cf84cebf cebaceaccf84cebfcf80cf84cf81cebfcebd cf84ceb7cf82 cebbceb7cf83cf84ceb5ceafceb1cf82

Τις προάλλες, καθώς κοίταζα τα χρονογραφήματα του Βάρναλη στην Πρωία, είδα πως έχει αφιερώσει δυο απ’ αυτα σε ένα παλιό βιβλίο που μου κίνησε το ενδιαφέρον και είπα να το παρουσιάσω σήμερα.

katoptronΣυγγραφέας του είναι ο Ανδρέας Μοσχονήσιος (1832-1891), γεννημένος στη Χαλκίδα, και ο τίτλος του είναι «Το κάτοπτρον της εν Ελλάδι ληστείας». Ο Μοσχονήσιος διετέλεσε επικεφαλής αποσπασμάτων που καταδίωκαν τους ληστές στις περιοχές κοντά στα ελληνοτουρκικά σύνορα (που τότε ήταν λίγο πιο πάνω από τη Λαμία) και έγραψε το βιβλίο του το 1869, όταν ήταν ανθυπολοχαγός πεζικού (τελικά έφτασε αντισυνταγματάρχης). Μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι πως το βιβλίο εκδόθηκε στην Ερμούπολη, που ακόμα ήταν ένα από τα πιο σημαντικά αστικά κέντρα του μικρού ελληνικού κράτους.

Στις μέρες μας, χάρη στους πόρους του Διαδικτύου, βρισκει κανείς πολλά πράγματα για τα οποία παλιότερα θα χρειαζόταν πολύς κόπος. Ο Βάρναλης βέβαια θα είχε το βιβλίο του Μοσχονήσιου στη βιβλιοθηκη του ή θα του το δάνεισε κάποιος φίλος, όμως εμείς μπορούμε να το βρούμε ψηφιοποιημένο στον ιστότοπο του ΑΠΘ. Βέβαια, δεν είναι άγνωστο το βιβλίο -το έχουν χρησιμοποιήσει ως πηγή όλοι οι μελετητές του φαινομένου της «ληστοκρατίας», π.χ. ο Τάσος Βουρνάς και άλλοι.

Στην εισαγωγή, ο συγγραφέας επισημαίνει ότι οι ληστές στο νεοελληνικό κράτος θεωρούνταν από τον λαό της υπαίθρου συνεχιστές των κλεφτών και των αρματολών και πως όταν τους έβλεπαν να οδηγούνται στην καρμανιόλα αναφωνούσαν «Κρίμα στα παλικάρια».

Γράφει επίσης

«Επειδή ο πρόσφατος ημών αγών υπέρ της αυτονομίας [εννοεί την επανάσταση του Εικοσιένα, ομολογώ πως δεν έχω συναντήσει άλλη φορά αυτή τη διατύπωση] επεχειρήθη διά του ατάκτου συστήματος και επεραιώθη τρόπον τινά δι’ αυτού, κατά το οποίον Αρματολοί και Κλέπται διεδραμάτισαν το ηρωικότερον πρόσωπον, αφήκε δυστυχώς την πρόληψιν, ότι το σύστημα τούτο και η μίμησις του βίου των Κλεπτών εισίν ικανά όχι μόνον να εξασφαλίσωσι την χώραν εναντίον πάσης εχθρικής επιδρομής, αλλά και να την μεγαλύνωσι περιστάσεως τυχούσης. Δύο τινά συνετέλεσαν και συντελούσιν εισέτι εις την υποστήριξιν της προλήψεως ταύτης: το συμφέρον ολίγων τινών πατριωτών και η αμάθεια των πολλών! Προκατειλημμένος ο Έλλην χωρικός υπέρ της προλήψεως ταύτης μιμείται καθ’ ολοκληρίαν τον οπλισμόν, την ενδυμασίαν και τον βίον του ποτέ Αρματολού και Κλέπτου· κρεμά εις την ζώνην και επί του στήθους του διάφορον αργυρούν κόσμον, οίον παλάσκας, φυσεκλίκια, γαντζούδια, κουζέκια, μελουδάρια και τα τοιαύτα, φέρει ρυπαροτάτην φουστανέλαν και υποκάμισον, παραιτεί τα γεωργικά του εργαλεία και ουδέν άλλο διανοείται ή πώς να πράξει εγκληματικήν τινά πράξιν κατά προσώπου όπερ δήθεν τον ηδίκησε ποτέ και ούτω ενοχοποιούμενος να δοθεί εις τον ληστρικόν βίον, όπως ακούσει ψαλλόμενον το κλέφτικο τραγούδι των ληστρικών κατορθωμάτων του!».

Πριν προχωρήσω, δυο λεξιλογικά. Μεδουλάρι ή μελουδάρι ήταν μικρό μεταλλικό μπουκαλάκι, γεμάτο με λίπος από το μεδούλι βοοειδών, που το χρησιμοποιούσαν οι κλέφτες και αρματολοί για να λιπαίνουν τα όπλα τους (και κάποτε και για τα μαλλιά τους). Συχνά, το μελουδάρι ήταν ασημένιο και πολυτελές, στολίδι δηλαδή για την επίδειξη του καπετάνιου. Αλλά τα «κουζέκια» δεν ξέρω τι είναι, όποιος ξέρει ας μας πει.

Ο Μοσχονησιος συνεχίζει λέγοντας ότι οι ληστές εκμεταλλεύονταν τη συνοριακή (οροθετική τη λέει) γραμμή, δηλαδή περνούσαν στην Τουρκία, γι’ αυτό το 1865 υπογράφτηκε πρωτόκολλο μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (ο διαπραγματευτής της οθωμανικής πλευράς ήταν ο Φωτιάδης βέης) που πρόβλεπε ότι αν τα αποσπάσματα είχαν το δικαίωμα, υπό προϋποθέσεις, να περνούν τα σύνορα όταν καταδίωκαν ληστές: Εάν απόσπασμα καταδιώξεως φθάσει εις την οροθετικήν γραμμήν ακολουθούν τα ίχνη των ληστών, δύναται να εξακολουθήσει την καταδίωξιν αυτών, μέχρις ού συναντήσει απόσπασμα της άλλης επικρατείας.

Βάση των ληστών, λέει ο Μοσχονήσιος, είναι οι «φερέοικοι βλαχοποιμενες».

Οι άνθρωποι ούτοι, οίτινες ουδέποτε επεσκέφθησαν ναόν τινά προς εκπλήρωσιν θρησκευτικών καθηκόντων, εξασκούσι την του ποιμένος τέχνην και εισί διηρημένοι κατά τμήματα έχοντα έκαστον επί κεφαλής τον νοημονέστερον της οικογενείας, όν περιβάλλουσι με τον τίτλον του Τσέλιγκα. Εις το πρόσωπον τούτο πάντες πειθαρχούσι. Τιμωρεί ούτος δι’ αποβολής από του τμήματός του τους απειθαρχούντας και τους φεύγοντας την εργασίαν, παν δ’ ό,τι εξ αυτού απορρέει είναι σεβαστόν.

Ο τσέλιγκας πληρώνει, πωλεί, εισπράττει τα εκ των εργασιών των χρήματα, ενεργεί αγοράς χειμερινών και καλοκαιρινών λιβαδίων, εν ενί λόγω εις τον τσέλιγκα συγκεντρώνεται το όλον της διευθύνσεως. Οι ποιμένες ούτοι, οίτινες απεχθάνονται τα γεωργικά έργα, γεννώνται, ανατρέφονται και αποθνήσκουσιν εν τοις όρεσιν υπό την ποιμενικήν ράβδον και την γαλακτοδόχον καρδάραν εν μέσω των βελασμάτων των πολυαρίθμων ποιμνίων των. Ομιλούσι πάντες την ελληνικήν εκτός των Αρβανιτόβλαχων, οίτινες γιγνώσκουσι και την αλβανικήν και της οποίας σπανίως ποιούνται χρήσιν.

Πάσαι αύται αι οικογένειαι εισί διά συγγενικού δεσμού σφικτότατα συνδεδεμέναι και η αμοιβαία συνδρομή και αλληλοϋπεράσπισις θεωρείται παρ’ αυτοίς ως η ιεροτέρα των υποχρεώσεων, έστω και διά της ιδίας των ζωής. Τα φάρμακα και οι ιατροί εισίν δι’ αυτούς εισέτι άγνωστα. Αι γυναίκες των τίκτουσιν ενίοτε εντός των δασών, καθ’ ην στιγμήν ασχολούνται εις την συλλογήν καυσοξύλων και χωρίς να διακόψωσι το έργον των παραλαμβάνουσι τα καυσόξυλα και το νεογεννηθέν επί των ώμων των και το μεταφέρουσιν εις την σκηνήν των.

            Εκ της οικογενείας των Αρβανιτόβλαχων και Βλαχοποιμένων απαρτίζονται ως επί το πλείστον πάσαι αι ληστρικαί συμμορίαι.

Συνεχίζει λέγοντας ότι οι γυναίκες των βλαχοποιμένων φτιάχνουν τραγούδια στα οποία εξυμνούν τα κατορθώματα των ληστών:

Αι γυναίκες των συντάττουσι στίχους δημώδεις πεποικιλμένους υπό πολλών και λαμπρών επεισοδίων, δι’ ων εξυμνούσι τα άθλα των ληστών και τον επί της λαιμητόμου θάνατον. Τους στίχους τούτους τονίζουσαι τραγουδούσι και χορεύουσιν εν ταις πανηγύρεσι. Τοσούτον δε γοητευτικοί καθίστανται, ώστε οι ακροώμενοι παίδες αυτών έξαλλοι υπό ενθουσιασμού αρπάζουσι τα όπλα των και σπεύδουσι να γυμνώσωσί τινά διαβαίνοντα. Αι δε μητέρες αυτών χαίρουσαι και σεμνυνόμεναι επικροτούσι και μακαρίζουσιν εαυτάς επί τη αποκτήσει τοιούτων τέκνων. Η μόνη ευχή, ήν δίδουσιν αι μητέρες είναι «πότε θα φορέσει ο Γιώργος της γαντζούδια και να γίνει κλέφτης, να ιδεί… προκοπή κι η μάνα, που τον εγέννησε»!…

Παραθέτει και ένα τραγούδι για τον ληστή Γκάγκαλο, ο οποίος λίγα χρόνια νωρίτερα είχε συλληφθεί από αποσπάσματα στη Φωκίδα και είχε καρατομηθεί στην Ιτέα:

Τον Γκάγκαλο τον πιάσανε,
στη φυλακή τον πάνε.
Χίλιοι τον παν από μπροστά
και δυο χιλιάδες πίσω,
και χίλιοι απ τα δυο πλευρά
γίνονται τρεις χιλιάδες.

Ρηνάκι μου!

Στη μέση πάει ο Γκάγκαλος
σα μήλο μαραμένο
σα μήλο, σαν τριαντάφυλλο,
σαν πατρινό κεράσι.

Ρηνάκι μου!

Παρακαλώ σας, βρε παιδιά
και σεις βρε παλικάρια,
μη με περάστε απ’ το χωριό
μήτ’ απ’ το Λιδορίκι.

Ρηνάκι μου!

Γιατ’ έχω οχτρούς που χαίρονται
και φίλους που λυπούνται,
γιατί έχω κι αγαπητικιά
και θα φορέσει μαύρα!

Ρηνάκι μου!

Και θα κλείσω την παράθεση αποσπασμάτων με τον «Νόμο των ληστών», όπως τον παραθέτει ο Μοσχονήσιος, ο οποίος σημειώνει ότι οι ληστές εφαρμόζουν «μετά μεγίστης ακριβείας» τον κώδικα που είχαν επί τουρκοκρατίας οι αρματολοί και οι κλέφτες, «οίτινες δεν ήσαν λησταί, αλλ’ άνδρες έχοντες θερμόν εις τα στήθη των το της ελευθερίας και του πατριωτισμού αίσθημα… Ως τοιούτοι δεν επέτρεπον να γυμνώνωσιν ή να κακοποιώσι παρά μόνον τους δυνατούς και πλουσίους, οίτινες ήσαν Τούρκοι και φίλοι αυτών οι κοτζαμπασήδες».

Τα άρθρα του κώδικα:

            «Άρθρον 1). Καταδίωξις και εξόντωσις πάντων των ζητούντων οπωσδήποτε την καταστροφήν των.

            Άρθρον 2) Να συλλαμβάνωσι τους υποδεικνύοντας εις την εξουσία ληστήν και να παραδειγματίζωσιν αυτούς δι’ ακρωτηριασμού. Εν υποτροπή δε να τους φονεύωσι, τα δε πτώματά των να εκθέτωσιν εις δημοσίαν τινά οδόν.

            Άρθρον 3) Ν’ απάγωσιν αιχμαλώτους τους πλουσίους και ζητώσι παρ’ αυτών τόσα λύτρα όσα ην δυνατόν να δώσωσι χωρίς να χειροτερεύσωσι την κοινωνικήν των θέσιν εξερχόμενοι της αιχμαλωσίας.

            Άρθρον 4) Εάν απαγάγωσιν αιχμάλωτον και δεν δοθώσι τα ζητηθέντα λύτρα εν τη ορισθείση προθεσμία, να θανατώνεται ούτος, η δε κεφαλή του, αν είναι δυνατόν, να πέμπηται εις τους συγγενείς του. Η θανατική ποινή ενεργείται δια λαχνού μεταξύ των.

            Άρθρον 5) Εάν το ορισθέν ποσόν της εξαγοράς σταλεί ελλιπές, αποφασίζεται διά κλήρου η παραδοχή του ή μη. Εν περιπτώσει παραδοχής αποκόπτεται διά την έλλειψιν ταύτην το έν των ωτίων του αιχμαλώτου και είτα αφίεται ελεύθερος.

             Άρθρον 6) Απαχθείς άπαξ αιχμάλωτος, και, κατά την φράσιν των, λυτρωθείς, δεν απαλλάσσεται εν ουδεμιά προφάσει άνευ λύτρων.

            Άρθρον 7) Εάν συμπέσει να συμπλακώσι μετά στρατιωτικών αποσπασμάτων, και δεν δύνανται να φέρωσι μεθ’ εαυτών ζώντα τον αιχμάλωτον, να τον φονεύωσι πάραυτα.

           Άρθρον 8) Να σέβονται τους κομιστάς των λύτρων και να δίδωσιν αυτοίς μετά το πέρας της παραλαβής των λύτρων δώρα μικρά χρηματικά.   

            Άρθρον 9) Ο αιχμάλωτος, μετά την απότισιν των λύτρων, παύει τού να θεωρείται ως τοιούτος, επομένως αφαιρούνται παρ’ αυτού τα σχοινία, κείρεται τον πώγωνα και προσφέρουσι αυτώ δώρα μικρά χρηματικά.

            Άρθρον 10) Εάν τις των ληστών παρέχει υπονοίας επιβουλής κατά της ζωής συναδέλφων του, τιμωρείται αμέσως με θάνατον.

            Άρθρον 11) Ουδείς γίνεται δεκτός εις τας τάξεις των εάν δεν είναι ενοχοποιημένος διά τινος εγκληματικής πράξεως.

            Άρθρον 12) Εάν αιχμάλωτος αποδράσει από τας χείρας του επιτραμμένου εις την φύλαξίν του, ο ληστής ούτος κηρύσσεται ανάξιος του επαγγέλματος, επομένως αποβάλλεται της συμμορίας.

            Άρθρον 13) Να πληρώνωσιν εν αυστηρά καταδιώξει και εν επισήμοις ημέραις τα πρόβατα ή τας αίγας, άτινα λαμβάνουσι παρά των ποιμένων προς χρήσιν των.

            Άρθρον 14) Ν’ αφιερώνωσιν εις ερημοκκλήσιον ή εις μονήν τινά ανάλογον χρηματικήν ποσότητα προς κατασκευήν αγίας τινός εικόνος ή άλλου σκεύους προς εξιλέωσιν των αμαρτημάτων, τα οποία τυχόν έπραξαν εκτός του κύκλου των καθηκόντων των και του παρόντος Νόμου».

             Άρθρον 15) Να περιποιώνται τους αιχμαλώτους αναλόγως της ανατροφής των και της κοινωνικής των θέσεως.

             Άρθρον 16) Να μη πλησιάζωσι γυναίκας.

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *