cf84ceb1 ceb2ceb1cf84cf8ccebccebfcf85cf81ceb1 cf80cebfcf85 cebc ceb1cf81ceadcf83cebfcf85cebd

vatomouraΣτις πεζοπορίες που κάνω αυτές τις μέρες, εδώ στην Εσπερία, αργώ περισσότερο από το συνηθισμένο, όχι (μόνο) επειδή έχει ζέστη κι επειδή περνάν τα χρόνια κι έτσι το τέμπο χαλαρώνει, αλλά και διότι κάθε τόσο το μάτι μου εντοπίζει βατόμουρα, οπότε σταματάω, απλώνω το χέρι και τα τσακίζω αλύπητα. Μου αρέσουν πολύ και δεν μπορώ ν’ αντισταθώ.

Βρίσκω και δαμασκηνιές στο δρόμο μου, κι αμπέλια επίσης, αλλά τα δαμάσκηνα και τα σταφύλια, εκτός του οτι ανήκουνε σε κάποιον, τα βρίσκω και στο μανάβικο, ενώ τα βατόμουρα είναι δώρο της φύσης στον πεζοπόρο.

Χρωστάω λοιπόν να τους ανταποδώσω το σημερινό άρθρο, στο οποίο βέβαια θ’ αντλήσω υλικό από ένα παλιότερο άρθρο που είχα βάλει εδώ πριν από έξι χρόνια, εκείνο αφιερωμένο σε όλα τα μουροειδή φρούτα.

Εννοώ τα μούρα, βατόμουρα, φραγκοστάφυλα, σμέουρα, μύρτιλλα και όλα τα άλλα μικρούλια φρούτα του δάσους, τα οποία στα αγγλικά λέγονται συλλογικά berries, διότι τα περισσότερα έχουν τη λέξη αυτή ως β’ συνθετικό: raspberry, blackberry, blueberry κτλ. Στα ελληνικά δεν ξέρω αν έχουμε στανταρισμένη απόδοση ή αν τα λέμε «μουροειδή». Βρίσκω στα λεξικά ότι το berry το λέμε μώρον, αλλά δεν πρέπει να έχει επικρατήσει αυτή η απόδοση, ίσως επειδή φοβόμαστε μη μας πέσει ο τόνος. Καμιά φορά εγώ συλλογικά τα λέω «μπέρια», και μου αρέσουν όλα εκτός απ’ τον Λαυρέντη.

Αλλά σήμερα θα μιλήσουμε για τα βατόμουρα.

Τα βατόμουρα είναι καρποί διάφορων βάτων του γένους rubus, ιδίως του είδους rubus fructicosus, αν και η ταξινόμηση των καρπών αυτών είναι περίπλοκη υπόθεση.

Βατόμουρα μάζευαν οι άνθρωποι από τα πολύ παλιά χρόνια· στον ελλαδικό χώρο, σπόροι από βατόμουρα έχουν βρεθεί στον νεολιθικό οικισμό της Λέρνας. Συνέχισαν να καταναλώνονται, χωρίς να καλλιεργηθούν συστηματικά. Στην αρχαιότητα, τα έλεγαν βάτινα, δηλαδή καρπό του βάτου: τον των βάτων καρπόν ονομάζουσιν οι παρ’ ημίν άνθρωποι βάτινα, έλεγε ο Γαληνός, που παρατηρούσε ότι τα βατόμουρα είναι πιο στυφά από τα μούρα: έστι δε στυπτικώτερα τα βάτινα των μόρων, κάν πολλά τις αυτά προσενέγκηται, κεφαλαλγήσει. Αυτό το σύμπτωμα δεν το έχω παρατηρήσει παρόλο που τα τιμώ δεόντως.

Από τα βατινόμουρα τα βατόμουρα, ενώ από εκεί και η λαϊκή ονομασία βάτσινα ή βάτσουνα (στην Κρήτη). Τα βάτσινα τα βρίσκουμε στον κοπρολόγο Σπανό: Ανοίξω το στόμα σου και βάλω τρία δαμάσκατα και προύνον και βάτσινον και αγελάδας πορδήν».

Όσο ζούσαμε κοντά στη φύση, τα βατόμουρα ήταν ένα πρόχειρο τσιμπολόγημα. «Τα βάτα τα βατόμουρα, η πίτα της γειτόνισσας, τα πέντε σταχτοκούλουρα πάψαν τους πόνους της κοιλιάς», λέει ένας παροιμιόμυθος, για το πώς η παπαδιά ξεγέλασε την πείνα της προκειμένου να μη φανεί πεινασμένη μπροστά στον παπά. Αλλά και η ποίηση έχει χρησιμοποιήσει τα βατόμουρα, όπως στο δίστιχο του Απ. Μελαχρινού:

Kαι πήε να μάσει σ’ άλλη στράτα
μόρικα βάτσινα στα βάτα.

Μόρικα σημαίνει στο χρώμα του μούρου, βαθύ μοβ.

Όμως το πιο συχνό, εκεί που περπατάω, μου έρχεται στο νου το ποίημα που τους έχει αφιερώσει ο Γιώργος Κοτζιούλας, ο οποίος αποκαλεί τα βατόμουρα με το ηπειρώτικό τους όνομα, αμούρες:

ΑΦΕΛΕΙΑ

Όποτε μου καπνίσει, εκεί που πάω στη στράτα,
για κάνα ορεχτικό στης εξοχής τα μέρη,
φτάνει να ιδώ και δίχως άλλο χασομέρι,
γλιστρώ καθώς ο τρυποφράχτος μες στα βάτα.

Περνώντας από κει για τη δουλειά οι χωριάτες
αργούν το βήμα και κοιτάν με περιέργεια,
που γρατσουνίζω κιόλας κάποτε τα χέρια,
γραμματιζούμενος, σου λέει, και με γραβάτες.

Εγώ, ένας κύριος ευγενής από την πόλη,
να τρώω αμούρες! τι παράξενο κι ετούτο,
σα να μην είχα ιδεί ποτέ μου τέτοιο φρούτο
που βγαίνει δίχως κέντρωμα ούτε περιβόλι.

Μα δεν το κάνω αυτό, αδερφέ μου, εγώ γι’ αστεία,
παρά γιατί μου αρέσει απ’ τα μικρά μου χρόνια,
μήτ’ άλλαξα επειδή γυρνούσα στην Ομόνοια.
Δε γούσταρα ποτέ τα ζαχαροπλαστεία.

Ενδιαφέρον είναι ότι σαν αποκορύφωμα του εξευγενισμού της μεγαλούπολης αναφέρει τα ζαχαροπλαστεία. Αλλά έχει κι άλλες αναφορές στις «αμούρες» ο βασανισμένος ποιητής που σαν προχτές έφυγε από τη ζωή στα 47 του χρόνια, ας πούμε:

ΕΝΑΣ ΣΚΟΤΩΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ

Χινόπωρο ήτανε, καιρός που βγαίνουν οι αμούρες,
κι εσύ, αδερφέ μου, διάλεξες μια λαγκαδιά να μείνεις.
Έγειρες έτσι ανάσκελα και τη λιακάδα πίνεις,
ενώ από πάνου τα πουλιά σου κάνουν χαιρετούρες.
….

Κι ο Γιάννης Ρίτσος έχει πολλούς στίχους με τα βαρόμουρα: Μαύρα, γλυκά βατόμουρα τρυγώ, κι έχω στη γλώσσα της χαράς τη γέψη.

Στα αγγλικά, το βατόμουρο λέγεται blackberry, λέξη που χρησιμοποιήθηκε και για την πολύ διαδεδομένη συσκευή κινητής επικοινωνίας.

Επίσης, υπάρχουν τα βραβεία που απονέμονται κάθε χρόνο στη χειρότερη ταινία της χρονιάς (κάτι σαν αντίθετο του Όσκαρ), που λέγονται Χρυσά Βατόμουρα· πρόκειται για ανακριβή μετάφραση που όμως έχει καθιερωθεί, ίσως επειδή στα μέρη μας είναι πιο γνωστά τα βατόμουρα. Ο αγγλικός τίτλος της παρωδιακής τελετής είναι Golden Raspberries, που είναι άλλο φρούτο, όχι τα βατόμουρα μα τα σμέουρα.

Όπως λέει κι ο Κοτζιούλας στο ποίημα, τα βατόμουρα βγαίνουν «δίχως κέντρωμα και δίχως περιβόλι» -είναι αυτοφυή και δεν καλλιεργούνται. Στα σουπερμάρκετ της Εσπερίας βλέπω διάφορα μπέρια, αλλά βατόμουρα δεν έχω δει ποτέ. Σε ελληνικό σουπερμάρκετ νομίζω πως είχα πετύχει, μια φορά, συσκευασμένα βατόμουρα, εκτός αν θυμαμαι λάθος -πάντως, σχεδόν πάντα, τα βατόμουρα, περισσότερο κι από τα κούμαρα, δεν έχουν ενταχθεί στο οικονομικό κύκλωμα. Μας πάνε πίσω, στα πανάρχαια χρόνια που ήμασταν τροφοσυλλέκτες. Ίσως γι’ αυτό να μ’ αρέσουν.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *