Αυτές τις μέρες, σύλλογοι, σχολεία, σωματεία, οργανισμοί, υπηρεσίες, φορείς, ενώσεις, σύνδεσμοι και γενικά πάσης φύσεως συλλογικότητες κόβουν την πρωτοχρονιάτικη πίτα τους, ένα έθιμο που ξεκινάει από τα πρώτα λεπτά του νέου χρόνου στα οικογενειακά και φιλικά τραπέζια, αλλά συνεχίζεται όλον τον μήνα και περισσότερο ακόμα -δεν είναι ασυνήθιστο να γίνονται κοπές πίτας μέχρι και τα μέσα Φεβρουαρίου.
Προχτές σε μια κοπή πίτας μού έτυχε το φλουρί, ένα καλό σημάδι που με ωθεί να γράψω το σημερινό άρθρο, όχι τόσο για το έθιμο, για το οποίο υπάρχουν αρκετές παραδόσεις, όσο για τα λεξιλογικά της πίτας, διότι εμείς εδώ λεξιλογούμε.
Μια πίτα, μα ποια πίτα; Η ερώτηση δεν είναι μόνο λογοπαικτική, διότι όταν λέμε πίτα μπορεί να εννοούμε πολύ διαφορετικά πράγματα.
Ξεκινήσαμε από την πίτα της φωτογραφίας, τη βασιλόπιτα, που είναι ειδικά και μόνο το συγκεκριμένο γλύκισμα, είδος στρογγυλού κέικ, που κόβουμε για να γιορτάσουμε τον καινούργιο χρόνο και που σχεδόν πάντα έχει μέσα και κάποιο νόμισμα, το φλουρί που λέμε.
Ωστόσο, η πρώτη σημασία της πίτας είναι «ψητό φαγητό ή γλυκό, συνήθ. με φύλλο ζύμης και γέμιση από διάφορα υλικά». Ο ορισμός είναι από το Χρηστικό Λεξικό και αναγκαστικά είναι πολύ πλατύς.
Ο φίλος μας ο Γιάννης Μαλλιαρός δίνει έναν δικό του ορισμό, σε ένα παλιότερο άρθρο του που δημοσιεύτηκε και στο ιστολόγιό μας: Όταν στην Ήπειρο λένε πίτα εννοούν σε ένα ταψί (ρηχό, συνήθως, και μεγάλο) να στρώσουν φύλλο ζύμης από κάτω, φύλλο από πάνω και στη μέση γέμισμα. Το γέμισμα μπορεί να είναι από τυρί, από σπανάκι, από λάπατα, από κιμά από ό,τι φανταστεί ο καθένας. Το ίδιο και στη Θεσσαλία. Λίγο παραπάνω στην κεντρική Μακεδονία αυτό το λένε μπουγάτσα. Υποτίθεται ότι η μπουγάτσα έχει άλλου είδος φύλλο αλλά βασικά αν είναι σχετικά λεπτό, ο όρος γίνεται δεκτός.
Πράγματι, αυτές οι πίτες, οι κατεξοχήν πίτες, που δεν είναι κατ’ ανάγκη στρογγυλές, μπορεί να έχουν οποιαδήποτε γέμιση: τυρόπιτες, σπανακόπιτες, σπανακοτυρόπιτες, κιμαδόπιτες, πρασόπιτες, χορτόπιτες, πατατόπιτες, κολοκυθόπιτες. Θυμάμαι τον αδικοχαμένο τον κουμπάρο μου που έλεγε για μια γνωστή του οικογένεια, που έφτιαχνε «απουλόπιτες», βάζοντας δηλαδή μέσα «απ’ ούλα», οσα είχαν πρόχειρα. Και από εκεί ονομάζονται τυρόπιτες, ζαμπονόπιτες, λουκανικόπιτες απλολογούμενες ως λουκανόπιτες, και τα ατομικά εδέσματα εκτός ταψιού.
Το φύλλο ζύμης δεν είναι υποχρεωτικό, αλλά συνηθίζεται. Μας έλεγε η φίλη μας η Μαρία για μια «γυμνόκωλη» πίτα που έφτιαχναν χωρίς φύλλο, την κολομπαρίνα, που πρέπει να ετυμολογείται από το γκόλιος = γυμνός, σλάβικο δάνειο.
Αλλά βέβαια πίτα έχουμε και στο σουβλάκι -χρησιμοποιώ τη λέξη με την αθηναϊκή της σημασία, άλλως στο τυλιχτό. Αυτή η πίτα είναι «αρτοσκεύασμα με πλατύ και στρογγυλό σχήμα», που ψήνεται και τρώγεται με γέμιση ή ως συνοδευτικό. Και σε παραλλαγές έχουμε την πολύ λεπτότερη και πλατύτερη αραβική πίτα, αλλά και τη μεξικάνικη, αλλιώς τορτίγια. Πίτα λέγεται στα πλωμαρίτικα, μας είχε πει ο Γιάννης ο Μαλλιαρός, και η λαγάνα.
Αυτές είναι οι βασικές κυριολεκτικές πίτες. Ίσως να προσθέσουμε εδώ και τη μελόπιτα, που είναι η κερήθρα.
Συνεχίζοντας, μεταφορικά, έχουμε τα διαγράμματα πίτας (pie diagram) στη στατιστική, που είναι ένας κύκλος χωρισμένος σε τμήματα, ανάλογα με το μερίδιο κάθε στοιχείου ενός συνόλου.
Γενικότερα, πίτα με τη μεταφορική σημασία είναι κάποιο μέγεθος, αγαθό προς διανομή. Η πίτα των διαφημιστικών εσόδων, η πίτα του εθνικού εισοδήματος, η πίτα της τηλεθέασης, η πίτα της εξουσίας: Οι εργαζόμενοι διεκδικούν μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα του εθνικού εισοδήματος.
Αλλά ενώ συζητάμε τόση ώρα, δεν είπαμε για την ετυμολογία της λέξης. Στο προπέρσινο άρθρο είχα γράψει:
Το πρόβλημα είναι ότι η ετυμολογία της πίτας κάθε άλλο παρά ξεκαθαρισμένη είναι. Ο Πετρούνιας στο ΛΚΝ την ανάγει στο αρχαίο «πίττα» (αττικό τύπο του «πίσσα»), προσθέτοντας «η σημασία από τα διάφορα υλικά που χρησιμοποιούνταν». Άλλοι την παράγουν από το παλαιό ιταλικό pitta, το οποίο πολλοί ανάγουν στην «πίττα» που είπαμε, μέσω αμάρτυρου λατινικού *pitta ή στην πηκτή μέσω αμάρτυρου λατινικού *picta. Aυτές τις δύο εκδοχές αναφέρει ως πιθανές ο Μπαμπινιώτης στο ετυμολογικό λεξικό του. Το ιταλικό ετυμολογικό λεξικό μου δεν έχει την pitta ώστε να δω πού την ανάγει. Κάποιοι άλλοι έχουν συσχετίσει πίτα με πίτσα, που και αυτή έχει σκοτεινή ετυμολογία.
Δεν ξέρω αν υπάρχουν νεότερες απόψεις για το ετυμοπιτολογικό πρόβλημα.
Αν τα ετυμολογικά της πίτας είναι σκοτεινά, τα φρασεολογικά της είναι άφθονα.
Ξεκινάμε από την πιο απλή φράση, «γίνομαι πίτα», που μπορεί να σημαίνει δύο πράγματα. Καταρχάς, «χάνω την επαφή με την πραγματικότητα από το πολύ μεθύσι ή την κατανάλωση ουσιών» -το «έγινε πίτα» είναι μία από τις γνωστότερες εκφράσεις για το μεθύσι, πλάι στο φέσι ή τη σκνίπα ή τη λιάδα ή το λιώμα (και δεκάδες ακόμα που φυσικά τις έχουμε εξετάσει). Όμως, πιο κυριολεκτικά, «έγινε πίτα» μπορεί επίσης να σημαίνει «ισοπεδώθηκε, καταστράφηκε εντελώς». Το λέμε συνήθως για αυτοκίνητα, αλλά μπορεί να το πούμε και για συσκευές όπως κινητά τηλέφωνα κτλ.
Μια κάπως παλιότερη έκφραση είναι το «πάτησε (σ)την πίτα», που λέγεται όταν κάποιος κάνει ένα λάθος και ιδίως όταν δεν καταφέρνει να αποφύγει κάτι το αρνητικό, παρά την προσπάθειά του.
Πολύ γνωστή είναι η παροιμιώδης έκφραση «θέλει και την πίτα ολάκερη και τον σκύλο χορτάτο», για τον πλεονέκτη που θέλει μόνο τα θετικά μιας κατάστασης χωρίς να επωμισθεί τα αναπόφευκτα αρνητικά της, μόνο το όφελος χωρίς το κόστος. Και με άλλα επίθετα για την πίτα (αφάγωτη, ολάκερη, ακέρια, σωστή). Δεν αποκλείεται να υπόκειται ξεχασμένος μύθος στην έκφραση αυτή, που έχει κάμποσες παραλλαγές στα ελληνικά αλλά και ανάλογα σε πολλές άλλες γλώσσες, και που ισως να αξίζει και χωριστό άρθρο.
Μια ακόμα πολύ γνωστή έκφραση είναι και η «από πίτα που δεν τρως, τι σε μέλει κι αν καεί;», που τη λέμε σε όποιον ενδιαφέρεται για ξένες υποθέσεις, από τις οποίες δεν έχει προσωπικό όφελος.
Και μια ακόμα, «πέσε πίτα να σε φάω», που τη λέμε για τεμπέληδες, που τα θέλουν όλα έτοιμα. Το λένε γονείς για τα παιδιά τους. Λέγεται και για όποιον περιμένει να γίνει κάτι από μόνο του, χωρίς ο ίδιος να καταβάλει προσπάθεια.
Και από τη μεταφορική σημασία του προς διανομή συνόλου, υπάρχει και η έκφραση «ξαναμοιράζω την πίτα», όταν αλλάζω τα μερίδια όσων καρπώνονται όφελος από κάτι.
Μένει να εξηγήσουμε τη φράση του τίτλου, «το κοπή τη πίτα». Προέρχεται από διαφημιστικό μήνυμα, πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια, ενός Λιβανέζου κοσμηματοπώλη, που τότε δραστηριοποιόταν στην Ελλάδα. Τον βλέπετε και τον ακούτε εδώ. Δεν ξέρω αν συνεχίζει τα μηνύματά του ο κ. Τζον Μπέιλι, όμως μπορεί να καμαρώνει που πλούτισε τη φρασεολογία μας, δεν είναι και λίγο!