cf84ceb1 cf83cf80cebfcf85cf81ceb3ceafcf84ceb9ceb1 cf84cebfcf85 ceb2ceaccf81cebdceb1cebbceb7

Πριν από μερικές εβδομάδες, πάντως μέσα στο καλοκαίρι, μια φίλη έβαλε στο Φέισμπουκ τη φωτογραφία που βλέπετε, κι έγραψε:

sparrow2Οι Ρωμαίοι πίστευαν ότι τα σπουργίτια έσερναν το άρμα της Αφροδίτης, γι’ αυτό και ο Κατουλλος στα ερωτικά του ποιήματα τους δίνει πρωταγωνιστικό ρόλο.

Στις σύγχρονες πόλεις πάλι γίνονται ζητιανάκια, σε πλησιάζουν για λίγα ψιχουλάκια. Ίσως όμως να είναι «λίγα ψίχουλα αγάπης» αυτό που γυρεύουν.

Εκείνη τη μέρα έτρεχα εδώ κι εκεί και δεν βρήκα καιρό να σχολιάσω στην ανάρτησή της -και το κακό με το Φέισμπουκ είναι που οι παλιές αναρτήσεις σκεπάζονται από τις νεότερες και δεν φαίνονται.

Κι έτσι, είπα να γράψω το σημερινό άρθρο στο ιστολόγιο γι’ αυτούς τους συμπαθέστατους αλήτες των πόλεων.

Από τον τίτλο που έβαλα, μπορείτε να υποθέσετε ότι θ’ αφιερώσω ένα μεγάλο τμήμα του άρθρου σε γραφτά του Κώστα Βάρναλη.

Σωστά, αλλά εμείς εδώ λεξιλογούμε, οπότε θα αρχίσουμε από τη λέξη. Λέμε «το σπουργίτι» αλλά επίσης «ο σπουργίτης», αν και το ουδέτερο είναι συχνότερο.

Η λέξη ετυμολογείται από το ελληνιστικό «πυργίτης». Για να το πω πληρέστερα, ο σπουργίτης λεγόταν «στρουθός πυργίτης», επειδή έχτιζε φωλιές σε κτίσματα. Λέει κάπου ο Γαληνός:

καὶ οἱ πυργῖται καλούμενοι στρουθοὶ καὶ ὅσοι κατὰ τὰς ἀμπέλους διαιτῶνται καὶ τῶν περιστερῶν αἱ ἐκ τῶν πύργων ἀμείνους τῶν κατοικιδίων εἰσίν

ενώ ο Ορειβάσιος συγκρίνει το κρέας διαφόρων πουλιών και λέει ότι

καὶ τῶν μικρῶν στρουθίων, ἐν οἷς εἰσι καὶ οἱ πυργῖται καλούμενοι, σκληροτέρα τούτων

δηλαδή έχουνε σάρκα δύσοψη αυτοί οι παλιοκλέφτες -τι σαρκα να’χουνε, δυο δράμια πραματάκι, θα πείτε· αλλά θα έρθουμε και σ’ αυτό.

Το «πυργιτης» ανέπτυξε ου αντί για υ, λόγω του π, και προθεματικό σ (τους πουργίτες -> τους σπουργίτες) κι έτσι προέκυψε η σημερινή λέξη, που είναι ήδη μεσαιωνική, τη βρίσκουμε π.χ. στον Πουλολόγο:

Κι ἐπῆραν με ἐκ τὸν βασιλέα, εἴ τι θέλω νὰ τρώγω,
σπουργίτες, κίχλες, κόσσυφας, ἀσκορδιαλοὺς καὶ ἄλλα.

και πιο παλιά σε γιατροσόφια του Ν. Μυρεψού.

Το σπουργίτι έχει προσαρμοστεί άριστα στο αστικό τοπίο και είναι στοιχείο της καθημερινότητάς μας. Παλιότερα, και εννοώ πριν από 50-80 χρόνια, πρέπει να υπήρχαν περισσότερα σπουργίτια στις (μικρότερες, φυσικά) πόλεις. Ειναι πουλί κοινωνικό, που έχει μάθει να συμβιώνει με τον άνθρωπο. Για κάποιον που τρώει πολύ λίγο, λέμε «τρώει σα σπουργίτι».

Στη Διήγησή του ο Κολοκοτρώνης γράφει κάτι που μου έκανε εντύπωση: τα ήμερα δεν θα διώξουν τα άγρια· όλα φεύγουν, ο σπουργίτης πάντοτε μένει.

Το χαρούμενα αλήτικο στοιχείο των σπουργιτιών το έχει πιάσει βέβαια ωραία και το παιδικό ποίημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου, που το ξέρουν όλα τα παιδιά επειδή μελοποιήθηκε, για τους σπουργίτες που τρωγόπιναν σε μια ρώγα από σταφύλι. Επιπλέον, το στοιχείο του μικρού και απροστάτευτου, που φέρνει στο νου το σπουργίτι, ιδίως στο υποκοριστικό «σπουργιτακι», την εξέφρασε π.χ. η Αλίκη Βουγιουκλάκη όταν τραγούδησε το κινηματογραφικό Σπουργιτάκι του Χατζιδάκι:

Αλλά βέβαια, σπουργιτάκι ήταν η Εντίτ Πιάφ (piaf θα πει σπουργίτι στην αργκό). Να θυμηθούμε, τέλος, το σπουργίτι, το τρομερό παιδί στις Χαμηλές Πτήσεις του Αρκά.

Ο Βάρναλης, τώρα, αγαπούσε τα σπουργίτια, παρόλο που, όπως λέει, όταν ήταν μικρός τα βασάνιζε με τη σκληρότητα που είχαν πολλά παιδιά τις εποχές εκείνες στις αγροτικές εκείνες κοινωνίες.

Σε ένα κατοχικό του χρονογράφημα γράφει ότι στην Κατοχή οι σπουργίτες κάνανε ορμητική επανεμφάνιση στους δρόμους της Αθήνας:

Με την έλλειψη των αυτοκινήτων ανεκλήθησαν εις την ενεργόν υπηρεσίαν όλων των ειδών τα υποζύγια: άλογα, μουλάρια, γαϊδουράκια. Kι οι δρόμοι ανθοστολιστήκανε με τα ίχνη αυτών των τετραπόδων κι επομένως οι σπουργίτες μήνες τώρα έχουνε γιορτή και πανηγύρι. Εξυπνότατοι, ριψοκίνδυνοι, ζωηροί, καβγατζήδες, φωνακλάδες, ερωτάρηδες, ανιπρόκοποι, αλητικοί («δος ημίν σήμερον και άφες»), πέφτουν από τα χαράματα στους δρόμους της υπαίθρου και της πολιτείας και κάνοντας τρία τρία πηδήματα με τα δυο πόδια μαζί, κάθονται στην ευωχία από τα χαράματα, πριν αρχίσει η κίνηση.

Αλλά τους έχει αφιερώσει και ιδιαίτερο χρονογράφημα, με τίτλο Σπουργίτια, που το παραθέτω ολόκληρο:

— Οι μόνοι πραγματικοί μου φίλοι είναι τα σπουργίτια. Μου αρέσουν για το θάρρος που έχουν της ζωής, για την αφροντισιά τους διά την αύριον, για την αλητεία τους, για τον ερωτισμό τους τον ανεξάντλητο και για τον κουτσαβακισμό τους: όλο «παρεξήγηση» και καβγάς από το πρωί ως το βράδυ. Ενώ ανήκουν στα «ωδικά πτηνά», δεν έχουν άλλη φωνή, παρά μονάχα για να τσιρίζουν μαλώνοντας και να χαλάνε τον κόσμο –έτσι για γούστο, χωρίς καμιά σοβαρή αιτία. Φουσκώνουνε, κρεμάνε τα φτερά τους και πέφτουνε το ένα πάνου στο άλλο ή κυνηγιούνται από κλαρί σε κλαρί για το τίποτε.

Έχω συνδεθεί μαζί τους από τα παιδικά μου χρόνια. Τότε δεν τα «χώνευα», αν και τα… έτρωγα. Είχα πολλά καφάσια καρδερίνες, σκαθιά, φλώρια και σπίνους. Τα κρεμούσα στον τοίχο της αυλής μου κάτου από τα κλωνιά της ακακίας κι οι σπουργίτες σκαλώνανε στα καφάσια, περνούσανε τη μύτη τους ανάμεσα από τα τέλια και τρώγανε το κανναβούρι και το κεχρί των πουλιών μου. Έβαζα λοιπόν κι εγώ ξόβεργες απάνου από τα καφάσια και τα τσάκωνα. Κι ύστερα τα έψηνα στη φωτιά… Αλλά δεν έφτανε μονάχα τούτη η εκδίκηση. Όταν σκολνούσα από τα μαθήματα, έπαιρνα μια σκάλα και μ’ αυτήν καθόμουνα στο κατώφλι του σπιτιού μας έξω το δρόμο. Μόλις έβλεπα κανένα σπουργίτι να χώνεται σε κάποιο λούκι των μαγαζιών της γειτονιάς, έτρεχα με τη σκάλα μου, ανέβαινα ψηλά κι έχωνα το χέρι μου μέσα στο λούκι. Ο σπουργίτης φτεροκοπούσε απελπισμένα αλλά δεν μπορούσε να φύγει. Όσο που τον τσάκωνα.

Αλλά με τα χρόνια αλλάξανε τα αισθήματά μου. Τους αγάπησα. Κι είτε στις επαρχίες ζούσα είτε στην Αθήνα η πρώτη μου δουλειά ήτανε να πιάνω φιλία μαζί τους. Χαράματα άνοιγα το παράθυρό μου και τους έβαζα ψίχουλα είτε στο πρεβάζι είτε στο μπαλκόνι. Στην αρχή όπως είναι δύσπιστα, περιμένανε να φύγω πρώτα κι ύστερα να ζυγώσουν. Αλλά με τον καιρό ξεθαρρευόντανε και κατεβαίνανε στο μπαλκόνι και στο περβάζι, κι όταν ακόμη στεκόμουνα να τους καμαρώσω. Συνηθίσανε τόσο πολύ, που, αν αργούσα να ξυπνήσω, ερχόντανε απ’ έξω από το παράθυρο και φωνάζανε. Και μόλις άνοιγα τα παντζούρια, ένα πλήθος απ’ αυτά ξεπετιόταν από τις αντικρινές στέγες, από τα δέντρα, από τη γη και τρέχανε πρώτα στη δική μου στέγη, ύστερα πάλι πίσου στην αντικρινή κι από κει στο μπαλκόνι… Αρπάζανε στο φτερό ένα ψίχουλο και φεύγανε. Όταν όμως τραβιόμουνα βαθιά στο δωμάτιο να μη με βλέπουν, τότε πέφτανε όλα μαζί στα ψίχουλα κι αντίς να τρώνε, μαλώνανε. Μικρή διασκέδαση είναι αυτή;

Αργότερα μου ήρθε ένα γατάκι έξω από την πόρτα μου κι έκλαιγε.. Το πήρα μέσα, του έδωσα γαλατάκι και κατόπι το πήγα μακριά και το άφησα. Τη νύχτα ξανάρθε. Του ξανάνοιξα. Κι έτσι, χωρίς να το θέλω, αφού αυτό επέμενε, το κράτησα. Αλλ’ όταν μεγάλωσε, έτρωγε τα σπουργίτια –ή τουλάχιστο τα φόβιζε. Δε ζυγώνανε πια. Τώρα δεν έχω γάτα αλλά δεν έχω και ψίχουλα. Περιορίζω λοιπόν την αγάπη μου στο να τους βλέπω μονάχα. Και δεν είναι δα η μόνη μου αγάπη των ματιών.

–Και πού τα θυμήθηκες σήμερα πρωί πρωί;

–Μου τα θύμισε η χτεσινή βροχή… Στα παλιά χρόνια, στη Δεξαμενή (ζούσε ακόμα ο Παπαδιαμάντης) ένα αυγουστιάτικο δειλινό ξέσπασε μια ξαφνική θύελλα. Τα σπουργίτια είχανε κουρνιάσει στις λεύκες και στα κυπαρίσσια της πλατείας. Το νερό και το χαλάζι ήτανε τόσο δυνατό και πολύ, που όλη η πλατεία γέμισε από σπουργίτια μουσκεμένα που δεν μπορούσαν να πετάξουν. Ο κυρ-Σωτήρης ο καφετζής και το γκαρσόνι του βγήκανε με το φτυάρι και με την Μπέλα (τη σκύλα) και τα μαζέψανε. Γέμισαν έναν γκαζοτενεκέ.

–Ωραίο πιλάφι! μουρμούριζε μπαινοβγαίνοντας ο Σωτήρης.

–Καλά θα το ιδούμε, μουρμουρίζαμε και μεις οι ρομαντικοί νέοι.

Μόλις ζεσταθήκανε και στεγνώσανε τα πουλιά κι ο ουρανός είχε ξαστερώσει και το φεγγάρι έφεγγε σα μέρα –πήγαμε και πήραμε τον γκαζοτενεκέ και τον αδειάσαμε στον αέρα… Οι «φίλοι» μας είχανε γλιτώσει από τον τέντζερη.

Κι έτσι, με τη νεανική του σωτήρια επέμβαση στη Δεξαμενή εξιλεώθηκε για όσα σπουργίτια είχε ψήσει στα παιδικάτα του. Το επεισόδιο αυτό το έχει περιγράψει και σε άλλο χρονογράφημα, πιο αναλυτικά αν και με κάποιες μικροδιαφορές:

Αυτό έγινε στα παλιά εκείνα χρόνια, που η Δεξαμενή ήτανε καλόκαρδο άσυλο των πουλιών και των συγγραφέων. Ένα δειλινό, αρχές του φθινοπώρου, σκοτείνιασε άξαφνα ο ουρανός, έπιασε μια δυνατή σοροκάδα, που ετράνταζε τις λεύκες και τα πεύκα της Δεξαμενής, και σε λίγα λεφτά έπιασε μια πρωτοφανής χαλαζοθύελλα με απανωτά αστραποβρόντια. Το κακό όμως δε βάσταξε πολύ. Όταν σταμάτησε αέρας και νεροποντή και βγήκαμε έξω από το καφενεδάκι του κυρ Σωτήρη, και προχωρήσαμε μέσα στα νερά ίσαμε κάτου από τις λεύκες, είδαμε τη γης στρωμένη με… πουλιά. Οι σπουργίτες, που μόλις προφτάξανε να κουρνιάσουν μέσα στα πυκνά κλαδιά των κυπαρισσιών, είχανε βραχεί και πέσει χάμου. Ο κυρ Σωτήρης, παλιός κυνηγός και μερακλής καλοφαγάς, πήγε μέσα στο καφενείο πήρε ένα φανάρι, φώναξε και τη σκύλα του την Μπέλα και βαστώντας ένα γκαζοτενεκέ στο χέρι, άρχισε να μαζεύει κι αυτός κι η Μπέλα τα μισοπνιγμένα σπουργίτια. Τον βοηθούσαμε κι εμείς. Σε λίγο γέμισε ο γκαζοτενεκές. Μαζί με τα σπουργίτια ήτανε κι ένα χελιδόνι.

               Όταν ξαναπήγαμε μέσα, ο κυρ Σωτήρης σκέπασε τον γκαζοτενεκέ με μια πετσέτα, τον ακούμπησε δίπλα στο τζάκι και τρίβοντας τα χέρια του εδήλωσε, πως τα σπουργίτια αυτά θα γίνουν ένα πρώτης τάξεως… πιλάφι. Κι εμείς οι ρομαντικοί νέοι νομίζαμε, πως θα τα στεγνώναμε τα κακομοίρικα τα πουλιά στο τζάκι και κατόπι θα τ’ αποδίδαμε «αναστημένα» στο λεύτερο διάστημα και στον αέρα, που «όπου θέλει πνει» και που είναι το βασίλειό τους. Επαναστατήσαμε, λοιπόν, εναντίον των αγρίων ενστίκτων του κυρ Σωτήρη και τον αναγκάσαμε ν’ αδειάσει τον τενεκέ και να τ’ αφήσει τα πουλιά να φύγουν, άμα θα στεγνώνανε. Κι έτσι έγινε. Ιδιαίτερη φροντίδα βάναμε όλοι να σώσουμε το χελιδόνι. Γιατί είναι πουλάκι λεπτοκαμωμένο κι έδειχνε σημεία, πως θα υπέκυπτε στο μοιραίον τέλος. Και προς μεγάλη μας χαρά το σώσαμε.

Και καταλήγει με μια ανθρωποζωολογική παρατήρηση:

Ο σπουργίτης έχει και δεν έχει 10 γραμ. [ψαχνό] Ώστε εκατό σπουργίτες μαζί ξεπουπουλιασμένοι και ξεκοκαλιασμένοι μόλις θα ζυγίζανε 300 δράμια καθαρό κρέας. Αξίζει τον κόπο να κάνει κανείς τέτοιαν «εκατόμβη» απ’ αυτές τις χαρούμενες υπάρξεις για να τις φάγει; Και η ωφέλεια που φέρνουνε τα πουλάκια στη γεωργία και στην υγεία μας; Χωρίς αυτά ούτε περιβόλια, ούτε δένδρα, ούτε χωράφια, θα μπορούσανε να ανθέξουν στην επιδρομή των καμπιών, όπως ούτε ο άνθρωπος στην επιδρομή του κουνουπιού και της μύγας. Αλλά ποιανού το λες! Τα μικρά παιδιά σπάζουνε τα δέντρα, ξεριζώνουνε τα λουλούδια, χαλάνε τις φωλιές των πουλιών κι οι μεγάλοι τα σκοτώνουνε. Κι αφήνουμε να ζούνε λεύτερες οι κάμπιες, οι μύγες και τα κουνούπια!

Τόσος είναι ο φόβος των μικρών πουλιών από τους ανθρώπους, ώστε ο σπουργίτης στα μέρη μας είναι πάντα δύσπιστος και πονηρός και ακοινώνητος· ενώ οι σπουργίτες των παρισινών πάρκων κάθονται στους ώμους των ανθρώπων και τσιμπούνε τα ψίχουλα από τα χέρια τους…

Σήμερα δεν κυνηγάμε τα σπουργίτια και τ’ άλλα μικρά πουλιά όπως  έκαναν παλιά -αλλά τα εξολοθρεύουμε με άλλους έμμεσους τρόπους. Οπότε, να τους ρίχνουμε τουλάχιστον κανένα ψιχουλάκι.

Υστερόγραφο: Εντίτ Πιάφ ή Εντίθ Πιάφ; Το πρώτο είναι πώς το λένε οι Γάλλοι, το δεύτερο πώς έχει καθιερωθεί στα ελληνικά. Δίστασα τι να βάλω. Είδα όμως ότι στα ταγκ του ιστολογίου, ενώ περιέργως δεν υπήρχε η Πιάφ, είχα την Εντίτ Κρεσόν, τη Γαλλίδα σοσιαλίστρια πρωθυπουργό επί Μιτεράν. Οπότε, Εντίτ και η Πιάφ, και η μισή ντροπή δική μου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *