cf84ceb1 cf87ceaccf80ceb9ceb1 cebccebfcf85

Καθώς συνεχίζονται οι ελλείψεις σε φάρμακα, η παροιμιώδης φράση του τίτλόυ παίρνει καινούργιο νόημα, καθώς θα μπορούσε να τη φωνάζουν χιλιάδες και χιλιάδες άνθρωποι που ψάχνουν και δεν βρίσκουν αναλγητικά, αντιπυρετικά και άλλα βασικά φάρμακα που λείπουν.

Ο Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων εξέδωσε συστάσεις για εναλλακτικά φάρμακα, με την ίδια δραστική ουσία, αλλά εμείς, ως ιστολόγιο, λεξιλογούμε, οπότε αρπάζω την ευκαιρία για ένα άρθρο. Όχι για τα φάρμακα γενικώς (έχουμε βάλει στο παρελθόν και θα το ξαναδημοσιεύσουμε κάποτε) αλλά ειδικά για τα χάπια.

Σύμφωνα με το ΜΗΛΝΕΓ, χάπι είναι «Φαρμακευτικό παρασκεύασμα με τη μορφή δισκίου που καταπίνεται». Το ΛΚΝ δίνει ελαφρώς διαφορετικό ορισμό, «φάρμακο σε στερεά μορφή και σε σφαιρικό σχήμα, για να καταπίνεται εύκολα» και «(επέκτ.) δισκίο». Για τον Μπαμπινιώτη είναι «μικρού μεγέθους δισκίο ή κάψουλα φαρμάκου, που έχει σχεδιαστεί ώστε να λαμβάνεται από το στόμα είτε με κατάποση είτε με διάλυσή του στο στόμα», ενώ για το Χρηστικό το χάπι είναι «στερεό φαρμακευτικό παρασκεύασμα μικρού μεγέθους και συνήθως κυκλικού ή κυλινδρικού σχήματος, το οποίο λαμβάνεται από το στόμα». Δεν ξέρω τι μ’έπιασε και αντέγραψα και τους τέσσερις ορισμούς, αν και θα ήταν μια καλή άσκηση σε ένα σεμινάριο λεξικογραφίας. Πάντως, έχω την εντύπωση πως όταν λέμε «χάπι» συνήθως δεν σκεφτόμαστε ορισμένο σχήμα -θα μπορούσε να είναι σφαιρικό ή κυλινδρικό ή σε μορφή δισκίου (ή είναι κυλινδρικό ήδη το δισκίο;)

Η λέξη «χάπι» είναι τουρκικό δάνειο, από το τουρκ. hap, που είναι αραβικής αρχής. Χάπια είχαν βεβαίως και οι αρχαίοι, αν και τη φαρμακευτική ουσία την έκλειναν μέσα σε ζύμη. Τα έλεγαν «τροχίσκους», μια λέξη που χρησιμοποιείται και σήμερα στην φαρμακευτική ορολογία. Αργότερα εμφανίστηκε και ο όρος «πάστιλλος», δάνειο από το λατιν. pastillus, που ανάγεται στο panis = ψωμί. Και η παστίλια άλλωστε μπορεί να έχει φαρμακευτική χρήση, αλλά όχι αναγκαστικά. Στα νεότερα χρόνια, αμιγώς ελληνική λέξη είναι το καταπότι(ο).

Στα αγγλικά το χάπι είναι pill, pilule στα γαλλικά, pillola στα ιταλικά, pildora στα ισπανικά -όλα αυτά ανάγονται στο λατινικό pilula, που σήμαινε μπαλίτσα (pila η μπάλα) και είχε πάρει φαρμακευτική σημασία ήδη από τα αρχαία χρόνια.

Υπάρχει η έκφραση «χρυσώνω το χάπι», που τη λέμε όταν προσπαθούμε να απαλύνουμε ή να εξωραΐσουμε μια αρνητική κατάσταση ή όταν δίνουμε μια (μικρή) αποζημίωση σε κάποιον που θα υποστεί ζημιά. Η έκφραση είναι δάνειο από το γαλλ. dorer la pilule, που σημαίνει το ίδιο, όπως και το αγγλ. gild the pill. Φαίνεται πως οι σπετσέρηδες τον παλιό καιρό είχαν τη συνήθεια να καλύπτουν με ένα λεπτό μετάλλινο φύλλο τα πικρά χάπια για να καταπίνονται πιο εύκολα. Υπάρχει πάντως και η λιγότερο διαδεδομένη έκφρ. «μελώνω το χάπι» (αντίστοιχη των αγγλ. to sweeten/ to sugarcoat the pill).

Η έκφραση «τρώει χάπια» σημαίνει «είναι ευκολόπιστος», περίπου σαν την «τρώει κουτόχορτο». Και «έφαγε το χάπι», εξαπατήθηκε. Ο Μάρκος όμως έλεγε «Πάψε να μου κάνεις πια την πάπια και δεν τα τρώω τέτοια χάπια».

Όταν λέμε «το χάπι» χωρίς άλλο προσδιορισμό, εννοούμε το αντισυλληπτικό χάπι, the pill, που είχε φέρει επανάσταση στις σχέσεις. Υπάρχει και το «χάπι της επόμενης μέρας», αντισυλληπτικό πάντα.

Όταν όμως λέμε «χάπια» χωρίς άλλο προσδιορισμό, εννοούμε παραισθησιογόνα ή ηρεμιστικά χάπια. Όποιος παίρνει χάπια, χαπακώνεται, είναι χαπάκιας.

Στο στρατό λοιπόν, για να δηλώσουμε ότι δεν την παλεύουμε άλλο, ότι κοντεύουμε να σαλτάρουμε, ότι τα έχουμε παίξει, φωνάζαμε «τα χάπια μου!». Στο σλανγκρ βρίσκω και τον πλατειασμό «Τα χάπια μου, τα νεύρα μου κι ένα ταξί να φύγω».

Υπάρχει κι άλλο ένα χάπι, το χάπι εντ. Μακάρι να έχει χάπι εντ η ιστορία με τις ελλείψεις των φαρμάκων, αλλά αν η λύση που προκρίνει η κυβέρνηση είναι να αυξήσει τις τιμές φοβάμαι πως το χάπι θα παραείναι πικρό.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *