cf80cebfceafceb7cf83ceb7 cf84cf89cebd ceb9ceb4ceb5cf8ecebd cebaceb1ceb9 cf84cebfcf85 cebdcf8ccf83cf84cebfcf85 ceb3cf81ceaccf86

Κωνσταντίνος Οικονόμου, Πρωινά Ανάλεκτα, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 2022.

Ο Κωνσταντίνος Οικονόμου είναι οικονομολόγος, με σπουδές στην Ελλάδα και στην Αγγλία. Έχει λάβει μεταπτυχιακό τίτλο από το London School of Economics και έχει εκπονήσει διδακτορικό στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ, όπου και συνυπήρξαμε ως φοιτητές σε διαφορετικά πεδία. Άνθρωπος ανήσυχος με ποικίλα ενδιαφέροντα, πνεύμα πολυσχιδές, γράφει ποίηση εδώ και πολλά χρόνια. Πράγματι, η ποιητική συλλογή που έχουμε σήμερα στα χέρια μας (Πρωινά Ανάλεκτα, Αθήνα 2022) [1], είναι προϊόν μακράς δημιουργικής διαδικασίας. Συγκεκριμένα, το ακροτελεύτιο ποίημα «Ἀξιος Εστί» έχει γραφτεί το 2007, στα χρόνια του Καίμπριτζ, όπως με πληροφορεί ο Κωνσταντίνος Οικονόμου, ενώ άλλα έχουν γραφτεί ακόμη νωρίτερα και μερικά φθάνουν μέχρι και πρόσφατα, στα δυο-τρία τελευταία χρόνια. Παρά όμως τη χρονική αυτή απόσταση που χωρίζει ενίοτε τα ποιήματα μεταξύ τους, έχουμε εδώ μία συλλογή με γνήσια προσωπική σφραγίδα και ψηλαφητό μίτο νοημάτων και σκέψεων.

Θα ήθελα αρχικά να καταγράψω ορισμένα σχόλια ως προς τη γλώσσα. Ιδιαίτερη έμφαση έχει δοθεί από τον Οικονόμου στη συγκρότηση ενός ποιητικού ιδιώματος, με έναν δικό του εσώτερο ρυθμό, χωρίς πολλά «στολίδια» του λόγου και δίχως ροπή προς μία κενή καλολογία, αλλά με ευδιάκριτες εκφραστικές εκλεπτύνσεις με την αξιοποίηση τρόπων όπως η παρήχηση. Γενικά, διαβάζοντας κανείς την ποίηση αυτή αποκομίζει την αίσθηση του μέτρου. Έχουμε εδώ έναν πεπαιδευμένο λόγο, έρρυθμο και κοσμημένο, αλλά δίχως το στοιχείο της υπερβολής. Όπως όμως αποφεύγει την πλησμονή, εξίσου αποφεύγει και την πεζότητα των νοημάτων ή την αφέλεια της έκφρασης.

Ως προς τον ρυθμό παραθέτω χαρακτηριστικά από το ποίημα «Με την αγάπη του Αιγαίου» (σελ. 27):

Ήθελα να σου δώσω
μια πνοή
Θε μου
και μια ζωή

να χτίζεις
με την καρδιά του Αιγαίου που δεν λησμονεί
και να γεμίζεις θάλασσα.

Σημειώνω επίσης το σχήμα του παραλληλισμού, σε συνάρτηση με το παρά προσδοκίαν (στην ελεγεία με τίτλο «Έρωτα», σελ. 36):

την ίδια υπόσχεση λες και ξαναλές
τον ίδιο όρκο γράφεις και ξαναγράφεις
την ίδια ευθύνη γεννοβολάς και σπέρνεις

Ποιες όμως είναι οι θεματικές της ποίησης του Κωσταντίνου Οικονόμου στη συλλογή αυτή; Έχουμε ποιήματα ερωτικά, με προσωπικό υπόβαθρο («Στοργή», «Έρωτα»), καθώς και άλλα με πιο έντονα αλληγορική υφή («Αγάπη όπου κι αν ανήκεις»). Στη συνέχεια, έχουμε ποιήματα με διαχρονική ποιότητα, που αναδεικνύουν τον οικουμενικό χαρακτήρα του ελληνικού πολιτισμού («Ωδή σε σας Έλληνες»). Ένα από τα αγαπημένα θέματα του Οικονόμου είναι, πράγματι, ο οικουμενικός Ελληνισμός, θέμα που αντιμετωπίζεται με κριτική διάθεση, χωρίς εθνοκεντρικές υπερβολές. Προσεγγίζεται δε πιο πολύ βιωματικά παρά αφηρημένα, δεδομένου ότι ο ίδιος ο ποιητής έζησε στο εξωτερικό τόσο στα εφηβικά του χρόνια, όσο και κατόπιν στα χρόνια των μετέπειτα σπουδών του. Εξίσου υπάρχει αναφορά στην οικονομική κρίση που την έζησε ο ποιητής και όλη η γενιά του πολύ έντονα («Θολή Αθήνα»). Ο ίδιος άλλωστε κλήθηκε να την «ερμηνεύσει» και επιστημονικά ως οικονομολόγος και το έκανε δίχως τις συνήθεις ιαχές είτε του πολυώνυμου λαϊκισμού είτε κάποιας «τεχνοκρατικής» μοιρολατρίας. Το έκανε δε –και αυτό μας ενδιαφέρει και ως προς την ποίησή του– με μιαν αταλάντευτη πίστη στην ιδέα της Ευρώπης, δίχως αυταπάτες, έστω και όταν αυτή απογοήτευε: η πίστη στην «ιδέα» συνήθως υπερακοντίζει τη δυστοπία της παροντικής στιγμής. Και πάλι όμως αυτό –καθώς συμβαίνει πάντα– συνδέεται προφανώς με την προσωπική του πορεία και χρωματίζει ανάλογα τον ποιητικό του λόγο. Μια άλλη πτυχή της ποιητικής γραφής του Οικονόμου είναι όμως και το θρησκευτικό στοιχείο. Αναδύεται διαρκώς η χριστιανική του πίστη, αλλά με έναν τόνο μάλλον ανεξίθρησκο· διακρίνουμε εδώ κατά κύριο λόγο μια πίστη στην παράδοση και έναν ευγενή θεϊσμό στη θεώρηση της ζωής.

Οι επιρροές που έχει δεχθεί ο Κωνσταντίνος Οικονόμου στην ποιητική γραφή του είναι ποικίλες. Η θέση του Ελύτη είναι περίβλεπτη· στο ποίημα «Ιστός» (σελ. 53) τον επικαλείται ανοιχτά μαζί με τον Σολωμό προκειμένου να δείξει τη σημασία του για την πορεία της ελληνικής ποίησης, και όχι μόνο:

Οδυσσέας και Έκτορας,
νικητές μιας φυλής
Σολωμός και Ελύτης
ποιητές μια αρχής

Φυσικά στο ποίημα «Άξιος Εστί» το παράθεμα είναι προφανές, αλλά με μιαν αινιγματική αντικατάσταση του ουδέτερου με το αρσενικό «Άξιος»· και «Άξιος» εδώ είναι βέβαια ο Χριστός. Επί της ουσίας έχουμε εδώ έναν κατ’ εξοχήν θρησκευτικό ύμνο, αρκετά πρωτότυπο στην σύλληψη. Διαβλέπουμε γενικότερα πολλαπλές επιδράσεις στην ποίηση του Οικονόμου, αν και ο ίδιος κατορθώνει να παραμένει απελευθερωμένος από κάθε μιμητισμό χάρη στην αφομοιωτική ικανότητά του. Η πρόσληψη των λογοτεχνικών προτύπων μετατρέπεται σε δημιουργική αξιοποίηση ιδεών και εκφραστικών οδών, εντέλει στη διαμόρφωση μιας πνευματικής στάσης, ενός πνευματικού κλίματος που ανάγεται στον Ελύτη και διαπνέεται από μια λεπτή, διόλου αφελή, αλλ’ όμως πάντοτε βαθιά θρησκευτική στάση. Η πιο ευθεία περίπτωση επίδρασης από την ποίηση του Ελύτη είναι ίσως το ποιητικό σύνθεμα που έχει ως τίτλο «Με την αγάπη του Αιγαίου». Εδώ στ’ αλήθεια ανιχνεύεται μία σφραγίς, με την έννοια που απαντά στον αρχαϊκό λυρισμό, που αφορά στο σύνολο της ποιητικής συλλογής. Μιλώντας για σφραγίδα εννοούμε μια λογοτυπική συνήθως έκφραση που εμπεδώνει την ποιητική ιδιοπροσωπία του δημιουργού στα μάτια του αναγνώστη.

Θα ήθελα, στη συνέχεια, να σταθώ στο ποίημα «Το καλοκαίρι των ψυχών» (σελ. 20-22). Εδώ ανιχνεύεται μια βαθιά διερώτηση αναφορικά με την ουσία, τη σύσταση και τον σκοπό της ελληνικής κοινωνίας, ενώ επιπλέον, ιχνηλατείται η υπόσταση, το μέλλον, η πορεία ενός οικουμενικού Ελληνισμού. Συνάμα, ψηλαφείται, η βασανιστική, σκολιά πορεία του πνεύματος, που εμψυχώνεται από τους φορείς του και ενσαρκώνεται στα μέλη μια κοινότητας που αιωρείται ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση και ίσως τις γεφυρώνει. Χαρακτηριστικά, γίνεται λόγος στη δεύτερη στροφή για τους «έγχρωμους Έλληνες»:

Οι γυναίκες μας δούλευαν
και οι ἐγχρωμοι Έλληνες που γινόμασταν
με τόση υπομονή και τόση εγκαρτέρηση
πήγαιναν και έρχονταν
στην πολύβουη Αθήνα
μέσα κι έξω στην κυψέλη

Αναφέρεται προφανώς εδώ ο ποιητής στους μετανάστες και την παρουσία τους στη σύγχρονη Ελλάδα, αλλά και σε μια διαδικασία ομογενοποίησης. Η «κυψέλη» εξάλλου παραπέμπει ευκρινώς στην ομώνυμη συνοικία και στον μικτό πληθυσμό της. Μια Ελλάδα που νοείται κυριολεκτικά και ολοένα μορφοποιείται και σχηματίζεται εκ νέου, αλλά και μια Ελλάδα των ιδεών, μια χώρα που υφίσταται νοερώς και γίνεται προσιτή μέσω ενός διάχυτου πνευματικού νόστου:

Μια Ελλάδα που χάνεται
εκεί όπου δεν υπάρχει αγάπη μήτε προκοπή
μια άγνωστη σε όλους μας πατρίδα
των νικημένων και των αδυνάτων.

Πράγματι, η ποίηση του Οικονόμου αποπνέει αυτή την γενικότερη φροντίδα για τους νικημένους και τους αδύνατους, για τους οποίους τονίζει ότι χάνεται η εμψυχωτική δύναμη και το σύμβολο της πατρίδας. Στη συνέχεια διαβάζουμε:

Και οι ψυχές κοντοστάθηκαν
όλο λέγαν να βγουν έξω από τα σώματα.

Η μυθολογία, στην αχλύ του παρελθόντος, συμπλέκεται εδώ με μιαν εσώτερη, ψυχική, λεπτοφυή πραγματικότητα, ενώ αμβλύνεται η διάκριση ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο της ποιητικής ενατένισης. Η ροή του χρόνου σχετικοποιείται για να εξαχθούν από την εμβάθυνση στην ιστορία, τις προκλήσεις και τα αινίγματά της, σπινθήρες γόνιμου και ουσιώδους στοχασμού. Εντέλει το ποίημα σφραγίζεται με μιαν εύγλωττη, επιγραμματική κατάθεση:

Μια Ελλάδα, μια πατρίδα, μια οικουμένη

Ο διεθνοποιημένος, ιδεατός Ελληνισμός θεματοποιείται κατεξοχήν στο ποίημα «Ωδή σε σας Έλληνες» (σελ. 65-67). Αντανακλάται πάλι ο οικουμενικός Έλληνας ως ενσάρκωση του Οδυσσέα, αλλά δεν μετουσιώνεται, ωστόσο, σε μορφή εξιδανικευμένη – είναι εξάλλου ευρύτερα απαλλαγμένη η συλλογή από τετριμμένες λογοτεχνικές μνείες. Αναδεικνύεται απεναντίας η αμφιλογία που διέπει την εμβληματική αυτή μορφή του Οδυσσέα: «…μέχρι να γίνει πολύφημος στη θέση του Πολύφημου…». Όπως γνωρίζουμε από τον Όμηρο, ο πολυμήχανος Οδυσσέας παρασύρεται και τελικά πέφτει θύμα της οίησης, της καυχησιάς του, καθώς αποκαλύπτει την ταυτότητά του στον τυφλωμένο Πολύφημο και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, επισύρει την τιμωρία του Ποσειδώνα. O Οδυσσέας προσκτάται καυχώμενος τη φήμη του σε μιαν έξαρση τυφλής αλαζονείας που οδηγεί τον τυφλωμένο Πολύφημο να επικαλεστεί τον πατέρα του τον Ποσειδώνα, επίκληση που έχει ως συνέπεια την ταλαιπωρία των πολυετών περιπλανήσεων του ήρωα.

Οι πολύπλαγκτες διαχρονικές τύχες του Ελληνισμού αντανακλώνται στην αναφορά στα «νησιά μες στον κύκλο της σκέδασης»: είναι οι Κυκλάδες, άλλοτε εστία ιερότητας τώρα επίκεντρο ηδονής, έτσι μοιάζει να υπαινίσσεται ο ποιητής, καθώς «ο κύκλος της σκέδασης» νοείται με μιαν ευρείαν έννοια, σίγουρα πολύσημη που παραπέμπει ασφαλώς και στην οικεία μας «διασκέδαση». Στη συνέχεια επανερχόμαστε στον οικουμενικό Έλληνα, με τα καράβια που βάζουν πλώρη προς ανατολάς, αλλά και προς δυσμάς. Και εδώ υπάρχει περίσσεια νοήματος και πολυπρισματική οπτική· ακόμη και η έκφραση «τα δώρα φέροντες» (παραπέμποντας στο βιργιλιανό Timeo Danaos et dona ferentes), που δηλώνει την αλληλεπίδραση του Ελληνισμού με την οικουμένη, είναι αμφίσημη (σελ. 65):

Έλληνες
πότε πηγαίνοντας τα καράβια στις ανατολές του ήλιου
και πότε προς δυσμάς
τα δώρα φέροντες
την αγάπη της λογικής
και τη λογική της αγάπης

Αυτά θεωρεί ο συγγραφέας ως τα δυο πιο μεγάλα δώρα του Ελληνισμού στον παγκόσμιο πολιτισμό, σε μια βαθύτερη ενατένιση και σύλληψη της ιστορίας των Ελλήνων διαχρονικά. Η σειρά που τα τοποθετεί δεν είναι σίγουρα τυχαία.
Έπεται δε το ερώτημα:

Μια θύρα που είναι ανοιχτή γιατί ν’ ανοιχτεί;

Εν προκειμένω ανιχνεύεται η ιδιότυπη συνθήκη του ανοίγματος και της διάδοσης της αρχαίας ελληνικής σοφίας σε ευρύτατο πλαίσιο, οικουμενικό, στην αναγωγή της, με αβίαστο τρόπο, σε κοινό κτήμα, που εντέλει διαφεύγει της όποιας κτητικής τάσης που θα μπορούσε να τη διέπει. Το ίδιο ασφαλώς ισχύει για τη χριστιανική Γραφή, που έχει συντεθεί στην ελληνική γλώσσα. Η μορφή του Οδυσσέα επανέρχεται στο επόμενο ποίημα, με τίτλο «Σαν προσταγή» (σελ. 68-75) – προσταγή στον Έλληνα, στον άνθρωπο, να πορευτεί μακριά σε μια πορεία περιπέτειας και πνευματικής διαύγασης. Εκεί λοιπόν αναφέρεται ο Οδυσσέας με το μάλλον αναπάντεχο επίθετο πολυνείκης. Ο ποιητής μάς αιφνιδιάζει εδώ με ένα ετυμολογικό παίγνιο, αναντίρρητα μεστό νοήματος, καθώς γίνεται λόγος για τον πολυνείκη Οδυσσέα: «Στη γη όπου ο πολυνείκης Οδυσσέας πορεύτηκε…». Πολυνείκης, λοιπόν, από το νεῖκος όχι από τη νίκη –πρόκειται για το όνομα του αδελφού του Ετεοκλή, στους Επτά επί Θήβας, που εμπλέκεται στη μοιραία αδελφοκτόνο σύγκρουση. Μιλούμε, άρα, για την αμφίσημη όψη του Οδυσσέα όπως δεν τη γνωρίζει τόσο η Οδύσσεια όσο οι αρχαίοι τραγικοί ποιητές, κατεξοχήν ο Σοφοκλής στον Φιλοκτήτη ή ο Ευριπίδης στις Τρωάδες. Η Οδύσσεια, βεβαίως, το ομηρικό έπος του νόστου, επανέρχεται στο ποίημα αυτό και αναντίρρητα αποτελεί καταστατικό κείμενο για τον μυθικό κόσμο του Κωνσταντίνου Οικονόμου.

Καίριας σημασίας όμως είναι –καθώς ειπώθηκε ήδη– και η ποιητική παράδοση του Νέου Ελληνισμού, με πιο φανερό τον Ελύτη, αλλά ευδιάκριτο ενίοτε και τον Σεφέρη. Με ορατό το ίχνος του και ανεβασμένος σε σεβάσμιο βάθρο ο Σολωμός, ενώ επίσης ψηλαφείται και ένας απόηχος σε επίπεδο ιδεών κυρίως, του Σικελιανού. Γενικότερα, μιλώντας για τις επιδράσεις, θα ήθελα να υπογραμμίσω πως αυτές δεν έχουν επ’ ουδενί τον χαρακτήρα του μιμητισμού, της κενόσπουδης αναπαραγωγής, του βερμπαλισμού (που υπάρχει σε περίσσεια στις μέρες μας), της προσπάθειας να χτίσει κανείς τη δική του ποιητική κατασκευή με δάνειες δυνάμεις. Εδώ υπάρχει ευδιάκριτος όχι απλά ο προσωπικός τόνος, αλλά και μια γνήσια συνεισφορά στο πεδίο της γραφής, της πλέξης των νοημάτων και της δόμησης μια δημιουργικής αμφισημίας (σελ. 72):

Φύγε λοιπόν!
Πήγαινε να νικήσεις το ανήκουστο
ζήσε το ακατάληπτο και το αιώνιο
σε μια στιγμή ή μια μέρα
σε χώρες που δεν χωράει ο νους
και η θέληση δεν σε πηγαίνει από μόνη

Κλείνουμε την παρουσίαση αυτή με το ποίημα «Της εξ ευωνύμων Ανάστασης» (σελ. 62-64). Το ποίημα αυτό είναι απότοκο του προσωπικής διερώτησης του ποιητή αναφορικά με τη θρησκευτική πίστη, την ουσία και την εμβέλειά της, αλλά και απόρροια της διευρυμένης ματιάς και της ανεξίθρησκης πνευματικής στάσης του – με δεδομένη πάντα και δεδηλωμένη τη δική του, προσωπική θρησκευτική πίστη:

Εξ ευωνύμων της Ανάστασης
υπάρχει ένας οίκος που δεν χαρακτηρίζεται
ως της αγάπης, της αρετής και της πίστης μαζί
έστω κι αν ενίοτε τις εμπεριέχει
σε λίγη ή μεγάλη δόση
ίσως γιατί απουσιάζει το βάλσαμο εκείνο και γιατρικό της λήθης
που αποκαλείται πίστη

Εδώ μιλούμε για μια τολμηρή και διεισδυτική στοχαστική ενατένιση της απουσίας της προσδοκίας της Ανάστασης σε ένα πνευματικό κλίμα ξένο ή πρότερο του Χριστιανισμού. Είναι μια προσπάθεια να εισέλθει στη σκέψη και στάση του Άλλου, αλλά και μια γενναιόδωρη αναγνώριση, ίσως και δικαίωση εν μέρει, μιας εναλλακτικής κοσμοθεωρητικής ατραπού.

Και η συλλογή κλείνει – ακριβώς όπως πρέπει – ακολουθώντας ίσως ασύνειδα κάποια αρχαϊκά τυπικά, με το κορύφωμα της πνευματικής έξαρσης που σχηματοποιείται σε μια υμνικής επί της ουσίας επίκληση, σε μια μετουσίωση του «Άξιον Εστί» σε ψαλμό και προσωπική λατρευτική κατάθεση. Ακόμη και εδώ, όμως – και μιλήσαμε ήδη γι’ αυτό το ποίημα – δεν έχουμε μονοσήμαντη αναπαραγωγή ποιητικών τρόπων ούτε ρητορικών ή υμνητικών σχημάτων. Απεναντίας οι τροπές του λόγου, αλλά και οι ανεπαίσθητες ενίοτε, παραλλαγές και διακυμάνσεις της γραφής και της γραμμικής ενίοτε δόμησης ενθαρρύνουν την αμφισημία και τη διερώτηση. «Σου» με σ κεφαλαίο ή μικρό, ο Χριστός ως Θεός ή ως άνθρωπος;

Κλείνω με μερικούς στίχους που εκφέρουν την αέναα επίκαιρη, «οδυσσειακή» προτροπή της εύτολμης εξερεύνησης του αγνώστου, της χάραξης νέων, πρωτόφαντων δρόμων. Eίναι από το ποίημα «Σαν προσταγή» (σελ. 70-71):

«Φύγε λοιπόν (…)
και το ταξίδι προς το άγνωστο σε καρτερεί σιωπηρό
και μελαγχολικό»

«Βάδισε προς το άγνωστο
προς ό,τι δεν έχεις ξαναδεί
και η τύχη το προστάζει για δικό σου».

Σημείωση

1. Είναι η νεότερη ποιητική του συλλογή μετά τη Δεύτερη Άρνηση (εκδ. Εκάτη, Αθήνα 2003).

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Piergiorgio Branzi. Δείτε τα περιεχόμενα του ένατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

image

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *