cf84ceb1 cebcceb1cebdceb9cf84ceaccf81ceb9ceb1 cf87ceb9cebfcf85cebccebfcf81ceb9cf83cf84ceb9cebacf8c cf84cebfcf85 cf83ceb1cf83ceac ceb3

guitryΣκέφτηκα από σήμερα και για τις επόμενες δυο-τρεις Κυριακές να βάλω κάτι χιουμοριστικό, μια και σπάνια βάζουμε τέτοια κείμενα. Πιάνω  από τη  βιβλιοθήκη μου μια παλιά «Χιουμοριστική ανθολογία» των  εκδόσεων Δρακόπουλου, τόμος 3ος. Το πρώτο διήγημα της σειράς είναι το Τορτιζαμπέρ του Σασά Γκιτρί (Sacha Guitry), που ίσως να έχετε διαβάσει, σε συλλογές, κάποιες από τις αμέτρητες πνευματώδεις φράσεις του. 

Το διήγημα (που τελικά δεν είναι διήγημα αυτοτελές) το ήξερα, ήταν  από  τ’ αγαπημένα του παππού μου, που του άρεσε να επαναλαμβάνει την ατάκα με τον μουγγό, που δεν τη λέω από τώρα για να μη σποϊλάρω. Οπότε, αποφάσισα να βάλω αυτό το διήγημα.

Πάω να το σκανάρω, αλλά βρίσκω -τύχη αγαθή- πως έχει δημοσιευτεί παλιά στο Διαδίκτυο, οπότε το κλέβω ασύστολα από εκεί μια κι έτσι γλιτώνω τον όχι ευκαταφρόνητο κόπο της  οπτικής αναγνώρισης, αφού η αρχική πηγή μου είναι σε πολυτονικό. Δεν γλιτώνω εντελώς κόπο, διότι η αρχική μεταγραφή είχε λαθάκια, παραπανίσιους τόνους και μικροπαραλείψεις. Όλο και κάτι θα μου ξέφυγε εδώ. 

Ψάχνοντας βρίσκω ότι δεν είναι αυτοτελές διήγημα αλλά το πρώτο κεφάλαιο από το μυθιστόρημα του Γκιτρί Mémoires d’un tricheur, Απομνημονεύματα ενός χαρτοκλέφτη, που κυκλοφόρησε το 1935 και ένα χρόνο μετά  έγινε  ταινία από τον Γκιτρί με τον τίτλο Roman d’un tricheur (Μυθιστόρημα ενός χαρτοκλέφτη), με πρωταγωνιστή τον ίδιο.

Δεν είναι λοιπόν αυτοβιογραφικό το μυθιστόρημα. Ο ήρωας του Γκιτρί γεννήθηκε το 1882 στο Τορτιζαμπέρ, χωριό της Νορμανδίας, ενώ ο ίδιος ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1885 στην Πετρούπολη της τσαρικής Ρωσίας, όπου βρισκόταν  εκείνα τα χρόνια ο πατέρας του, ο διάσημος ηθοποιός Λυσιέν Γκιτρί. Ο Σασά Γκιτρί υπήρξε πνευματώδης και πολυγραφότατος θεατρικός συγγραφέας, αλλά επίσης σκηνοθέτης και ηθοποιός, καθώς και σκηνοθέτης και σεναριογράφος στον κινηματογράφο. Πέθανε το 1957. 

ΤΑ ΜΑΝΙΤΑΡΙΑ

Γεννήθηκα στις 28 Απριλίου 1882 σ’ ένα μικρό ωραίο χωριό του Καλβαντός, στο Τορτιζαμπέρ. Όταν φεύγοντας απ’ το Λιβαρό πηγαίνουμε προς το Τροάρν, βλέπουμε το κωδωνοστάσιο της εκκλησίας του προς τα αριστερά μας.

Οι γονείς μου ήταν έμποροι αποικιακών προϊόντων, έκαναν δηλαδή μια δουλειά πού τούς άφηνε γύρω στις 5000 φράγκα κέρδος το χρόνο. H οικογένεια μας ήταν πολυάριθμη. Από τον πρώτο της γάμο η μητέρα μου είχε δυο παιδιά, ενώ με τον πατέρα μου είχε αποκτήσει ένα γιό και τέσσερα κορίτσια. Ό πατέρας μου είχε τη μητέρα του, η μητέρα μου είχε τον πατέρα της και επί πλέον έμενε μαζί μας ένας θείος κωφάλαλος.

Και όμως μέσα σε μια μέρα, χάρις σ’ ένα πιάτο μανιτάρια έμεινα μόνος στον κόσμο.

Εκείνη την ημέρα είχα κλέψει ένα πενηνταράκι από το συρτάρι που συνήθιζαν οι δικοί μου να βάζουν τα ψιλά, για να αγοράσω βόλους. Ο πατέρας μου κόκκινος από το θυμό του μου φώναξε :

—Επειδή έκλεψες, δε θα φας σήμερα μανιτάρια.

Αχ αυτά τα θανατηφόρα μανιτάρια, που τα είχε μαζέψει ο κωφάλαλος θείος μου. ’Εκείνο το βράδυ υπήρχαν στο σπίτι μου έντεκα νεκροί.

Όποιος δεν έχει ίδει έντεκα πτώματα ταυτοχρόνως, δεν μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει αυτό το θέαμα.

Να μιλήσω για τη λύπη πού ένιωσα;

Ας πούμε καλύτερα την αλήθεια. ’Ήμουν τότε μόνο δώδεκα χρόνων και δεν πήρα το πράγμα πολύ βαριά. Άλλωστε μπορεί να κλάψει κανείς για τον πατέρα του ή για τον αδελφό του, αλλά πώς να μπορέσει να κλάψει για έντεκα πρόσωπα. Δεν ξέρει για ποιο πρόσωπο να πονέσει. Υπάρχει ένα είδος αμηχανίας εκλογής. Ο πόνος μου πηγαίνοντας πότε προς το ένα πρόσωπο και πότε προς το άλλο εξατμιζότανε τελικά.

Ο γιατρός Λαβινιό, που τον φώναξα τ’ απόγευμα, προσέφερε επί ώρες και ώρες τις πολύτιμες υπηρεσίες του στους αρρώστους. Πολύτιμες μα αλίμονο και άχρηστες. Η οικογένεια μου χάθηκε μια για πάντα.

Ο εφημέριος Μ… που γευμάτιζε εκείνη την ημέρα στο Μαρκήσιο ντε Μποβουάρ, έφτασε με την μοτοσικλέτα του στις 4 το απόγευμα. Στις 5 όλο το χωριό είχε μαζευτεί στο σπίτι μας. Ο μπάρμπα-Ρουσό, που ήταν παράλυτος εδώ και είκοσι χρόνια, ήρθε πάνω στην πολυθρόνα του. Αν και ήταν τυφλός επαναλάμβανε σπρώχνοντας τους άλλους.

—Αφήστε με να δω! Αφήστε με να δω!

Οι γείτονες πότε με έστελναν στο ένα δωμάτιο και πότε στο άλλο. Μη ξέροντας πια πού να κρυφτώ, πήγα και χώθηκα φοβισμένος κάτω από ένα πάγκο του καταστήματος. Από κει άκουγα ποικίλα σχόλια των συγχωριανών μου.

Οι πρώτοι θάνατοι, όπως άλλωστε ήταν και φυσικό, δημιούργησαν μία απέραντη λύπη. Αλλά από τον τέταρτο θάνατο οι αναγγελίες τους άρχισαν να γίνονται με λίγα λόγια και αργότερα με τη λακωνική φράση:

«Ακόμα ένας» !

Και όλοι αυτοί οι κατάκοποι και καρτερικοί χωρικοί ξανάπαιρναν ζωή βλέποντας τόσους νεκρούς. Θα πίστευαν αναμφίβολα πως από δω και μπρος θα είχαν πολύ περισσότερο αέρα να αναπνέουν.

Από την κρύπτη μου άκουγα τους πιο καταπληκτικούς διαλόγους.

— Και ή γιαγιά ;

—Δεν πέθανε ακόμα. Δεν αντέχει όμως περισσότερο από είκοσι λεπτά.

—Μένουν πολλοί ακόμα;

—Περισσότεροι από τέσσερις. [Μάλλον λάθος μετάφραση εδώ: το γαλλικό λέει: – Il en reste combien? – Plus que quatre. Νομίζω  πως σημαίνει: Τέσσερις μόνο]

Ο δολοφόνος θείος μου, ο κωφάλαλος, πέθανε τελευταίος μέσα σε τρομερούς πόνους.

—Ποιος είναι αυτός που φωνάζει τόσο δυνατά ;

—Είναι ο μουγγός, απαντούσαν.

Όταν κατά τις επτά η ώρα είχαν πεθάνει όλοι, βγήκα από την κρύπτη μου και βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με το γιατρό, που κατακουρασμένος σκούπιζε το πρόσωπό του.

Μόλις με είδε με κοίταξε προσεκτικά, με αναγνώρισε και σα να μη πίστευε στα μάτια του μου είπε.

—Ε! Καλά… και συ ;

Και υπήρχε στη φωνή του μια απέραντη έκπληξη μαζί μ’ ένα τόνο μομφής.

Ύστερα πρόσθεσε:

—Τι κάνεις εσύ εκεί;

Και αυτό το «τι κάνεις εσύ εκεί;» δεν σήμαινε «τι κάνεις εσύ κάτω απ’ τον πάγκο», όχι, σήμαινε «τι κάνεις εσύ πάνω στη γη;» Πραγματικά με ποιο δικαίωμα δεν είχα πεθάνει όπως όλος ό κόσμος;

Συνέχισε:

—Δεν αισθάνεσαι άσχημα ;

—Όχι, καθόλου.

—Μα πώς γίνεται αυτό ;

Και με κοίταζε σα να ήμουνα ένα περίεργο φαινόμενο ή μάλλον ένας διάβολος. Αυτό το αγόρι των δώδεκα χρόνων, πού έφαγε ατιμώρητα δηλητηριώδη μανιτάρια, πού μόνο αυτό ζούσε από όλους τούς δικούς του, αποκτούσε ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον. Τι πεδίο επιστημονικών παρατηρήσεων! Και όπως μου φαινότανε πώς με παρατηρούσε, μέσα στα σπλάχνα μου, ομολόγησα την αλήθεια.

—Δεν έφαγα μανιτάρια.

—Γιατί;

Κι αυτό το «γιατί» που το’πε πολύ γρήγορα, ήταν απίθανο κι ορκίζομαι πως είχε ένα τόνο επιτιμητικό.

Και όπως επαναλάμβανε: «Γιατί; Γιατί;» προτίμησα να τα ομολογήσω όλα. Αφηγήθηκα το έγκλημά μου και ανέφερα το είδος της τιμωρίας μου.

Η ιστορία γρήγορα διαδόθηκε στο χωριό και σας αφήνω να μαντεύσετε τι είδους σχόλια δημιούργησε.

Την ημέρα της κηδείας ακολουθώντας αυτά τα έντεκα φέρετρα, με το κεφάλι χάμω και τα μάτια ξερά, διερωτόμουνα εάν το γεγονός ότι είχα σωθεί ως εκ θαύματος, δεν με έκανε κάπως υπεύθυνο για όλους αυτούς τούς θανάτους, την ώρα μάλιστα πού άκουγα πίσω από την πλάτη μου να μουρμουρίζουν.

—Ξέρετε γιατί ό μικρός δεν πέθανε;… Γιατί έκλεψε.

Ναι, ζούσα γιατί είχα κλέψει. Από αυτό έβγαινε το συμπέρασμα ότι οι άλλοι είχαν πεθάνει γιατί ήταν τίμιοι… Και κείνο το βράδυ, την ώρα που είχα πέσει στο κρεβάτι μου μόνος μέσα σ’ ένα έρημο σπίτι, απέκτησα για τη δικαιοσύνη και για την κλεψιά μια γνώμη, πού ίσως είναι παράδοξη, αλλά που σαράντα χρόνια ζωής δεν στάθηκαν ικανά να μου την αλλάξουν.

le roman dun tricheurH ταινία που γυρίστηκε με βάση το βιβλίο του Γκιτρί, με σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή τον ίδιο, στην εποχή  της απέσπασε ανάμικτες κριτικές αλλά σήμερα θεωρείται κλασική και περιλαμβάνεται σε κάποιους από τους καταλόγους των «100 καλύτερων». Εδώ βλέπουμε την  αφίσα της ταινίας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *