Τσαρλς Μπουκόβσκι
Σημειώσεις ενός πορνόγερου
Μετάφραση-Προλεγόμενα:
Γιάννης Λειβαδάς
Εκδόσεις Μεταίχμιο
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
Charles Bukowski: «Σημειώσεις ενός πορνόγερου» (diastixo.gr)
Εναλλακτικός, απρόσμενος, μια ξεχωριστή κατηγορία από
μόνος του ο Μπουκόβσκι με μια γραφή που ξεφεύγει συνειδητά τόσο από τα
στερεοτυπικά δεδομένα αλλά ομοίως και από τον αντίποδά τους, δηλαδή τον underground κόσμο (ό,τι κι αν μπορεί να εννοηθεί πως εμπίπτει σ’
αυτό τον χώρο). Επικριτικός για όλα όσα τον ενοχλούν, χωρίς διακρίσεις,
προκλητικός και συχνά επιθετικός, ωστόσο με μια υπόρρητη τρυφερότητα να
χαρακτηρίζει το έργο του. Μια αιχμηρή ματιά στον κόσμο που τον περιβάλλει, μια
επίσης ανελέητη αυτοσαρκαστική διάθεση, καθώς δεν αφήνει ασχολίαστο ούτε τον
εαυτό του. Όλα περασμένα μέσα από το λεπτό φίλτρο μιας επίσης ανελέητης και
προσεκτικά στοχευμένης χιουμοριστικής διάθεσης.
Ο Τζακ,
λοιπόν, είναι από καλή πάστα. Γνώρισα πάρα πολλούς διανοούμενους τελευταία. Μου
φέρνουν ανία οι περισπούδαστες διάνοιες που είναι υποχρεωμένοι να ξεστομίζουν
διαμάντια κάθε φορά που ανοίγουν το στόμα τους. με κουράζει να υπερασπίζεται ο
καθένας αυτό που πιστεύει. Γι’ αυτό κι έμεινα μακριά από τους ανθρώπους τόσον
καιρό, και τώρα που γνωρίζω ανθρώπους συνειδητοποιώ ότι πρέπει να επιστρέψω στη
σπηλιά μου. Υπάρχουν κι άλλα πράγματα εκτός από το μυαλό, υπάρχουν έντομα και
φοινικόδεντρα και πιπεριές και θα πάρω μια πιπεριέρα μαζί μου όταν επιστρέψω
στη σπηλιά μου, είναι για γέλια. (σσ.
52-53).
Καθόλου τυχαία η αμερικανική κοινωνία αρνήθηκε στον
Μπουκόβσκι την πλατιά αναγνώριση, καθώς μέσα στα γραπτά του προβάλλει τη
μαυρόασπρη όψη της φανταχτερής επιφάνειας, αποκαλύπτοντας την άλλη όψη του
αμερικανικού πολύχρωμου ονείρου – ποιος αντέχει να βλέπει το αληθινό του
πρόσωπο στον καθρέφτη;
Οι Σημειώσεις
ενός πορνόγερου πρωτοδημοσιεύτηκαν τον Μάιο του 1967 στην περιθωριακή, εναλλακτική
εφημερίδα του Λος Άντζελες Open City,
σε συνέχειες στην εβδομαδιαία στήλη του. Πρόκειται για την αυτοβιογραφία ενός
ανθρώπου που ζει επικίνδυνα, σε τεντωμένο σχοινί, με επίγνωση πως ο τρόπος της
ζωής του μπορεί ανά πάσα στιγμή να τον οδηγήσει σε ένα τέλος. Αυτή η
συνειδητοποίηση τού δίνει τη δυνατότητα να μιλήσει χωρίς περιστροφές για τις
ποικίλες καταχρήσεις, τον κόσμο του περιθωρίου, αλλά και το συγγραφικό σινάφι.
Αναγνωρίζουμε, φυσικά, στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση τον ίδιο, με το καυστικό του
πνεύμα, καθώς αφηγείται στιγμές, περιστατικά, κάνει κρίσεις, καταθέτει στην
ουσία κείμενα με σαφή τα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ο ίδιος γράφει στην Εισαγωγή
για την απήχηση που είχαν αυτές οι Σημειώσεις του σε ένα κοινό που αναγνώριζε
στοιχεία του εαυτού του στα γραφόμενά του:
Άνθρωποι
φτάνουν στην πόρτα του σπιτιού μου –πραγματικά πάρα πολλοί– και μου χτυπούν για
να μου πουν πόσο τους εξιτάρουν οι ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΠΟΡΝΟΓΕΡΟΥ. Ένας αλήτης
κάνει στάσεις από τις περιπλανήσεις του κι έρχεται μαζί με μια τσιγγάνα και τη
γυναίκα του και πιάνουμε την κουβέντα, κάνουμε παλαβωμάρες, πίνουμε σχεδόν όλη
νύχτα. (σ. 16).
«Μικρο-πεζογραφία» ονομάζει ο μεταφραστής του βιβλίου
Γιάννης Λειβαδάς το είδος στο οποίο συγκαταλέγεται η συγκεκριμένη γραφή: στην οποία παρατηρούνται η αποφυγή θεμάτων
της επικαιρότητας που απασχολούν ευρύτερα την κοινή γνώμη και, ανά περίπτωση, ο
συγκερασμός με την αισθητική του χρονογραφήματος, του μικρο-διηγήματος και της
αποκαλούμενης flash fiction. (από τα
Προλεγόμενα του μεταφραστή, σ. 7). Καλύτερα ακόμη ονομάζει τα κείμενα αυτά slices of life, καθώς
πράγματι αποτελούν μικρές «φέτες»-αποτυπώσεις ζωής. Μιας ζωής που προκλητικά με
τις επιλογές της προτείνει (ή και απαιτεί ακόμη) να δούμε χωρίς παραπλανητικά
κάτοπτρα το αληθινό της πρόσωπο, ακόμη κι όταν αυτό που προβάλλεται είναι η
ματαιότητα των πάντων.
Η επανάσταση
ακούγεται πολύ ρομαντική, ξέρεις. Όμως δεν είναι. Είναι αίματα και σωθικά και
παράνοια, είναι μικρά παιδιά σκοτωμένα άδικα, είναι μικρά παιδιά που δεν έχουν
ιδέα τι συμβαίνει γύρω τους. είναι η πουτάνα σου, η γυναίκα σου με την κοιλιά
ανοιγμένη στα δυο από μια ξιφολόγχη κι ύστερα βιασμένη απ’ τον κώλο, ενώ εσύ
παρακολουθείς τη φρίκη με το ζόρι. Είναι άνθρωποι που βασανίζουν ανθρώπους που
κάποτε γελούσαν με τα καρτούν του Μίκι Μάους. (σ. 113).
Οι ακραίες επιλογές του Μπουκόβσκι δεν απηχούν τόσο μια
απόπειρα αυτοκαταστροφής όσο μια απάντηση στο νόημα της ζωής, δηλαδή στην
απουσία νοήματος. Είναι άραγε η αποδοχή της απόλυτης ελευθερίας του ανθρώπου,
άρα και της απόλυτης ευθύνης που τον βαραίνει; Υπαρξιακό το ερώτημα σε κάθε περίπτωση, αλλά η γραφή αυτή θέτει αναπόφευκτα τέτοιου είδους
ερωτήματα· μια παρατήρηση αναγκαία, προκειμένου η επιφανειακή ελαφρότητα της
θεματικής ως συγγραφικής επιλογής να μην επισκιάσει τη βαθύτερη ουσία μιας
απαιτητικής λογοτεχνίας, μοναδικής στο αμερικανικό συγγραφικό στερέωμα, μιας
λογοτεχνίας που αξίζει να διαβαστεί χωρίς τις κρίσεις που, όπως επισημαίνει ο
Λειβαδάς, εσφαλμένα αποδόθηκαν στα έργα του. Το έργο του Μπουκόβσκι διαβάζεται
όπως ακριβώς γράφτηκε, με τον αναγνώστη να «μετέχει» ακολουθώντας κάθε φορά τις
συγγραφικές επινοήσεις, αυθεντικές και γεμάτες από μια ιδιότυπη αθωότητα.
Διώνη Δημητριάδου