Πράξεις των Αποστόλων
Ιωάννης Πανουτσόπουλος
Εκδόσεις Τόπος
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress
Για ένα «σύννεφο με παντελόνια»
Στην προμετωπίδα στίχοι του Μανόλη Πρατικάκη (Εδώ που κατοικούν τα εξόριστα όνειρα/ είναι το σπίτι μας πελαγίσιοι) ανοίγουν το πέρασμα για τα ποιήματα του Ιωάννη Πανουτσόπουλου στην πρόσφατη συλλογή του (εικαστικά κοσμημένη από τον ζωγράφο Αντρέα Καράμπελα) ορίζοντας το «σπίτι» για να κατοικήσουν, κι ας είναι όνειρα και μάλιστα εξόριστα. Ο τίτλος, Πράξεις των Αποστόλων, παραπέμπει στα Ιερά Κείμενα. Πράξεις, γιατί αυτό που μετράει στην ποίηση εδώ δεν είναι μόνο η συνειδητοποίηση μιας ζοφερής κατάστασης, ούτε μόνο η διάθεση για ανατροπή της, αλλά κυρίως η έμπρακτη συμβολή στην αλλαγή του σκηνικού. Ενός σκηνικού που μοιάζει «τακτοποιημένο» και ασφαλές, ωστόσο κυοφορεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο: τη συνήθεια και τον εφησυχασμό. Και η αλήθεια είναι πως ο κόσμος που περιγράφεται στην ποίηση του Πανουτσόπουλου είναι ένας κόσμος σε αποσύνθεση και παρακμή, πίσω από την επιφαινόμενη ωραιοποιημένη του όψη. Χωρίζοντας ο ποιητής σε τρία μέρη τη συλλογή του («Πράξεις των πολιτών», «Πράξεις των προσκυνητών», «Πράξεις των ποιητών»), επιθυμεί να δει σε τρία επίπεδα, διαφορετικά όσο και αλληλοσυμπληρούμενα, τον ρόλο του ανθρώπινου παράγοντα στη ροή και λειτουργία του κοινωνικού γίγνεσθαι – και αν θέλουμε να το προχωρήσουμε ακόμη πιο πέρα, τη θέση του στην «κοσμική σούπα», όπως γράφει ο ίδιος.
Αρχικά, «Πράξεις των πολιτών». Αποκαλύπτει τη σταδιακή αλλοίωση των χαρακτηριστικών που σηματοδοτούν την έννοια του πολίτη/συμμέτοχου στα δρώμενα της πολιτείας και της κοινωνίας. Καλεί σε εγρήγορση όσους παρασύρθηκαν στην καταστροφική αλυσίδα: ανάγκη, αυτάρκεια, απληστία, παραβατικότητα, έγκλημα, και ικανοποιημένοι απολαμβάνουν τη νομοθετημένη πλέον ζωή τους στη βάση ενός δικαίου που δίκαιο δεν είναι. Αναρωτιέται τι θα μπορούσε να ανάψει τον αναγκαίο σπινθήρα, όταν ακόμη και η επανάσταση φοράει πια τη σκευή της συντήρησης. Κατόπιν, «Πράξεις των προσκυνητών». Εδώ θέση έχει η προσευχή προς ό,τι είναι και επιμένει πεισματικά να είναι άρρητο και αόρατο, ίσως μόνο και μόνο για να του δίνει ορατό περίγραμμα η ανθρώπινη ελπίδα, σε μια σχέση με τον Δημιουργό απολύτως ατομική. Με εύσχημο τρόπο συνδέει το δεύτερο μέρος με το πρώτο, καθώς εμφανή βλέπει τη σχέση ανάμεσα στη δογματική προσήλωση, είτε αυτή εκπορεύεται από άνωθεν επιταγές της απόλυτης θρησκευτικής ορθότητας είτε αφορά πολιτικούς χώρους διαμορφωμένους στην αρχή της «εξ αποκαλύψεως» αλήθειας· και στις δύο περιπτώσεις υποκρισία και εύκολη απεμπλοκή από την αναζήτηση της ουσίας. Τέλος, «Πράξεις των ποιητών». Το τρίτο αυτό μέρος έρχεται να συνδέσει και τα δύο προηγούμενα σε μία ολότητα που αγκαλιάζει όλη τη συλλογή. Γιατί μέχρι τώρα έβρισκε τις αφορμές η έννοια του ποιητικού λόγου και κυρίως ο ρόλος και η ευθύνη των ποιητών να παρεισφρήσει και στο πολιτικό/κοινωνικό πεδίο και στο θεολογικό, είτε ως ποίημα στρατευμένο σε μια ιδεολογία, ικανό να συνεγείρει συνειδήσεις που διάγουν εν υπνώσει, είτε ως αυθεντική ποιητική ουσία πέρα από στρατεύσεις και περιορισμούς, ικανή να συγκινήσει. Εδώ, στο τρίτο μέρος, θα δώσει τα στοιχεία της δικής του ποιητικής, σε ποίηση πρωτοπρόσωπη (ειδικά στο έξοχο «Νομίσματα και νομολογίες»), επιτρέποντας πίσω από το «εγώ» του ποιητικού υποκειμένου να διαφανεί η ανάγκη συμπερίληψης πολύ περισσότερων, που παρατηρούν, επισημαίνουν τα σημαντικά, και που προτίθενται να συμπαραταχθούν προκειμένου να αποκαλυφθεί κάτω από τα πολλά παραπλανητικά στρώματα το πιο αληθινό, το ανθρώπινο πρόσωπο του κόσμου.
Η ποίηση του Πανουτσόπουλου δεν είναι εσωστρεφής, δεν αφορά τον ιδιωτικό του χώρο, κι ας εκπορεύεται από αυτόν, από βιώματα δουλεμένα μέσα στον χρόνο. Είναι μια ποίηση ανοιχτή σε όλους, γραμμένη με τρόπο που προσελκύει τον αναγνώστη σε μια μέθεξη επιθυμητή. Με γλώσσα και ύφος που μπορεί ταυτόχρονα να ανορθώνεται μέχρι τα πιο υψηλά νοήματα, να κυκλοφορεί στο κοσμικό σύμπαν με τα αναπάντητα ερωτήματα και την αναπόφευκτη μοναξιά του θνητού που αγνοεί την προέλευση και την ουσία της ύπαρξής του, ωστόσο μπορεί να επιστρέφει στην πραγματικότητα μιας καθημερινότητας, απτής και σκληρής, να προσγειώνεται στον ανθρώπινο μόχθο, να καταγγέλλει ό,τι κακώς κείται. Ο κόσμος του έχει για δομικά υλικά του τόσο τα καθημερινά τεκμήρια παρακμής όσο και τα «εξόριστα» όνειρα, όνειρα όπως αυτά του Μαγιακόφσκι, όπως ονειρεύεται ένα «σύννεφο με παντελόνια». Ο Πανουτσόπουλος ανήκει σε εκείνη τη χορεία ποιητών που νιώθουν υπεύθυνοι για τον κόσμο, που θέλουν πάντα να αποτελούν την μεταβαλλόμενη παράμετρο μέσα σε μια διαρκή ομοιομορφία, με το μολύβι τους να σκιαγραφεί την αθωότητα μέσα σε μια ατμόσφαιρα υποκρισίας, που τοποθετεί τον άνθρωπος στο κέντρο του κόσμου με γνώμονα τα πιο αυθεντικά, ειλικρινή και ανέγγιχτα χαρακτηριστικά στοιχεία. Δεν γράφεται συχνά ποίηση με τέτοιο περιεχόμενο. Κι αυτή ακριβώς είναι η αξία όσων γράφει ο Πανουτσόπουλος. Διαβάζουμε στο βιογραφικό του σημείωμα: «διατηρεί παιδιόθεν την έγνοια και το πάθος για όσα αναιρεί ο χρόνος και όσα ανασταίνει η αγάπη μας». Αυτά, εν τέλει, είναι και τα υλικά της ποίησής του.
Διώνη Δημητριάδου
Αποσπάσματα
Σ’ αυτόν τον κόσμο είναι όλα τακτοποιημένα
Τόσο εξασφαλισμένο ότι ο σπινθήρας δεν θα βάλει φωτιά
Η επανάσταση έχει τόσο πολύ αντιγράψει τη συντήρηση
Τα πνευματικά δικαιώματα του επιτηρούμενου καταλήγουν
Απρόσκοπτα στην τσέπη του επιτηρητή
Και μόνον η ανταρσία του φυσικού κόσμου υπενθυμίζει
Τον τρόπο που έχουν δεθεί τα γήινα με τα επουράνια
Όταν ακόμα και στην πιο ανέφελη μέρα
Νιώθουμε την ανάγκη να δεηθούμε σ’ ένα σύννεφο
Ένα σύννεφο με παντελόνι
Ασορτί με το καλό μας κασκέτο.
(«Δεόμενοι στην επανάσταση», αποσπ.)
Η ποντοπόρος ελπίδα μου αναζητά καινούργιες συντεταγμένες
Η αλήθεια δεν κάνει τα γλυκά μάτια στον υποκειμενισμό μου
Η αριστοκρατική της καταγωγή χάνεται στα βάθη της ιστορίας
Η ιστορία είναι το κοινό μας σπίτι και αδυνατούμε να μετακομίσουμε
Συγκατοικούμε με τον μακελάρη και με τον άγιο
Συνοδοιπορούμε με τον ζηλωτή και με τον άρπαγα
Αν ο τροχός της ιστορίας κολλήσει στη λάσπη κανείς δεν απομένει καθαρός.
(«Σενάριο για εσωτερική διεργασία», αποσπ.)