cf83cf84cebf ceb3cebaceadcf81cebbceb9cf84cf82

Πριν από μερικές μέρες πήγα ένα μικρό ταξίδι (4 διανυκτερεύσεις) στην ανατολική Γερμανία. Έμεινα στη Δρέσδη, στη Λειψία (ή Λιψία) και στο Γκέρλιτς, μια πόλη πολύ μικρότερη από τις άλλες δύο, που μάλιστα βρίσκεται στην άκρη της Γερμανίας, ακριβώς στα σύνορα με την Πολωνία. Ο λόγος που διάλεξα αυτή τη μικρή πόλη είναι επειδή συνδέεται με την Ελλάδα και με την ελληνική ιστορία. Ήξερα και είχα διαβάσει γι’ αυτήν και ήθελα να την επισκεφτώ.

Και πέρυσι είχα σχεδιάσει αυτό το ταξίδι, σε ένα ανάλογο τετραήμερο, αλλά τότε η πρόγνωση του καιρού με αποθάρρυνε· βλέποντας το μετεωρολογικό δελτίο, δυο μέρες πριν, να προμηνύει συνεχώς βροχή στην περιοχή, άλλαξα σχέδια και τελικά ταξίδεψα στη Βρετάνη, στη Ρεν. Τώρα όμως δεν  είχα τέτοια εναλλακτική: για το διάστημα 12-16 Μαΐου σε όλους τους εναλλακτικούς προορισμούς ο καιρός προβλεπόταν εξίσου βροχερός· το μόνο μέρος που έδινε υπόσχεση  αδιατάρακτης ηλιοφάνειας ήταν το Κάουνας, που θέλω κάποτε να το επισκεφτώ, αλλά έπεφτε μακριά για ένα ταξίδι με αυτοκίνητο (κάπου στα 1700 χιλιόμετρα απόσταση από το Λουξεμβούργο).

Κι έτσι αποφάσισα να τηρήσω το αρχικό μου σχέδιο, ελπίζοντας ότι θα επαληθευτεί ένας εμπειρικός κανόνας, που λέει πως όταν πας επί τόπου ο καιρός είναι συνήθως καλύτερος από την  πρόγνωση του δελτίου. Κι έτσι ετοιμάστηκα και, πράγματι, την παραμονή της αναχώρησής  μου η  πρόγνωση μετατράπηκε από «βροχερός» σε «μερικώς νεφελώδης» και τελικά ο εμπειρικός κανόνας επαληθεύτηκε. Βέβαια, μόνο δύο μέρες από τις  πέντε του ταξιδιού ήταν εντελώς  άβροχες, αλλά, με μια εξαίρεση  την προτελευταία μέρα, οι βροχές ήταν λιγοστές και ανώδυνες.

Το Γκέρλιτς συνδέθηκε με την ελληνική ιστορία το 1916. Μαινόταν ο Μεγάλος Πόλεμος, που αργότερα ονομάστηκε Πρώτος Παγκόσμιος, η Ελλάδα ήταν ουδέτερη, ο Βενιζέλος, που ήθελε την κάθοδο με το μέρος  της  Αντάντ, είχε εξωθηθεί από τον βασιλέα Κωνσταντίνο σε παραίτηση, και η ελληνική κυβέρνηση επέτρεψε την κάθοδο γερμανοβουλγαρικών στρατευμάτων  στη Μακεδονία και παρέδωσε τα οχυρά του Ρούπελ. Αρχίζει η βουλγαρική κατοχή της Ανατολικής  Μακεδονίας. Το  Δ’ Σώμα Στρατού έχει αυστηρές διαταγές από την Αθήνα να μην προβάλει αντίσταση στους Βουλγάρους και να μην υπερασπίσει την πόλη της Καβάλας. Ο συνταγματάρχης Ιωάννης Χατζόπουλος, μπροστά στο αδιέξοδο, καθώς δεν ήθελε να παραδώσει το Σώμα του στους Βουλγάρους αλλά είχε ρητή εντολή να μην αντισταθεί, προτείνει στους Γερμανούς να μεταφερθεί όλο το Δ’ Σώμα Στρατού στη Γερμανία και να φιλοξενηθεί εκεί με εγγύηση των γερμανικών αρχών. Αυτό το ήθελαν και οι Γερμανοί, διότι έτσι απέφευγαν το ενδεχόμενο να ενταχθούν οι δυνάμεις αυτές στον στρατό της Αντάντ που βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη.

Έτσι και έγινε. Οι Γερμανοί επέλεξαν για τόπο αυτής της ιδιότυπης φιλοξενίας το Γκέρλιτς, μια ήσυχη πόλη της Σιλεσίας, που τη διάσχιζε ο ποταμός Νάισε. Μιλάμε για το 1916, όταν η Γερμανική Αυτοκρατορία συνόρευε με τη Ρωσική Αυτοκρατορία, δεν υπήρχε πολωνικό κράτος ούτε βαλτικές χώρες. Σήμερα το Γκέρλιτς είναι μεθοριακή πόλη, αλλά τότε απείχε κάπου 800 χιλιόμετρα από τα σύνορα.

Με δέκα αμαξοστοιχίες, το Δ’ Σώμα Στρατού μεταφέρθηκε από τη Δράμα στη Σιλεσία: 6100 στρατιώτες,  400+ αξιωματικοί, 600 χωροφύλακες και 90 γυναίκες, σύζυγοι αξιωματικών. Στο Γκέρλιτς οι Έλληνες στρατιώτες καταυλίστηκαν σε ένα πρώην στρατόπεδο Ρώσων αιχμαλώτων, που είχε αδειάσει, στις ανατολικές παρυφές της πόλης, ενώ βέβαια οι αξιωματικοί νοίκιασαν σπίτια στην πόλη, καθώς συνέχισαν να μισθοδοτούνται από τη Γερμανία. Ήταν αιχμάλωτοι και φιλοξενούμενοι μαζί, σε ένα ιδιότυπο καθεστώς. Οι αξιωματικοί ήταν ως επί το πλείστον βασιλόφρονες, αφού οι περισσότεροι βενιζελικοί, τους μήνες που είχαν προηγηθεί, είχαν φυγαδευτεί μέσω Θάσου στη Θεσσαλονίκη και είχαν ενταχθεί στον στρατό της Εθνικής Άμυνας.

Ανάμεσα στους χιλιάδες του Γκέρλιτς ήταν και ο λογοτέχνης  Βασίλης Ρώτας, ο μετέπειτα μεταφραστής του Σέξπιρ, όπως και ο ποιητής Λέων Κουκούλας, ο ηθοποιός Βασίλης Αργυρόπουλος και ο ζωγράφος Παύλος Ροδοκανάκης. Όπως ήταν πάγια τακτική των Γερμανών με τους αιχμαλώτους του πολέμου, γερμανικά επιστημονικά σωματεία αξιοποίησαν την παρουσία των Ελλήνων στο Γκέρλιτς και έκαναν ηχογραφήσεις που αποτελούν σήμερα πολύτιμα  ντοκουμέντα καθώς διασώζουν προφορικό λόγο σε ελληνικές διαλέκτους αλλά και τραγούδια, ανάμεσά τους και μια από τις παλιότερες (ή ίσως την παλιότερη) ηχογράφηση  με μπουζούκι. Παίζει μπουζούκι ο Κώστας Καλαμάρας από τη Σύρα και τραγουδάει ο Απόστολος Παπαδιαμάντης (1894-1989), δευτερότοκος γιος του Γεωργίου Παπαδιαμάντη, δηλαδή ανιψιός του Αλέξανδρου.

Από τον Νοέμβριο του 1916 άρχισε να εκδίδεται και ελληνική εφημερίδα, τα Νέα του Görlitz, σε τετρασέλιδο. Βέβαια, το μεγάλο μέρος της ύλης  της ήταν μεταφρασμένες  πολεμικές ειδήσεις από τα διάφορα μέτωπα, ενώ μετά την ανατροπή του Κωνσταντίνου υπάρχουν και αναφορές για την τύχη του. Σπάνια είναι τα χρονογραφήματα ή άλλα λογοτεχνήματα ενώ δεν λείπουν οι μικρές αγγελίες ή  οι διαφημίσεις, κυρίως για ανταλλακτήρια νομισμάτων ή εστιατόρια με ελληνική μουσική (αργότερα εμφανίζεται και το ελληνικόν ζυθεστιατόριον Drei Raben, Τρία κοράκια).

neagerl

Μετά την ανατροπή του Κωνσταντίνου και την επανένωση της Ελλάδας, το καλοκαίρι του 1917, και την έξοδο στον πόλεμο με το μέρος της Αντάντ, η θέση των Ελλήνων του Γκέρλιτς δυσκόλεψε. Η ελληνική εφημερίδα σταμάτησε  να εκδίδεται στα τέλη του 1917 (τελευταίο φύλλο 351, 16/29 Δεκεμβρίου 1917) και εκδιδόταν πλέον μία κεντρική εφημερίδα στο Βερολίνο, συνολικά για τους Έλληνες της Γερμανίας. Με την ανακωχή,  τον Νοέμβριο του 1918, οι βασιλόφρονες αξιωματικοί δεν ήθελαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα φοβούμενοι αντίποινα. Έγινε εξέγερση των φαντάρων, μαζί με τους Σπαρτακιστές,  που καταπνίγηκε. Αρκετές εκατοντάδες στρατιώτες μέσα στο γενικό χάος έφυγαν και επέστρεψαν με τα πόδια στην Ελλάδα. Οι άλλοι επέστρεψαν συντεταγμένοι αργότερα.

Αρκετοί πάντως έμειναν στο Γκέρλιτς, αφού είχαν παντρευτεί Γερμανίδες και είχαν αποκτήσει οικογένεια εκεί. (Κάποιες ελληνογερμανικές οικογένειες προτίμησαν αργότερα να μετεγκατασταθούν στην Ελλάδα). Και σήμερα υπάρχουν κάπου 40 κάτοικοι της πόλης με ελληνική ρίζα, ένας από αυτούς δημοτικός σύμβουλος. Περισσότερα για την ιστορία αυτή μπορείτε να βρείτε στο βιβλίο του ιστορικού Γεράσιμου Αλεξάτου Οι  Έλληνες του Γκέρλιτς ή στο παρακάτω ντοκιμαντέρ που είχε την καλοσύνη να μας παραθέσει τις προάλλες ο φίλος μας ο Στάζιμπο:

Υπάρχει επίσης ένα κόμικ (ή κόμικς  ή κόμιξ; δεν έχω αποφασίσει) του Θανάση Πέτρου «Οι όμηροι του Γκαίρλιτς» που αφηγείται την ιστορία από τη σκοπιά των απλών φαντάρων -που μάλιστα ένας  από αυτούς στο τέλος μένει στη Γερμανία, παντρεμένος  με Γερμανίδα. Νομίζω ότι δίνει καλά τη γενική ιστορία και οι πινελιές του από την καθημερινότητα της ζωής είναι πειστικές, όπως και οι αναφορές στις στερήσεις που περνούσαν -διότι, βέβαια, πόλεμος γινόταν  και αυτό είχε αντίκτυπο στον εφοδιασμό τους.

Πολλοί πέθαναν από φυματίωση, άλλοι από τις απαρχές της ισπανικής γρίπης ή από άλλες αιτίες. Πήγα στο νεκροταφείο της πόλης για να βρω τους τάφους των Ελλήνων. Είναι σε ένα μικρό τμήμα, στην περιοχή Ε22 του νέου νεκροταφείου, προς τα βορειοανατολικά του. (Μην κάνω τον έξυπνο: παρά τις οδηγίες μιας φίλης, που είχε πάει λίγες μέρες πρωτύτερα, ρώτησα έναν Γερμανό για να το βρω).

Εξάλλου, δεν υπάρχουν πια οι τάφοι των Ελλήνων, αλλά μόνο ένα γρανιτένιο κενοτάφιο με τα ονόματά τους και εφτά μόνο μνήματα, του Ιωάννη Χατζόπουλου, του διοικητή του Δ’ Σ.Σ., που πέθανε στο Γκέρλιτς από εγκεφαλική συμφόρηση, και άλλων έξι αξιωματικών. Τα οστά των άλλων νεκρών ξεθάφτηκαν όταν πέρασε η περίοδος ενταφιασμού, λέει μια πινακίδα.

Τράβηξα κι ένα βίντεο -αν και για κάποιο λόγο η φωνή μου κόβεται στη  μέση. Τα έχουν αυτά οι ζωντανές μεταδόσεις.

Το Γκέρλιτς, όπως θα είδατε ίσως και από τα στιγμιότυπα του ντοκιμαντέρ, είναι όμορφη πόλη. Διάβασα ότι δεν έπαθε ζημιές στον δεύτερο πόλεμο. Το ιστορικό του κέντρο είναι καλοδιατηρημένο, με αρκετά μνημεία και με στενά δρομάκια και περάσματα. Μια ιδιαιτερότητα της πόλης είναι ότι πολλές από τις πινακίδες στον δρόμο είναι μεν δίγλωσσες αλλά η δεύτερη γλώσσα δεν  είναι τα  αγγλικά παρά τα πολωνικά, αφού η Πολωνία βρίσκεται απέναντι, μετά το ποτάμι.

greckiΤο ανατολικό τμήμα του παλιού Γκέρλιτς, πέρα από τον Νάισε, όπου βρισκόταν και το στρατόπεδο των Ελλήνων, ανήκει σήμερα στην Πολωνία και λέγεται Zgorzelec, που προφέρεται Ζγκοζέλετς (το δεύτερο ζ παχύ). Το Ζγκοζέλετς είναι λιγότερο όμορφο από το Γκέρλιτς, αν και μια πόλη με ποτάμι δεν μπορεί να είναι άσκημη. Όπως και άλλες πόλεις σε ανάλογη προνομιακή θέση, είναι γεμάτο μαγαζιά που πουλάνε τσιγάρα και ποτά, που είναι φτηνότερα,  το ίδιο και η βενζίνη, κι έτσι έχει πολλά βενζινάδικα -ίδια κατάσταση με το Λουξεμβούργο, θα έλεγε κανείς.

Οι δυο πόλεις  είναι αδελφοποιημένες και δίδυμες και υπάρχουν δυο γέφυρες που τις ενώνουν, σε σχετικά μικρή απόσταση -φυσικά τις διάβηκα και τις δύο, μου αρέσει να  διαβαίνω σύνορα με τα πόδια.

Έχει όμως και το Ζγκοζέλετς ελληνικό ενδιαφέρον.

Μετά τον εμφύλιο πόλεμο, εδώ εγκαταστάθηκαν χιλιάδες Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες. Σε ανάμνηση της παρουσίας τους, ο παραποτάμιος δρόμος ονομάζεται Bulwar Grecki, Βουλεβάρτο των Ελλήνων, ενώ ο φίλος μας ο Στάζιμπος μας είπε ότι ένας γιος  πολιτικών προσφύγων είναι γνωστός τραγουδιστής στην Πολωνία. Bλέπω όμως ότι και ο μουσικός Milo Kurtis (Δημήτρης Κούρτης) είναι παιδί προσφύγων.

Την επόμενη μέρα, επωφελήθηκα από τη γειτνίαση με Πολωνία και Τσεχία και πήγα και στο τριεθνές, γιατί έχω μια εμμονή με τα τριεθνή σημεία. Πολωνία και Τσεχία χωρίζονται από ένα ρυάκι, ενώ το σύνορο με τη Γερμανία είναι ο ποταμός Νάισε. Αφησα  το αμάξι στην Τσεχία, περπάτησα μέσα στο δάσος (έχουν  ξύλινο διάδρομο διότι το έδαφος είναι  βαρικό και γεμίζει νερά) μέχρι το ποτάμι, μπήκα στην Πολωνία, και καναδυό χιλιόμετρα πιο πέρα έφτασα στη γέφυρα που οδηγεί στη  Γερμανία (στο Τσιτάου, Zittau), και μετά πίσω μέσω Πολωνίας στην Τσεχία, τρεις χώρες σε λιγότερο από μια ώρα.

Εκτός από τη (μπαρόκ, μνημειακή) Δρέσδη και τη Λιψία, όπου διανυκτέρευσα, έκανα σύντομες στάσεις στην Ερφούρτη και τη Βαϊμάρη, που και οι δυο με έκαναν να θέλω να ξαναπάω για περισσότερο. Να δούμε αν θα αξιωθώ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *