Το αλάτι του Bad Ischl
Πεζά κείμενα
Κώστας Μαυρουδής
Εκδόσεις Κίχλη
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress
Η ανασύσταση του χαμένου
Αυτό που χαρακτηρίζει τα κείμενα του Κώστα Μαυρουδή, ως γνήσιου «εστέτ», αισθητή της γραφής, είναι ότι ανατέμνει ό,τι τον περιβάλλει και ό,τι εμπεριέχει ο ίδιος, μέχρι να υψωθεί σε πνευματική κατάσταση, αναδεικνύοντας τα απλά της καθημερινότητας σε πνευματικά γεγονότα αλλά και ενσωματώνοντας την Τέχνη, σε όποια μορφή της, στον καθημερινό βιωμένο χρόνο. Αρχής γενομένης, φυσικά, από την παρατήρηση, την αφετηριακή συνθήκη της δημιουργίας, στον πολύτιμο καμβά της οποίας «γράφουν» οι εμπειρίες και τα βιώματα, η ικανότητα στοχαστικής περιδιάβασης, τα αναγνώσματα και οι διακειμενικές συνδέσεις. Στο Αλάτι του Bad Ischl, ένα βιβλίο που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί υβριδικό στη μορφή, τα πεζά κείμενα ποικίλλουν από μικρούς αφορισμούς, ανοιχτούς στην αναγνωστική ανάλυση, μικρά δοκίμια, εν είδει ανεπτυγμένων αφορισμών ή αποφθεγμάτων, κάποιες διάσπαρτες καταγραφές που μοιάζει να ξέφυγαν από σελίδες ημερολογίου, μέχρι μικρές αφηγήσεις που προσεγγίζουν το διήγημα, χωρίς ωστόσο να είναι, τουλάχιστον με τα τυπικά αναγνωριστικά στοιχεία του είδους. Υβριδικό στη μορφή, όμως ως προς το περιεχόμενο ένας κοινός ιστός συνδέει όλα τα κείμενα, σε μια συνέχεια, ώστε να μην θεωρείται υπερβολή ο χαρακτηρισμός του ως ενιαίου αφηγήματος, πάντα με τον ιδιαίτερο τρόπο του Μαυρουδή.
Ο τίτλος, που στεγάζει όλα τα κείμενα του βιβλίου, έχει την αφορμή του στον W. G. Sebald και στο δικό του εκτενές αφήγημα «Al’ estero», από το Αίσθημα ιλίγγου. Στην ουσία αποτελεί ένα από τα συνδετικά νήματα για όλα τα κείμενα του βιβλίου, αποκαλύπτοντας την αρχική ιδέα της γραφής αυτής –μια ιδέα που, κατά την καβαφική ποιητική ρήση, επιμένει πάντα εκεί παρούσα, ώς την κάθε φορά υλοποίησή της: επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται, «Δαρείος»)– την επισήμανση, δηλαδή, μιας συχνά αθέατης και απαρατήρητης λεπτομέρειας, προκειμένου να αποβεί ενσάρκωση μιας μορφής τέχνης, κι έτσι να διεκδικήσει ένα μερίδιο αθανασίας. Όπως ο Sebald, σχολιάζοντας τον θάνατο μιας ηλικιωμένης σε γηροκομείο, εστιάζει την προσοχή του σε «ένα μπλε μισοάδειο πακέτο με αλάτι από το Ισλ, αφημένο κάτω απ’ το νεροχύτη στο διαμέρισμά της στο Όττακρινγκ, στο κοινοτικό κτίριο της Λόρενς Μαντλ Γκάσσε, και το οποίο δεν μπορούσε πια να χρησιμοποιήσει» (W. G. Sebald, «Al’ estero», Αίσθημα ιλίγγου, μτφρ Ιωάννα Μεϊτάνη, Άγρα, Αθήνα, 1990), έτσι και ο Μαυρουδής ακουμπά το βλέμμα του σε όσα, αν δεν τους χαριστεί ένα ελάχιστο έστω «βήμα» στη γραφή, θα χαθούν για πάντα. Τα αντικείμενα παραπέμπουν στον κάτοχό τους, θυμίζουν την παρουσία του, αφημένα σε αχρηστία πλέον, έχοντας ακόμη πάνω τους το άγγιγμά του. Η γραφή καλείται να διασώσει ό,τι αξίζει να σωθεί.
Οι μικρές στιγμές, που ως μνήμες επιμένουν, οι αναγνώσεις, που μπαίνουν και βγαίνουν μέσα στα δικά του γραπτά, τα έργα τέχνης, εμπλουτισμένα με τη δική του αισθητική προσέγγιση, ακόμη τα δικά του έργα, με την ωριμότερη τώρα ματιά (άρα και αυτά διαφορετικά και εν μέρει ανοίκεια), όλα έχουν θέση σ’ αυτά τα κείμενα, επιβεβαιώνοντας το πείσμα με το οποίο εγγράφεται στον χρόνο μια ανύποπτη στιγμή, τον ρόλο της στην ανασύσταση του χαμένου. Και, αλήθεια, καθόλου τυχαία η αναφορά στον Sebald, μια που κοινός τόπος συνδέει τους δύο συγγραφείς έτσι κι αλλιώς, στον τρόπο αποτύπωσης του ελάχιστου που αναδεικνύεται σε μείζον, στην ικανότητα εικονοπλασίας (στον ένα κυριολεκτική, με φωτογραφικό υλικό στις σελίδες του, στον άλλο νοητή και προσβάσιμη στην αναγνωστική φαντασία), ακόμη στην ποιητικότητα που ανασαίνει πίσω από τις λέξεις τους. Ο τρόπος του Μαυρουδή συχνά παραπέμπει στον ποιητικό λόγο, με τη μεταφορικότητα να προεκτείνει τις έννοιες, με την υπαινικτικότητα να εγκιβωτίζει σε ένα ελάχιστο σώμα πυκνά νοήματα, με τον ρυθμό να κατευθύνει την αφήγηση. Ίσως ο Μαυρουδής να είναι πάνω απ’ όλα και πέρα απ’ όλα ποιητής.
Κι αν χαρακτηρισθούν τα κείμενα αυτά αυτοβιογραφικά, ο όρος θα εκφράζει μια απλή αλήθεια, πως ό,τι γράφεται, όποια μορφή και να παίρνει, απηχεί με άμεσο ή έμμεσο τρόπο τη ζωή, τα βιώματα, του γράφοντος, αυτά δηλαδή που καθόρισαν την οπτική του και τις επιλογές του. Η αξία, ωστόσο, μιας τέτοιας γραφής έγκειται στη δίοδο που ανοίγει ο συγγραφέας για να αποβούν τα «δικά» του πράγματα χώρος κοινός για τους κατά τα άλλα «παρείσακτους», δηλαδή τους αναγνώστες αποδέκτες του έργου του. Έτσι ο λόγος, ως πνευματικό πλέον απόκτημα, ανήκει τόσο στον δημιουργό του όσο και στον αναγνώστη του, υπερβαίνοντας την αρχική του αφορμή (αυτή ανήκει πρόσκαιρα στον δημιουργό, αφού με τον χρόνο το έργο αυτονομείται ακόμη και από αυτόν) και διαγράφει μια ελεύθερη πορεία, ανοιχτή σε πολλαπλές ερμηνείες. Καθόλου τυχαία και η επιλογή του εξωφύλλου με τα Old glasses (Yoko Nakajima, 2014) να παραπέμπουν στον χρόνο που καθιστά την οπτική καθαρότερη, όσο κι αν χρειάζεται εδώ το οξύμωρο για να λειτουργήσει η σύνδεση.
Τα κείμενα αυτά, συνδέοντας την τέχνη με την πραγματικότητα, είναι ανοιχτά στις αναγνωστικές προσεγγίσεις, ακριβώς γιατί ο ίδιος τα αφήνει «ατελή», χωρίς απόλυτη διατύπωση στις κατακλείδες, χωρίς διάθεση «καθοδήγησης», χωρίς μια αυθεντία να βαραίνει επάνω τους. Κείμενα που, πέρα από την απόλαυση που δημιουργούν, καθόσον ο Μαυρουδής καλός τεχνίτης του λόγου, διαβάζονται προκαλώντας και προσκαλώντας τον αναγνώστη σε «διάλογο» προς τον συγγραφέα αλλά και προς εαυτόν.
Διώνη Δημητριάδου
Αποσπάσματα
Ένας ολόκληρος κόσμος μπορεί να αναδυθεί απ’ τν σύμπτυξη, την περιγραφική συμπίεση. Ο μικρός θεματικός πυρήνας κάποτε μεγεθύνεται αποκαλυπτικά, σαν τη φωτογραφία στο Blow–Upπου φανέρωσε, αναπάντεχα, ανάμεσα στους θάμνους του πάρκου έναν νεκρό. Το απόφθεγμα, παρά τη συγγένειά του με την ποίηση, είναι ο νανισμός του δοκιμίου. Ο περαστικός σε ένα επεισόδιο ήρωας, το αιχμάλωτο σε λίγες αράδες ψυχολογικό πορτρέτο, γίνονται δράμα λίγων γραμμών. (σ. 153).
Ο ηλικιωμένος που σηκώνεται νύχτα, με στεγνό στόμα, χωρίς να ανάψει το φως, δεν κατευθύνεται πάντα στο μπάνιο. Πλησιάζει στις μύτες τη μισόκλειστη πόρτα της τραπεζαρίας. Ακούγεται μια βαλκανική μουσική απ’ τα βραχέα, και οι συζητήσεις της βεγγέρας που διαρκεί μέχρι αργά. Ο διάδρομος είναι ακόμα παγωμένος. Νιώθει την ανάγκη να τρέξει στην αγκαλιά του πατέρα του που βλέπει στο βάθος. «Μαζί, πάλι», θέλει να πει· «τώρα πια με κοινή μοίρα». (σ. 188).