cf84cebf ceb2ceaccf81cebfcf82 ceb5cebdcf8ccf82 cebacf8ccf83cebccebfcf85 cf83cf84ceb5ceb3cebdcebfcf8d ceb1cf80 ceb1ceb3ceaccf80

Νάσια Διονυσίου, Τι είναι ένας κάμπος, νουβέλα. εκδ. Πόλις, Αθήνα 2021.

Αυτό που κυρίως προτίθεμαι να κάνω είναι να αποκαταστήσω μιαν αδικία που έχω παρατηρήσει να συμβαίνει εις βάρος της Νάσιας Διονυσίου ή, τέλος πάντων, να προτείνω την αποκατάστασή της. Θα ξεκινήσω όμως αλλιώς και θα φτάσω κι εκεί:

Tην ίδια περίπου εποχή που διάβασα το Τι είναι ένας κάμπος, διάβασα και τον Εθελοντή του Jack Fairweather, ένα αμιγώς ιστορικό βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg και αφηγείται την ιστορία του Βίτολντ Πιλέτσκι, ενός αξιωματικού του πολωνικού στρατού και μέλους της αντίστασης της Βαρσοβίας, ο οποίος το φθινόπωρο του 1940 διεισδύει εθελοντικά στο Άουσβιτς, συγκροτεί αντιστασιακό πυρήνα εκεί και συντάσσει αναφορές για τις ναζιστικές φρικαλεότητες. Επί τρία χρόνια περίπου βιώνει τον εφιάλτη και βλέπει το στρατόπεδο συγκέντρωσης να μετατρέπεται σε εργοστάσιο θανάτου.

Συναρπαστική και εν πολλοίς άγνωστη ιστορία, στην οποία θα επανέλθω, όπως συναρπαστική και άγνωστη είναι και η ιστορία που αφηγείται η Νάσια Διονυσίου στο δικό της βιβλίο, με τον αινιγματικό εκ πρώτης όψεως τίτλο «Τι είναι ένας κάμπος». Διαβάζοντάς το, η πρώτη πιθανότατα αντίδραση του απροειδοποίητου αναγνώστη θα είναι η έκπληξη – έκπληξη από τη συνειδητοποίηση ότι υπάρχουν ακόμα άγνωστες, και λογοτεχνικά ανεκμετάλλευτες, πτυχές της εβραϊκής και της κυπριακής ιστορίας, οι οποίες μάλιστα τέμνονται μεταξύ τους.

Το βιβλίο αφηγείται την ιστορία των στρατοπέδων της Αμμοχώστου, όπου, μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και λίγο πριν από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, κρατήθηκαν –χωρίς πραγματικό λόγο– περίπου πενήντα χιλιάδες Εβραίοι πρόσφυγες, επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος. Η αφήγηση εκτείνεται από τις 26 Απριλίου έως τις 11 Μαΐου του 1947. Πρωταγωνιστής είναι ένας Κύπριος δημοσιογράφος στον οποίο δίνεται άδεια από τους Βρετανούς, να συνομιλήσει με τους κρατούμενους Εβραίους και να καταγράψει τα αιτήματά τους: «Εκείνο που θα ‘χαν διακρίνει οι κρατούμενοι ήταν πως εγώ δεν έγραφα μήτε για “φορτία μεταναστών” σαν κάποιους άλλους του σιναφιού, μήτε για εποίκους, τρομοκράτες ή πράκτορες, όπως διαλαλούσαν τα επίσημα ανακοινωθέντα των Εγγλέζων· εγώ έγραφα γι’ ανθρώπους».

Τα γεγονότα αυτά δίνονται με τη μορφή εγγραφών στο ημερολόγιο του δημοσιογράφου, όπου καταγράφονται επίσης επιμελώς και τα όνειρά του, στα οποία πρωταγωνιστεί, χωρίς να κατονομάζεται, ο Εβραίος ποιητής Πάουλ Τσέλαν, μιλώντας και αυτός, με τον τρόπο του, για την εξόντωση των Εβραίων: Μαύρο γάλα της αυγής το πίνουμε το βράδυ / πίνουμε μεσημέρι και πρωί το πίνουμε τη νύχτα.

Οι Εβραίοι με τους οποίους συνομιλεί δεν του εκθέτουν βέβαια μόνο την τωρινή τους κατάσταση, στους «κάμπους» (τα camps) του νησιού και τις ελπίδες τους για ένα μέλλον σε μια δική τους επιτέλους γη, αλλά μιλάνε αναπόφευκτα και για το Ολοκαύτωμα και τα στρατόπεδα εξόντωσης: ακούμε τις ιστορίες του βίαιου ξεριζωμού τους από τα σπίτια τους, τις ιστορίες της μεταφοράς τους με τα τρένα στα στρατόπεδα, τις ιστορίες των φρικτών θανάτων που αντίκρισαν, την απώλεια των οικείων τους.

Στην ημερολογιακής μορφής αφήγηση παρεμβάλλονται και τρεις σχετικά αυτόνομες ιστορίες, τοποθετημένες όμως στον ίδιο χώρο και χρόνο με την κεντρική ιστορία, την οποία συμπληρώνουν οργανικά. Η μία απ’ αυτές αφηγείται την αντιμετώπιση ενός κυνηγημένου Γερμανού, του μισητού –ηττημένου πια– εχθρού, από μια ηλικιωμένη γυναίκα της Κύπρου: τον δέχεται στο σπίτι της, του προσφέρει καταφύγιο για τη νύχτα, τον φιλεύει και τον κατευοδώνει. Η δεύτερη είναι ένα εγκώμιο της θάλασσας και της ελευθερίας, από τα χείλη μιας από τις Εβραίες κρατούμενες του «κάμπου». Η τρίτη ιστορία μιλάει για έναν νεαρό Κύπριο που βγάζει κρυφά μερικά παιδιά από το στρατόπεδο και τα πάει μια βόλτα για να αναπνεύσουν ελεύθερα ως τα κτήματα με τις πορτοκαλιές.

Κάτω απ’ όλα αυτά διαφαίνονται οι αντιδράσεις των Κυπρίων τόσο απέναντι στα κύματα των Εβραίων προσφύγων που φτάνουν στο νησί, όσο και απέναντι στον αποικιοκρατικό ζυγό των Άγγλων. Ο αναγνώστης βέβαια δεν μπορεί παρά να ακούει συγχρόνως και τις πανομοιότυπες φωνές των ντόπιων για τους σημερινούς τόπους υποδοχής και κράτησης προσφύγων. Και πίσω απ’ όλα αυτά τη φωνή του Γιάννη Μπεχράκη να λέει: «Η αποστολή μου είναι να σας αφηγηθώ την ιστορία, ώστε εσείς να αποφασίσετε τι θέλετε να κάνετε. Η αποστολή μου είναι να εξασφαλίσω ότι κανείς δεν θα μπορεί να πει: “Δεν γνώριζα”». Αυτήν ακριβώς την αποστολή είναι που αναλαμβάνει και ο δημοσιογράφος που πρωταγωνιστεί στο αφήγημα της Νάσιας Διονυσίου. Γιατί ξέρει πως αντίδοτο του κακού δεν είναι η λήθη αλλά η μνήμη.

Έχουμε λοιπόν μια νουβέλα η οποία, σε λιγότερες από εκατό σελίδες, αφηγείται την άγνωστη ιστορία των camps στην Κύπρο, αναφέρεται στον ξεριζωμό των Εβραίων από τα σπίτια και τις πατρίδες τους και στο Ολοκαύτωμα, θίγει το κυπριακό ζήτημα και τη βρετανική αποικιοκρατία· προβάλλει ευθείες αναλογίες με τις σημερινές αντιδράσεις απέναντι στο προσφυγικό ζήτημα και προβληματίζεται για το χρέος του ανθρώπου που γράφει –του συγγραφέα, του δημοσιογράφου, του μελετητή– απέναντι σε όλα αυτά. Αλλά, κυρίως, προτείνει τη δική της απάντηση μπροστά στο κακό: τη συμπόνοια, την αλληλεγγύη, την καλοσύνη, το δίκαιο, την ενσυναίσθηση, όπως συνηθίζουμε να λέμε σήμερα.

Εδώ εντοπίζεται η αδικία εις βάρος της συγγραφέως στην οποία αναφέρθηκα εξαρχής: στο γεγονός ότι οι περισσότερες κρίσεις για το βιβλίο σταματάνε σε αυτό το σημείο, στην αφήγηση της ιστορίας. Το εν πολλοίς άγνωστο και, οπωσδήποτε, συγκλονιστικό θέμα του βιβλίου απορροφάει, θα έλεγε κανείς, όλη την κριτική ενέργεια των αναγνωστών, οι οποίοι μοιάζει να ξεχνάνε πως ό,τι διαβάζουμε έχει βγει από τα χέρια μιας συγγραφέως, και, έτσι, περιορίζονται στον θαυμασμό τους για την ιστορία που έχουν μπροστά στα μάτια τους και λησμονούν τη γραφή της Διονυσίου, την τέχνη της.

Γι’ αυτό ξεκίνησα αναφέροντας τον Εθελοντή του Jack Fairweather, έναν τόμο Ιστορίας δηλαδή, για να κάνω πιο αισθητή τη διαφορά μεταξύ των δύο βιβλίων. Απ’ τη μία έχουμε την, καλογραμμένη ομολογουμένως, καταγραφή μιας συγκλονιστικής πραγματικής ιστορίας, και τίποτε άλλο όμως πέρα απ’ αυτό. Στην περίπτωση του Τι είναι ένας κάμπος, πάλι, έχουμε την περίτεχνη και απολύτως διαυγή διαπραγμάτευση μιας εξίσου συγκλονιστικής ιστορίας, που πάει όμως πολύ πέρα από αυτό: εκκινεί μεν από το παρελθόν αλλά αφορά το σήμερα, απαντάει σε τωρινά και αιώνια ερωτήματα, ανοίγεται σε ηθικά ζητήματα και δοκιμάζει να δώσει απαντήσεις. Κάνει δηλαδή αυτό που οφείλει να κάνει η πραγματική λογοτεχνία, ανάγεται στο «καθολικό», όπως λέει ο Αριστοτέλης, ενώ η ιστορία περιορίζεται στο «μερικό».

Και αυτό με ένα ύφος που μπορεί να προέρχεται μεν από τον Σεφέρη, όπως ομολογεί η συγγραφέας στο επίμετρο του βιβλίου, αλλά είναι ένα απολύτως προσωπικό κατόρθωμά της, έτσι όπως ισορροπεί αριστοτεχνικά μεταξύ της ψυχρής καταγραφής των γεγονότων και της θερμής ανταπόκρισης στα συγκλονιστικά ιστορούμενα. Και με μια γλώσσα που πολύ σπάνια συναντάμε στη σύγχρονη λογοτεχνία μας: σημερινή, που περιέχει δηλαδή όσα λόγια στοιχεία έχει πλέον αφομοιώσει η κοινή νεοελληνική, και ταυτόχρονα εμποτισμένη με την καλύτερη παράδοση του δημοτικισμού, όπως το έκανε ο ίδιος ο Σεφέρης, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, ο Νίκος Γκάτσος.

Και, να το πω κι αυτό κλείνοντας, έχουμε ένα βιβλίο που πάει ένα βήμα μπροστά από το προηγούμενο της συγγραφέως, τη συλλογή διηγημάτων Περιττή ομορφιά, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Το ροδακιό» και βραβεύτηκε το 2017 με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτό είναι ίσως το πιο σημαντικό για το μέλλον: μπορεί η Διονυσίου να μην επιλέξει ένα εξίσου συγκλονιστικό θέμα για το επόμενο βιβλίο της. Όμως, η αφηγηματική της τέχνη, η συνθετική της δεξιοτεχνία, το κατακτημένο ύφος της και η γλώσσα της αποτελούν εγγύηση για οτιδήποτε γράψει στη συνέχεια.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Tato Akhalkatsishvili. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

20211020095613 ti einai enas kampos nouvela

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *