cf83cf84ceafcf87cebfceb9 cf84cebfcf85 ceb3ceb9cebfcf85 cebccebdceaecebcceb7 ceb3ceb9cf8ecf81ceb3cebfcf85 cebaceb1ceb9 cebacf8ecf83cf84

Στις 29 Αυγούστου 1956 πέθανε πρόωρα, με την υγεία του κλονισμένη  από τη φυματίωση  κι απ’το κακοπληρωμένο  μεταφραστικό μαγγανοπήγαδο, ο αγαπημένος μου ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας (1909-1956).

kotz2Τραγική σύμπτωση, αφού μαθαίνω από την Αθηνά Βογιατζόγλου ότι προχτές έφυγε  από τη ζωή ο γιος του, ο φιλόλογος Κώστας Κοτζιούλας (1951-2023). Ο Κώστας, γερός φιλόλογος,  κι αυτός ταλαιπωρημένος από  χρόνια προβλήματα υγείας, είχε αφιερώσει όλη του την  ενεργητικότητα έως  και την  τελευταία ικμάδα του στη  διάσωση και τη διάδοση του έργου του πατέρα του. Τα τελευταία δέκα χρόνια εξέδωσε ή επανεξέδωσε πάνω από 10 βιβλία με έργα του πατέρα του (δείτε εδώ), συχνά με επιμέλεια  δική του ή της Σωτηρίας  Μελετίου, της  συζύγου του. (Έχουμε παρουσιάσει εδώ την Πικρή ζωή και το Με τον κόμπο στο λαιμό).

Τον γνώρισα γύρω στο 2008, τότε που άρχισα να βγάζω στο Διαδίκτυο έργα του Κοτζιούλα και να ασχολούμαι με τον ποιητή και το έργο του. Στις συζητήσεις που είχαμε, πιο πολύ τηλεφωνικές τα τελευταία χρόνια, με εντυπωσίαζε το πόσο αναλυτικά ήξερε τη ζωή του πατέρα του,  ενώ μόνιμα επανερχόταν  η αγωνία του ότι δεν  θα προλάβει να  εκδώσει όλο το πατρικό έργο. Πολλές φορές τηλεφωνούσε, όλο χαρά, όταν είχε ανακαλύψει ένα άγνωστο κείμενο του Κοτζιούλα ή όταν από δεύτερη πηγή είχε καταφέρει να ξεδιαλύνει κάποια λεπτομέρεια της ζωής του.

Πολλές, πολύωρες συζητήσεις είχαμε κάνει τον καιρό που έκανα την επιμέλεια των Ημερολογίων του Γ. Κοτζιούλα, ένα έργο που δυστυχώς δεν πρόλαβε  να  το δει τυπωμένο, αφού δεν  έχει ακόμα εκδοθεί. Είχα επίσης τη χαρά να  συμμετάσχω μαζί του σε μερικές εκδηλώσεις  για  τον  Κοτζιούλα. Ας δούμε εδώ  τον Κώστα Κοτζιούλα να  απαγγέλλει ποίημα του πατέρα του.

Ο Κώστας Κοτζιούλας γεννήθηκε τον  Νοέμβριο του 1951. Δεν πρόλαβε να χαρεί τον  πατέρα του, αφού τον  έχασε πριν κλείσει τα πέντε του χρόνια -η  φωτογραφία είναι του 1956. Ο πατέρας έχει  γράψει πολλά για τον ξανθό άγγελο που ομόρφυνε τη ζωή  του, και στα Άπαντά του (που δεν  είναι  πλήρη, κι  ο Κώστας ήθελε να μου αναθέσει να εκδώσω τα Παραλειπόμενα ποιήματα) υπάρχει ειδική ενότητα Στίχοι του γιου, πολύ χαριτωμένα παιδικά ποιήματα,  που θα τα παραθέσω σήμερα, στη μνήμη του πατέρα και του γιου.

Τα 14 ποιήματα της ενότητας ξεχειλίζουν από την αγάπη του πατέρα για τον γιο. Όπως  έκανε  σε όλη του τη ζωή, ο Κοτζιούλας αυτοβιογραφείται ποιητικά, απαθανατίζοντας επεισόδια της παιδικής ηλικίας, με αγάπη και απλότητα αλλά και με χιούμορ, όπως εκεί που παραλληλίζει την ένεση με τη θυσία του Αβραάμ.

Προτάσσω το ποίημα «Στο παιδί μου», γραμμένο το 1954 και δημοσιευμένο μετά τον θάνατο του ποιητή, το 1957, στο περιοδικό «Ο Παν»

ΣΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ

Χρυσάχτιδο κεφάλι
που μοιάζεις μ’ ήλιου θώρι,
στάσου, ακριβό μου αγόρι,
να σε κοιτάξω πάλι.

Στο φτωχικό μας τόσο
πώς βρέθηκες μετάξι!
Ποια μοίρα το ‘χε τάξει;
μα σκιάζομαι ν’ απλώσω.

Να σε κοιτάζω μόνο
μου φτάνει από την άκρη
χύνοντας ένα δάκρυ
και να σε καμαρώνω.

Τώρα που, γιε μου, σ’ είδα
μπορεί το φως σου ακόμα,
λέω, και στο μαύρο χώμα
να μου ‘στελνε μια αχτίδα.

(1954)

Και η ενότητα «Στίχοι του γιου», δεκατέσσερα ποιήματα για τον  γιο του.

ΣΤΙΧΟΙ ΤΟΥ ΓΙΟΥ

Ι

Πάνω απ’ τη στέρνα σπαθωτό
χαμοπετάει το χελιδόνι
την ώρ’ αυτή που σουρουπώνει.
Κάθομαι δω να το κοιτώ.

Κι είν’ η καρδιά μου χαρωπή
με τα παιδάκια που τριγύρω
παίζουν, στον κύκλο ενός ονείρου
που με τη νύχτα θα κοπεί.

Λείπει ο δικός μου ο λατρευτός,
που λαχταράει για τη δραμπάλα·
του χρόνου θα γενεί σαν τ’ άλλα
να δραμπαλίζεται κι αυτός.

ΙΙ

Τούτος είν’ ο σέρσιγκας,   [κάποιο έντομο είναι αυτό]
πρώτος χασομέρης·
κυνηγάει τις μέλισσες,
γιε μου, για να ξέρεις.

Μπαίνει πολεμόχαρος,
δίχως να του φταίγει
τίποτε, βουίζοντας
κάτου από τη στέγη.

Μη φοβάσαι: αν ήθελα,
του ’κοβα τη μέση·
μα άσ’ τον να βουρλίζεται,
μια π’ αυτό του αρέσει.

Τέτοιους ξεφυσιάρηδες
μην τους λογαριάζει
κείνος πόχει στόχαση,
μόνο ας κάνει χάζι.

ΙΙΙ

Χρυσομάλλη, σγουροτρίχη,
που ήσουν η δικιά μας τύχη,
πώς δεν το ‘χαμε απεικάσει
τι βλυσίδια κρύβει η πλάση. [Βλυσίδι: κρυμμένος θησαυρός]

Τέτοιες μπούκλες, τέτοιο θώρι
μόνο αγγελουδιών μαστόροι
ξέραν κι έβαναν σε εικόνες
προσκυνούμενες εικόνες.

Σάμπως ευλογία ουράνια,
τρέχει, παίζει όλο ζωντάνια,
και χαρούμενο όταν κράζει,
δείχνει δόντια όλο χαλάζι.

Γέλα, θησαυρέ μας, γέλα,
με την άσπρη σου μπροστέλα,
που η ματιά σου λες και κλείνει
κάποιας λίμνης τη γαλήνη.

IV

Χωρίζει δε χωρίζει λόγο
κι έμαθε να με κράζει Γώγο.
Άνοιξε το γλυκό σου στόμα
και ματαπές το ακόμα.

Για τον πατέρα δε θα γίνει
μέρα καλύτερη από κείνη
που του μονάκριβου τα χείλια
πρωτολαλήσουν —τρίλια

Μίλα, καλό μου, ξαναμίλα,
ώ ανθέ μου, απ’ της καρδιάς
τα φύλλα· πάει του γονιού σου το φαρμάκι,
πασίχαρο πουλάκι.

V

Μη στο δρόμο βγαίνεις, μη,
πριν διαβεί η κακιά συρμή:
κόκκινη και καρκαλιάς,
των παιδιών σωστός μπελιάς.

Σ’ έχουμε ένα μοναχό,
και για σε ψυχομαχώ,
καρδιοσώνεται κι αυτή,
που στα χέρια σε κρατεί.

Ξέχασ’ την τη γειτονιά
τώρα που ’ναι χειμωνιά.
Κοίτα, σου ‘φερα πουλί
π’ άμα το φυσάς λαλεί.

Έλα κι άλλο κατιτί
να σου δώσω στο χαρτί·
κάν’ τα πόδια σου σκαλιά
για να ρθεις στην αγκαλιά.

VI

Απ’ τον ύπνο το βαθύ
μόλις το πρωί βρεθεί
με τα μάτια του ανοιχτά,
τη Χριστίνα αποζητά.

Κι όλη μέρα την καλεί
για παιγνίδια στην αυλή
τη Χριστίνα πάλι αυτός,
όσο μένει ξυπνητός.

Μα η Χριστίνα είναι κακή,
που δε στέκει πάντα εκεί,
μόνο πάει και στο σκολειό,
και δε φαίνετ’ άλλο πλιο.

Γράμματα με το στανιό
μη μαθαίνεις, Χριστινιώ.
Μια που θέλεις και μπορείς,
παίξτε αντάμα ολημερίς.

VII

Είσαι σαν τον ουρανό,
π’ αν στην άκρη του έν’ αχνό
σύγνεφο προβάλει,
ξαστερώνει πάλι.

Γινατώνεις, μα η οργή
να περάσει δεν αργεί·
σου γελάει το μάτι
κιόλας μ’ ένα κάτι.

Ήλιε μου, πού να φανείς
άργησες μεσουρανίς
φέγγε μου ως τα τέλη
κι άλλο δε με μέλει.

VIII

Τι μπαλόνια φουσκωτά
π’ ο μικρούλης μας κρατά.
Τα ‘χει με κλωστή δεμένα,
μα ξεφεύγει και κανένα.

Του γλιστρούν εδώ κι εκεί
σαν αρνάκια στη βοσκή.
Τρέχει πίσω τους με βιάση
κι ο βοσκός να τα προφτάσει.

Τ’ αγεράκι που φυσά να,
του πήρε τα μισά.
Φύγαν όλα τους και πάνε,
τα ‘χασες, μικρέ τσοπάνε!

Ξαναμμένος για καλά
να σταθούν τα προσκαλά.
Μπουμ! ακούεται στον αέρα.
Έσκασ’ ένα απ’ τη φοβέρα.

IX

«Ατό φοβάται…» λέει και δείχνει την εικόνα
ζωγραφιστή κατάρα αφορεσμένου αιώνα.
«Ατό φοβάται…» ξαναλέει τ’ αθώο πουλί
που μόλις κοίταξε του κόπηκε η χολή.

Συρμένος μπρούμυτα ένας πάνοπλος στρατιώτης
παραφυλάει, καθώς όχεντρα τον οχτρό της,
με μάτια κάτω από το κράνος λαμπερά
και με του ντουφεκιού την κάνη αριστερά.

Στην ήσυχη φωλιά, στ’ απάγγειο τούτο, γιε μου,
σ’ έφτασε ο δρόλαπας του απόμακρου πολέμου
κι ό,τι δεν σώνει ο λογισμός π’ αντιχτυπά
τ’ απείκασε η καρδούλα και φτεροκοπά.                             [το κατάλαβε]

Γενιές χιλιάδες διάβηκαν από την πλάση,
μα αυτό που ευκιόταν των παιδιώ ο γονιός -να πιάσει
κάν στον καιρό τους, λέω, η ειρήνη- σερπετό,
ζούδι τον κρυφοτρώει το σπόρο ακόμα αυτό.

X

                        —Σου αφήνω γεια,
                        πάω στη γιαγιά!

Μας φεύγει το πουλί
που το χαιρόταν όλοι,
ζωντάνια στην αυλή,
στο ξένο περιβόλι.

Το καρτερούν εκεί
χάδια και κούνια – μπέλια·
θα το ‘χουν οι δικοί
μανάρι μες στ’ αμπέλια.

Θα φάει για προκοπή
χειμωνικά, πεπόνια                  [καρπούζια]
κι ηλιόλουστο τσαμπί,
της γης καλούδια αιώνια.

Καλό είναι χειμαδιό
της μάνας το κονάκι,
να κλείσεις χρόνους δυο
κειπέρα, Κωσταντάκη.

Μόνο όπως τριγυρνά
περίλυπα ο πατέρας,
κοιτάει αλαργινά
στ’ απόσωμα της μέρας.

Φως μου αργητό,
σ’ αποζητώ.

XI

Η καρκάρω μας η κότα
π’ όλο αυγά γεννούσε πρώτα,
τώρα θέλει κλωσσαριά
να γενεί βαριά βαριά.

Βλέποντας τον κανακάρη
που της ξάμωνε όλο χάρη,
ρίχνεται του μουστερή
με τσιμπίδα μυτερή.

Του παλληκαριού του πρώτου
τσίμπησε το δάχτυλό του
και τα κλάματα αρχινά
κείνος, όχι σιγανά.

Πρόσεξε, κυρά κανάβω,
δώρο του παιδιού απ’ τη βάβω:
κάτσε φρόνιμα, γιατί
θα σε δούμε σουβλιστή.

XII

Κει που τον είχαμε πιασμένο απ’ τον αγκώνα
κι άλλος τον βάσταε απ’ τα σκέλη του όχι αγάλια,
για να του μπήξει μες στις σάρκες τη βελόνα
στεγνή γυναίκα με τα ματογυάλια.

Κι αυτός βαριά χτυπιόταν σ’ άνισον αγώνα,
που μαθημένο απ’ των χαδιών την αναγάλλια
τώρα άπονοι γονιοί σε χέρια ανθρωποφόνα
τον είχαν παραδώσει άφταιγο — αρνάκι κάλλια—

μού πέρασε απ’ το νου του Ισαάκ η εικόνα
που βρέθηκε μπροστά σε τσούτσουρο από ξύλα  [ψηλός σωρός]
και στου πατέρα του τη μάχαιρα γυμνή,

καθώς ο πατριάρχης, του Ισραήλ κορώνα,
με μάτι αδάκρυτο, μεστός ανατριχίλα,
ξάμωνε προς τον τρυφερό μονογενή.

XIII

Γύρνα, γύρνα, φτερωτή,
τετραπλούμιστο χαρτί.
Φέρε γύρους να χορτάσει
το παιδί ματιών γιορτάσι.

Σ’ άκρη καλαμιού βαλμένη
να σβουρίζει δεν προφταίνει.
Στο κεφάλι σου αποπάνω
κάνει σαν αεροπλάνο.

Και μας παίρνει, μας ξεβγάνει
να μας πάει μακριά σεργιάνι,
κει στην τέλειωση του κόσμου,
να χαθούμε εγώ κι ο γιος μου.

Τόση δα πνοή απ’ αέρι
το μαντάτο μας θα φέρει.
Γύρνα, γύρνα, φτερωτή,
ρόδα ανεμοκυκλωτή.

XIV

Πιάσαν το προσήλιο οι γάτοι
και το ρίξαν στο ραχάτι,
άσπροι, μαύροι, παρδαλοί,
με τη μάνα την καλή.

Σού τεντώνουν τα ποδάρια
σαν αγάδες στα χορτάρια
και τα μάτια ανοιγοκλειούν:
το φως του ήλιου θ’ αναλυούν.

Κοίτα, γιε μου, τα παιγνίδια
πώς αρχίνησαν πιτήδεια,
σα να ρίχνουν κονταριά,
μα κρατήσου εσύ μακριά.

Μην τους πιάνεις τα μουστάκια,
γιατ’ αυτοί βαστούνε κάκια
κι έχουν νύχια κοφτερά,
μη σου μπουν καμιά φορά.

Ελαφρύ να’ναι το χώμα!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *