cf80cebfceb9cebfcf82 ceaecf84ceb1cebd cebf cebaceb1cf80ceb5cf84ceb1cebdceaccebaceb7cf82 cebcceb5 cf84cebf cf80ceb5cf81ceafcf86ceb7cebc

Είναι πολύ γνωστό το τραγούδι «Δεν ξανακάνω φυλακή», που λέγεται και «Ο Καπετανάκης». Το ακούμε από τον  Παναγιώτη Μιχαλόπουλο και βάζω και τους στίχους:

Δεν ξανακάνω φυλακή
με τον Καπετανάκη
που ‘χει ντούγκλα στο μουστάκι
τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε.

Τη δόλια τη μανούλα μου
την πότισες φαρμάκι,
αχ, εσύ Καπετανάκη.
Τα μελιτζανιά να μην τα βάλεις πια.

Ξυπνώ και βλέπω σίδερα,
στη γη στερεωμένα
τα παιδάκια τα καημένα
τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε.

Σε ζωντανές εκτελέσεις και σε επανεκτελέσεις, ο τρίτος στίχος της δεύτερης  στροφής είναι «ρουφιανιά Καπετανάκη», αλλά τον καιρό που έγινε η πρώτη δισκογράφηση υπήρχε  ο φόβος της λογοκρισίας. Ο δίσκος έχει συνθέτη τον  Λεονάρδο Μπουρνέλη και στιχουργό τον τραγουδιστή, τον Παναγιώτη Μιχαλόπουλο.

Σε πρόσφατο άρθρο  συζητήσαμε (στα σχόλια) το τραγούδι  αυτό και τα διάφορα προβλήματα που βάζει, οπότε στο σημερινό  άρθρο ανακεφαλαιώνω τη  συζήτηση,  ύστερα και από ορισμένα στοιχεία που μου έστειλε με μέιλ ο φίλος μας ο Spiridione, τον οποίο και ευχαριστώ θερμά για τη μεγάλη βοήθεια και για την έμμεση  παρακίνηση.

douglas fairbanks photoplay feb 1923Το βασικό ερώτημα είναι: ποιος  ήταν ο Καπετανάκης; Ωστόσο, σε αυτό θα απαντήσω στο τέλος, αφού πρώτα εξετάσω κάποια  άλλα ερωτήματα.

Και ξεκινάω από τον τρίτο στίχο, όπου το ερώτημα αφορά το μουστάκι του Καπετανάκη. Έχει ντούγκλα στο μουστάκι, όπως ακούγεται στο τραγούδι; Και τι είναι η ντούγκλα;

Εκ πρώτης όψεως τέτοια λέξη δεν υπάρχει και εύλογα  κάποιοι που ακούνε το  τραγούδι νομίζουνε ότι λέει «μπούκλα» στο μουστάκι, δηλαδή φουντωτό μουστάκι. Αλλά αυτό είναι παράκουσμα.

Έχει υποστηριχτεί ότι υπήρχε στη δεκαετία του 1930 ένα  καλλυντικό για τα μουστακια, μάρκας Douglas, το οποίο οι Έλληνες, σε μια εποχή όπου ελάχιστοι ήξεραν αγγλικά το διάβαζαν γαλλοπρεπώς,  Ντούγκλας. Οπότε ο Καπετανάκης είχε βάλει αλοιφή «Ντούγκλας» στο  μουστάκι του.

Πράγματι τον παλιό καιρό,  που όλοι σχεδόν είχαν μουστάκια, υπήρχαν ειδικές αλοιφές για την περιποίησή τους. Ο γενικός όρος για την αλοιφή του μουστακιού ήταν  «μαντέκα». Ωστόσο, η εκδοχή αυτή προσκρούει στο ότι δεν υπάρχουν τεκμήρια για την ύπαρξη μάρκας Douglas.

Όμως το όνομα Douglas, Ντάγκλας,  συνδέεται  με άλλον τρόπο με το μουστάκι.

Υπάρχει, βλέπετε, ο αρχαίος κινηματογραφικός αστέρας Ντάγκλας (γαλλιστί Ντούγκλας) Φέρμπανξ (Douglas Fairbanks, 1883-1939) που πρωταγωνίστησε σε θρυλικές ταινίες, όπως ο Κλέφτης της Βαγδάτης. Όπως βλέπετε στη φωτογραφία  του 1923, το διάσημο μουστάκι του, επονομασθέν «μουστάκι ντούγκλα(ς)» ήταν ψιλό μουστακάκι, ποντικομούστακο (σαν του Μανόλη Χιώτη). Φαίνεται πως και ο Καπετανάκης είχε «ντούγκλας το μουστάκι», που ακούγεται ακριβώς όπως και το «ντούγκλα στο μουστάκι».

Ότι το μουστάκι του Ντάγκλας Φέρμπανξ ήταν διάσημο, το ξέρουμε από πολλές αναφορές κειμένων της εποχής. Μάλιστα, στο βιβλίο Cultural journeys into the Arab world, παρατίθενται αναμνήσεις  κάποιου  ο οποίος θυμάται «that was the  preferred type of moustache in those days, the Douglas».

Για να τα λέμε όλα, δεν είναι απολύτως βέβαιο τι είδους μουστάκι ήταν το «Ντούγκλας». Εγώ λέω λεπτό, αλλά σε πρόσφατο τηλεπαιχνίδι θεωρήθηκε σωστή απάντηση το τσιγκελωτό. Βέβαια, ένα λεπτό μουστάκι μπορεί να είναι και τσιγκελωτό.

Το δεύτερο ερώτημα που θέτει το τραγούδι είναι η παραίνεση «τα μελιτζανιά να μην τα βάλεις πια». Στη συζήτηση που έγινε στο slang.gr προβλήθηκε η ερμηνεία ότι οι πόρνες στις αρχές του 20ού αιώνα φορούσαν μελιτζανιά (μοβ) εσώρουχα για να μη φαίνονται οι λεκέδες από το κοκκινωπό ή μοβ αντισηπτικό που χρησιμοποιούσαν (το υπερμαγγανικό κάλιο, περμαγκανάτο στο ποίημα του Καββαδία). Άρα η παραίνεση σημαίνει «σταμάτα να κάνεις τη δουλειά της πόρνης». Άλλος θεωρεί ότι τα μελιτζανιά είναι πένθιμο ρούχο, άρα «(μακάρι) να μη χρειαστεί να ξαναντυθείς πένθιμα». Αλλού διάβασα κάποιον που ισχυρίζεται ότι «μελιτζανιά» εννοούνται τα ρούχα των φυλακισμένων. Ωστόσο, νομίζω πως και οι τρεις εξηγήσεις παραβλέπουν ότι ο στίχος «Τα μελιτζανιά να μην τα βάλεις πια» είναι συνηθέστατο τσάκισμα, που εμφανίζεται σε πολλά παραδοσιακά τραγούδια, άρα είναι άσχετο με τον υπόκοσμο, τα ρούχα των φυλακισμένων και τις πόρνες.

Όπως λέει κι ένα παραδοσιακό τραγούδι, που που το αγαπούσε πολύ ο πατέρας μου και το τραγουδούσε με δική του παραλλαγή:

Εμένα μου το είπανε, να στο πω να μη στο πω
άνθρωποι μερακλήδες, τα μελιτζανιά να μην τα βάλεις πια
άνθρωποι μερακλήδες, πάλι τα ‘βαλες και μας βαλάντωσες.

Τα μελιτζανιά ρούχα είναι κατά τη γνώμη μου η κάπως φανταχτερή και προκλητική απόχρωση στα ρούχα (σε αντίθεση με το αυστηρό άσπρο και μαύρο) που μπορούσε να φορέσει μια γυναίκα, που ήταν ανεκτά, ιδίως σε μιαν ανύπαντρη, αλλά που οι σοβαροί άνθρωποι τα στραβοκοίταζαν, και που όταν τα φορούσε μια όμορφη έκανε αίσθηση. Θα  μπορούσε να  είναι και τα πένθιμα. Πάντως δεν  είναι, με βεβαιότητα, ούτε τα εσώρουχα που φορούν  οι πόρνες ούτε τα ρούχα των φυλακισμένων. (Σχετική συζήτηση σε παλιότερο άρθρο μας).

Και ερχόμαστε στο τρίτο ερώτημα. Ποιος ήταν ο Καπετανάκης;

Σύμφωνα με άρθρο του εθνομουσικολόγου Γιάννη Πλεμμένου σε μεσσηνιακή  εφημερίδα, ο Καπετανάκης του τραγουδιού ήταν ο Μεσσήνιος Τάσος Καπετανάκης, γεννημένος το 1930, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του 1950 είχε κάνει φυλακή μαζί με τον Παναγιώτη Μιχαλόπουλο. Ο Πλεμμένος αναφέρει επίσης την «ατεκμηρίωτη πληροφορία του Ηλία Πετρόπουλου ότι το τραγούδι γράφτηκε γύρω στα 1930 και ότι ο Καπετανάκης ήταν δεσμοφύλακας». Ο Πλεμμένος αναφέρει στο άρθρο του και άλλους υποψήφιους Καπετανάκηδες, ανάμεσά τους και «ένας διευθυντής (επιστάτης) των φυλακών της Παλιάς Στρατώνας το 1920 από την Κρήτη»,  που τους απορρίπτει για να επικεντρωθεί στον συντοπίτη του. Υποστηρίζει ότι το «δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη» σημαίνει «όσο παραμένει ο Καπετανάκης στη φυλακή, δεν ξαναπαρανομώ ώστε να μην μπλέξω ξανά μαζί του»

Από την  άλλη, ο μελετητής Ελευθέριος Σκιαδάς σε άρθρο του υποστηρίζει ότι ο μυστηριώδης Καπετανάκης ήταν ο Βρασίδας Καπετανάκης (1900-1966), γιος του Ηλία Καπετανάκη (1858-1923), γόνου μεγάλης  μανιάτικης  οικογένειας. Στον πατέρα οφείλουμε τις θεατρικές κωμωδίες «Η βεγγέρα» και «Ο γενικός γραμματέας», στον γιο το «Λεξικό της πιάτσας». Ο Βρασίδας Καπετανάκης είχε πράγματι φυλακιστεί περί το 1949 για πολύ λίγο, επειδή ήταν πρόεδρος ενός συνεταιρισμού στον οποίο σημειώθηκαν ατασθαλίες. Ωστόσο, ο Σκιαδάς δεν  δίνει καμιά απτή αιτιολόγηση που να τεκμηριώνει ότι ο Βρασίδας Καπετανάκης είναι ο Καπετανάκης του τραγουδιού.

Και οι δυο λοιπόν, θεωρούν  πως ο Καπετανάκης  ήταν  κάποιος φυλακισμένος που θα μπορούσε να  είναι συγκρατούμενος με τον Μιχαλόπουλο που έγραψε τους στίχους. Πιστεύω ότι σφάλλουν και οι δύο, όπως επίσης σφάλλουν όταν  τοποθετούν τους στίχους στη δεκαετία  του 1950. Το τραγούδι μπορεί να  δισκογραφήθηκε το 1950 (δεν  έχω τα ακριβή  στοιχεία, πάντως οι εκτελέσεις που κυκλοφορούν  είναι μεταγενέστερες) αλλά οι στίχοι όπως όλα δείχνουν είναι παλιότεροι και μάλιστα είναι συμπίλημα από δίστιχα της φυλακής («Ξυπνώ και βλέπω σίδερα»).

Το ότι υπήρχαν  κι άλλοι στίχοι το βλέπουμε από ζωντανή εκτέλεση του Στέλιου Κερομύτη (1976):

Στην τελευταία στροφή, γίνεται καθαρό πως ο Καπετανάκης δεν μπορεί να είναι κι αυτός κρατούμενος, αλλά πρόσωπο με επιρροή στη φυλακή.

Υπάρχει και το τραγούδι «Καταστράφηκα» του Γιώργου Ροβερτάκη, με την  ίδια μουσική αλλά με άλλους στίχους, φυλακίστικους επίσης, χωρίς όμως  αναφορά σε Καπετανάκη:

Σε τραγούδι του Κώστα Νούρου το 1929 ακούμε τους στίχους

Δεν πάω πια στη φυλακή, αμάν
και στου Καπετανάκη, γιαφ γιουφ
γιατί μου βγάλαν τ’ όνομα, αμάν
πως πίνω το μαυράκι, γιουφ αμάν

Παράλληλα, στο βιβλίο του Λευτέρη Παπαδόπουλου «Να συλληφθεί το ντουμάνι» υπάρχει συνομιλία με  τον Νίκο Μάθεση, τον «τρελάκια» του ρεμπέτικου:

Ητανε ο Καπετανάκης, δεν ξανακανω φυλακη με τον Καπετανακη. Σωστός καπετανάκης και ζόρικος. Μετά τον πιάσανε για κατάχρηση και τον βάλανε και αυτόν μέσα. Ρουφιανιά Καπετανάκη, να σου χέσω το μουστάκι. 

Ήταν ρουφιάνος; ρωτάει ο Παπαδόπουλος. Όχι, αλλά δεν τον χωνεύανε γιατί ήταν πολύ ζόρικος, απαντάει ο Μάθεσης.

Κατόπιν τούτου, γίνεται ολοφάνερο πως ο Καπετανάκης του τραγουδιού είναι ο Ιωάννης Καπετανάκης από την Κρήτη, διευθυντής των φυλακών της  Παλαιάς Στρατώνας το 1920. Δεν πρέπει να συγχέεται με τον αξιωματικό Νικόλαο Καπετανάκη που συμμετείχε στη  μικρασιατική εκστρατεία, είναι συνωνυμία.

Ο Καπετανάκης είχε φήμη ζόρικου και αυταρχικού διευθυντή. Ήταν άνθρωπος του Βενιζέλου. Όταν στις εκλογές της 1.11.1920 ηττήθηκε ο Βενιζέλος, αμέσως δόθηκε διαταγή να απελευθερωθούν οι πολιτικοί κρατούμενοι, βασιλόφρονες, που κρατούνταν στην Παλαιά Στρατώνα. Οι ποινικοί κρατούμενοι θεώρησαν ότι πρέπει να αποφυλακιστούν και εκείνοι και ξεσηκώθηκαν. Ο Καπετανάκης κατέστειλε τη στάση -πυροβόλησε, σκότωσε έναν κρατούμενο και τραυμάτισε άλλους δύο. Ιδού η είδηση  (Πατρίς, 5.11.1920)

kapet1

Φαίνεται ότι πήρε μαζί του το ταμείο της φυλακής για να μην το πάρουν  οι στασιαστές -ή τουλάχιστον έτσι ισχυρίστηκε (Έθνος, 7.11.1920).

kapet2

Οι αντιβενιζελικές εφημερίδες  είχαν γράψει ότι ο Καπετανάκης είχε αρπάξει το ταμείο. Το Έθνος και η Πατρίς ήταν φιλικές προς τον  ηττημένο Βενιζέλο.

Στη συνέχεια, ο Καπετανάκης αποπέμφθηκε. Ωστόσο, τον ξαναβρίσκουμε και πάλι ως διευθυντή φυλακών, μετά το 1922, όταν είχαν επανέλθει οι βενιζελικοί. Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς επανήλθε. Τα στοιχεία που ακολουθούν τα βρήκε ο Spiridione.

Το 1927 o Καπετανάκης είναι υποδιευθυντής, εκτελών χρέη διευθυντή, στις φυλακές Συγγρού.
Πρώτη επιστολή κρατουμένων στον Ριζοσπάστη κατά του Καπετανάκη, 2-6-27 σελ. 3 (Το λινκ σας βγάζει στη σελ. 1 και πρέπει να κλικάρετε για τη σελ. 3)
Δεν αναφέρουν συγκεκριμένα γεγονότα. Στο τέλος ζητάνε να τους απαλλάξουν οι αρμόδιοι από τον «επελάσαντα Αττίλα».

Δεύτερη επιστολή 6-6-27 σελ. 2, ως απάντηση σε διάψευση που είχε δημοσιευτεί στην εφημ. Ελληνική, που δεν πρέπει να έχει ψηφιοποιηθεί.

Τρίτη επιστολή, 10-6-27, σελ. 2: ο κ. Καπετανάκης δεν μπορεί να παίζει με τη  ζωή των κρατουμένων.

Το 1930 τον βρίσκουμε διευθυντή στις φυλακές Επταπυργίου στη Θεσ/νικη. Στις 28-3-1930, γίνεται  απεργία πείνας στις φυλακές, αναφέρεται και μια μανούρα που έγινε κατά του Καπετανάκη, αν και η εφημερίδα προσπαθεί να εμφανίσει την αντίδραση κατά του κράτους και όχι κατά της υπηρεσίας.

Την εποχή εκείνη υπήρχε αναβρασμός στις φυλακές, γιατί είχαν φέρει πολλούς κομμουνιστές λόγω του Ιδιώνυμου που μόλις είχε ψηφιστεί, και ταυτόχρονα είχαν υποσχεθεί, ή είχε βγει τέτοια φήμη, να δώσουν χάρη σε ποινικούς κρατούμενους με αφορμή την επέτειο 100 χρόνων από την ίδρυση του ελληνικού κράτους.

Εδώ μια επιστολή κομμουνιστή κρατούμενου (Ριζοσπάστης 24.3.1930):

 »…Ο βούρδουλας θαυματουργεί. Το χτήνος ο διευθυντής κρατώντας το βούρδουλα πάει πάνω από τα κεφάλια των φυλακισμένων κι αρχίζει: «βρε αλήτη γαμώ το Χριστό σου γιατί δε ντύνεσαι γρήγορα να πας στην εκκλησία; Την Παναγία σας, το Χριστό σας, γαμώ το σόι σας, γρήγορα στην αγγαρεία».

Αλλά λίγους μήνες αργότερα μαθαίνουμε πως ο διευθυντής προφυλακίζεται, συνεπεία μηνύσεων διαφόρων κρατουμένων.

Ο Ιωάννης  Καπετανάκης μένει αρκετούς μήνες προφυλακισμένος, και το 1932 γίνεται η δίκη του «κατηγορουμένου επί καταχρήσει, εκβιασμώ, βιασμώ, πλαστογραφία κλπ». (Μακεδονία, 5.11.1932)

Τελικά (εδώ, σελίδα 6) καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 4 ετών.

Δεν ξέρω αν την εξέτισε την ποινή του, και ποια ήταν η μετέπειτα πορεία του, πάντως επιβεβαιώνεται η αναφορά του Μάθεση ότι «μετά τον πιάσανε για κατάχρηση και τον βάλανε κι αυτόν μέσα».

Κι άλλα κενά υπάρχουν στη βιογραφία του -ας πούμε δεν ξέρουμε χρονολογία γέννησης. Κοίταξα στην Εγκυκλοπαίδεια του Ηλίου, δεν τον έχει. Ίσως η Στρατιωτική εγκυκλοπαίδεια,  αλλά δεν την έχω.

Πάντως δεν μένει αμφιβολία πως ο Καπετανάκης του τραγουδιού είναι ο διευθυντής  φυλακών Ιωάννης Καπετανάκης. Και φαίνεται πως είχαν δίκιο οι φυλακισμένοι, που ήθελαν, με το συμπάθιο, να του χέσουν το μουστάκι -ασφαλώς έτσι θα  το τραγουδούσαν, χωρίς τον  ευπρεπισμό του Ντούγκλας!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *