Την Παρασκευή πριν από την Πρωτοχρονιά πέρασα από το βιβλιοπωλείο της γειτονιάς να αγοράσω τρία τέσσερα βιβλία για δώρο, και όσο ο υπάλληλος τα τύλιγε πρόσεξα την πινακίδα που υπήρχε σε κάτι μηχανικά μολύβια και την έβγαλα φωτογραφία.
Η πινακίδα είναι τρίγλωσση: οι πληροφορίες της είναι διατυπωμένες στα ιταλικά, στα ισπανικά και στα τουρκικά. Ιταλικά και ισπανικά κάτι σκαμπάζω, αλλά τη λέξη portamine/portaminas δεν την ήξερα.
Tουρκικά δεν ξέρω, δυστυχώς. Στον ιδανικό κόσμο, μετά τα αγγλικά και τα γαλλικά ή γερμανικά, στο γυμνάσιο κάθε μαθητής θα επιλέγει και μια γλώσσα γειτονικής χώρας, αλλά εγώ δεν μεγάλωσα στον ιδανικό κόσμο.
Ωστόσο, και οι τρεις λέξεις της τουρκικής περιγραφής, Mekanik kurşun kalem, υπάρχουν και στα ελληνικά. Όλες μαζί σημαίνουν «μηχανικό μολύβι» διότι kurşun kalem στα τουρκικά είναι το μολύβι, όπως το αγγλικό lead pencil ή το γερμανικό Bleistift. Eίχαμε άρθρο για τα μολύβια πριν από ένα μήνα αλλά παρέλειψα να αναφερθώ στην τουρκική ονομασία τους.
Είπα προηγουμένως ότι και οι τρεις τουρκικές λέξεις υπάρχουν και στα ελληνικά, αλλά δεν το αιτιολόγησα.
Προφανώς, το mekanik αναγνωρίζουμε ότι είναι ελληνικής προέλευσης. Πήγε στα τουρκικά μέσω του γαλλικού mécanique, το οποίο όμως προέρχεται από το ελληνικό «μηχανικός».
(Παρένθεση: Τόσα χρόνια που έχω το ιστολόγιο, μηχανικός άνθρωπος, δεν έχω λεξιλογήσει για τη λέξη αυτή. Καλά λένε για τον τσαγκάρη πως αφήνει ξυπόλυτα τα παιδιά του. Κλείνει η παρένθεση).
Εντάξει λοιπόν, το μεκανίκ το βλέπει κι ένα μικρό παιδί. Το μικρό παιδί θα δει το kalem και ίσως να μην αναγνωρίσει το «καλέμι» ή μάλλον ίσως να μην ξέρει το καλέμι. Εμείς που είμαστε μεγάλα παιδιά το ξέρουμε. Αλλά το kurşun σε ποιαν ελληνική λέξη αντιστοιχεί;
Ε, την έβαλα στον τίτλο, στο κουρσούμι -ή και κουρσούνι, που είναι πιο κοντά στο τουρκικό πρότυπο. Επειδή δεν θα τη βρείτε στα μεγάλα έντυπα λεξικά μας, θα της αφιερώσω τη μερίδα του λέοντος του σημερινού άρθρου.
Στα τουρκικά το κουρσούν (kurşun) είναι ο μόλυβδος και το μολύβι σαν υλικό. Στα ελληνικά της εποχής του 1821, παρόλο που συνήθως γίνεται λόγος για μολύβι και για μπάλα, βολι ή σφαίρα, βρίσκουμε κάμποσες αναφορές και στο κουρσούμι, το ίδιο και σε δημοτικά τραγούδια, π.χ. του Ζαχαράκη: «Έλα Ιουσούφη κερατά, μωρέ παλιοζαγάρι / να δγεις τουφέκι κλεφτικό, κουρσούμια σα χαλάζι» ή «Αν μ’ αγαπάς Μπραΐμ-αγα, ρίξε την καραμπίνα, κι εγώ κουρσούμια σε βαστώ, όταν σε κάμνει χρεία»
Θυμάται ο Αλέξ. Κριεζής: «Εκεί ελαβώθη ο μακαρίτης Αγγελής εις το δεξιόν μέρος του ποδός. Η μπάλα, το κουρσούμι του είχε περάσει πέρα το μερί». Ενώ ο Αθανάσιος Διάκος, λίγες μέρες πριν από τη μοιραία μάχη στην Αλαμάνα έγραφε: «να πάρετε και δέκα φορτώματα ψωμί και κρασί και ελιές και όλον το τζιπχανέν [πολεμοφόδια] όπου έχετε μπαρούτι και κουρσούμια και να μου τα φέρετε».
Επίσης, Κουρσούμ Τζαμί λέγονταν επί Οθωμανών το τζαμί της Πάτρας που έδωσε στη θέση του στον σημερινό ναό του Παντοκράτορα (ο τρούλος του ήταν φτιαγμένος από μόλυβδο).
Με τη σημασία της σφαίρας η λέξη επιβιώνει στα κυπριακά, όπου κουρσουνιά είναι ο πυροβολισμός, αλλά και σε κάποια ελλαδικά ιδιώματα -ας πούμε σε μια συλλογή παροιμιών από τη Μυτιλήνη υπάρχει και η «κουρσούνι ρίχνει πάνω στη δεκάρα» που λέγεται για κάποιον πάμφτωχο, που πυροβολεί τη δεκάρα.
Αυτή η πρώτη σημασία, της σφαίρας, μπορεί να επιβιώνει και σήμερα, διότι μια φίλη από τη Ρόδο μου έγραψε ότι λένε «αυτός πάει κουρσούνι» για κάποιον που τρέχει πολύ γρήγορα («πάει σφαίρα» λέμε στην κοινή).
Πάντως, η λέξη «κουρσούμι» σήμερα πιο πολύ ακούγεται στη Βόρεια Ελλάδα, με σημασίες άλλες εκτός από τη σφαίρα ή τον μόλυβδο.
Καταρχάς, κουρσούμι ή κουρσιούμι (ή και γκουρσούμι) είναι οι μεταλλικές μπίλιες. Είχαμε παλιότερα παρουσιάσει στο ιστολόγιο το αφήγημα του Μάρκου Μέσκου «Κουρσιούμια» που περιγράφει το παιδικό παιχνίδι με τις γκαζές ή μπίλιες όπως το έπαιζαν στην Έδεσσα. Τα κουρσούμια ήταν οι μεταλλικές μπίλιες, τα κουϊνάκια οι χωμάτινες.
Αυτές τις μπίλιες τις έβρισκαν τα παιδιά στα ρουλεμάν, η επίσημη ονομασία του οποίου είναι «ένσφαιρος τριβέας».
Μεταφορικά, και κατ’ επέκταση, κουρσούμι είναι κάτι πολύ βαρύ. Ο Γ. Κάτος στο λεξικό του καταγράφει τη σημασία αυτή και δίνει μια φράση περίπου σαν «δώσε ένα χεράκι να κουβαλήσουμε το κιβώτιο γιατί είναι κουρσούμι».
Κατά μια ακόμα επέκταση, κουρσούμι είναι το φαγητό που μας κάθισε πολύ βαρύ.
Είναι όμως και ο αργόστροφος, ο βραδύνους. «Πρέπει να του μιλάς αργά γιατί είναι κουρσούμι ο άνθρωπος». Τη λέξη τη χρησιμοποιούν και για τον αργό και βαρύ παίκτη στο ποδόσφαιρο.
Ο Κάτος έχει και την παγιωμένη φράση «έπεσα σαν κουρσούμι να κοιμηθώ», όταν κάποιος από την πολλή κούραση αποκοιμιέται αμέσως και κοιμάται βαριά. Συνώνυμο κοινότερο, «‘επεσα σαν κούτσουρο».
Να πούμε δυο λόγια και για την άλλη λέξη του τίτλου, το καλέμι.
Το καλέμι είναι εργαλείο του λιθοξόου ή του ξυλουργού, είδος σμίλης με πεπλατυσμένη κόψη. Είναι δάνειο από το τουρκικό kalem, το οποίο ανάγεται, μέσω αραβικών, στο ελληνικό «κάλαμος».
Aπό καλάμι φτιάχνονταν διάφορες γραφίδες, η λέξη πέρασε στα αραβικά, qalam, και από εκεί στα τουρκικά, με σημασία την πένα και το μολύβι, και από εκεί περνάει, ως αντιδάνειο, στα ελληνικά.
Η αλλαγή της σημασίας, από εργαλείο γραφής σε εργαλείο του λιθοξόου, πρέπει να έγινε στα ελληνικά. Πάντως, στο ΛΚΝ βρίσκω ως «παρωχημένη» σημασία της λέξης καλέμι και την «πένα, μολύβι».
Οπότε, από τις τρεις λέξεις της τουρκικής περιγραφής του μηχανικού μολυβιού, το mekanik kursun kalem, έχουμε δυο δάνεια και ένα αντιδάνειο. Όλα από εμάς τα πήρανε, στο μεκανίκ, όλα σε μας τα δώσανε, στο κουρσούν, και όλα τα πήρανε και τα δώσανε, στο καλέμ.
Με γοητεύει αυτό το αλισβερίσι (ή δούναι και λαβείν ή νταραβέρι) των γλωσσών και των πολιτισμών -πολύ πιο ελκυστικό το βρίσκω παρά να χρησιμοποιείται η ετυμολογία σαν δεκανίκι των εθνικισμών.
Και κλείνω με ερώτηση: Ξέρατε τη λέξη «κουρσούμι» (ή κουρσούνι κτλ.);