cf83ceb5cebbceafceb4ceb5cf82 ceb1cf80cf8c cf84cebf ceb7cebcceb5cf81cebfcebbcf8cceb3ceb9cebf cf84cebfcf85 cf87cf81ceaecf83cf84cebfcf85

Συνεχίζω και σήμερα με λογοτεχνικό θέμα σχετικό με τη Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή, αφού φέτος έχουμε τα εκατό χρόνια από το 1922. 

Πριν από λίγο καιρό είχα βάλει ένα διήγημα του Νίκου Παπαπερικλή από το μικρασιατικό μέτωπο, και στα σχόλια εκείνου του άρθρου ο φίλος μας ο Δύτης είχε αναφέρει το Ημερολόγιο του Χρήστου Καραγιάννη και ο φίλος μας ο Χτήνος είχε πει ότι θα έβρισκε αντίτυπα του σπάνιου αυτού βιβλίου. Και έτσι έγινε, κι έτσι μπόρεσα να αποκτήσω κι εγώ ένα δυσεύρετο αντίτυπο, από το οποίο θα σας παρουσιάσω σήμερα ένα απόσπασμα. 

Ο Χρήστος Καραγιάννης γεννήθηκε το 1892 σε αρβανιτοχώρι του νομού Βοιωτίας. Δεν πήγε καθόλου σχολείο αφου ο πατέρας του τον χρειαζόταν για να βόσκει τα πρόβατα, όμως λαχταρούσε να μάθει γράμματα κι έτσι έμαθε μόνος του, αφού ο δάσκαλος του χωριού του έδωσε ένα αλφαβητάρι. 

Το 1918, παντρεμένος πια και ενώ περίμεναν το πρώτο τους παιδί, επιστρατεύεται για το μακεδονικό μέτωπο και στη συνέχεια τον στέλνουν στην Ουκρανία, και αμέσως μετά, από το καλοκαίρι του 1919, στο μικρασιατικό μέτωπο, έως το τέλος, την κατάρρευση του 1922. 

Ο Καραγιάννης από τις πρώτες μέρες που επιστρατεύτηκε κρατούσε ημερολόγιο, που το είχε πάντοτε μαζί του αυτά τα τέσσερα χρόνια και το συμπλήρωνε τακτικά. Μάλιστα, είχε όπως φαίνεται εξαρχής σκοπό να το δημοσιεύσει, διότι σε διάφορα σημεία του κειμένου απευθύνεται στον αναγνώστη («καλοί μου αναγνώστες», «δεν θα το πιστέψετε αυτο» κτλ.). 

Επιστρέφοντας στο χωριό του συνέχισε να διαβάζει φανατικά και έφτιαξε μια αξιόλογη βιβλιοθήκη, ενώ έκανε επίσης και τον πραχτικό γιατρό στα χωριά της περιοχής. Αναζητούσε επίσης εκδότη για το ημερολόγιό του. Ο αντιστασιακός και συγγραφέας Απόστολος Αποστολόπουλος εκτίμησε την αξία του χειρογράφου, που το χαρακτήρισε μακρυγιαννικό και ανέλαβε να το εκδώσει. Το βιβλίο εκδόθηκε τελικά τον Σεπτέμβριο του 1976, αλλά δυστυχώς ο συγγραφέας του δεν πρόφτασε να το δει τυπωμένο -ο Χρήστος Καραγιάννης είχε φύγει απο τη ζωή δυο μήνες νωρίτερα. 

Αρκετά χρόνια αργότερα, το βιβλίο εκδόθηκε ξανά από τις εκδόσεις Κέδρος, σε επιμέλεια του συγγραφέα Φίλιππου Δρακονταειδή με τον τίτλο «Η ιστορία ενός στρατιώτη». Δεν έχω δει τη νεότερη έκδοση, που είναι και αυτή που κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία. Πολλοί που έχουν διαβάσει και τις δύο εκδόσεις λένε ότι ο Φ.Δρακονταειδής έκανε πολλές και σοβαρές αλλαγές στο κείμενο και το αλλοίωσε, και αυτή είναι και η γνώμη του εγγονού του Καραγιάννη, που μπορειτε να τη διαβάσετε εδώ. Σε επόμενο άρθρο, επισημαίνει συγκεκριμένες αλλοιώσεις. Στο ίδιο άρθρο υπάρχει και απάντηση του εκδοτικού οίκου, που τη βρισκω μετρημένη και λογική. 

Όπως είπα, ο φίλος μας ο Χτήνος είχε την καλοσύνη να βρει και να μου προσφέρει την πρώτη μορφή του βιβλίου, δηλ. την έκδοση του 1976, που έχει πια εξαντληθεί και μόνο σε παλαιοβιβλιοπωλείο μπορεί να βρεθεί. Από το βιβλίο αυτό διάλεξα ένα εκτενές απόσπασμα, σελ. 227-240, που το σκανάρισα και το παρουσιάζω εδώ, χωρίς να αλλάζω την ορθογραφία του πρωτοτύπου. Θα δείτε ότι κάποια επιμέλεια χρειαζόταν, αν και εγώ, ως επιμελητής, θα περιοριζόμουν στο να εναρμονίσω την ορθογραφία, να διορθώσω προφανείς αβλεψίες και να βάλω υποσημειώσεις. Στην εδώ παρουσίαση δεν διορθώνω τίποτα (σημειώνω ότι η έκδοση του 1976 ήταν ήδη σε μονοτονικό). Δεν ξέρω αν έχει γραφτεί κάτι για τη γλώσσα του Καραγιάννη, αλλά ίσως θα άξιζε. Είχε πάντως έφεση στις γλώσσες, διότι τόσο στην Ουκρανία που πήγε όσο και στην Τουρκία προσπάθησε να μάθει τη ντόπια γλώσσα, είχε τεφτεράκι και σημείωνε λέξεις, και τα κατάφερε στο τέλος να τις μάθει ικανοποιητικά. 

η μεγάλη μαχη του σαγκαριου κ’ η προασθηση του ηλια

Ολη τη μέρα της 4ης Σεπτέμβρη [1921] λιμεριάσαμε ξαπλωμένοι κάτω απ’ τον ήλιο, πίσω από ένα αυγοειδή λόφο για να διατηρήσουμε την αφάνεια από τα εχθρικά αεροπλάνα κι απ’ απ’ το εχθρικό πυροβολικό. Ολοι μας διψά­με κι όλος ο ήλιος μας καίει αλλά ο στρατιώτης ο Γαλάνης πετάχτηκε μες στη σιωπή και στην ησυχία και φώναξε δυνατά, νερό νερό κι η επαναστα­τική αυτή η αναπάντεχη και ξαφνική φωνή μας προξένησε κατάπληξη γιατί καθώς σας είπα όλοι διψούσαμε αλλά μπροστά στο κίνδυνο που εί­χαμε δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Νευριάστηκε ο λοχαγός ο Λαγουρός Στέφανος και σηκώθηκε όρθιος τινάζοντας το παγούρι του λέ­γοντας στον ανόητο συνάδελφο να ρε εγώ έχω νερό. Πίνω νερό και δεν πίνεις εσύ; Ορίστε πήγαινε κει κάτω στο ποτάμι και πιές νερό αν σου βαστάει. Είναι πιο πέρα οι τούρκοι οχυρωμένοι και θα σε φάνε. Τον κούνησε λίγο απ’ το γιακά και του λέει: σε σκοτώνω άμα θέλω γιατί αυτό πούκαμες θεωρείται στάση, θέλω να σας φυλάξω, θέλω να σας πάω πάλι στις μανάδες σας και στις γυναίκες σας και δακρύζει ο λοχαγός. Τη νύχτα το βράδυ πλησιάσε ένας ουλαμός του λόχου μας σχεδόν ο μισός λόχος κον­τά στο ποτάμι και δουλέψαμε όλη τη νύχτα φτιάχνοντας χαρακώματα. Και την άλλη βραδυά στις 5 του μήνα ήρθε η σειρά του 2ου ουλαμού κι ά­μα νύχτωσε πάλι καλά πήγαμε και πιάσαμε δουλειά. Σκάβουμε και φτιά­χνουμε χαρακώματα . Ζίκ Ζάκ. Εμείς σκάψαμε ό,τι σκάψαμε με τεμπελιά και βαρυεστημάρα και μετά κάτσαμε και συζητούσαμε. Τα θεωρούμε γι’ αστεία τα χαρακώματα, αλλά σαν πέρασε από κει ο λοχαγός και μας βρήκε να καθόμαστε μας μάλωσε και μας πήρε ο ίδιος ένα σκαπανικό πέταξε το χιτώνιό του κι άρχισε να σκαύει για το καλο παράδειγμα. Δεν τον άφη­σα να σκάψει.

Του υποσχεθήκαμε όλοι πως θα δουλέψουμε να βαθύνουμε τα χαρα­κώματα για τους όρθιους πυροβολητές. Και πάλι μας τόνισε πως εδώ θα καεί το πελεκούδι θα δώσουμε μάχη και για το καλό σας σκάψτε βαθειά. Τη στιγμή αυτή ο στρατιώτης Ηλίας άπλωσε τα χέρια του και πήρε το σκαπανικό εργαλείο απ’ τα χέρια του λοχαγού μας και λέγοντας του: δώ­σε μου το σκαπανικό κυρ λοχαγέ να δουλέψω, γιατί το σπίτι μου κι όλη μου η περιουσία θάναι τούτο δω που θα σκάψω. Ο λοχαγός τον μάλωσε του είπε να σταματήσει και να μη λέει βλακείες. Ο λοχαγός μας άφησε και πήγε πίσω στην εφεδρεία του λόχου.

Ο Ηλίας συνέχισε τη προαίσθηση του κι έλεγε: παιδιά εγώ θα σκοτωθώ αύριο χωρίς άλλο θα σας παρακαλέσω πάρα πολύ κι ακόμα περισσότερο το Καραγιάννη που τυχαίνει και σύντροφος μάχης και πάντοτε αυτός βρίσκεται μαζί μου. Ολοι μας τον μαλώσαμε κι έπαψε να λεέι για μια στιγ­μή.

Αλλά συνέχισε και πάλι. Μου λέει: Κρατώ μαζί μου 400 δραχμές και το ρολόι μου. Αλλά μόλις σκοτωθώ θα μου πάρεις τις 400 δραχμές και το ρο­λόι, τα μεν χρήματα θα τα φάτε για τη ψυχή μου στη πρώτη πολιτεία, που θα συναντήσετε και το ρολόι μου θα το στείλεις στη μητέρα μου, θα ζητή­σεις απ’ το λόχο τα στοιχεία μου. Τον σταμάτησα και τον ρώτησα αν μιλά­ει στα σοβαρά. Ηλία είσαι με τα καλά σου ή είσαι άρρωστος; Οχι μου λέει δεν είμαι άρρωστος είμαι πολύ καλά και σας μιλάω στα σοβαρά.

Μάλιστα μου λέει για τη μητέρα του και για τις υποχρεώσεις του. Αλλη υποχρέωση απ’ τη μητέρα μου δεν έχω κι η μητέρα μου θα κλάψει στην αρχή θα θρηνίσει σαν το μάθει αλλά μετά 2-3 μήνες έστω μετά 1 χρόνο θα παντρευτεί το συγχωριανό μας το μπακάλη που έχω μάθει πως τάχει κανονίσει κι έτσι σιγά σιγά θα με ξεχάσει μένα. Ητανε ένας μελαχρινός μέτριου αναστήματος Πελοποννήσιος. Είχε έρθει τώρα αργά στο λόχο μας και το επώνυμό του είναι Ηλίας. Μετά απ’ το σκάψιμο, εγώ ήμουνα 2ο νούμερο περίπολος μαζί με τον Ηλία. Περιπόλησα 2 ώρες μπροστά στ’ α­νοιχτά χαρακώματα αφουγκραζόμενος και προτού χαράξει η χαραυγή, γύρισα στα χαρακώματα και καθένας μας ξάπλωσε στο χαράκωμά του για να ξεκουραστεί, αλλ’ ακόμα δεν έιχε περάσει μισή ώρα και δυο πυρο­βολισμοί ακούστηκαν απ’ το σκοπό των όπλων που φύλαγε έξω απ’ τα χαρακώματα και φώναξε συνάμα στα όπλα α α α και καθώς βρισκόμαστε στο χείλος των χαρακωμάτων, κατεβήκαμε αμέσως και καθένας πήρε τη θέση του. Ως κι ο σκοπός που πυροβόλησε πήρε κι αυτός τη θέση του στο πυροβολείο.

Σαν τα βατραχάκια που βγαίνουν έξω απ’ το ποτάμι και λιάζονται κι ά­μα τους πλησιάσει άνθρωπος ή κανένα άλλο ζουζούνι πηδούνε πάλι στο ποτάμι κλούπ κλάπ, έτσι και μεις πέσαμε κοιλώντας μες στο χαράκωμα και καταλάβαμε τις θέσεις μας. Τα χαρακώματα είναι βαθειά και στεκό­μαστε όρθιοι. Είναι και ζικ ζακ δηλαδή είναι με στροφές όπου η κάθε στροφή έχει χώρο για 2 πυροβολητές για να μας προφυλάξει από τα βλή­ματα των αεροπλάνων και πυροβόλων γιατί έτσι στη κάθε στροφή που θα πέσει το βλήμα θα σκοτώσει μόνο τους 2 κι όχι περισσότερους. Είναι τούρκοι αυτός ο όγκος που πρόβαλε μπροστά μας. Αυτούς είδε και πυρο­βόλησε ο σκοπός, πέσανε πάνω μας μη ξέροντας πως τους είχαμε στήσει ενέδρα με τους πυροβολισμούς του σκοπού μας καταλάβαμε πως χτυπήθηκε από τους πρώτους πυροβολισμούς γιατί υποχώρησε και τον φοβέ­ρισε ο αξιωματικός κι ο στρατιώτης τους απάντησε βουρντού μπανά = με χτυπήσανε εφέντιμ.

Αυτό τον ανθρώπινο όγκο που είδαμε στην αρχή με τους πρώτους πυ­ροβολισμούς σκόρπισε. Αυτή τη στιγμή του ρίξαμε και χειροβομβίδες, ο­πλοβομβίδες, κι άμα έφεξε τους βλέπαμε καλά τους τούρκους όλους πε­σμένους χάμω κι άλλοι προσπαθούν να σκάψουν λάκκους για να κρυφτούνε, κι άλλοι φροντίζουν ν’ αλλάξουν θέση για να προφυλαχτούν απ’ τα πυρά μας.

Οι τούρκοι είναι εκτεθειμένοι γιατί το έδαφος είναι γυμνό εκτός από την περιοχή πούναι κοντά στο ποτάμι γιατί υπάρχουν κάτι βουρλιές. Πί­σω από μερικά ξερά χόρτα μου φαίνεται πως πότε πότε κάποια κίνηση υ­πάρχει εκεί και σαν μια λάμψη κάνης όπλου να γυαλίζει και κει σκοπέυσα κατ’ επανάληψη και δεν φάνηκε καμμιά κίνηση. Επίσης, μπροστά μας σε μικρή απόσταση βρέθηκε ένας γαίδαρος ξεσαμάρωτος που είχε χτυπη­θεί από τις σφαίρες απ’ τη μέση και μπρός και δεν μπορούσε να σηκωθεί πάταγε μόνο στα πισινά του πόδια και λαχταρούσε κι αυτό το αθώο πλασματάκι να διασκεδάζει τους φαντάρους επί πολύ ώρα. Τότε τους φώνα­ξα να δουν το καϋμένο το ζώο που τούδωσα μια σφαίρα, δηλαδή τη χαρι­στική βολή κι έτσι ξαπλώθηκε για πάντα ο γάιδαρος. Πότε πότε πετάγε­ται κανένας Τούρκος απ’ τη θέση του προσπαθώντας να πάρει τους τραυ­ματίες τους και τους τραβούνε στο ποτάμι και κρύβονται σε κάτι ιτιές που υπάρχουν εκεί. Δίπλα μου αριστερά είχανε τον Ηλία σύντροφο μά­χης. Ητανε αυτός που σας είπα πως είχε προαισθανθή το θάνατό του. Προχώρησε κι η σημερινή μέρα κι ο άνθρωπος αυτός είναι σώος και αβλάβης. Μάλιστα είναι χαρούμενες και δεν χορταίνει αστεία. Διασκεδά­ζει μαζί μας.

Τα τόσα που μας δήλωσε τη περασμένη μέρα πέρασαν και ξεχάστηκαν. Σε μια στιγμή είδαμε να σηκώνεται καταορθός ένας τούρκος, κατά μεσής του κάμπου κι έτρεχε ολοταχώς προς το ποτάμι. Ολοι κι ολόκληρη η διμοιρία μας τον είδαμε και φωνάξανε νάτος νάτος ένας σηκώθηκε και τρέχει. Πετάχτηκε πρώτος απ’ όλους μας ο Ηλίας και μας παρακάλεσε να μη τον πυροβολήσουμε εμείς τον τούρκο αυτόν, για να τον πυροβολή­σει μόνο αυτός για να δοκιμάσει αν θα τον σκόπευε καλά. Πράγματι τούρριξε κι αστόχησε και σκορπίστηκε ανάμεσα στα πόδια του Τούρκου. Μετά την αποτυχία του Ηλία ζήτησα εγώ τη σειρά να τον πυροβολήσω και μάλιστα καυχήθηκα πως τώρα θα δείτε θα πάνε στα πόδια του οι σφαίρες. Αλλά ο Ηλίας επέμενε να τον αφήσω να του ξανά ρίξει. Και πράγματι τον άφησα να του ξανά ρίξει και καθώς ήταν ακουμπισμένος πάνω στο χείλος του χαρακώματος σκοπεύοντας τον εχθρό περιμένουμε περιμένουμε ν’ ακούσουμε το μπαμ το δεύτερο του Ηλία τίποτε. Ο Ηλίας βρισκόταν ακίνητος στην ίδια θέση σκοπεύοντας όλο και σκοπεύει. Ο τούρκος στρατιώτης, χάθηκε πλέον στο βάθος και τον απέκρυψαν οι ι­τιές. Του μίλησα, έλα τσακμάκα τώρα επί τέλους. Ο Ηλίας δεν μούδωσε καμμιά απάντηση ως που μ’ ανάγκασε να τον σπρώξω λίγο. Μόλις τον έ­σπρωξα λίγο, σωριάστηκε κυλώντας μέσα στο χαράκωμα και τ’ όπλο του έμεινε στη θέση του. Τι είχε συμβεί καλοί μου αναγνώστες; Ο Ηλίας είχε σκοτωθεί. Τον είχε βρη μια σφαίρα εχθρική έτσι καθώς σκόπευε και τούκοψε τον αντίχειρα και τον βρήκε ανάμεσα στα φρύδια του και το βλήμα βγήκε από το πίσω μέρος της κεφαλής του όπου στο πίσω μέρος της κε­φαλής του είχε κάνει μεγαλύτερη οπή, από το μπροστινό μέρος μόλις διακρίνεται ένα στίγμα.

Με το κούνημα που τούκανα άρχισε να ρέει άφθονο αίμα από το πίσω μέρος της κεφαλής. Αυτός που πέθανε τώρα ήταν ο Ηλίας που είχε προαισθανθή το θάνατό του. Του βρήκα πράγματι το πορτοφόλι του με 400 δραχμές και στο σακκίδιό του ένα κομμάτι ψωμί όπου το μοιραστήκαμε ό­λοι οι άντρες της διμοιρίας μας από ένα αντίδωρο όπως μοιράζει ο πα­πάς στην εκκλησία και είπαμε στα συχώρια του. Ο Ηλίας ήτο το πρώτο θύμα της διμοιρίας μας. Αλλά η μάχη γενικεύεται κι ο εχθρός φαίνεται πως όλο και ενισχύεται και δυναμώνει. Τα πυρά του εχθρόυ φαίνονται πιο πυκνά. Το δεύτερο θύμα της διμοιρίας μου είναι του Ζανιά από τον Ορχομενό της Λειβαδιάς. Ο Ζανιάς ήταν οπλοπολυβολητής και πάντως ήταν πιο εκτιθεμένος στο πυροβολείο του και τον βρήκε και κείνο στο κούτελο η σφαίρα του τρύπηοε το κράνος του και έγινε διαμπερές το τραύμα του. Σωριάστηκε μες στο χαράκωμα και στα πόδια των άλλων. Τον επιδέσαμε αμέσως, αλλά όλο φωνές είναι κι όλο παραπονιέται πως δεν τον επιδέσαμε καλά και τι πατριώτης είμαι γω που αδιαφορώ. Κατό­πιν αφήνει τις βρισιές που μας έλεε κι ανοίγει μια συζήτηση για παντριά. Το χτύπημα του ήταν ασχημο και του σάλεψε το μυαλό του και παραφρό­νησε ο δυστυχής. Το όπλο πολυβόλο του το πήρε ένας άλλος συνάδελ­φος αλλά δεν ήτανε εκπαιδευμένος και τούπαθε εμπλοκή και δεν λει­τουργούσε καθόλου κι αναγκάστηκα να πλησιάσω σούρωντας για να τού το φτιάξω. Είχε πάθει κακή παρουσίαση των φυσιγγίων. Ως τώρα τα πυ­ρά του εχθρού, είναι μεν πυκνά αλλά όσο περνάει η ώρα πυκνώνουν κάι πιο πολύ. Τώρα παρουσιάστηκε ένα αηδόνι που κελαδάει όμορφα κι α­διάκοπα. Μια ραπτομηχανή που γαζώνει ανθρώπινα κορμιά. Ενα τουρκι­κό πολυβόλο σεττετιέ το οποίο έχει στόχο το δικό μας χαράκωμα. Δυστυ­χώς από τη στιγμή, που οχυρώθηκε στο πέρα μέρος του Σαγκάριου αυτό το πολυβόλο ακολούθησαν κι άλλοι συνάδελφοι τη τύχη του Ηλία και του Ζανιά. Μας καθήλωσαν εδώ μέσα στο χαράκωμα και δεν σηκώνουμε κεφάλι. Οι εχθρικές σφαίρες, μας ρίχνουν τα χώματα του χαρακώματος στα κεφάλια μας που καθόμαστε σκυμένοι μέσα. Πότε πότε σταματάει αυτή η γαζομηχανή και σηκώνουμε και μεις καμιά φορά τα κεφάλια μας κι επειδή με τον εχθρό δεν μας χωρίζει και μεγάλη απόσταση κι όταν βια­στικά και με φόβο σηκώνουμε εμείς τα κεφάλια μας βλέπουμε το τρομαχτικό εχθρικό πολυβόλο που είναι τοποθετημένο γιαλίζει και το βαράει ο ήλιος και πυροβολούμε κατά κει και παρατηρούμε πως κάθε φορά σκο­τώνουμε ή τραυματίζουμε τους πυροβολητές, τους αντικαταστούν αμέ­σως μ’ άλλους γιατί είναι κατάλακα εκτιθημένοι χωρίς προκάλυψη. Οσο προχωρούσε η μέρα, τόσο καταφτάνουν ενισχύσεις του εχθρού. Μας πα­ρουσιάστηκε ένα εχθρικό πυροβόλο και τις οβίδες μας τις σκάζει στο κε­φάλι μας αγγείο, φλόγας.

Μας τις στέλνουν μια μια τις οβίδες τους με άριστη επιτυχία. Αυξήθη­καν αλήθεια τα εχθρικά πολυβόλα, τώρα γίναν πολλές ραπτομηχανές και γαζώνουν πολλά σάβανα. Δεν αστειεύονται και τα δικά μας τα πυρο­βόλα, με τη πρώτη μπαταριά που ρίξανε σταμάτησε το εχθρικό πυροβό­λο, του βρήκανε το στοχο και το θάψαν, του σκάψαν και τις οβίδες που εί­χε κι έτσι έπαψε να μας ρίχνει τα βλήματά του από πάνω μας σταφιδοστράγαλα. Μας το κοινοποίησαν δια συνδέσμου ότι το εχθρικό πυροβό­λο, τάφηκε δηλαδή αρχητεύτηκε από τα πυρά του δικού μας πυροβολι­κού, μάλιστα κάηκαν και τα βλήματά τους κι αποδείχτηκε πως αχρηστεύ­τηκε γιατί σταμάτησε να μας ενοχλεί άλλο.

3 και 15′

Ο πρώτος σύνδεσμος του λοχαγού μας ο Πάνος, που τον είχε στείλει ο λοχαγός μας για να ειδοποιήσει τους εντός των χαρακωμάτων της διμοι­ρίας μας, ότι ακριβώς στις 3 και τέταρτο και με το πρώτο σφύριγμα να ε­τοιμαστούμε για να πεταχτούμε έξω απ’ τα χαρακώματα και θα κάνουμε μια αντεπίθεση κατά του εχθρού μέχρι το Σαγκάριο ποταμό. Ο πρώτος σύνδεσμός που είχε σταλεί για την προφορική διαταγή. Μόλις έφτασε α­πέξω από το χαράκωμά μας τραυματίστηκε και κοιλώντας κοιλώντας έ­πεσε και αυτός στο χαράκωμα ή μάλλον στον ίδιο λάκκο που βρίσκονται κι άλλοι, τον επιδέσαμε και τον βάλαμε μαζί με τους ζωντανούς και πεθα­μένους.

Σε λίγο έφτασε κι ο δεύτερος σύνδεσμος σώος και αβλαβής. Η διατα­γή του ταγματάρχη μας, εξαιρούσε τους άλλους λόχους του τάμγατος και διέταξε το λοχαγό μας να κάνει πρώτα ο λόχος μας ο 10ος την εξόρ­μηση.

Αλλά ο λοχαγός μας ο Λαγουρός Στέφανος δεν σταύρωσε τα χέρια του και να κλίσει τα μάτια του και να ρίξει τους άντρες του Λόχου του μέ­σα στην αναμένη φωτιά αρπάζει τ’ ακουστικό του τηλεφώνου και ζήτησε τον ταγματάρχη και του λέει ορθά κοφτά: «Κύριε Ταγματάρχα δεν το με­λετήσατε καλά το ζήτημα της εξορμήσεως. Ο λόχος μου πρώτα πρώτα βάλλεται από πυκνά πυρά κι από άκρου σ’ άκρο κι ο λόχος μου δεν υπερ­βαίνει τις απώλειες απ’ τους άλλους λόχους. Κι αν επιμένετε κύριε ταγματάρχα να κάνει ο λόχος μου την εξόρμηση πρώτα να τον ξεγράψετε το 10 λόχο από τη δύναμη του τάγματός σας κι εγώ ο διοικητής του 10ου λό­χου παραιτούμαι απ’ τις ευθύνες των ανδρών μου. «Και ποιος λόχος του λέει ο ταγματάρχης νομίζεις ότι θα κάνει την επίθεση; του απαντάει ο Λαγουρός με νευρικότητα: Το δεξιό που δεν βάλεται. Αμέσως ο ταγμα­τάρχης συζήτησε με το διοικητή του συντάγματος να διαλευκανθεί η υ­πόθεση της επίθεσης και διατάχτηκαν δυο λόχοι ο 1ος και ο 3ος που δεν βαλόντουσαν όπως ο δικός μας από τον εχθρό και σις 3.15′ εξόρμησαν οι 2 λόχοι κι έπειτα από λίγα λεπτά εξορμήσαμε και μεις τη στιγμή που α­ραίωσαν τα πυρά του εχθρού γιατί φυσικά οι κάνες των τουρκικών πολυ­βόλων έστρεψαν προς άλλες κατευθύνσεις. Ανά χείρας και εφ’ όπλου λόγχη και με κατεύθυνση προς το Σαγκάρειο. Βοηθούμενοι πολύ απ’ το πυροβολικό μας την ώρα της εξόρμησης, το πυροβολικό μας τους καθήλσε τους Τούρκους. Πολλοί τούρκοι στρατιώτες έτρεξαν προς το ποτάμι και πεύτουν μέσα για να περάσουνε αντίπερα του Σαγκάριου αλλά λίγοι το πετυχαίνουν και δεν πνίγονται. Αλλοι πέταξαν τα όπλα τους και σηκώ­νουνε τα χέρια τους και με τη λέξη τεσλίμ τσλίμ παραδιδόμαστε παραδι­νόμαστε. Αλλοι δε τρέχουν προς τη γέφυρα που είχαν διέλθει τη νύχτα. Η προσωρινή γέφυρα των Τούρκων ήταν κατασκευασμένη από πτώματα ζώων, καμήλες, βουβάλια κλπ. και συνδεδεμένα το ένα πτώμα με τ’ άλλο και δεμένα από τις δυο άκρες του Σαγκάριου στις ιτιές με παλαμάρια. Συνελλήφτηκαν αιχμάλωτοι ζωντανοί τούρκοι 70. Φονευμένοι και τραυματι­σμένοι ήταν 285.

τουρκος τραυματίας

Λίγα μέτρα μακρυά απ’ το ποτάμι καθώς βάδιζα βρέθηκε κρυμμένος έ­νας τούρκος τραυματίας κι αφού με είδε που πήγαινα κατά πάνω του. Φο­βήθηκε να μην τον αποτελειώσω και μου είπε παρακλητικά με τη γλώσσα του, μη με σκοτώνεις συνάδελφε έχω 3 παδιά. Βάρ ούτ τζουτζιούκ. Δεν σε σκοτώνω αλλά τι θες από μένα του λέω. Ει ανταμ σεν φερ μπυράς σου, μου λέει αφού είσαι καλός άνθρωπος φέρε μου λίγο νερό. Πήγα και γέμι­σα το παγούρι του νερό και του τόδωσα. Τη στιγμή αυτή φτάνει ο Μπό­γιας. Ο μπόγιας είναι ένας συνάδελφος από τα Βάια Θηβών κι ονομάζε­ται Φακκάς τον οποίο ο διοικητής τον είχε ονομάσει Μπόγια γιατί για το λίγο ή με το λίγο σκότωνε τους τούρκους και μου λέει τι κάνεις εκεί Κραγιάννη; Ποτίζεις τον εχθρό σου; Ναι του απαντώ, τι φταίει αυτός και μεις, φταίνε οι μεγάλοι που μας οδηγούν εδώ και σκοτωνόμαστε, τον λυπήθη­κα έχει 3 παιδιά ο δυστυχής. Τώρα θα δεις πως θα τον περιποιηθώ εγώ μου λέει ο Μπόγιας και γυρίζει το όπλο του και του λέω, αν τον πειράξεις Φάκκα θα πεθάνεις απ’ το τουφέκι μου. Τρελλάθηκες, μου λέει ο Φάκκας. Ισως τρελλάθηκα αλλά σου λέω στα σοβαρά μην τον σκοτώνεις και υπο­χώρησε. Κάθησα λίγο και έτρεξα κοντά στους άλλους.

6-7 Σεπτέμβρη. Θάψαμε τους νεκρούς μας φύγαμε νύχτα υποχωρών­τας, βαδίσαμε όλη νύχτα μέχρι το μεσημέρι της επομένης μέρας και στα­ματήσαμε, σ’ ένα οθωμανικό χωριό. Εδώ χορτάσαμε νερό σ’ ένα μικρό ποταμάκι. Σε τούτο το χωριό είχε συγκεντρωθεί όλος ο λόχος μας κι οι τραυματίες μας. Κι οι κάτοικοι του χωριού αυτού σαν είδανε μια μικρή δύναμη με τους νοσοκόμους που φρουρούσανε τους τραυματίες κι επιτέ­θηκαν όλοι οι κάτοικοι και τους σφάξαν όλους του τραυματίες. Μετά που φτάσαν οι δικές μας στρατιωτικές δυνάμεις βάλαν φωτιά στο χωριό και σήμερα που φτάσαμε και μεις ακόμα καίγεται το χωριό κι οι κάτοικοι που είχαν μείνει ζωντανοί είναι όλοι συγκεντρωμένοι σ’ ένα αρχαίο φρούριο, που είναι στη διάθεση των φαντάρων. Ο,τι τους βαστάει η ψυχή τους, άλ­λοι σκοτώνουνε τούρκους χωρικούς γι’ αντίποινα, άλλοι ατιμάζουνε κορίτσα, και γυναίκες. Κάθησα σ’ ένα απόμερο μέρος κι έγραφα όπως πάν­τα τα νέα γεγονότα, αλλά με θέριζε η πείνα σαν σήκωσα μερικά λιθάρια που ήταν φρέσκα γκρεμισμένα από μια παλιομάντρα και ευτυχώς που κά­τω απ’ τα λιθάρια είχαν κρύψει ένα σάκκο δερμάτινο γεμάτο μ’ αλεύρι κι έτσι ζύμωσα λίγο ψωμί στα πρόχειρα. Απ’ όλα τάλλα τμήματα έφυγε και το σύνταγμά μας το πιο τελευταίο. Διανύσαμε πολλά χιλιόμετρα ως που συναντήσαμε ένα άλλο χωριό. Εκαταλελειμένο από τους κατοίκους του. Σταματήσαμε εδώ κι η διμοιρία μας διατάχτηκε ν’ ανεβαίνουμε πάνω σ’ έ­να λόφο μόλις πατήσαμε το λόφο, επιδοθήκαμε αμέσως στη κατασκευή προχείρων χαρακωμάτων προς εξασφάλιση της ζωής μας και κατόπιν γύρισαν 3 άντρες στο χωριό και μαζέψανε μερικές ντομάτες και ξηρά κο­λοκύθια στα περιβόλια του χωριού. Βρήκαμε κάτι άγριες αχλαδιές κι έ­τσι κάτι ρίξαμε μέσα στο στομάχι μας. Μόλις νύχτωσε κατεβήκαμε αθό­ρυβα και σιωπηλά κάτω στην έδρα του λόχου όπως πάντα συνηθισμένοι στην αθορυβία. Στην αφάνεια για να βλέπουμε και να μη μας βλέπουν. Το πρωί έφτασε μια μικρή αποστολή και διανεμήθηκαν από 2-3 σε κάθε λό­χο. Στο λόχο μας φέρανε το συγχωριανό μου Ε. Βασιλείου. Ητανε όλοι λιποτάχτες. Ο μήνας έχει 9, συγκεντρωμένο όλο το σύνταγμά μας σε μιά πεδιάδα και συνεχίζουμε την υποχώρηση και με μια επίσκεψη δυο εχθρι­κών αεροπλάνων όπου μας ρίξαν μερικές βόμβες χωρίς θύματα. Προχω­ρώντας προς τα πίσω, το μεσημέρι δεχτήκαμε και μερικούς πυροβολι­σμούς από τους Τσέτες κι αμέσως οι λόχοι πήραν τα μέτρα ασφαλείας. Ο διοικητής του συντάγματος ο συνταγματάρχης Ζήρας είναι ένας κοφάλαλος κι όλο ρωτάει αν δεχόμαστε εχθρικές σφαίρες και βόμβες. Αυτός ο διοικητής μας προ καιρού διοικούσε το 14ο πεζικό σύνταγμα όπου το διάλυσε όλο. Και τώρα πήρε το δικό μας σύνταγμα τη σειρά έτσι λένε ό­λοι οι φαντάροι. Μετά 2 μέρες στις 11 του μήνα, φτάσαμε στα γνωστά μας λημέρια λίγο να ξεκουραστούμε έξω απ’ το γνωστό χωριό Χαμηδιά. Εδώ βρίσκεται κι η 10η μεραρχία.

Προχώρησα αρκετά χιλιόμετρα ως που σταματήσαμε στο Γεννή κιόι, ε­δώ προτού πάμε μέσα στο χωριό γεμίσαμε ένα αντίσκοινο πεπόνια. Στο πρώτο σπίτι μας δώσανε ένα κιούπι με βούτυρο, στο δεύτερο σπίτι μας δώσανε ένα κιούπι με μπόλικο τυρί, μάλιστα περιποιημένο τυρί φέτα. Σ’ όλα τα μέρη της Τουρκιάς πούχω περάσει τέτοιο καλό τυρί δεν είχα φάει. Οι περισσότεροι κάτοικοι του Γενή ήταν ποιμένες. Μπήκα στην άρκη του χωριού και στο τελευταίο σπίτι εκεί μέσα βρήκα ένα γέρο τεμπέλαρο που κατοικούσε μέσα στο παλιόσπιτο χωρίς έπιπλα χωρίς στρωσίδια. Είχε μονάχα για στρώματα μια ψάθα κι είχε ξαπλώσει κουβεντιάζοντας χωρίς να σηκωθεί. Τον ρώτησα είσαι άρρωστος. Οχι μου απάντησε. Του ζητήσα­με να μας δώσει μερικά κουτάλια για να φάμε το γιαούρτι μας, είπε γιόκ δεν έχω. Και μάλιστα μου λέει τι ζητάτε από μένα; Εγώ είμαι φουκαράς, φτωχός. Να πάτε σ’ άλλα σπίτια πούχουνε όλα τα καλά. Είναι πλούσιο το χωριό μας κι οι κάτοικοι ήταν από τα μέρη της Ελλάδας από την Ηπειρο κι ήρθανε προ 5ετίας κι έχτισαν το χωριό τούτο. Μόνο εγώ είμαι από τού­τα τα μέρη. Να ζητήσετε ό,τι θέλετε. Το χωριό είναι πλούσιο, αλλά να μου φέρετε και μένα μου λέει ο γεροτεμπέλαρος. Αναψα φωτιά και ψήσα­με ένα κοτόπουλο, ψωμί βρήκαμε αρκετό. Στο τέλος μας δώσαν κι άλλοι συνάδελφοι κερήθρες με μέλι και φάγαμε αλλά το συγχωριανό μου το Βασιλείου, τον τσίμπησε τρώγωντας μέλι, μια μέλισσα στη γλώσσα τον νέο φερμένο στη Μ. Ασία και στο λόχο μας. Για συμπλήρωση μου τον φέ­ρανε αυτό το χωριανό μου αφού ο Καλλίνωσης φονεύτηκε, ο Μόνωσης τραυματίστηκε στη μεγάλη μάχη Σαγκάριου κι ο Κώστας έφυγε άρρω­στος.

Αφήσαμε το γεννηκιόι και σε μισή ώρα πορεία φτάσαμε στο τσιφλίκι.

Εδώ είχε καταβλήσει το σύνταγμά μας και δίπλα απ’ τους άλλους λό­χους στήσαμε και μεις τα τσαντήρια μας γιατί ο καιρός άρχισε να βρέχει. Την άλλη μέρα το πρωί χαλάσαμε τ’ αντίσκοινά μας και συνεχίσαμε την πορεία ως το βράδυ που σταματήσαμε σ’ ένα χωριό Μπαϊράμ Κιόι πέρα από την πόλη Σέιντη Γαζή. Στο Μπάιμ κιόι παραμείναμε επί 3 μέρες. Επιδοθήκαμε στη γενική καθαριότητα, οπλισμού και ρουχισμού. Οσον αφο­ρά για σισίτιο και ψωμί, ακόμα ζούμε μ’ ό,τι αρπάζουμε απ’ τα χωριά που συναντούμε. Το Σεϊντή Γαζή είναι δω απέναντι μας πολύ κοντά αλλά οι φούρνοι του Σεϊντή Γαζή δεν λειτουργούνε. Απ’ την εποχή που φύγαμε ε­μείς οι 80 άντρες απ’ τη πόλη του Σεϊντή Γαζή αφήσαμε μόνο το μετώπισθεν τάγματα ασφάλειας και λίγους κλιβανιστές για να παρασκευάσου­νε λίγα ψωμιά ίσα ίσα για να επαρκέσουν για το τάγμα μόνο. Αλλά μετά από την αναχώρησή μας από το Σεϊντή Γ αζή περικυλώθηκε η πόλη από τα τμήματα της 9ης τουρκικής μεραρχίας κι από τους Τσέτες κι αναγκά­στηκε τα μετώπισθεν τάγμα να υποχωρήσει και ν’ ακολουθήσει την οδό προς το Εσκί Σεχήρ = Δορύλαιο. Ενισχύθηκε το εν λόγω τάγμα από άλ­λα ελληνικά τμήματα και ανακατάλαβε τη πόλη Σεϊντή Γαζή αλλά οι κλιβανιστές και μερικοί άρρωστοι συνελλήφτηκαν από τους τούρκους και σφάχτηκαν επί τόπου. Τον επιμελητή τον κάψαν ζωντανό στους κλίβα­νους της πόλης.

Μετά από 3 μέρες που μείναμε δω στο Μπαϊράμ Κιόι, φύγαμε και πήγα­με στο Ακίν, εδώ που είχαμε κάνει τη μεγάλη μάχη όταν προχωρούσαμε. Καθώς ήρθαμε δω στο Ακίν κι από τις πρώτες μέρες βάλανε μια ταχτική, και μας δίδουν από ένα τέταρτο κουραμάνας. Επειτα από 27 μέρες, δια­μονής μας στο Ακίν μας κοινοποιήθηκε διαταγή να φύγουμε κι ακολουθή­σαμε μια κατεύθυνση νοτιανοτολικά. Τα 2 τάγματα του συντάγματος μας ακολουθήσανε το κύριο σώμα. Και το τάγμα μας το III (τρίτο) έκανε μια μισή κλίση αριστερά κι ανεβήκαμε σ’ ένα δασωμένο λόφο με το προορισμό να ενισχύσουμε τη 5η Μεραρχία. Και σαν αφήσαμε τη κορυφή του λόφου και πήγαμε από τη νοτιοανατολική πλευρά, πέσαμε πάνω σε ένα μικρό χωριουδάκι και μ’ όλη μας τη βιασύνη που είχαμε προσπαθήσαμε να χτυ­πήσουμε μια κόττα να την πάρουμε μαζί μας. Κατά τύχη, εκεί μπροστά μας βρέθηκε ένας ηλικιωμένος άντρας Οθωμανός κι αντί να θυμώσει που κυνηγούσαμε τις κόττες του μας μίλησε ελληνικά. Μην πεδεύεστε παιδιά ελάτε σπίτι μου να σας δώσω μια κότα. Πράγματι, τον ακολουθήσαμε μέ­χρι το σπίτι του και μας άφησε έξω και κείνος μπήκε στο σπίτι του και βγήκε με μια μεγάλη τσανάκα = πιάτο με γιαούρτι και με μισό καρβέλι ψωμί. Ορίστε παιδιά καθίστε να φάτε. Φάγαμε το γιαούρτι βιαστικά γιατί τα δέκα λεπτά που ήταν η ωριαία στάση περάσανε και βλέπουμε τους άλ­λους που αναλάβαν τους γιλιούς τους για να συνεχίσουνε την πορεία. Ο καλός αυτός τούρκος που μιλούσε λίγα ελληνικά, το καυχήθηκε και μας είπε εγκώ πολάς χρόνιας στρατιώτης αιχμάλωτος ελλάδα πάτρα πέρασα πολλά καλλά Ελλάδα καλό Ελληνα. Μόλις προχωρήσαμε 200 μέτρα απ’ το χωριό, δεχτήκαμε απ’ το αριστερό μέρος μερικούς πυροβολισμούς και μας τραυμάτισαν 3 στρατιώτες. Αμέσως επεκτείναμε τις πλαγιοφύλακές, και δεν μας ξανά ενόχλησαν. Θάτανε λίγοι τσέτες ή χωριάτες που κάνα­νε χρήση των όπλων τους. Η μέρα είχε περάσει και πλησίαζε η ώρα για κάπου να σταθούμε. Και καθώς προχωρούσαμε σ’ ένα οροπέδιο με πυ­κνά δάση ολόγυρα συνατήσαμε δυο νερόμυλους. Ειδοποίησα το λοχία μου πως εγώ θα παραμερήσω λίγο πίσω και διέρρηξα την πόρτα του μύ­λου και γρήγορα γρήγορα γέμισα το σάκκο μου αλεύρι, αλλά δεν πρόλα­βα ν’ απομακρυνθώ από το νερόμυλο και βλέπω πίσω μου 5-6 άλογα Ελ­λήνων αξιωματικών κι ήτανε λίγο πιο δεξιά μου ακούγεται ένας φαντά­ρος κι έλεγε αφήστε με μένα μια προβατίνα, γαμώ την Παναγία σας. Εγώ τώρα έμπλεξα για ν’ αποφύγω την αντίληψη των αξιωματικών, χώθηκα με τη κοιλιά μου ταμπρούμητα κάτω από κάτι πευκάκια για να προσπεράσουνε οι ιππείς αλλά οι αξιωματικοί μόλις φτάσαν 5 μέτρα από μένα μακρυά κρατήσανε τ’ άλογά τους στο τόπο και ζητούσανε να παρουσιαστεί αυτός με την παραπονιάρικη φωνή του. Που γαμάει και τη Παναγία. Τον φώναξαν, μια τον φώναξαν 2-3 όσο να καταλάβει ποιος τον ζητούσε. Παρουσιάστηκε ο δυστυχής ο φαντάρος ενώπιον των αξιωματικών. Τρέμοντας και με τρόμο στα μάτια του τους λέει διατάξτε. Ο φαντάρος είχε να κάμει με το στρατηγό Τριλήβα το μέραρχο της 5ης Μεραρχίας κι οι ακό­λουθοι αξιωματικοί των έξω φρενών, ο στρατηγός όμως του λέει τι είσαι συ μωρέ; φαντάρος του απαντά είμαι στρατιώτης. Καλά στρατιώτης εί­σαι το βλέπω αλλά γιατί φωνάζεις και σκανίζεις κατ’ επανάληψη.

Τι να κάνω στρατηγέ μου είχα 200 πρόβατα του συντάγματος μου και τα οδηγούσα για τον προορισμό τους και πέρασε ένα ξένο τάγμα από δω και μου τα πήρε όλα τα πρόβατα και τώρα τι θα γίνω εγώ; Είχες βάλει καμμιά υπογραγή του λέει ο στρατηγός και θα σου την κοινοποιήσουν καϋμένε; Αυτοί που τα πήρανε αυτοί θα τα φάνε. Του επανέλαβε ο στρα­τηγός όλα καλά, με τη Παναγία τι έχεις; Γιατί τη βλαστημάς ή μήπως σου πήρε η Παναγία κανένα πρόβατο; Αφού όλοι μας απ’ αυτη τη Παναγία πε­ριμένουμε βοήθεια και αν δεν το ξέρεις δεν κάνει να την βλασφημούμε. Ο φαντάρος κόκκαλο, σαν άγαλμα. Πήγαινε τώρα, του λέει ο Στρατηγός και μην ξαναβλαστημήσεις. Τρόμαξαν να κάνουνε το δικαστήριο του α­παλλαγμένου φαντάρου.

Από κοντά τους έφυγα και γω κουλουριασμένος και μουδιασμένος. Το τάγμα το βρήκανε κατασκηνωμένο και μόλις πήγα εγώ ζύμωνα κι έψηνα κουλουράκια. Οι τακτικοί μου κι αχώριστοι φίλοι μου, άλλοι γδέρνουνε, άλλοι προμηθεύουνε καυσόξυλα κι άλλοι πήγανε για νερό. Απόψε είχα τραπέζι στους αξιωματικούς του λόχου μας. Οι αξιωματικοί μας στερούν­ται τελείως τροφής και φάγαμε όλοι μαζί. Το τραπέζι μας είναι στολισμέ­νο με πρόβιο κρέας, με κοτόπουλο, τυρί και με πολύ μέλι. Το πρωί συνεχί­σαμε την πορεία και σε 1 1/2 ώρα ανεβήκαμε στη κορφή ενός όρους αλλά μείναμε μέσα στο πυκνό δάσος και λίγο γυρτά για να μη δώσουμε στόχο στον εχθρό. Γιατί μπροστά μας και απέναντι φαίνεται κι άλλο βουνό ένα τραπεζοειδές ύψωμα. Ολοι οι διοικητές μας συγκεντρώθηκαν κοντά στη κορφή και κοιτάνε ερευνώντας με μια δίοπτρα του πυροβολικού μας. Ο­που ο εχθρός ανακαλύφτηκε πως κατέχει τον τραπεζοειδή λόφο. Εκοίταξαν οι αξιωματικοί μας προς όλες τις κατευθύνσεις και λίγο δεξιότερα σε κάτι παράλληλες μικροκορφές ανακαλύψανε πως υπάρχουνε πολλά κο­πάδια γιδοπρόβατα κι αποφάσισαν οι κ.κ. αξιωματικοί να βάλουν από 3 άντρες, τους πιο ικανούς και 1 αξιωματικό και να κατεβούνε κάτω και να πάρουνε όσα ζωντανά βρούνε. Μεταξύ των εκλεγέντων είμουνα και γώ. Είμαστε 20 οπλίτες κι ένας κοντόχοντρος έφερδος ανθυπολοχαγός. Κα­τεβαίνοντας σε μια κατηφόρα ένοπλοι κι όλοι χαρούμενοι, λες και πηγαί­ναμε να κάνουμε κανένα αγαθό έργο, ή καμμιά φιλανθρωπία, πηγαίνου­με ν’ αφαιρέσουμε και να χαραμίσουμε ξένες περιουσίες και ιδιοκτησίες πτωχών ανθρώπων. Κι αν μας αντισταθούν να τους σκοτώσουμε. Κατε­βαίνοντας προς τα κάτω και με κατεύθυνση προς τη δύση περάσαμε από πολλές ρεματιές όπου χορτάσαμε πίνοντας κρύο νερό από διάφορες πη­γές.

Είχαμε λάβει και προφυλαχτικά μέτρα μήπως πέσουμε σε καμμιά ενέ- δρα των τσέτων. Στην αρχή βρήκαμε μια μεγάλη αγέλη αγελάδων και μοσχαριών και πιο πάνω άλλα κοπάδια γιδοπροβάτων αφήσαμε τις αγελά­δες, και προχωρήσαμε λίγο. Οι τσοπάνηδες μας βλέπουν κι αφήνουν τα ζωντανά τους στη διάθεσή μας και κρύβονται. Ενας μόνο στάθηκε ψύχραιος κι ας μας είδε από μαρκυά που και κείνος μπορούσε να κρυφτεί μέσα στο δάσος όπως κι οι άλλοι στάθηκε κι οδηγούσε το ποίμνιό του προς τη ποτίστρα. Αυτός ο άνθρωπος θάτανε 40 χρονώ περίπου. Στα χέ­ρια του κρατούσε μια μαγγούρα και μια φλογέρα. Στο γαϊδουράκι του εί­χε κρεμάσει τη τραβητζίκα = δερμάτινο ταγάρι. Είχε ρίξει πάνω στο σα­μάρι τη κάπα του. Από πίσω ακολουθούσαν δυο μεγαλόσωμα σκυλιά. Στο λαιμό τους τα σκυλιά είχαν σιδερένια περιλαίμια με σουβλερή κι αγγελωτή τανάλια. Αυτά τα περιλαίμια τα φορούσαν στους σκύλους γιατί είχε πολλούς, λύκους, και συνά παλεύουν οι σκύλοι με τους λύκους. Του φω­νάξαμε κι ήρθε κοντά μας. Ηρθε λοιπόν, και δεν φαίνεται τρομαγμένος.

Του αφαιρέσαμε ολόκληρο το κοπάδι του από 300 κατσίκες. Του αφαιρέσαμε τη φλογέρα του και το γάιδαρό του. Τούμεινε μόνο η κάπα του. τη πήρε την έρριξε στη πλάτη του κι απ’ τη στενοχώρια του δεν είχε δύναμη να φύγει ούτε να κουνηθεί ο δυστυχής. Σκουπίζει ταχτικά τα δάκρυά του και το βλέμμα του παρακολουθεί το κοπάδι του που τόβαλε μπροστά η φανταρία και γέμισε ο κάμπος γίδια και τα μισά είναι λευκά τ’ άλλα μισά μαύρα όπως του τόπου μας. Εγώ που είχα γεννηθεί στο μαντρί μαζί με τα πρόβατα και μεγάλωσα μέχρι πούγινα 17 χρονών και σήμερα, συμμετέ­χω σ’ ένα τέτοιο αδίκημα, αυτό που κάναμε τώρα είμαι λυπημένος και συγκινημένος. Σωριάσαμε κάτω σ’ ένα εγκαταλελειμένο χωριό 5000 γι­δοπρόβατα. Μας πήρε η νύχτα και τα ζωντανά καθώς σμίξαν κι ανακατεύθηκαν από διάφορα σημάδια, δεν σταματούν πουθενά. Ως που μας α­νάγκασαν να μοιραστούμε από 5 άντρες και να φρουρήσουμε τα κοπά­δια. Ανάψαμε 4 φωτιές. Το κάθε φυλάκιο έψησε 2 αρνάκια. Αγρυπνήσαμε όλη νύχτα, οι φωτιές δεν σβύσανε για να μη κρυώνουμε. Ο Ανθυπολοχαγός χωρίς χλαίνη κρυώνει. Τον λυπήθηκα τούτο τον άνθρωπο και τούδωσα το αντίσκηνο μου κι έτσι ξενύχτησε. Το ξενύχτι μας πέρασε με αστεία και παραμύθια. Εδωσε ο Θεός τη μέρα. Το σύνταγμά μας είχε φύγει από το βουνό αυτό που το αφήσαμε και που πήγε κανείς μας δεν ξέρει. Μόνο προς το τραπεζοειδή λόφο ακούγονται αραιοί πυροβολισμοί. Πλησίασα τον αξιωματικό μας και τον ρώτησα τι θα γίνουμε; Ποιά κατεύθυνση θ’ α­κολουθήσουμε; Μου απαντάει να μην ανησυχήσουμε θα έρθει ένας ιππέ­ας και θα μας οδηγήσει εκεί που πρέπει. Πιο αριστερά από δω και σε από­σταση περίπου 1 χιλιομέτρου φαίνονται αθρώπινες κινήσεις και ρωτήσα­με τον αξιωματικό αν μας επιτρέπει να πάμε μερικοί να δούμε τι κάνουν εκείνοι οι αθρώποι εκεί πέρα. Ο αξιωματικός μας επέτρεψε να πλησιά­σουμε, κι έτσι πήγαμε 5 άντρες. Το έδαφος καλύπτεται από δέντρα και μόλις πλησιάσαμε το μέρος και γίναμε αντιληπτοί τρομοκρατήθηκαν αυ­τοί οι ανθρώποι και κρύφτηκαν στους θάμνους. Τους ξετρουπώσαμε έ­ναν έναν, ή δυο τρεις μαζί και τους συγκεντρώσαμε όλους σ’ ένα μέρος. Ητανε τουρκικές οικογένειες 22 άντρες και 35 γυναίκες και κορίτσια, και πολλά ανήλικα παιδιά. Τους καταχωρήσαμε κατά μεριάς, αλλού βάλαμε τους άντρες κι αλλού τις γυναίκες μαζί με τα παιδιά τους και ψάξαμε τα ρούχα τους για ν’ ανακαλύψουμε όπλα. Δεν βρήκαμε ούτε ένα φυσίγγι. Μετά αρχίσαμε και την ατομική έρευνα στους άντρες. Οι γυναίκες μόλις είδαν την έρευνα αρχίζουν να βγάζουν τα στολίδια τους και να τα κρύ­βουνε στα ξερά φύλα των δέντρων. Ολες κάτι φοράνε περιλαίμια, γιορ­ντάνια στο λαιμό τους. Οταν τέλειωσε η έρευνα των αντρών άρχισε των γυναικών, οι 4 συνάδελφοι μου κάθονται με προτεταμένα τα όπλα τους και γω είχα αναλάβει την έρευνα. Θάχα ψάξει τις περισσότερες και μόλις τέλειωνα τη κάθε μια την έστειλα και κάθονταν με τους άντρες. Ενα κορί­τσι σηκώθηκε με τρόπο και σιγά σιγά πήγε κι έκατσε μαζί με κείνες πούχα ψάξει. Εμείς το είδαμε αλλά την αφήσαμε στο τέλος. Ολες οι γυναίκες κάτι μουρμουρίζουν και θυμώσαν για την συμπεριφορά της μικρής, γιατί να μην ερευνηθεί αυτή; Οπως όλες οι άλλες; Στο τέλος πλησίασα τη τουρκοπούλα και της είπα κακ = σήκω. Αλλά προτού σηκωθεί το κορίτσι, σηκώθηκε κάποιος ψηλός, ξανθός άντρας και μου λέει: μπένιμ κζ = δικό μου κορίτσι πεκί εφέντιμ κορκ μα = μάλιστα κύριε αλλά μη φοβάσαι δεν την πειράζουμε, του είπα αλλά ο τούρκος αγρίεψε κι εβγαλε το σουγιά του και τοιμάστηκε να με χτυπήσει. Δεν ήθελα να τον σκοτώσω κι έκαναν ένα βήμα πίσω και τον χτύπησα με τη κάνη του όπλου μου στο μέτωπο και τον μάτωσα και τον κάθησα χάμω. Κατόπιν έψαξα το κορίτσι και τ’ αφησα ελεύθερο. Ο συνάδελφος Αληφέρης από τον Ορχομαινό επιτέθηκε σε μια χανούμισα μ’ ανήθιμους σκοπούς, αλλά τον πρόλαβε ο Κώτσιος απ’ το Κυριάκιο και τον ξυλοκόπησε κιόλας. Γιατί στην αρχή που πηγαί­ναμε ακόμα στο δρόμο, εξηγηθήκαμε κι ορικιστήκαμε όλοι κι οι 5 στη τι­μή μας και στη τιμή της πατρίδας μας, πως θα είμαστε προσεκτικοί και δεν θα πειράξουμε κανένα με ανήθικο σκοπό. Αλλά ο Αληφέρης έγινε ε­πίορκος. Φεύγοντας από τους χωρικούς μ’ ένα γαϊδουράκι φορτωμένο με δυο τουλούμια βούτυρο και λίγα αλεύρια μ’ ένα πιστόλι κι ένα στρα­τιωτικό ξίφος κι ένα κυνηγετικό όπλο.

η παρανομία του λοχαγού

Με τα 5000 αιγοπρόβατα φτάσαμε στο σύνταγμα και κει μας άφησε ο αξιωματικός λίγο, να συζητήσει με το διοικητή κι όταν γύρισε στην αγέ­λη, μας ρώτησε ποιοι γνωρίζουν από τη δουλειά του ποιμένα, κι αν ξέ­ρουμε να σφάζουμε και να γδέρνουμε και να είναι μεγάλης ηλικίας. Εδιω­ξε 100 συνάδελφους και μας διάλεξε τους άλλους 10 για τους πιο κατάλ­ληλους, για το επάγγελμα το νέο και μας παρουσίασε στο διοικητή. Ο διοικητής μας έκανε μερικές ερωτήσεις κι αφού συμφώνησε μαζί μας μας, έδωσε ένα σημείωμα να πάμε με τα σημειώματα αυτά στο λόχο μας και να διαγραφούμε απ’ τη δύναμη του λόχου και να γραφτούμε στη δύ­ναμη του επιτελείου για να φυλάξουμε τα αιγοπρόβατα. Εδωσα και γω το σημείωμα στο λοχαγό μου αλλ’ ο λοχαγός μου τούρριξε μια ματιά και θύ­μωσε κατά πολύ. Νόμιζε πως εγώ ενήργησα αυτοβούλως για ν’ αποσπα­στώ απ’ τη δύναμη του Λόχου, και παράκουσε τη διαταγή του διοικητή και μου λέει πήγαινε στη διμοιρία σου και κοίτα νάσαι πιο προσεχτικός. Μου χρειάζεσαι στο λόχο δεν σε διώχνω εσένα, θα διώξω απ’ το λόχο κείνον που θέλω εγώ. Κι έστειλε έναν πατριώτη μου. Αυτό δεν το περίμενα απ’ το λοχαγό μου. Από το Λαγουρό να μου αφαιρέσει τέτοια τύχη και να στείλει τον πατριώτη μου το Γιώργο Ντελή. Ευχαριστώ πολύ Λοχαγέ μου, του είπα, δια την παρανομίαν σας. Σιωπή, μου λέει, και φύγε για να μη σε τιμωρήσω.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *