεπράδα, η = φακίδα
  21. Τσιβίκι, το = τσιμπούρι [λένε πως μόνο τα τσιβίκια δεν κλάνουνε]
  22. Τσιγαριέρα, η = τασάκι
  23. Τσιγκρώνω = μισοκλείνω τα μάτια (για να δώ καλύτερα, για προφύλαξη από τη σκόνη, αποδοκιμαστικά κλπ) σε γκριμάτσα
  24. Τσίκουδο, το = ο καρπός της τσικουδιάς (Pistacia terebinthus)
  25. Τσιλιφαδόνι, το = λέγεται για κάποιον αδύνατο, μικρόσωμο, ολίγον ετοιμόρροπο που όμως θέλει να φαίνεται πιο πολύς απ’ όσος είναι
  26. Τσιρλιπιτί και τσιρλιπιτό, το = διάρροια
  27. Τσιτώ = αναπηδώ, πηδώ. Τσίτος, ο = το άλμα, το πήδημα (ιδίως με ύψος) αλλά και παιχνίδι με κέρματα [που τα πετούσαν στον τοίχο ώστε αναπηδώντας (τσιτώντας) να καπακώσουν κι έτσι να κερδίσουν εκείνο του αντιπάλου]
  28. Τσουκαρώ τσουκαρίζω = χτυπώ απότομα (στακάτα) αλλά και με κρότο [ιδέ και τσούτου]
  29. Τσουμπάρι, το = κορυφή (λόφου, βουνού κλπ), κατατσούμπαρδος, ο = αυτός που βρίσκεται (εκτεθειμένος) πάνω στην κορφή, στο ξετσούμπι, αλλά τσούμπα, η και τσουμπί, το = το τσουλούφι
  30. Τσούνα και τσουνόπλακα, η = παγίδα για πουλιά (και ποντίκια) σαν φάκα με πέτρα που τα πλάκωνε
  31. Τσουνε(ύ)γω = κλωτσώ με τα πίσω πόδια, τσινάω
  32. Τσούρουγλας, ο = ο λάρυγγας της κότας
  33. Τσού = όχι (μίμηση στο λόγο του ήχου που κάνει η γλώσσα με τον ουρανίσκο υποδηλώνοντας άρνηση)
  34. Τσούτου = κιχ [ στα Καρδάμυλα είχαν έθιμο στις 15 μέρες του γάμου να κάνουν τον αντίγαμο (τραπέζι – γλέντι σε πιο στενό κύκλο, όπου το ζευγάρι – και όχι μόνο- αντάλλασσαν εντυπώσεις από τις πρώτες μέρες του έγγαμου βίου). Και ρωτά ο πεθερός το γαμπρό «Κι απέ γαμπρέ, πώς σ΄ εφάνην η νύφη;» «Καλή ‘ναι πατέρα, μα θαρρώ πως είν’ κομματάκις μιτσή (<μικκή με τσιτακισμό < μική <μικρή ενν. άπραγη ιδίως στα σεξουαλικά)» Πετιέται η νύφη: «Εμον θα πείς μιτσή; Που μου τον ετσουκάρησεν ο αξάδρεφός μου απά στο Νεραύλακα (περιοχή των Καρδαμήλων) και δεν ήβγαλα μητε τσούτου»]
  35. Τυφλοπάνι, το = το πανί που σκεπάζει τα μάτια του ζώου που γυρίζει το μάγκανο ή αλωνίζει

 

Υ.

  1. Ύστερο, το = ο πλακούντας, υμένες κλπ που αποβάλλονται μετά τον τοκετό [στις κατσίκες, μετά τη γέννα δίνανε να φάνε καλαμόφυλλα για να πέσει το ύστερο]

Φ.

  1. Φα(γ)ούδι, το = έντομο, κάτι που μας κατατρώει, αλλά και ο ακάματος, ακούραστος, χαλκέντερος
  2. Φακιούλι, το = η γλυκόζη
  3. Φαντίνα, η = κοπέλα της παντρειάς
  4. Φελί, το = φέτα ψωμιού
  5. Φηκιάζω = μεταφυτεύω
  6. Φιάκα, η = λούσο, φιγούρα
  7. Φισέκι, το = φυσίγγιο (κυνηγετικού όπλου) αλλά και ο ταχύτατος [πάει φισέκι]
  8. Φλισκάρι, το = ποιότητα μαστίχας (αυτή που κρέμεται από το δέντρο)
  9. Φοινίκι, το = μελομακάρονο [τα original γίνονται με τσικουδόλαδο]
  10. Φουντάνα, η = (υπόγεια) δεξαμενή για τη συλλογή βρόχινου νερού
  11. Φούρκα, η = βρόχος, θηλιά κρεμάλας [ -Θέλω … -Θελιά και φούρκα!]  φούρκιση = πνιγμός, στραγγαλισμός αλλά και μεγάλη στεναχώρια, οργή, σκάσιμο
  12. Φρε(τ)ζούνι, το = είδος πουλιού (Coccothraustes coccothraustes)
  13. Φρί(ν)τζα, η = πρόχειρη καλύβα (πχ από κλαδιά ή καλάμια)
  14. Φρίσ(σ)α, η = ρέγκα
  15. Φροκαλιά, η = σκούπα (η παλιά από χόρτο) φροκαλώ και  φροκαλίζω = σκουπίζω,  φρόκαλο = σκουπίδι (που παίρνει η σκούπα) αλλά και τιποτένιο άτομο, φροκαλόσπορος = ο σπόρος του φυτού που γίνονται οι φροκαλιές (καμιά φορά έχει πάνω στις φροκαλιές) [έφεραν τέτοιο στην κατοχή σαν επισιτιστική βοήθεια κι όσοι φάγανε πρηστήκαν οι κοιλιές τους]
  16. Φτω = φτύνω και σπανιότερα φταίω [στα άλλα πρόσωπα ξεχωρίζει το φτω, φτεις, φτει, φτούμε, φτείτε, φτούνε από το φτω, φταις, φται, φταίμε, φταίτε, φταίνε που συχνότερα γίνεται φταίχω, κλπ]
  17. Φυλλάντρια, η = μικρός χαρταετός

 

Χ.

  1. Χαβαλές, ο = το φορτίο που μεταφέρεται στο κατάστρωμα του καϊκιού (και του βαποριού)
  2. Χανικολόγος, ο = το μεγάλο μπουγαδοκόφινο
  3. Χαρανί, το = μεγάλο μεταλλικό τσουκάλι, τέντζερης
  4. Χαρτούτσο, το = φισέκι
  5. Χαψάκι, το = μικρό ψάρι που παστώνεται
  6. Χολοπερεχιέμαι = κατατρομάζω
  7. Χόντρος, ο = σπασμένο ή χοντραλεσμένο σιτάρι
  8. Χοχλακώ, χοχλακίζω = κοχλάζω
  9. Χρυσομάμουνο, το (ή ζίνα, η) = μεγάλο πρασινωπό έντομο [που γινόταν και παιχνίδι δεμένο με κλωστή]

Ψ.

  1. Ψαθούρια, τα = το γλυκό δίπλες
  2. Ψαρή, η = ακαμωσιά (του τέλους της άνοιξης) αλλά και το θηλυκό του
  3. Ψαρός, ο = ξανθός, ενώ ο ψαρομάλλης (αλλά και σκέτο ψαρός) ο γκριζομάλλης, ο ασπρισμένος (στα μαλλιά)
  4. Ψηφί, το = γράμμα (του αλφαβήτου)
  5. Ψίδι, το = το πάνω και εμπρ΄’ος μέρος του παπουτσιού (που πριν μπει στο παπούτσι λέγεται φόντι)
  6. Ψούνος, το = τα ψώνια, το ψωνισμένο είδος
  7. Ψωμώνω = μεστώνω (για ανθρώπους), γίνομαι ψωμωμένος

Κάποιες πηγές:

https://www.dafninet.gr/sites/default/files/XiotikaAfigimata_0.pdf

http://www.kemme.gr/p/blog-page_49.html

https://www.aplotaria.gr/militene-xiotika/

https://anemi.lib.uoc.gr/php/pdf_pager.php?rec=/metadata/1/d/e/metadata-01-0000136.tkl&do=62550.pdf&lang=en&pageno=1&pagestart=1&width=387.12%20pts&height=614.4%20pts&maxpage=439

https://www.aplotaria.gr/sigxronos-chios-xiaka-glwssika/

https://www.aplotaria.gr/langada-language/

κι όρεξη νάχεις…

Κλείνω το άρθρο με μιαν αναφορά όλων των προηγούμενων άρθρων του ιστολογίου με ανάλογο περιεχόμενο, δηλ. με λέξεις από έναν τόπο -λεξιλογικές περιηγήσεις που είπα στην αρχή. Σε χρονολογική σειρά, λοιπόν:

Παλιές λιμνιώτικες λέξεις και φράσεις, 3/2012

Λέξεις που (δεν) χάνονται από την Αμοργό (συνεργασία του Αρκεσινέα), 4/2012

Λέξεις από το Ρουμλούκι, 5/2012

Από τον αγκίνιο στο κούσουλο, και άλλες αμοργιανές λέξεις (συνεργασία του Αρκεσινέα), 5/2012

Αμοργιανές λέξεις, μέρος δεύτερο (συνεργασία του Αρκεσινέα), 3/2013

Λέξεις τουρκικής προέλευσης στο κρητικό ιδίωμα (το βιβλίο του Βασίλη Ορφανού), 11/2014

Είκοσι λεσβιακές λέξεις -που όμως ακούγονται κι αλλού, 1/2015

Τα παράξενα κρητικά επιρρήματα, 2/2015

Η θερμιώτικη ντοπιολαλιά (μια συνεργασία του Δημήτρη Μαρτίνου), 7/2017

Η σιφνέικη ντοπιολαλιά (συνεργασία από το Κουτρούφι), 8/2017

30 λέξεις που τις λένε στο Ξηρόμερο (μια συνεργασία του Αλέξη), 10/2017

Πλωμαρίτικα (μια συνεργασία του Γιάννη Μαλλιαρού), 10/2017

Λέξεις της Νικαριάς (μια συνεργασία του Ροβιθέ), 10/2017

40 λέξεις από τη Ρόδο (συνεργασία του Αλέξανδρου Κατσαρά), 10/2017

Λέξεις από το ιδίωμα των Κυθήρων (και το βιβλίο της Γεωργίας Κατσούδα), 11/2017

21 πατινιώτικες λέξεις (μια συνεργασία του Raf), 5/2018

Λέξεις του Τυρνάβου από το Μαράν Αθά του Θωμά Ψύρρα, 9/2018

Το παλαιοαθηναϊκό ιδίωμα (μια συνεργασία του Νίκου Παντελίδη), 2/2019

20 λέξεις της Κυπριακής, 07/2019

Το γλωσσικό ιδίωμα της Αίγινας (συνεργασία του Νίκου Παντελίδη), 12/2019

Δυο ή τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτήν… (συνεργασία του Γιάννη Ρέντζου για τα βόρεια ιδιώματα), 10/2020

Γαλαξιδιώτικες λέξεις και μια ιστορία (μια συνεργασία του gpointofview), 1/2021

Η Λευκάδα και το Εικοσιένα μέσα από τις λέξεις (μια συνεργασία του Βασίλη Φίλιππα), 4/2021

Λοζετσινές λέξεις (μια συνεργασία του Λοζετσινού), 10/2021

Λέξεις από τον Κάλαμο, 11/2022

Λέξεις του κερκυραϊκού ιδιώματος από τον Ιω. Καρτάνο (Μια συνεργασία του Spiridione), 11/2022

45 λέξεις από τη Γορτυνία (μια συνεργασία του Λάμπα), 11/2022

Μανιάτικες λέξεις (μια συνεργασία του Δημήτρη Ραπτάκη), 12/2022

Άλλες 40 λέξεις από τη Γορτυνία (μια  ακόμα συνεργασία του Λάμπα), 6/2023

Τριάντα κορφιάτικες λέξεις σχετικά με το ψάρεμα (μια συνεργασία του Κώστα Χ.), 6/2023

Πλωμαρίτικα 2, μια ακόμα συνεργασία του Γιάννη  Μαλλιαρού 7/2023

Ο καταλογος περιλαμβάνει αφενός άρθρα που έχω γράψει εγώ, συνήθως αντλώντας υλικό από κάποιο βιβλίο, και αφετέρου δικές σας συνεργασίες, που οι περισσότερες ήταν δική σας πρωτοβουλία, αν και κάποιες αποτέλεσαν απάντηση σε κάποιο άρθρο του ιστολογίου ή βιβλίο δικό μου.

Βλέπουμε ότι τα νησιά υπεραντιπροσωπεύονται στον κατάλογο, αν και κάθε άλλο παρά τα έχουμε εξαντλήσει -δεν έχουμε τίποτε από Κεφαλονιά, ας πούμε,  (ρίχνω άδεια για να πιάσω γεμάτα) ενώ βέβαια απουσιάζουν και πολλές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, οι Σέρρες ας πούμε ή η Θράκη. Η Κρήτη και η Κύπρος, επίσης, δεν εξαντλούνται με τα άρθρα που έχουν ήδη δημοσιευτεί.

Πολύ θα χαρώ, αν ο κατάλογος σάς παρακινήσει να γράψετε κι εσείς για τη ντοπιολαλιά της ιδιαίτερης πατρίδας σας!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *