cf80cf8ccebaceb5cf81 cebaceb1ceb9 cf80cf8ccebaceb1

poker3Τις μέρες αυτές, ή μάλλον τις νύχτες, με αποκορύφωμα τη νύχτα της παραμονής, το έθιμο θέλει να παίζουμε χαρτιά, αν και δεν είμαι σίγουρος κατά πόσο έχει μεταλαμπαδευθεί στους νεότερους.

Λέω λοιπόν να αφιερώσω το σημερινό άρθρο στην πόκα, που κι εγώ κι άλλοι πολλοί παίζαμε ή παίζουμε αυτές τις μέρες -και μάλιστα απορώ πώς τόσα χρόνια δεν έχουμε δημοσιεύσει ανάλογο άρθρο.

Όταν λέμε πόκα εννοούμε μια οικογένεια παιχνιδιών με χαρτιά, που παίζονται με λιγότερα από τα 52 φύλλα. Η πόκα είναι συγγενικό παιχνίδι του διεθνούς πόκερ, poker, το οποίο όμως κανονικά παίζεται με όλα τα φύλλα.

Η ομοιότητα των δύο λέξεων δεν είναι τυχαία. Πόκερ είναι ο διεθνής, αγγλικής ή μάλλον αμερικανικής προέλευσης όρος, πόκα ο ελληνικός. Κατά την κοινώς αποδεκτή θεωρία, η λέξη πόκα αποτελεί μεταφορά του poker στα ελληνικά, με μίμηση της βρετανικής προφοράς (pokah).

Η ετυμολογία του όρου poker είναι σκοτεινή, όπως συχνά συμβαίνει με λαϊκούς όρους που αφορούν δραστηριότητες ενδεχομένως παράνομες ή επιλήψιμες. Πάντως, στο etymonline βρίσκω ότι, από εκ των υστέρων μαρτυρίες, φαίνεται πως ο όρος γεννήθηκε από τους χαρτοπαίχτες στα ποταμόπλοια του Μισισιπή κάπου το 1829. Θα περίμενα το poker να συνδέεται με το ρήμα to poke (σπρώχνω, τσιγκλάω κτλ) αλλά δεν φαίνεται να υπάρχει τέτοια άμεση σχέση, αλλά έμμεση μόνο αφού μια θεωρία θέλει το poker να έρχεται απόι το γερμανικό χαρτοπαίγνιο Pochspiel, το πρώτο συνθετικό του οποίου ανάγεται στο γερμανικό ρήμα pochen, ομόρριζο του αγγλικού to poke. 

Η πόκα δεν έχει βέβαια επίσημα θεσπισμένους κανόνες, όπως έχουν πχ το σκάκι και το μπριτζ (ή και το πόκερ στην Αμερική), ωστόσο υπάρχει ένα κοινό σώμα κανόνων που είναι γενικά αποδεκτοί, αν και όχι όλοι «απαράβατοι» όπως βρίσκω σε αυτό το ιστολόγιο. Για παράδειγμα, σε πολλά καρέ που έχω παίξει δεν εφαρμόζουν τον (λογικό, πάντως) «κανόνα του 11» που λέει ότι το πλήθος των παιχτών στο καρέ και το κατώτερο φύλλο της τράπεζας πρέπει να κάνουν 11, που σημαίνει πως αν παίζουν 4 στο καρέ τότε η τράπουλα έχει τα φύλλα από τα 7 ως τον Άσο, με 5 παίχτες μπαίνουν μέσα και τα εξάρια κοκ. Μου έχει τύχει πολλές φορές σε καρέ των πέντε να έχουμε μόνο μέχρι τα εφτάρια, αν και βέβαια έτσι δεν μπορούν να παιχτούν κάποια παιχνίδια.

Το σίγουρο είναι πως ο τζογαδόρος (ο παίχτης που μοιράζει κάθε φορά) διαλέγει το παιχνίδι που θα παιχτεί και συνήθως δηλώνει και την ιεραρχία «κέντα-χρώμα» ή «τρία-φουλ». Κατά γενικό κανόνα, στα παιχνίδια με πιο πολλά φύλλα (8 και πάνω) και με μπαλαντέρ ισχύει το «τρία-φουλ» δηλαδή τα τρία ίδια κερδίζουν την κέντα ενώ το φουλ κερδίζει το χρώμα. Ωστόσο, ο κούκος, αν και με εφτά φύλλα, είναι τρία-φουλ (σε κάποιες παρέες, τον έπαιζαν τρία-χρώμα) γι’ αυτό και αυτά πρέπει να δηλώνονται εξαρχής για να μην έχουμε παρεξηγήσεις.

Η ιεραρχία των συνδυασμών είναι:

Πενταφυλλία (οπότε κερδίζει το ανώτερο πρώτο φύλλο) – ένα ζεύγος, δύο ζεύγη, κέντα/τρία, χρώμα/φούλ, καρέ , φλός. Όταν δυο ή περισσότεροι έχουν τον ίδιο συνδυασμό κερδίζει όποιος έχει το ανώτερο πρώτο φύλλο. Το φουλ του άσου είναι καλύτερο από το φουλ του ρήγα, η κέντα στον άσο καλύτερη από την κέντα στη ντάμα.

Δεν θα αναφέρω τους κανόνες της πόκας, δείτε τους στο λινκ. Θα γράψω μερικά μόνο από τις δεκάδες παιχνίδια της πόκας:

Πόκερ ή ποκεράκι, Μαμούθ (με καθρέφτη), Ντίλιγκερ, Τάφος ή νεκροταφείο, Μπόμπες (πολλές παραλλαγές), Κότες ή κοτούλες, Κούκοι (κούκος μονός, διπλός, σε δυο ταμπλό, με αλλαγή κτλ.), Ασανσέρ, Γωνία, Λίμνη, Σταυρός, Σταυρός με αγκάθια, Πέτρος που πάει παντού (ή Δορυφόρος), Τρίτο Πέμπτο κλειστό, Μιζέρια, Μιζέρια στριφογυριστή (ή «στρίβει γυρίζει»), Σεμέν ντε φερ, και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός.

Τα ονόματα των παιχνιδιών βέβαια δεν είναι στάνταρ, μπορεί με το ίδιο όνομα κάποιοι να εννοούν άλλο παιχνίδι. Υπάρχουν επίσης ad hoc ονόματα ή/και παιχνίδια. Σε μια παρέα φοιτητών στη Θεσσαλονίκη, παλιά, έπαιζαν ένα παιχνίδι που το έλεγαν «Χειμωνάς» από το όνομα ενός καθηγητή τους. Ήταν ζόρικο. Κάποτε που έπαιξα πόκα με άλλη παρέα από τη συνηθισμένη μου, έμαθα ένα παιχνίδι που μόνο εκεί το έχω συναντήσει, και που μου κόλλησε, τον λεγόμενο Εβραίο: Πέντε φύλλα στο χέρι και πέντε κάτω που ανοίγουν ένα-ένα, αλλά από το χέρι σου μπορείς να πάρεις μόνο δύο φύλλα (αν έχεις τρία από χέρι, κακό δικό σου). Κέντα-χρώμα.

Από την ορολογία της πόκας, στην καθημερινή ζωή έχει περάσει το ντούκου. Ντούκου λέμε όταν δεν ποντάρουμε, αλλά παραμένουμε στο παιχνίδι. Συχνά χτυπάμε απλώς με το χέρι μας το τραπέζι. Ετσι, η έκφραση «το πέρασε στο ντούκου» σημαίνει «το αποσιώπησε» (ενώ δεν έπρεπε).

Όταν έχουμε πει ντούκου και κάποιος επόμενος παίχτης ποντάρει («χτυπήσει»), τότε πρέπει να δηλώσουμε αν θα ανταποκριθούμε στο ποντάρισμα (οπότε λέμε «τα βλέπω») ή αν θα πάμε πάσο, οπότε βγαίνουμε από το συγκεκριμένο κόλπο. Ο παίχτης που σκέφτεται αν θα απαντήσει στο χτύπημα άλλου μπορεί να πει «δικαίωμα»  εννοώντας ότι θέλει λίγο χρόνο για να το σκεφτεί. Μπορούμε ακόμα και να κάνουμε ρελάνς, όταν ανεβάζουμε το χτύπημα του προηγούμενου αν και συνήθως ο όρος ρελάνς χρησιμοποιείται όταν έχουν απομείνει δύο μονομάχοι. Πάντως και το ρελάνς έχει περάσει στην εξωχαρτοπαικτική φρασεολογία, όπως και το πάσο, που βέβαια υπάρχει και σε άλλα χαρτοπαίγνια. Σε μια παρέα που έπαιζα, έλεγαν «πάσο με δικαίωμα ρελάνς» που είναι βέβαια χιουμοριστική κατασκευή.

Όταν ένας παίχτης ποντάρει όλα του τα λεφτά λέει «τα ρέστα μου». Και αυτή η έκφραση έχει περάσει στην ευρύτερη φρασεολογία ως «έδωσε τα ρέστα του» ή και σκέτο «έδωσε ρέστα» (εντυπωσίασε).

Σε αυτό το λινκ βλέπουμε κι άλλους όρους της πόκας.

Από το παραπάνω λινκ βλέπω να λείπουν μερικοί όροι. Για παράδειγμα, ο επιφυλακτικός παίκτης, που ποντάρει μόνο όταν είναι σίγουρος ότι έχει καλό φύλλο, λέγεται ότι παίζει καραμπίνα, ένας όρος που λέγεται και σε άλλα χαρτοπαίγνια όπως στην πρέφα. Όποιος έχει στο χέρι του έναν συνδυασμό, ζευγάρι ή τρία ίδια, λέμε ότι έχει λοζέ. Γι’ αυτό και όταν γίνεται ένα χτύπημα που δεν έχει προφανή εξήγηση μπορεί να ακουστεί «μιλάνε τα λοζέ». Λείπει και ο όρος «ανέπαφος», που λέγεται όταν κάποιος δεν έχει στο χέρι του κανένα από τα φύλλα που έχουν ανοίξει -εξ ου και το «περιμένω να πιάσω επαφή».

Περιέργως, λείπει και ο όρος «μπλόφα», που αποτελεί βασικό στοιχείο του πόκερ και της πόκας. Έχουμε αφιερώσει άρθρο σε αυτή τη λέξη, όπου θα δείτε ότι χάρη στον Κονδυλάκη (δεινό ποκαδόρο) ξέρουμε πως μπήκε στη γλώσσα μας στις αρχές του 20ού αιώνα, μαζί με το πόκερ, που εκτόπισε το «μάους», ένα  παλιότερο χαρτοπαίγνιο.

Φρασεολογικά, παροιμίες κτλ. της πόκας θα περιμένω να συμπληρώσετε εσείς. Υπάρχει πάντως η παροιμία «Χωρίς βαλέ κέντα δεν γίνεται», που δεν ισχύει απόλυτα διότι η λεγόμενη μικρή κέντα  ή κέντα γάλακτος αποτελείται από Α-10-9-8-7 (όταν το 7 είναι το μικρότερο φύλλο), οπότε η παροιμία πρέπει να αναδιατυπωθεί με το 10 αντί του Βαλέ.

Θα κλείσω με ένα ανέκδοτο.

Παιζαν, λέει, κούκο μονό και ύστερα από θηριώδη χτυπήματα έχουν απομείνει μόνο δύο στο κόλπο.

Οπότε, ήρθε η ώρα να πουν τι φύλλο έχουν. Και:

— Ντάμες, λέει ο ένας.

— Πόσες;

— Μία.

— Κερδίζεις!

Ήταν δηλαδή και οι δύο πεντάφυλλοι, δεν είχαν κανένα συνδυασμό που να κερδίζει, αλλά ο ένας είχε καλύτερο φύλλο τη ντάμα κι έτσι κέρδισε. Το αστείο βρίσκεται στο ότι έκαναν τέτοιο σκληρό ποντάρισμα όντας και οι δυο ανέπαφοι, αλλά αν το σκεφτούμε είναι δύσκολο να έχουν πενταφυλλία και να μην έχουν κάνει κέντα: ο ένας θα έπρεπε να έχει Ντάμα-10-9-8-7 ή Ντάμα-Βαλέ-9-8-7 ή κάτι ανάλογο, ενώ ο άλλος μόνο αν έπαιζαν και τα εξάρια μπορεί να έχει ένα χέρι σαν Βαλέ-9-8-7-6.

Το ανέκδοτο έχει γίνει παροιμιακό στις παρέες που παίζω, εννοώ τον διάλογο «Ντάμες! Πόσες; Μία. Κερδίζεις», και εδώ θα κλείσω αφιρώνοντας το άρθρο στη μνήμη του Θωμά, που το έλεγε, και που τώρα παίζει πόκερ εκεί ψηλά με τον Τάσο και τον Μήτσο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *