cf80cf8ecf82 ceb4cebfcf85cebbceb5cf8dceb5ceb9 ceb7 cebbcebfceb3cebfcf84ceb5cf87cebdceafceb1 ceb1cf80cf8ccf83cf80ceb1cf83cebcceb1 ceb1

wood 614x1024 1Με τον τίτλο Πώς δουλεύει  η λογοτεχνία κυκλοφόρησε φέτος τον Απρίλιο από τις εκδόσεις Αντίποδες ένα σημαντικό βιβλίο, η μελέτη του James Wood, σε μετάφραση  του φίλου Κώστα Σπαθαράκη, ο οποίος, ενώ διευθύνει έναν πετυχημένο εκδοτικό  οίκο εξακολουθεί να κάνει (πολύ καλές) μεταφράσεις.

Ξεκίνησα από τη μετάφραση, ας πούμε από επαγγελματική πετριά,  διότι ήδη ο τίτλος,  που ειναι στα αγγλικά How Fiction Works, βάζει καναδυό μεταφραστικά διλήμματα: Θα  πεις «λογοτεχνία» ή «μυθοπλασία» ή κάτι άλλο; Θα πεις «δουλεύει»,  «λειτουργεί» ή κάτι άλλο; Νομίζω πως οι επιλογές του Κώστα Σπ. (το είχαμε θαρρώ συζητήσει και πριν βγει το βιβλίο) ήταν εύστοχες. Ξέχασα να  τον ρωτήσω γιατί προτιμά τη γραφή ΤζέΗμς, όπως και ΚένεντΥ κτλ.  αλλά δεν είναι πολύ σοβαρό.

Το βιβλίο κάνει  αυτό που λέει ο τίτλος του. Δείχνει στον  αναγνώστη  πώς λειτουργεί η πεζογραφία, πώς οργανώνει ο συγγραφέας την αφήγηση (πρωτοπρόσωπη, τριτοπρόσωπη και σπάνιες εξαιρέσεις), πώς χειρίζεται τις λεπτομέρειες, πώς δημιουργεί και εισάγει τους χαρακτήρες. Δεν είναι όμως εγχειρίδιο «δημιουργικής γραφής», δεν σας  μαθαίνει πώς να γράφετε λογοτεχνία -αν και σίγουρα θα πάρετε πολλά ερεθίσματα και προς αυτή την κατεύθυνση- αλλά περισσότερο πώς να διαβάζετε.

Το χαρακτηριστικό του βιβλίου του Γουντ  είναι ότι βρίθει από παραθέματα, σύντομα και εκτενή, από πασίγνωστα, γνωστά και άγνωστα στον Έλληνα  αναγνώστη μυθιστορήματα και διηγήματα. Τα περισσότερα πάντως είναι από γνωστά έργα -ο καθένας κάποια θα έχει διαβάσει- ενώ το καλό (ή κακό) είναι πως σίγουρα, διαβάζοντας τον  Γουντ θα θελήσετε να διαβάσετε και πολλά από τα μυθιστορήματα που αναλύει ή παραθέτει.

Στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε:

Η λογοτεχνία διαφέρει από τη ζωή επειδή η ζωή είναι γεμάτη από αταξινόμητες και άμορφες λεπτομέρειες και πολύ σπάνια μας κατευθύνει προς αυτές, ενώ η λογοτεχνία μας διδάσκει να τις παρατηρούμε. Αυτή η διδασκαλία είναι διαλεκτική. Η λογοτεχνία μας κάνει να παρατηρούμε καλύτερα τη ζωή· στην πορεία ασκούμαστε στην ίδια τη ζωή· πράγμα που με τη σειρά του μας κάνει να διαβάζουμε καλύτερα τη λεπτομέρεια στη λογοτεχνία· που με τη σειρά του μας κάνει καλύτερους αναγνώστες της ζωής, και ούτω καθεξής. Ο Τζέημς Γουντ μιλά με ενθουσιασμό για θεμελιώδεις έννοιες της πεζογραφίας, για την αφήγηση και τον αφηγητή, τη σημασία της λεπτομέρειας, τους χαρακτήρες και το διάλογο, τη μορφή, το ρυθμό και τη μουσική, επιμένοντας ότι η λογοτεχνία είναι αυτό που βρίσκεται πιο κοντά στη ζωή.

Το βιβλίο είναι  οργανωμένο σε κεφάλαια και κάθε κεφάλαιο υποδιαιρείται σε ενότητες άνισου μεγέθους (από μισή έως  πολλές σελίδες). Οι ενότητες είναι αριθμημένες με ενιαία αρίθμηση στο σύνολο του βιβλίου -συνολικά είναι 140.

Διάλεξα να παρουσιάσω εδώ τις πέντε πρώτες ενότητες (42 έως 46) από το κεφάλαιο Λεπτομέρειες. Ζήτησα από τον  Κώστα να  μου στείλει το αρχείο, μαζί βέβαια  με τις υποσημειώσεις -η τελευταία είναι εκτενής, εκτενέστερη από την αντίστοιχη  ενότητα, και αναφέρει κατά σύμπτωση τον πρόσφατα εκλιπόντα Κόρμακ Μακάρθι.

Κοπιπάστη  λοιπόν:

Λεπτομέρειες

Μα δεν γίνεται διαφορετικά. Μόνο από τη λεπτομέρεια μπορούμε να καταλάβουμε το ουσιαστικό, αυτή την πείρα αποκόμισα από τα βιβλία και τη ζωή. Πρέπει να ξέρουμε όλες τις λεπτομέρειες, γιατί μόνο έτσι μπορούμε να καταλάβουμε τι είναι σημαντικό και θα διαφωτίσει τα πράγματα.[1]

42.

Το 1985, ο ορειβάτης Τζο Σίμπσον, έξι χιλιάδες μέτρα ψηλά στις Άνδεις, γλίστρησε σε μια παγωμένη πλαγιά και έσπασε το πόδι του. Έμεινε να αιωρείται αβοήθητος από τα σκοινιά του και ο άλλος ορειβάτης τον άφησε θεωρώντας τον ήδη πεθαμένο. Στο μυαλό του κόλλησε το τραγούδι των Boney M. «Brown Girl in the Ring». Το τραγούδι δεν του άρεσε ποτέ και έγινε έξαλλος με τη σκέψη ότι θα πέθαινε με το συγκεκριμένο σάουντρακ.

Στη λογοτεχνία, όπως και στη ζωή, ο θάνατος συνοδεύεται συχνά από πράγματα που είναι φαινομενικά άσχετα, από τον Φάλσταφ που φλυαρεί για πράσινα λιβάδια, μέχρι τον Λυσιέν ντε Ρυμπαμπρέ του Μπαλζάκ που παρατηρεί τις αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες ενός κτηρίου τη στιγμή που ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει (στα Μεγαλεία και αθλιότητες των κουρτιζάνων), τον πρίγκιπα Αντρέι που ονειρεύεται στο νεκροκρέβατό του μια ασήμαντη κουβέντα στο Πόλεμος και ειρήνη, και τον Γιόαχιμ στο Μαγικό βουνό που περνά το χέρι του πάνω από την κουβέρτα, «σαν να τραβούσε και να μάζευε κάτι». Ο Προυστ διατυπώνει την υπόθεση ότι τέτοια άσχετα πράγματα θα συνοδεύουν πάντοτε το θάνατό μας, γιατί ποτέ δεν είμαστε προετοιμασμένοι γι’ αυτόν· ποτέ δεν σκεφτόμαστε ότι ο θάνατός μας μπορεί να συμβεί «το ίδιο τούτο απόγευμα». Αντίθετα:

Επιμένεις να κάνεις τον περίπατό σου για να εξασφαλίσεις σ’ ένα μήνα τον απαραίτητο συνολικό χρόνο καθαρού αέρα, διστάζεις ποιο παλτό να φορέσεις, ποιον αμαξά να καλέσεις, βρίσκεσαι καθισμένος στ’ αμάξι, η μέρα απλώνεται ολόκληρη μπροστά σου, σύντομη, γιατί θέλεις να γυρίσεις νωρίς για να προλάβεις να υποδεχτείς μια φίλη· θα ήθελες να ήταν το ίδιο όμορφη και η αυριανή ημέρα· και δεν μπορείς να υποψιαστείς πως ο θάνατος, που σιγοπερπατούσε μέσα σου σ’ ένα άλλο επίπεδο, μέσα σ’ αδιαπέραστο σκοτάδι, διάλεξε αυτήν ακριβώς τη μέρα για να κάνει την εμφάνισή του, σε λίγα λεπτά, περίπου τη στιγμή όταν τ’ αμάξι θα πλησιάζει τα Ηλύσια Πεδία.[2]

Ένα παράδειγμα που μοιάζει πολύ με την εμπειρία του Τζο Σίμπσον υπάρχει στο τέλος του διηγήματος του Τσέχωφ «Θάλαμος 6». Ο γιατρός Ράγκιν πεθαίνει: «Ένα κοπάδι ελάφια, ασυνήθιστα ωραία και χαριτωμένα, για τα οποία είχε διαβάσει κάποτε, έτρεχαν δίπλα του. Ύστερα μια γυναίκα άπλωνε προς αυτόν το χέρι με μια συστημένη επιστολή… Κάτι είπε ο Μιχαήλ Αβεριάνιτς. Ύστερα όλα εξαφανίστηκαν και ο Αντρέι Εφίμιτς αποκοιμήθηκε για πάντα». Η γυναίκα με τη συστημένη επιστολή είναι κάπως υπερβολικά «λογοτεχνική» (το κάλεσμα του μαύρου θεριστή κ.λπ. [στα ρωσικά, όπως και στις λατινογενείς γλώσσες ο θάνατος είναι γένους θηλυκού])· αλλά αυτό το κοπάδι ελαφιών!

Είναι υπέροχη η απλότητα με την οποία ο Τσέχωφ, βαθιά μέσα στο μυαλό του χαρακτήρα του, δεν γράφει «Σκέφτηκε τα ελάφια για τα οποία διάβαζε» ή έστω «Είδε με το νου του τα ελάφια για τα οποία διάβαζε», αλλά διαπιστώνει ατάραχος πως τα ελάφια «έτρεχαν πλάι του».

 

Στις 28 Μαρτίου 1941, η Βιρτζίνια Γουλφ γέμισε τις τσέπες της με πέτρες και μπήκε στα νερά του ποταμού Ουζ. Ο σύζυγός της, Λέοναρντ Γουλφ, ήταν εμμονικά σχολαστικός και σε όλη την ενήλικη ζωή του τηρούσε καθημερινά ημερολόγιο, όπου κατέγραφε τα γεύματα κάθε ημέρας και τις αποστάσεις που έκανε με το αυτοκίνητο. Φαινομενικά σε τίποτα δεν διαφέρει από τις άλλες η ημέρα κατά την οποία αυτοκτόνησε η γυναίκα του: καταγράφει την απόσταση που διένυσε με το αμάξι. Αλλά στη συγκεκριμένη ημερομηνία, το χαρτί έχει ένα λεκέ, γράφει η βιογράφος του Βικτόρια Γκλεντίνινγκ, «μια καφεκίτρινη κηλίδα, που έχει τριφτεί ή σκουπιστεί. Θα μπορούσε να είναι τσάι ή καφές ή δάκρυα. Η κηλίδα αυτή είναι η μοναδική σε ολόκληρο το πεντακάθαρο ημερολόγιο τόσων χρόνων».

Μια μυθοπλαστική λεπτομέρεια που βρίσκεται πολύ κοντά στο λερωμένο ημερολόγιο του Λέοναρντ Γουλφ μπορούμε να εντοπίσουμε στην περιγραφή των τελευταίων ωρών του Τόμας Μπούντενμπροκ. Η αδελφή του Τόμας, η κυρία Περμανέντερ, αγρυπνεί πάνω από το νεκροκρέβατό του. Παθιασμένη αλλά στωική, κάποια στιγμή ενδίδει στον πόνο της και ψέλνει μια προσευχή: «Δώσε τέλος, ω Κύριε, στα βάσανά του». Έχει όμως ξεχάσει ότι δεν ξέρει όλους τους στίχους, κομπιάζει και αναγκάζεται «να αντικαταστήσει το φινάλε με μια στάση ακόμα πιο μεγαλοπρεπή». Όλοι αισθάνονται αμηχανία. Αμέσως μετά ο Τόμας πεθαίνει και η κυρία Περμανέντερ πέφτει στο πάτωμα και θρηνεί γοερά. Μια στιγμή αργότερα, ανακτά τον έλεγχο: «Με πρόσωπο μουσκεμένο στα δάκρυα, αλλά δυναμωμένη, ανακουφισμένη και ψυχικά απόλυτα ισορροπημένη, σηκώθηκε και ήταν αμέσως σε θέση να σκεφτεί τα αγγελτήρια θανάτου που έπρεπε να ετοιμαστούν αμέσως και χωρίς χρονοτριβή – ένας τεράστιος αριθμός αγγελτηρίων θανάτου αρχοντικά τυπωμένων». Η ζωή γυρίζει στις καθημερινές ασχολίες και στη ρουτίνα μετά τα δάκρυα του θανάτου. Κοινός τόπος. Ωστόσο η επιλογή του επιρρήματος «αρχοντικά» είναι δεξιοτεχνική· η τάξη των αστών ζει και ανασαίνει με τα «αρχοντικά» της αγγελτήρια, και ο Μαν υποδηλώνει ότι η τάξη αυτή διατηρεί την πίστη της στη σταθερότητα και τη χάρη των αντικειμένων, προσκολλάται κατά κάποιο τρόπο σε αυτά.

 

Το 1960, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, ο Ρίτσαρντ Νίξον και ο Τζων Φ. Κένεντυ συμμετείχαν στο πρώτο τηλεοπτικό ντημπέιτ στην ιστορία. Έχει παρατηρηθεί από πολλούς ότι ο κάθιδρος Νίξον «έχασε» επειδή ήταν λίγο αξύριστος και έμοιαζε με εγκληματία.

Οι άνθρωποι θεωρούσαν ότι ήξεραν πώς ήταν ο Ρίτσαρντ Νίξον, μέχρι τη στιγμή που έκατσε δίπλα στον πιο όμορφο Κένεντυ και άναψαν τα φώτα της τηλεόρασης. Τη στιγμή εκείνη έμοιαζε εντελώς διαφορετικός. Αντίστοιχα, η παντρεμένη Άννα Καρένινα συναντά τον Βρόνσκι στο νυχτερινό τραίνο από τη Μόσχα προς την Πετρούπολη. Μέχρι το πρωί έχει συμβεί μια σημαντική μεταβολή, την οποία όμως η ίδια δεν έχει ακόμη συνειδητοποιήσει πλήρως. Ο Τολστόι μας το δείχνει βάζοντας την Άννα να παρατηρεί με άλλα μάτια τον σύζυγό της, τον Καρένιν. Ο Καρένιν έχει έρθει να συναντήσει την Άννα στο σταθμό, και το πρώτο πράγμα που σκέφτεται εκείνη είναι: «Αχ, Θεέ μου, πώς έγιναν έτσι τ’ αυτιά του;» Ο άντρας της φαίνεται ψυχρός και επιβλητικός, πάνω απ’ όλα όμως την εντυπωσιάζουν τα αυτιά του που της φαίνονται αίφνης παράξενα – «τους χόνδρους των αυτιών του που υποστήριζαν τα μπορ του στρογγυλού καπέλου του».

 

Οι Boney M., ο μοναδικός λεκές στο ημερολόγιο, ο αξύριστος Νίξον: στη ζωή, όπως και στη λογοτεχνία, πλοηγούμαστε κοιτάζοντας τα αστέρια των λεπτομερειών. Χρησιμοποιούμε τη λεπτομέρεια για να εστιάσουμε, να σταθεροποιήσουμε μια εντύπωση, να θυμηθούμε. Γραπωνόμαστε πάνω της. Στο διήγημα του Μπάμπελ «Η πρώτη μου αμοιβή», ένας νεαρός αφηγείται σε μια πόρνη μια απίθανη ιστορία. Εκείνη τον ακούει βαριεστημένη και δύσπιστη, μέχρι τη στιγμή που της ξεφουρνίζει ότι κάποτε έδωσε σε μια γυναίκα «πέτσινες συναλλαγματικές». Ξαφνικά, εκείνη μαγεύεται από την αφήγηση.

 

46.

Η λογοτεχνία διαφέρει από τη ζωή, επειδή η ζωή είναι γεμάτη από αταξινόμητες και άμορφες λεπτομέρειες και πολύ σπάνια μας κατευθύνει προς αυτές, ενώ η λογοτεχνία μας διδάσκει να τις παρατηρούμε – να παρατηρούμε, για παράδειγμα, πώς η μητέρα μου συχνά σκουπίζει τα χείλη της ακριβώς πριν με φιλήσει· τον διαπεραστικό ήχο της ντιζελομηχανής ενός λονδρέζικου ταξί την ώρα που περιμένει αναμμένη· τις λευκές γραμμές πάνω στα παλιά δερμάτινα σακάκια που μοιάζουν με τις ραβδώσεις του λίπους σε ένα κομμάτι κρέας· το πώς τρίζει το φρέσκο χιόνι όταν το πατάς· τα χεράκια ενός μωρού που είναι τόσο παχουλά που μοιάζουν δεμένα με σκοινάκια (τα άλλα παραδείγματα είναι δικά μου, αλλά το τελευταίο είναι του Τολστόι).[3]

[1] Sándor Márai, Embers, μτφρ. στα αγγλικά (από τη γερμανική έκδοση του 2001) [σ. 176-177].

[2]  Η μεριά του Γκερμάντ, μέρος ΙΙ, κεφάλαιο πρώτο [Γ΄, σ. 264].

[3] Είναι από την Άννα Καρένινα και είναι ένα από τα πιο ωραία παραδείγματα αυτολογοκλοπής. Στο μυθιστόρημα αυτό δύο μωρά και όχι ένα –το ένα του Λέβιν και το άλλο της Άννας– περιγράφονται έτσι, σαν να είχαν σκοινάκια δεμένα στα παχουλά τους χεράκια. Με τον ίδιο τρόπο, στον Ντέηβιντ Κόπερφιλντ, ο Ντίκενς παρομοιάζει το ανοιχτό στόμα του Ουράια Χιπ με ταχυδρομείο και το ανοιχτό στόμα του Γουίμικ στις Μεγάλες προσδοκίες πάλι με ταχυδρομείο. Ο Σταντάλ γράφει στο Κόκκινο και το μαύρο ότι η πολιτική καταστρέφει ένα μυθιστόρημα με τον ίδιο τρόπο που ένας πυροβολισμός καταστρέφει ένα κονσέρτο, και επαναλαμβάνει αργότερα την ίδια εικόνα στο Μοναστήρι της Πάρμας. Ο Χένρυ Τζέημς γράφει ότι ο Μπαλζάκ, με τη καλογερική του αφιέρωση στην τέχνη του, ήταν «ένας Βενεδικτίνος του πραγματικού», μια φράση που του άρεσε τόσο ώστε τη χρησιμοποίησε και πάλι για τον Φλωμπέρ. Ο Κόρμακ Μακάρθυ γράφει στον Ματωμένο μεσημβρινό, «οι γαλανές κορδιλιέρες έστεκαν ριζωμένες στην ωχρότερή τους εικόνα στην άμμο» και στο Όλα τα όμορφα άλογα: «όπου ένα ζευγάρι ερωδιών έστεκαν ριζωμένοι στις μακριές σκιές τους». Και γιατί όχι; Όλα αυτά σπάνια είναι παραδείγματα βιαστικού γραψίματος· συνήθως αποτελούν απόδειξη ότι το ύφος έχει φτάσει σε μια απόλυτη συνοχή. Και ότι έχει επιτευχθεί ένα είδος πλατωνικού ιδεώδους – αυτές είναι οι καλύτερες, και επομένως οι ανυπέρβλητες λέξεις για τα συγκεκριμένα θέματα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *