Γράφει ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης
Προσπαθώντας να αλιεύσω πληροφορίες για την Λετονή συγγραφέα Νόρα Ίκστενα (Nora Ikstena) από το διαδίκτυο, ανακαλύπτω πως κι’ αυτή γεννήθηκε την ίδια ημερομηνία, στις 15 Οκτωβρίου 1969, με την ανώνυμη ηρωΐδα ετούτου του βιβλίου της, οπότε φαίνεται πολύ πιθανό ότι το μυθιστόρημα είναι τουλάχιστον εν μέρει, αυτοβιογραφικό. Ο πρωτότυπος λετονικός τίτλος του βιβλίου μεταφράζεται ως ‘Μητρικό γάλα’, αλλά, όπως θα δούμε, τόσο ο λετονικός όσο και ο αγγλικός τίτλος των μεταφρασμένων βιβλίων της είναι σχετικά παρεμφερείς. Καθώς η Ικστένα γνωρίζει αγγλικά, αφού μετά τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο της Ρίγας πάνω στη φιλολογία και στην αγγλική γλώσσα και λογοτεχνία, έκανε περαιτέρω σπουδές στη Νέα Υόρκη, μπορούμε ίσως να υποθέσουμε ότι το πιθανότερο δεν θα είχε αντίρρηση για την μερική, έστω, αλλαγή του τίτλου. Στο βιβλίο, παρακολουθούμε τρεις γενιές Λετονών γυναικών, οι οποίες διάγουν τουλάχιστον ένα μέρος της ζωής τους υπό σοβιετική κυριαρχία. Η γιαγιά είχε ζήσει την εποχή όπου η Ρίγα είχε καταληφθεί από τους Γερμανούς. Η Ρίγα, για την ιστορία, απελευθερώθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1944, ημέρα στην οποία γεννήθηκε και η μητέρα της αφηγήτριας, η γιαγιά όπως αναφέρεται στο κείμενο. Να σημειώσουμε με την ευκαιρία ότι ο όρος αφηγήτρια, όπως θα διαπιστώσουμε με την ανάγνωση χρησιμοποιείται τόσο για τη μητέρα όσο και για την κόρη της. Όλες τους παρουσιάζονται από την συγγραφέα έτσι, και χωρίς ονοματεπώνυμο.
Η γιαγιά, ο παππούς και το μωρό φεύγουν από τη Ρίγα και επιστρέφουν στην επαρχία όπου ζουν. Ο παππούς είναι πολύ δεμένος με τα έλατά του, οπότε όταν σε δεδομένη στιγμή βλέπει τους στρατιώτες να τα κόβουν, κλειδώνει τη γυναίκα και την κόρη του στο σπίτι, η κόρη είναι κρυμμένη σε μια βαλίτσα με τρύπες και η γυναίκα μέσα στην ντουλάπα, και προσπαθεί να υπερασπιστεί τα δέντρα του. Τον συλλαμβάνουν λόγω της ανάρμοστης συμπεριφοράς του και τον στέλνουν στη Σιβηρία, όπου προφανώς πεθαίνει. Η γιαγιά ξαναπαντρεύεται και η μητέρα συμπαθεί τον νέο πατριό της, μέχρις ότου ένας άντρας την σταματάει στο σχολείο και της λέει ότι είναι ο πατέρας της, που επέστρεψε από τη Σιβηρία. Ωστόσο, η γιαγιά έχει ξαναπαντρευτεί, ο παππούς γίνεται μέθυσος και τελικά πεθαίνει. Βλέποντας την κατάστασή του η μητέρα εμπνέεται να γίνει γιατρός, πράγμα που υλοποιεί.
Ενώ ένα μέρος της ιστορίας αφορά τρεις γενιές γυναικών και τις δοκιμασίες τους, μεγάλο μέρος της αφορά το καταπιεστικό σοβιετικό σύστημα. Η μητέρα εκπαιδεύεται για να γίνει γιατρός και γίνεται. Στην πορεία μένει, άθελά της, έγκυος. Οι πατέρες σε αυτή την ιστορία παίζουν ελάχιστο ρόλο,ή, όπως στην προκειμένη περίπτωση σχεδόν καθόλου. Η αφηγήτριά μας γεννάει το μωρό, αλλά δεν είναι φτιαγμένη για μητέρα κι’ έτσι αμέσως μετά τον τοκετό, εξαφανίζεται για πέντε ημέρες. Στη συνέχεια, τής προσφέρεται μια θέση στο Λένινγκραντ, αλλά σπεύδει να επισημάνει ότι το κτίριο στο οποίο της παίρνουν συνέντευξη πριν αναλάβει τη θέση χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή όπου οι Λετονοί είτε εκτελούνταν είτε στέλνονταν στη Σιβηρία. Σπεύδει επίσης να επισημάνει ότι εγκαταλείπει τη μητέρα και τον πατριό της, στη ζωή των οποίων δεν ταιριάζει και στους οποίους αφήνει την κόρη της, την δεύτερη αφηγήτρια. Μπορεί να μην είναι καλή μητέρα, το παραδέχεται μάλιστα ελεύθερα, αλλά είναι ωστόσο καλή γιατρός. Καταστρέψαμε τους γάμους μας τόσο άσχημα όσο διαχειριστήκαμε τα παιδιά μας, λέει για τις γυναίκες γιατρούς. Εργάζεται στον τομέα της ενδοκρινολογίας και γυναικολογίας και μεγάλο μέρος της δουλειάς της περιλαμβάνει την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, αλλά ταυτόχρονα βοηθάει τις γυναίκες που δεν επιθυμούν την τεκνοποίηση ώστε να διακόψουν την εγκυμοσύνη. Εργαζόμενη σε αυτόν τον τομέα, καταφέρνει να εφεύρει την εξωσωματική γονιμοποίηση, χρησιμοποιώντας το σπέρμα ενός άνδρα που είναι μεθυσμένος και δεν μπορούσε να γονιμοποιήσει τη γυναίκα του. Ωστόσο, χάνει τελικά τη δουλειά της όταν επιτίθεται στον άνδρα, έναν Σοβιετικό ήρωα, όταν αυτός ξυλοκοπάει την έγκυο σύζυγό του. Μητέρα και κόρη τα ξαναβρίσκουν και η μητέρα αποστέλλεται σε μια αγροτική περιοχή για να παρέχει ιατρικές υπηρεσίες στις γυναίκες εκεί. Έρχονται πιο κοντά και η μητέρα νοσταλγεί την κόρη της όταν εκείνη αργότερα πηγαίνει στην πόλη για γυμνάσιο και μένει με τους παππούδες της. Πράγματι, σταδιακά γίνεται όλο και πιο καταθλιπτική. Κάποια στιγμή μια από τις ασθενείς της περιοχής τής δίνει ένα ελλιπές αντίτυπο του 1984 και γίνεται το αγαπημένο της ανάγνωσμα.
Επιστρέφοντας, όμως, στην έννοια του γάλακτος, βλέπουμε πως η γιαγιά θηλάζει την κόρη της, δηλαδή τη μητέρα της αφηγήτριας, για τρία χρόνια, τρώγοντας αποξηραμένα ζαχαρότευτλα τα οποία της προξένησαν κακό για να μπορέσει να δώσει αρκετό γάλα στην κόρη της. Ωστόσο, η μητέρα δεν θηλάζει την κόρη της, αφού εξαφανιζόταν για μέρες για να μην χρειαστεί να ταΐσει το παιδί της. Η Σοβιετική Ένωση είχε την άποψη ότι τα παιδιά έπρεπε να πίνουν γάλα στο σχολείο τους. Η αφηγήτρια πρέπει να πιει αυτό το γάλα και το μισεί. Προσπαθεί να το δώσει σε άλλους ή να το χύσει μακρυά. Όταν πρέπει να το πιει, ενώπιον άλλων, το ξερνάει. Τελικά, οι δάσκαλοι καλούν τη μητέρα της να τής αναφέρουν το γεγονός και εκείνη την υπερασπίζεται. Δεν χρειάζεται να πιει, λέει, το γάλα του σχολείου. Στη συνέχεια μαθαίνουμε ότι ένας από τους κύριους λόγους που δεν ήθελε το γάλα ήταν επειδή το έβλεπε ως μια μορφή ελέγχου. Το να μην το πίνει ήταν ελευθερία. Την επόμενη μέρα στο σχολείο, μάλιστα, ήπιε λίγο από το γάλα της γειτόνισσάς της, εθελοντικά.
Υπάρχουν τρία βασικά θέματα σε αυτό το βιβλίο της Λετονής συγγραφέως. Το πρώτο είναι η κατάθλιψη της μητέρας που διατρέχει όλο το βιβλίο. Μπορεί, εν μέρει, να οφείλεται στην απέλαση από το Λένινγκραντ ή στην απώλεια του πατέρα της, αλλά αυτό δεν εξηγείται ποτέ. Γνωρίζουμε, ως αναγνώστες, μόνο ότι έχει κατάθλιψη. Ο δεύτερος είναι ο ρόλος της γυναίκας. Οι άντρες σε αυτό το βιβλίο είναι σκιώδεις φιγούρες και όταν εμφανίζονται είναι γενικά εκφοβιστικοί, ελεγκτικοί και μεθυσμένοι. Οι γυναίκες πρέπει να παλέψουν σε έναν αντρικό κόσμο με τους όρους τους, να κάνουν παιδιά αν το θέλουν οι σύζυγοί τους, ή και να μην τα κάνουν αν δεν το θέλουν εκείνοι. Το τρίτο θέμα είναι η απώλεια της ελευθερίας στη Σοβιετική Ένωση. Η κόρη αφηγήτρια είναι δικαιολογημένα πολύ πικραμένη για τη σοβιετική διακυβέρνηση της Λετονίας, τόσο σε προσωπικό επίπεδο, λόγω της φυλάκισης του παππού της μετά το επεισόδιο με το έλατο, την εκδίωξη της μητέρας της από το Λένινγκραντ, κι ακόμη και του δικού της αγώνα με το σοβιετικό γάλα, όσο και σε εθνική κλίμακα, λόγω της φυλακής απ’ όπου οι Λετονοί στέλνονταν στη Σιβηρία ή εκτελούνταν.
Η πτώση του τείχους του Βερολίνου, στο κείμενο, χαιρετίζεται ως μεγάλη στιγμή, όπως, πράγματι, ήταν. Για όσους δεν είχαν την ατυχία να ζήσουν κάτω από το σοβιετικό σύστημα, το βιβλίο φέρνει σε μεγάλο βαθμό στο προσκήνιο τη φρίκη της ζωής, αλλά, ως φεμινιστικό μυθιστόρημα, δείχνει με σαφή τρόπο τις ταλαιπωρίες των γυναικών. Η ιστορία της Νόρα Ίκστενα, εκθέτει τη βία της σοβιετικής θεσμοθέτησης της μητρότητας ως πολιτικού καθήκοντος που ενσωματώθηκε στην ιδεολογική και κοινωνική δομή της σοβιετικής ζωής. Η πρώην Σοβιετική Δημοκρατία της Λετονίας, είναι ένα μικρό έθνος και σχετικά άγνωστο εκτός της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Ευρώπης και της Βαλτικής Θάλασσας. Η λογοτεχνία της σπάνια έκανε την εμφάνισή της στην ελληνική γλώσσα, αλλά οι προσπάθειες των εκδόσεων Βακχικόν, μας δίνουν την ευκαιρία να έρθουμε σε μια επαφή με αυτή. Το μυθιστόρημα με τον περίεργο τίτλο είναι μια εξερεύνηση των πόνων της μητρότητας και της κατάθλιψης, και σε μικρότερο βαθμό της παιδικής ηλικίας και της ζωής σε ένα έθνος που βρίσκεται κάτω από τη συνεχή πίεση της κατοχής. Το ‘Μητρικό Γάλα’ ξεδιπλώνει το περιβάλλον και το ήθος της ζωής στη Σοβιετική Λετονία μέσα από τις διττές ιστορίες μητέρας και κόρης, συνυφασμένες στο χρόνο από τη στιγμή της γέννησής τους, μέχρι να συναντηθούν οι ιστορίες στις σελίδες του μυθιστορήματος. Μια ανώνυμη μητέρα και η κόρη της βρίσκονται στο επίκεντρό της, και οι δύο αφηγήτριες σε πρώτο πρόσωπο. Δεν υπάρχουν ξεχωριστά κεφάλαια και η ιστορία κυλά μεταξύ των προοπτικών των χαρακτήρων για να συσσωρεύσει αργά την ατμόσφαιρα της οικογενειακής ζωής στο σημείο συνάντησης της κρατικής και της πατριαρχικής καταπίεσης. Η ιστορία της Ίκστενα, φαίνεται σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφική, όχι μόνο επειδή η συγγραφέας ήταν στην ίδια ηλικία με την κόρη, όσο και επειδή το αφηγηματικό στυλ του πρώτου προσώπου καταφέρνει καλά να παρασύρει τον αναγνώστη στο είναι των ανώνυμων χαρακτήρων. Το ‘Μητρικό Γάλα’, μοιάζει λιγότερο σαν μυθοπλασία, που αφορά την ιστορία κάποιων που αφηγείται άλλος και περισσότερο σαν μια εμπειρία που την αφηγείται ένα στενό πρόσωπο. Αλλά όπως ήδη είπαμε, το μυθιστόρημα πραγματεύεται κυρίως το θέμα της μητρότητας και παράλληλα τη Σοβιετική κυριαρχίαστη Λετονία. Ωστόσο, για τη μητέρα, η σοβιετική ζωή κάθε άλλο παρά ικανοποιητική είναι, και ως αποτέλεσμα της μακροχρόνιας κατάθλιψής της, η κόρη της περνά την παιδική της ηλικία επιθυμώντας τη στοργή της μητέρας και φοβούμενη την απρόβλεπτη ιδιοσυγκρασία της και την ενίοτε αυτοκτονική της τάση. Είναι σημαντικό ότι η αφήγηση της κόρης δεν ρίχνει καμία ευθύνη στη μητέρα, αλλά παρουσιάζει την κατάθλιψη και τον πόνο της, υποδηλώνοντας ότι αποτελούναν απόσπαστα γεγονότα της ζωής στη Σοβιετική Λετονία. Παρατηρώντας μέσα από τα μάτια δύο γυναικών των οποίων οι ζωές δομούνται από το κράτος και τη σοβιετική πατριαρχία, το μυθιστόρημα της Ίκστενα απεικονίζει τη Λετονία ως αντισοβιετικό έθνος. Σίγουρα, οι χαρακτήρες της συγγραφέως συναντώνται με χαρούμενους Σοβιετικούς Λετονούς, όπως η γιαγιά και ο θετός παππούς, αλλά αυτά φαίνονται ιδεολογικά ξενόφερτοι σε σύγκριση με την ένταση της απέχθειας της μητέρας για τη σοβιετική κυριαρχία. Η περιφρόνηση της μητέρας για τον κομμουνισμό εκδηλώνεται με την κατάθλιψή της, όπου αρχίζει να υφαίνει αφηγηματικά επιχειρήματα για τις επιπτώσεις της σοβιετικής ζωής στις γυναίκες. Για τη μητέρα, γιατρό και μαιευτήρα – γυναικολόγο, οι σοβιετικοί άνδρες είναι ένα βάρος που επιβάλλεται στις γυναίκες, ένα επιχείρημα πιστό στην ιστορία της σοβιετικής εξιδανίκευσης της Μητέρας Ηρωΐδας. Η ιστορία της Ίκστενα, εκθέτει την βία της σοβιετικής θεσμοθέτησης της μητρότητας ως πολιτικού καθήκοντος που ενσωματώθηκε στην ιδεολογική και κοινωνική δομή της σοβιετικής ζωής πέρα από τις απαιτήσεις των σιωπηρών, πολιτιστικών και διαχρονικών κανόνων της πατριαρχίας. Για παράδειγμα, γυναίκες που γέννησαν έναν ορισμένο αριθμό παιδιών εντάχθηκαν στο ‘Τάγμα της Μητρικής Δόξας’ και κέρδισαν επαίνους παρόμοιους με εκείνους των ηρώων του πολέμου για την παροχή παιδιών και εργασίας στη «μητέρα» Ρωσία. Η σοβιετική γραφειοκρατικοποίηση της μητέρας μπαίνει στην προσωπική ζωή μητέρας και κόρης στο ‘Μητρικό Γάλα’ και προκαλεί ένα δίλημμα. Αφ’ ενός, το μυθιστόρημα υποδηλώνει ότι η μητρότητα δεν αποτελεί φυσική προέκταση της γυναικείας φύσης και δεν πρέπει να θεωρείται ως τέτοια, και αφ’ ετέρου θέλει να καταστήσει ξεκάθαρη την επιθυμία της κόρης για μια σχέση, πέρα από τη φροντίδα μιας αυτοκτονικής μητέρας της οποίας η καριέρα συντρίφτηκε από τη φιλοδοξία της που ήρθε απέναντι και σε σύγκρουση με την ευρύτερη πολιτική του κομμουνιστικού κόμματος.
The post Ρινίσματα της σοβιετικής κοινωνικής δομής appeared first on Vakxikon.gr.