cf80cf8ecf82 cf84cebf cebbceadcebdceb5 ceb1cf85cf84cf8c cf84cebf cebcceb1cf81ceb1cf86ceadcf84ceb9

Τη λέξη «μαραφέτι» την έμαθα από τον  παππού μου. Είχε φτιάξει στην αυλή έναν οικίσκο,  ένα εργαστήρι, όπου φύλαγε  τα εργαλεία  για τα μαστορέματά του, άλλα ξυλουργικά, άλλα βιβλιοδετικά,  άλλα χημικά, πιάνανε τα χέρια του ποικιλοτρόπως,  όχι σαν κάτι άλλους. Πήγαινα και τον έβλεπα, με μάτια διάπλατα τον παρακολουθούσα να μαστορεύει, και κάποια στιγμή μου είπε «φέρε μου εκείνο το μαραφέτι που είναι πάνω στον πάγκο».

Κι έπειτα μου εξήγησε ότι μαραφέτι λέμε κάποιο σύνεργο που δεν  ξέρουμε πώς  το λένε, ή που δεν μας έρχεται εκείνη τη στιγμή το όνομά του -και περήφανος που έμαθα τη  λέξη άρχισα να τη χρησιμοποιώ επί δικαίων και αδίκων.

Αργότερα, στα φοιτητικά μου χρόνια  ή εκεί κοντά, κάποιος φίλος μου είπε «εννοείς το μαντζαφλάρι;» κι έτσι συνειδητοποίησα ότι υπάρχει κι  άλλη ειδική λέξη για τα… ακατονόμαστα αντικείμενα.

Λέω «ειδική» λέξη, διότι για τον ίδιο σκοπό χρησιμοποιούμε  και  αντωνυμίες, ας πούμε «δώσε μου το τέτοιο», «το αυτό», «το αποτέτοιο», ή «το πράμα»,  «αυτό το πράμα», λέξεις δηλαδή που έχουν και άλλες χρήσεις. Λέμε επίσης «το πώς το λένε»,  για κάτι που δεν θυμόμαστε το όνομά του, αλλά και για πρόσωπα.

Πάμε στο λεξικό. Το ΛΚΝ λέει:

μαραφέτι το [maraféti] Ο44α : (οικ.) κάθε αντικείμενο που δεν μπορούμε ή δε θέλουμε να το αναφέρουμε με το όνομά του· (πρβ. μαντζαφλάρι): Tι είναι αυτό το ~ που κρατάς;

[τουρκ. marifet  `επινόηση, μηχάνημα΄ (από τα αραβ.) με προχωρ. αφομ. [a-i > a-a] ]

Ίδιος  ορισμός και για το μαντζαφλάρι  (και μαντζαφλέρι), που όμως είναι άγνωστης  ετυμολογίας.

Στο Χρηστικό:

μαραφέτι ΣΥΝ. ματζαφλάρι 1. κάθε αντικείμενο, συνήθ. μικρό εξάρτημα ή εργαλείο, του οποίου ο ομιλητής δεν γνωρίζει το όνομά του, δεν το θυμάται ή δεν θέλει να το κατονομάσει: Δώσε μου αυτό το ~ να ξεβιδώσω τη λάμπα! Πβ. μαρκούτσι.

Βλέπουμε ότι το ΧΛ αναφέρει και  το μαρκούτσι -και στον  ορισμό του λέει: «κάθε μακρουλό αντικείμενο, ιδίως το μικρόφωνο, ΣΥΝ. μαραφέτι». Μπορεί να είναι κι έτσι, αλλά εγώ το μαρκούτσι το είχα συνδέσει μόνο με το μικρόφωνο.

Κάποιοι χρησιμοποιούν το καβλιτζέκι, που εγώ το άκουσα στον Χάρρυ  Κλυνν αλλά για συγκεκριμένο αντικείμενο. Στο slang.gr αναφέρεται το καβλιτζέκι (ή καυλιτζέκι; ) με κάπως εξειδικευμένο ορισμό: Χαρακτηρισμός αντικειμένων σφηνοειδούς συνήθως μορφής με μήκος τουλάχιστον τριπλάσιο του πλάτους. Την λέξη χρησιμοποιούμε για να χαρακτηρίσουμε τέτοιου είδους αντικείμενα όταν τα χρειαζόμαστε, αλλά είναι λίγο πιο μακριά απ’ ό,τι φτάνει το χέρι μας.

pollamrΧτες είχα την ιδέα να κάνω μια σφυγμομέτρηση στο Τουίτερ, για αυτές τις  λέξεις. Οι σφυγμομετρήσεις του Τουίτερ (Χ το λέει τώρα ο Μούσκαρος) δέχονται μόνο 4 επιλογές, οπότε αναγκάστηκα να  συγχωνεύσω δύο σε  μία,  που δεν  ήταν  πολύ καλή ιδέα.

Βλέπετε ότι  το μαραφέτι ήρθε πρώτο, αλλά βέβαια ανάμεσα στις προτεινόμενες επιλογές. Διότι μια  σχολιάστρια είπε κάτι που ίσως έχει βάση:

Ωραιες λέξεις αλλά ποιος λέει τα τρία πρωτα; Ανθρωποι κάτω των 30 αμφιβάλλω αν ξέρουν και τι σημαινουν. Το μαραφέτι ακούγεται καμία φορά για συσκευές ή γκατζετ. Τα άλλα δύο εχω χρόνια να τ’ ακούσω.

Πολλοί πρότειναν και άλλες λέξεις:

  • απαυτό, αποτέτοιο
  • μαρκούτσι
  • μπλιμπλίκι
  • καριολίκι,  μπουρδέλο, γαμίδι
  • Φέρε αυτό το «κέρατο». Επίσης στην αργκό των μηχανικών -ηλεκτρολογων κτλ παίζει και το «γαμήδι» (ιδίως αν έχουν νεύρα)  -εγώ θα  έγραφα «γαμίδι».
  • διαόλι
  • σκατουλάκι
  • μποτσίκι
  • μαλακία, αυτή τη μαλακία
  • παπαρίδι
  • κολοκύθι
  • Εκείνο που… π.χ. Είδες πουθενά εκείνο που ανοίγουμε τα μπουκάλια; [Το  πουρφάν, που έλεγε και ο Καραπιάλης συμφωνα  με το ανέκδοτο]
  • εκείνο το πώς το λένε
  • απαυτούλι
  • μαλακίτσα
  • μαντζαφλίκι
  • σαχλαμάρι
  • μπιρμπιτσόλι
  • τσουμπλέκι
  • παπάρι
  • μπιζμπιλίκι
  • γκαργκατζούλι
  • τζιβιτζιλόνι
  • μπιχλιμπίδι
  • μπιρμπιρόλι
  • εργαλείο
  • πιπιρόλι
  • τσιασίτι
  • τετοιάκι
  • σκατολοΐδι

Κάποιοι έκαναν  και διακρίσεις:

  • Το: κέρατο (όλα), ματζαφλάρι (μεγαλύτερο αντικείμενο), καυλιτζέκι (μικρότερο), μαραφέτι (πολυπλοκότερο αντικείμενο), η παπαριά, κλπ
  • Δε ξέρω πως το λένε; Είναι το Μαντζαφλάρι. Έχει πολύ πιο έντονο φαλλικό σχήμα σε σχέση με το μαντζαφλάρι; Είναι το καυλιτζέκι. Δε ξέρω πως το λένε και ταυτόχρονα δε μπορώ να το βρω; Είναι το Γαμίδι.
  • Εξαρτάται, μαραφετι πάει περισσότερο για κάποιοι είδους μηχάνημα, μαντζαφλαρι για εργαλείο,καυλιτζεκι για εξάρτημα
  • Ρημάδι στους μη οικείους, γαμήδι στους οικείους.
  • Μαραφέτι λέμε συνήθως για κάτι μηχανικό/ηλεκτρονικό «δε δουλεύει το μαραφέτι», μαρκούτσι για κάτι μακρύ, καυλιτσέκι πολύ σπάνια έως πότε να το έχω ακούσει

Δεν  είναι καθόλου περίεργη  αυτή η ποικιλία,  πρόκειται  για  λέξεις της οικειότητας, του οικογενειακού λεξιλογίου,  δεν είναι στανταρισμένες, δεν  διδάσκονται στο σχολείο ώστε να τυποποιούνται. (Σκεφτείτε μονάχα, αν ρωτούσαμε  πώς αποκαλεί καθένας/καθεμία το αντικείμενο του  πόθου του χαϊδευτικά, θα καταγράφαμε χιλιάδες όρους).

Είναι περισσότερες σήμερα αυτές οι λέξεις; Ίσως παλιότερα να είχαμε λιγότερα αντικείμενα στην  κατοχή μας και τώρα, με την τεχνολογία να  έχουν  αυξηθεί, μεταξύ άλλων  και άυλα αντικείμενα,  οπότε πληθαίνουν  οι όροι. Ίσως όμως απλώς σήμερα να αλληλοκαταγραφόμαστε πιο εύκολα, ενώ πριν από 120 χρόνια οι λέξεις της καθομιλουμένης δύσκολα καταγράφονταν.

Στα αγγλικά έχουν παραλλαγές και πλατειασμούς του thing: thingy, thingum,  thingamajig,  thingamabob κτλ.

Στα γαλλικά ήξερα το truc, βλέπω τώρα ότι έχει κι αυτό πλατειάσει, trucmuche. Kαι machin, νομίζω.

Στα γερμανικά Dingsbums (Ding είναι  το πράγμα)

Το τουρκικό zamazingo φαίνεται να έχει περάσει και στην αμερικανική σλανγκ.

Ο Adam Sharp, ένας γλωσσοδίφης τουιτεράς  που ειδικεύεται σε καταλόγους  όρων  και φράσεων  σε διάφορες γλώσσες,  έφτιαξε τις προάλλες έναν  τέτοιον μ κατάλογο, που μου έδωσε  και την  ιδέα για το σημερινό  άρθρο. Παραθέτω, χωρίς να  έχω εξετάσει την ορθότητα, δέκα όρους,  αν και έχει κι άλλα πολλά, σκόρπια όμως σε διάφορα τουίτ.

10. Habbijabbi (Bengali) 9. Shismoo (Arabic) 8. Intazinga (Zulu) 7. Jigajoga (Portuguese) 6. Yoke (Hiberno English) 5. Hvasmnúheitir (Icelandic) 4. Yung ano (Filipino) 3. Truchmuche (French) 2. Haghawagha (Pashto) 1. Zamazingo (Turkish)

Εσείς λοιπόν πώς το λέτε αυτό το μαραφέτι;

ΥΓ Αναφέρθηκα στο ανέκδοτο με τον Καραπιάλη και το πουρφάν,  και έτσι βέβαια δείχνω  τα χρόνια μου,  μια και οι νέοι μπορεί να μην ξέρουν  όχι απλώς  το  ανέκδοτο  αλλά ούτε καν τον Καραπιάλη. Επειδή είχα όρεξη, ρώτησα στο Τουίτερ, και το 75% των  512 ατόμων που απάντησαν αγνοούσαν το ανέκδοτο, που είναι το εξής:

Πάει ο Καραπιαλης να υπογράψει στον Ολυμπιακό.

–Τι να σε κεράσουμε Βασίλη;

–Φραπέ μέτριο κι ένα πουρφάν.

Πανικός, κανείς δεν ξέρει τι είναι το πουρφάν.

Τηλεφωνούν σε καφετέρια στη Λάρισα, «μας έχει παραγγείλει ο κ. Καραπιάλης ένα πουρφάν και δεν  ξέρουμε τι είναι»

— Α, ένα που ρουφάν, καλαμάκι θέλει.

Να μας πει ο Δημόσιος Χώρος αν στα ΒΙ το «που ρουφάν» θα γίνει  «πουρφάν» ή «προυφάν».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *